Τα «Αγαθά Νέα» Χωρίζουν ‘Λαόν δια το Όνομα του Ιεχωβά’
1, 2. (α) Σε ποια βασιλεία ανεφέρετο ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον 21:43; (β) Ποιος είναι βασιλεύς αυτής της βασιλείας και πότε άρχισε να κυβερνά με πλήρη εξουσία της Βασιλείας; (γ) Προορίζεται η βασιλεία αυτή για κάποια ειδική φυλή ανθρώπων;
ΣΕ ΠΟΙΟ έθνος ανεφέρετο ο Ιησούς όταν είπε, όπως αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 21:43:«Η βασιλεία του Θεού . . . θέλει δοθή εις έθνος κάμνον τους καρπούς αυτής»; Και ποια είναι η βασιλεία που αναφέρεται εδώ; Όχι, το έθνος το τόσο ευλογημένο δεν είναι κάποια ιδιαίτερη φυλή ανθρώπων, που ανήκει σε κάποιον ειδικό κλάδο της ανθρωπίνης οικογενείας και είναι περιωρισμένη κάτω από μια ανθρωποποίητη βασιλεία. Ο Ιεχωβά Θεός τώρα επροτίθετο να καλέση άτομα από όλα τα έθνη για να είναι συνδεδεμένα ως λαός χωριστός από τον κόσμο, ‘λαός δια το όνομα αυτού’.—Πράξ. 15:14.
2 Η βασιλεία, της οποίας τα συμφέροντα πρόκειται να υπηρετήσουν, δεν είναι μια επίγεια βασιλεία με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ ή κάποια άλλη πόλι της γης. Η βασιλεία που αναφέρεται είναι η ‘επουράνιος βασιλεία’ του Θεού. (2 Τιμ. 4:18) Ο Χριστός Ιησούς, ο οποίος απερρίφθη από το άπιστο έθνος του Ισραήλ και εθανατώθη, ανέστη και αργότερα ανελήφθη στον ουρανό. Εκεί ανέμενε τον κατάλληλο καιρό του Θεού για ν’ αρχίση τη διακυβέρνησί του με πλήρη εξουσία της Βασιλείας. (Εβρ. 1:13· Πράξ. 2:32-36) Ο καιρός αυτός ήλθε στο 1914 μ.Χ. Έπειτα ακολούθησε «πόλεμος εν τω ουρανώ», ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα το να εκβληθή από τον ουρανό ο Σατανάς, ο μέγας αντίπαλος του Θεού και των πιστών ανθρώπων στη γη, ο οποίος τώρα πρέπει σύντομα να συντριβή μαζί με όλους τους πονηρούς του αγγέλους, τις εγκόσμιες κυβερνήσεις και τους αδίκους ανθρώπους, που έχουν εναντιωθή στη διακυβέρνησι του Θεού. Αυτό θα λάβη χώραν στον «πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος», που ονομάζεται Αρμαγεδδών.—Αποκάλ. 12:7-12· Δαν. 2:44· Αποκάλ. 16:14, 16.
3. Ποια είναι η σχέσις προς τη Βασιλεία (α) του «μικρού ποιμνίου», και (β) των «άλλων προβάτων»;
3 Τώρα κυβερνά από τους καθαρισμένους ουρανούς η ουράνια βασιλεία του Θεού υπό τον Χριστόν Ιησούν. Η βασιλεία αυτή στην πληρότητά της αποτελείται από 144.000 άτομα που εκλέγονται από τα έθνη της γης και που άρχουν ως «βασιλείς» με τον Χριστό. (Αποκάλ. 20:6· 1:1-4) Αν συγκριθούν, με τον μεγάλο αριθμό ατόμων, που αποκτούν ζωή επάνω στη γη υπό την Βασιλεία, εκείνοι που λαμβάνουν αυτή την ουράνια αμοιβή είναι πράγματι ένα «μικρόν ποίμνιον». Εκτός από αυτό το «μικρόν ποίμνιον», υπάρχουν και «άλλα πρόβατα», τα οποία περιλαμβάνουν ένα μεγάλο πλήθος ατόμων καλής θελήσεως προς τα «αγαθά νέα», που ζουν σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους και που γίνονται επίγειοι υπήκοοι της Βασιλείας σε μια παραδείσια γη.—Λουκ. 12:32· Ιωάν. 10:16· Αποκάλ. 7:9, 13, 14· Ψαλμ. 37:11, 29. Βλέπε «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας», παράγραφοι 23-28.
4. Γιατί μπορούσε να λεχθή ότι, όταν τα πρώτα μέλη των 144.000 άρχισαν να συνάγωνται πριν από 1900 χρόνια, ήλθαν κάτω από τη διακυβέρνησι της Βασιλείας;
4 Όταν το «ευαγγέλιον της βασιλείας» άρχισε να κηρύττεται από τον Ιησούν και έπειτα από τους αποστόλους και μαθητάς του τού πρώτου αιώνος, ο σκοπός ήταν να συναχθούν από μέσα από τα έθνη εκείνοι που θ’ αποτελούσαν ‘τον λαόν δια το όνομα του Ιεχωβά’, τους 144.000, που επρόκειτο να είναι ενωμένοι με τον Χριστό Ιησού στη διακυβέρνησι της Βασιλείας. Αυτοί εκαλούντο σ’ έναν ουράνιο προορισμό με τον Ιησούν τον Κύριόν των, και αυτό εγίνετο μέσω του «ευαγγελίου» ή αγαθών νέων. (2 Θεσ. 2:14) Ενώ στις ημέρες εκείνες η ουράνια βασιλεία του Θεού δεν είχε ακόμη αρχίσει να εξασκή τη διακυβέρνησί της ως προς τη γη με πλήρη εξουσία, όμως, επειδή ο Ιεχωβά πάντοτε παραμένει «Βασιλεύς της Αιωνιότητος» και ο Ιησούς ήταν η αόρατη κεφαλή του νέου Χριστιανικού έθνους, μπορούσε να λεχθή ότι μέσω του Χριστού Ιησού εκείνοι που επίστευαν ήρχοντο κάτω από τη διακυβέρνησι της Βασιλείας. Όταν άκουαν το «ευαγγέλιον της βασιλείας», το εδέχοντο και αφιερώνοντο στην υπηρεσία του Θεού, ελέγετο γι’ αυτούς ότι ‘ηλευθερώθησαν από την εξουσίαν του σκότους, και μετεφέρθησαν εις την βασιλείαν του αγαπητού Υιού του Θεού’.—Κολ. 1:13.
5, 6. (α) Ποιο ερώτημα, λοιπόν, αντιμετώπιζαν οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί, και ποια όμοια ερωτήματα αντιμετωπίζουν οι Χριστιανοί σήμερα; (β) Τι προσδιορίζει τους αληθινούς ακολούθους του Ιησού ως ‘λαόν δια το όνομα του Ιεχωβά’;
5 Πώς θα τους επηρέαζε αυτή η αλλαγή; Ζούσαν ακόμη στον ίδιο κόσμο, σε περιοχές που εκυβερνώντο από διάφορες εθνικές κυβερνήσεις. Η έκτη παγκόσμια δύναμις, η Ρώμη, κυριαρχούσε, πάνω στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμένου κόσμου του καιρού εκείνου, όπου ζούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί. Ποια επρόκειτο τώρα να είναι η σχέσις των προς τη Ρώμη και άλλες κυβερνήσεις της γης;
6 Σήμερα, 1.900 χρόνια αργότερα, οι ίδιες ερωτήσεις είναι κατάλληλες. Το κήρυγμα του «ευαγγελίου» δεν γίνεται τώρα κυρίως για τον σκοπό προσκλήσεως ατόμων στην ουράνια βασιλεία, αλλά απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως, που ελπίζουν να ζήσουν για πάντα σε μια παραδείσια γη. Από το έτος 1914, όπως αποδεικνύει η εκπλήρωσις των Βιβλικών προφητειών, η βασιλεία των ουρανών κυβερνά εν δυνάμει, και αυτό σημαίνει ότι φθάνει γοργά το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων. «Τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» κηρύττεται τώρα σε 189 χώρες και νήσους των θαλασσών, προς ανθρώπους που ζουν κάτω από πολλά και διάφορα είδη κυβερνήσεων και μορφών πολιτικής διακυβερνήσεως. Πραγματικά, σε πολλές χώρες η μορφή διακυβερνήσεως συχνά αλλάσσει, καθώς έρχεται στην εξουσία ένα διαφορετικό πολιτικό κόμμα ή τοπικά εθνικιστικά κινήματα αναλαμβάνουν την κυβερνητική ευθύνη από αποικιακές διοικήσεις. Ποια είναι η σχέσις του Χριστιανού προς τέτοιες κυβερνήσεις ή αλλαγές; Είναι άρα γε δυνατόν οι αληθινοί ακόλουθοι του Χριστού Ιησού να γίνουν ένας ενωμένος λαός παρά τις διαφορετικές φυλετικές και εθνικές των προελεύσεις, ένας λαός χωριστός από τον κόσμο, που υπηρετεί τα συμφέροντα της βασιλείας του Θεού, ένας λαός για το όνομα του Ιεχωβά; Αν ναι, πώς προσδιορίζεται έτσι η ταυτότης των; Αυτό γίνεται με διαγωγή ‘αξίαν της βασιλείας’.—2 Θεσ. 1:5.
7. Πώς, λοιπόν, αποτελούν πρόκλησι τα «αγαθά νέα»;
7 Όπως ακριβώς τα «αγαθά νέα», που εκηρύχθησαν αρχικά στον Ισραήλ στην Αίγυπτο, αποτελούσαν πρόκλησι σ’ αυτούς, διότι απαιτούσαν ωρισμένη πορεία ενεργείας, πιστότητος στη διαθήκη του νόμου και υποταγής στον Ιεχωβά ως Βασιλέα των και υπακοής στις εντολές του, όμοια, από την αρχή της κλήσεως του νέου έθνους των 144.000 του πνευματικού Ισραήλ έως σήμερα και της κλήσεως του μεγάλου πλήθους των «άλλων προβάτων», το «ευαγγέλιον της βασιλείας» παρουσιάζει μια πρόκλησι σ’ εκείνους που το δέχονται. Θα ‘πολιτευθούν αξίως του ευαγγελίου’;—Φιλιππησ. 1:27.
ΧΩΡΙΣΤΟΙ ΑΓΙΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
8. (α) Ποια αρχή που κυβερνά τη Χριστιανική σχέσι με τον κόσμο γίνεται σαφής στο κατά Ιωάννην 17:14-18; (β) Πώς οι σημερινοί μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν μια κοινωνία Νέου Κόσμου;
8 Στην τελική του συνάντησι με τους μαθητάς του λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Ιησούς, σε προσευχή προς τον ουράνιο Πατέρα του, κατέστησε σαφή μια αρχή όσον αφορά τη σχέσι του Χριστιανού με τον κόσμο. «Εγώ έδωκα εις αυτούς τον λόγον σου· και ο κόσμος εμίσησεν αυτούς, διότι δεν είναι εκ του κόσμου, καθώς εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου. Δεν παρακαλώ να σηκώσης αυτούς εκ του κόσμου, αλλά να φυλάξης αυτούς εκ του πονηρού. Εκ του κόσμου δεν είναι, καθώς εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου. Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου· ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια. Καθώς εμέ απέστειλας εις τον κόσμον, και εγώ απέστειλα αυτούς εις τον κόσμον.» Επομένως, οι αληθινοί ακόλουθοι του Ιησού δεν αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου, κατά το ότι αποχωρίζουν τον εαυτό τους από τις πονηρές κατευθύνσεις του και δεν θέτουν την ελπίδα των για το μέλλον στα σχέδια και στις οργανώσεις των ανθρώπων. Μάλλον, η ελπίδα των είναι στον νέο κόσμο που διακυβερνάται από τη βασιλεία του Θεού και έχουν συγκεντρωμένα τα συμφέροντα των σ’ αυτόν τον νέο κόσμο. Είναι, λοιπόν, κατάλληλο να πούμε ότι οι σύγχρονοι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν μια κοινωνία Νέου Κόσμου. Αυτή η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά είναι ενωμένη κατά το ότι έχουν όλοι την ίδια ολόκαρδη αγάπη για τον Θεό, με το ν’ αναγνωρίζουν τον Ιεχωβά ως τον Υπέρτατον Άρχοντα του σύμπαντος και με την υποταγή των στη βασιλεία του Θεού.—Ιωάν. 17:14-18.
9. Ποια είναι η απόδειξις ότι η βασιλεία του Θεού υπάρχει και κυβερνά τώρα;
9 Επειδή η βασιλεία του Θεού είναι ουράνια και επομένως αόρατη στους ανθρώπους επάνω στη γη, τα κοσμικά έθνη αρνούνται να την αναγνωρίσουν ή να την λάβουν υπ’ όψιν. Αλλά επειδή ο Θεός είναι αόρατος στα ανθρώπινα μάτια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Η απόδειξις της υπάρξεώς του είναι φανερή στη δημιουργία του. (Ρωμ. 1:20) Η απόδειξις της υπάρξεως της βασιλείας του Θεού γίνεται φανερή από αυτή την ύπαρξι της κοινωνίας Νέου Κόσμου—εκατοντάδες χιλιάδων άτομα που έρχονται από όλα τα έθνη, ενωμένα, με ειρήνη και δέχονται τη διακυβέρνησι της Βασιλείας. Τούτο είναι σε αρμονία με τα θεόπνευστα λόγια του Ψαλμού 72:7, 8: «Εν ταις ημέραις αυτού θέλει ανθεί ο δίκαιος· και αφθονία ειρήνης θέλει είσθαι εωσού μη υπάρξη η σελήνη. Και θέλει κατακυριεύει από θαλάσσης έως θαλάσσης, και από του ποταμού έως των περάτων της γης.» Έτσι συμβαίνει ότι εκείνοι που αποτελούν την κοινωνία Νέου Κόσμου του Ιεχωβά βρίσκονται κυριολεκτικώς στα ‘πέρατα της γης’. Καταδεικνύουν ότι είναι αληθινοί υπήκοοι της βασιλείας του Θεού με το να είναι ευπειθείς και υποτακτικοί στο θείο θέλημα και με το να υποστηρίζουν ενεργώς τη βασιλεία του Θεού, κηρύττοντάς την σε όλη τη γη.
10. Γιατί οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν λαμβάνουν μέρος σε πολιτικά ζητήματα ή σε πολέμους μεταξύ εθνών;
10 Οι αληθινοί δούλοι του Θεού για να διατηρούν την ενότητά των, πρέπει ν’ ακολουθούν τις αρχές που εξετέθησαν πιο πάνω, να είναι χωρισμένοι από τον κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν λαμβάνουν μέρος σε πολιτικά ζητήματα. Σκεφθήτε τι θα εσήμαινε αν το έκαναν αυτό! Η εκκλησία των αληθινών Χριστιανών θα ήταν διηρημένη εναντίον του εαυτού της αν τα μέλη ατομικώς υπεστήριζαν διάφορες πολιτικές οργανώσεις και ενώνοντο στο να χλευάζουν ή εχθρεύωνται κάποια άλλη ομάδα, της οποίας άλλοι στην εκκλησία θα μπορούσαν να είναι μέλη. Πώς αυτό θα ήταν δυνατόν να εναρμονισθή με τα περαιτέρω λόγια του Ιησού, που βρίσκονται στα εδάφια 21 και 22 του κεφαλαίου 17 του Ιωάννου; Ο Ιησούς εκεί προσηύχετο για τους ακολούθους του, «Δια να ήναι πάντες έν· καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, να ήναι και αυτοί εν ημίν έν· δια να πιστεύση ο κόσμος ότι συ με απέστειλας. Και εγώ την δόξαν την οποίαν μοι έδωκας, έδωκα εις αυτούς· δια να ήναι έν, καθώς ημείς είμεθα έν.» Σε μια διεθνή κλίμακα, επίσης, αυτή η ενότης διαφυλάττεται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά που δεν ενώνονται σε αγώνες και διαμάχες μεταξύ εθνών, τα οποία είναι διηρημένα από ανθρωποποιήτους φραγμούς.
ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ «ΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ»
11, 12. Πώς ένας Χριστιανός αποδίδει «τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα»;
11 Εν τούτοις, οι μάρτυρες του Ιεχωβά εξακολουθουν να ζουν σε επικράτειες που κυβερνώνται από επίγειες κυβερνήσεις, στις οποίες ο Ιεχωβά επέτρεψε να συνεχίσουν την ύπαρξί τους ως τον καιρόν αυτόν. Εξηγώντας ο Ιησούς τη σχέσι του Χριστιανού προς τις κυβερνήσεις αυτές, εξέθεσε μια άλλη πολύ γνωστή αρχή: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (Ματθ. 22:21) Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι οι επίγειες κυβερνήσεις (ή ο «Καίσαρ») μπορεί κατάλληλα να απαιτήσουν ωρισμένα καθήκοντα από τους Χριστιανούς υπηκόους των. Παραδείγματος χάριν, στο κατά Ματθαίον, κεφάλαιο 22, βλέπομε τον Ιησού να εξετάζη το ζήτημα της πληρωμής φόρων. Οι κυβερνήσεις παρέχουν πολλές υπηρεσίες στους ακολούθους του Χριστού, όπως στο πεδίον της εκπαιδεύσεως, στην κατασκευή δρόμων, στον έλεγχο της τηρήσεως του νόμου και της τάξεως μέσω της αστυνομίας και των δικαστηρίων, στην παροχή ύδατος, ηλεκτρισμού και άλλων εφοδίων, για τα οποία όλα πρέπει να πληρώνωμε. Έτσι οι Χριστιανοί «αποδίδουν» με συνείδησι αγαθή, μέσω φόρων κλπ., γι’ αυτές τις διάφορες υπηρεσίες.
12 Επιπρόσθετα, οι αληθινοί Χριστιανοί αποδεικνύονται νομοταγείς και γεμάτοι σεβασμό. Παραδείγματος χάριν, συμμορφώνονται με τους κανονισμούς που διέπουν την τροχαία κίνησι, μη οδηγώντας το αυτοκίνητο με υπερβολική ταχύτητα πέρα από ό,τι επιτρέπει ο νόμος, και αλλιώς συμμορφούμενοι προς τους κανονισμούς, που διέπουν την κανονική εύτακτη εργασία για τα προς το ζην. Ενεργώντας έτσι, δείχνουν, επίσης, σεβασμό για κείνους που διαχειρίζονται τα του νόμου. Τούτο είναι σε αρμονία με τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο 13, εδάφια 6 και 7: «Επειδή δια τούτο πληρόνετε και φόρους . . . Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα· εις όντινα οφείλετε τον φόρον, τον φόρον· εις όντινα τον δασμόν, τον δασμόν εις όντινα τον φόβον, τον φόβον· εις όντινα την τιμήν, την τιμήν.»
13. Τι πράττουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά όταν αντιμετωπίζουν αλλαγή μορφών κυβερνήσεων;
13 Ο Χριστιανός επιδιώκει αυτή την πορεία άσχετα με την κυβέρνησι που βρίσκεται στην εξουσία. Η κυβέρνησις μπορεί ν’ αλλάξη με το ν’ αναλάβη την εξουσία ένα διαφορετικό πολιτικό κόμμα. Εν τούτοις, οι μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίζουν την ίδια νομοταγή πορεία απέναντι της νέας κυβερνήσεως όπως ακριβώς έκαναν και με την παλαιά κυβέρνησι και αυτό θα εξακολουθήσουν να το πράττουν εφ’ όσον ο Θεός θα επιτρέπη να άρχουν επίγειες μορφές κυβερνήσεως.
ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΙ «ΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ»
14. (α) Ποια πράγματα ανήκουν στον Θεό, που πρέπει να αποδοθούν σ’ αυτόν; (β) Εκεί που υπάρχει σύγκρουσις μεταξύ εκείνων που απαιτεί ο Θεός και εκείνων που ζητεί ο Καίσαρ, ποια πορεία λαμβάνει ο Χριστιανός; (γ) Ποια αρχή ακολούθησαν σχετικά με τούτο ο Πέτρος και οι απόστολοι;
14 Παρατηρήστε ότι ο Ιησούς είπε ότι ένας Χριστιανός έπρεπε ν’ αποδίδη, όχι μόνο «τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα», αλλά και «τα του Θεού εις τον Θεόν». Ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Δημιουργός όλων των ζώντων πλασμάτων και επομένως η ζωή μας ανήκει σ’ αυτόν. Επειδή είναι ο Υπέρτατος στο σύμπαν και ο μόνος αληθινός Θεός, η λατρεία μας ανήκει σ’ αυτόν μόνο. Η αληθινή λατρεία του Θεού περιλαμβάνει σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες τη δημοσία διακήρυξι του ονόματός του και το κήρυγμα ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’. (Ναούμ 1:2· Ματθ. 24:14) Κατά καιρούς μπορεί να υπάρχη σύγκρουσις μεταξύ εκείνων που ο «Καίσαρ» ζητεί και εκείνων που ο Θεός απαιτεί. Τότε τι πρέπει να πράξη ο Χριστιανός; Η κατάλληλη πορεία για ν’ ακολουθήση κανείς, αν επιθυμή ν’ αποδείχθη ‘άξιος του ευαγγελίου’, διευκρινίζεται σαφώς σε μια περίπτωσι που περιελάμβανε Χριστιανούς του πρώτου αιώνος. Ο Πέτρος και μερικοί από τους άλλους αποστόλους είχαν φερθή ενώπιον του Ιουδαίου αρχιερέως, ο οποίος είπε σ’ αυτούς: «Δεν σας παρηγγείλαμεν ρητώς να μη διδάσκητε εν τω ονόματι τούτω; και ιδού, εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ από της διδαχής σας, και θέλετε να φέρητε εφ’ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου.» Απαντώντας ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι είπαν: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» Αυτοί οι πρώτοι Χριστιανοί είδαν ότι στην περίπτωσι αυτή περιελαμβάνετο η λατρεία των και έτσι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την ιδιαίτερη αυτή διαταγή του δικαστηρίου που τους διέτασσε να μη κηρύττουν. Το Υπόμνημα δείχνει ότι με πιστή αναγνώρισι του Υπερτάτου Νόμου του Θεού εξακολούθησαν το κήρυγμά των, «χαίροντες, ότι υπέρ του ονόματος αυτού ηξιώθησαν να ατιμασθώσι.»—Πράξ. 5:28, 29, 40-42.
15. Ποια διαγωγή πρέπει να εκδηλώνη ο Χριστιανός κάτω από διωγμό, σε αρμονία με το Ρωμαίους 12:12-21;
15 Αυτή ή εναντίωσις και ο διωγμός δεν έκαμαν τους αποστόλους να στραφούν εναντίον των εξουσιών εκείνων με φυσική αντεκδίκησι, ούτε, όταν ήσαν ενώπιον των δικαστηρίων, έδειχναν έλλειψι σεβασμού. Μάλλον, με αξιοπρέπεια και ηρεμία υπερήσπιζαν τη θέσι των, διατηρώντας την ακεραιότητά των με υπακοή στον νόμον του Ιεχωβά ως υπεράνω του νόμου των ανθρώπων. Ομοίως σ’ αυτές τις ημέρες, ακόμη, και εκεί που οι μάρτυρες του Ιεχωβά διώκονται, όπως στις Κομμουνιστικές χώρες, δεν ενώνονται αυτοί σε κάποια στασιαστικά κινήματα για να ανατρέψουν τις υπάρχουσες εξουσίες, αλλά, μάλλον, εξηγούν πιστά τη θέσι των ως δούλων του Θεού και ως μαρτύρων του εντεταλμένων να κηρύττουν για τη βασιλεία του. Με σταθερή πίστι στην ελπίδα ζωής στον νέο κόσμο μπορούν να υπομένουν αυτή τη θλίψι. Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να πικραθή και να προσπαθήση ν’ ανταποδώση κακό στους άλλους για το κακό που γίνεται σ’ αυτούς. Μάλλον, προσπαθούν να εξακολουθήσουν να ζουν μ’ ένα ειρηνικό τρόπο και ακόμη προσπαθούν να βοηθήσουν τους εναντιουμένους να μάθουν την αλήθεια του λόγου του Θεού και να εύρουν ευλογία. Ο απόστολος γράφει: «Εις την ελπίδα χαίροντες· εις την θλίψιν υπομένοντες· εις την προσευχήν προσκαρτερούντες. . . . Ευλογείτε τους καταδιώκοντας υμάς· ευλογείτε, και μη καταράσθε. Εις μηδένα μη ανταποδίδετε κακόν αντί κακού· προνοείτε τα καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων. Ει δυνατόν, όσον το αφ’ υμών, ειρηνεύετε μετά πάντων ανθρώπων. Μη εκδικήτε εαυτούς, αγαπητοί· αλλά δότε τόπον τη οργή· διότι είναι γεγραμμένον, “Εις εμέ ανήκει η εκδίκησις· εγώ θέλω κάμει ανταπόδοσιν, λέγει ο Ιεχωβά.” Εάν λοιπόν πεινά ο εχθρός σου, τρέφε αυτόν· εάν διψά, πότιζε αυτόν· διότι πράττων τούτο, θέλεις σωρεύσει άνθρακας πυρός επί την κεφαλήν αυτού. Μη νικάσαι υπό του κακού, αλλά νίκα δια του αγαθού το κακόν.»—Ρωμ. 12:12-21, ΜΝΚ.
16. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα στους μάρτυρας του Ιεχωβά από το ν’ ακολούθουν τις Βιβλικές αρχές που εξητάσθησαν έως τώρα;
16 Ακολουθώντας ακριβώς τις αρχές, που εξητάσθησαν πιο πάνω στο κατά Ιωάννην 17:14-18, 21, 22, στο κατά Ματθαίον 22:21 και στις Πράξεις 5:28, 29, η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά εχωρίσθη από τα έθνη του κόσμου μ’ έναν ειδικό τρόπο. Αυτοί αποτελούν πράγματι λαόν για το όνομα και τη βασιλεία του Ιεχωβά. Με υπακοή στα λόγια του Ιησού, που βρίσκονται στο κατά Ματθαίον 6:33, ‘ζητούν πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού’.
17. Ποια απαίτησις για σωτηρία διευκρινίζεται στην προς Ρωμαίους επιστολή 10:10;
17 Το ν’ αποκριθούμε, λοιπόν, στην πρόκλησι των «αγαθών νέων» είναι άρα γε απλώς ζήτημα του να ενωθούμε με μια οργάνωσι σαν των μαρτύρων του Ιεχωβά, και να ενωθούμε με τις τάξεις των κηρύκων ‘του ευαγγελίου της βασιλείας’; Είναι, βέβαια, αληθινό ότι εκείνοι που θα ήθελαν ν’ αποκτήσουν ζωή στον νέο κόσμο του Ιεχωβά πρέπει να μετάσχουν της δημοσίας διακηρύξεως της αληθείας. «Διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» (Ρωμ. 10:10) Είναι, λοιπόν, ορθόν, ένας που ακούει τα «αγαθά νέα» και πιστεύει σ’ αυτά, να επιδοθή στην απόκτησι ακριβούς γνώσεως της αληθείας με μελέτη της Γραφής για να μπορέση να λάβη μέρος σ’ αυτή τη δημοσία διακήρυξι της αληθείας. Ενεργώντας έτσι δείχνει την εκτίμησί του για τα «αγαθά νέα» καθώς επίσης την επιθυμία του να λατρεύη τον Ιεχωβά.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ
18. Ποια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας απαιτεί το «ευαγγέλιον»;
18 Αλλά το «ευαγγέλιον της βασιλείας» απαιτεί μια ακόμη μεγαλύτερη αλλαγή στη ζωή μας. Πράγματι, ζητεί από μας να φέρομε ολόκληρη τη ζωή μας σε αρμονία με τις Βιβλικές αρχές και να γίνωμε σε κάθε μέρος της ζωής μας υποτακτικοί στο θέλημα του Θεού. Όπως νουθετεί η Γραφή: «Παν ό,τι αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Ιεχωβά,» και «παν ό,τι αν πράττητε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού πράττετε, ευχαριστούντες δι’ αυτού τον Θεόν και Πατέρα.» (Κολ. 3:23, 17, ΜΝΚ) Μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι πράγματι έναρξις μιας νέας ζωής, είναι να γίνωμε ένας νέος άνθρωπος. Πρέπει να ζητούμε πρώτα, όχι μόνο τη βασιλεία του Θεού, αλλά και τη δικαιοσύνη του, δηλαδή, να ζητούμε να πράττωμε ό,τι είναι ορθόν ενώπιον του Θεού σε όλη τη διαγωγή μας πάντοτε.
19, 20. (α) Πώς περιγράφει ο απόστολος Παύλος την αλλαγή αυτή στην προς Κολοσσαείς επιστολή 3:5-10; (β) Τι είδους αλλαγή πρέπει να είναι αυτή για να είμεθα ευάρεστοι στον Ιεχωβά και ν’ αποκτήσωμε ζωή στον νέο του κόσμο;
19 Αυτό σημαίνει να αποβάλωμε ό,τι είναι άδικο ή κακό, κάνοντας να νεκρωθούν στη ζωή μας όσα είναι κακά ενώπιον του Θεού, και έπειτα αντικαθιστώντας ό,τι είναι κακό με ό,τι είναι καλό. Ο απόστολος έγραψε πάνω στο σημείο αυτό στην προς Κολοσσαείς επιστολή 3:5-10: «Νεκρώσατε λοιπόν τα μέλη σας τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις είναι ειδωλολστρεία· δια τα οποία έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας· εις τα οποία και σεις περιεπατήσατε ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς. Τώρα όμως απορρίψατε και σεις ταύτα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος σας. Μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, αφού απεκδύθητε τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού· και ενδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν.»
20 Αυτή η επένδυσίς μας με τη νέα προσωπικότητα πρέπει να πηγάση από μια ειλικρινή καρδιά, από μια ειλικρινή επιθυμία να φέρομε τη ζωή μας σε αρμονία με το θέλημα του Θεού για να είμεθα ευάρεστοι σ’ αυτόν, με την ελπίδα ν’ αποκτήσωμε ζωή στον νέο του κόσμο. Αυτό δεν μπορεί να είναι υποκριτικό, σαν να φορούμε μια νέα ενδυμασία μόνο για μια μέρα την εβδομάδα. Κατά μέγα μέρος στη θρησκεία σήμερα γίνεται κάτι τέτοιο, οι άνθρωποι φορούν τη «Χριστιανοσύνη» των όταν πηγαίνουν στην εκκλησία και έπειτα απεκδύονται τη «Χριστιανοσύνη» των σαν μια ενδυμασία και επιστρέφουν στις κακές κατευθύνσεις του κόσμου το υπόλοιπο μέρος της εβδομάδος. Χρειάζεται ευσυνείδητη προσπάθεια για ν’ αποβάλη κανείς, να νεκρώση εκείνο που είναι κακό, να ‘απεκδυθή’ τον παλαιόν άνθρωπον με τις πράξεις του και να ενδυθή τον νέον άνθρωπον με την ειλικρινή εκζήτησι να πράττη το θέλημα του Θεού. Ούτε μπορεί να κάμη κανείς αυτή την αλλαγή μόνο για ν’ αρέση σε ανθρώπους, μόνο για να είναι κάποιος που θεωρείται από τους άλλους ως καλός άνθρωπος. Ενώ ένας Χριστιανός φυσικά επιθυμεί την εκτίμησι των συνανθρώπων του, και ειδικά των Χριστιανών αδελφών του, πρέπει πρώτα να ζητή ν’ αρέση στον Θεό. Εκτιμά ό,τι ο Ιεχωβά Θεός είπε στον προφήτη Σαμουήλ: «Διότι δεν βλέπει ο Θεός καθώς βλέπει ο άνθρωπος· διότι ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενον, ο δε Ιεχωβά βλέπει την καρδίαν.»—1 Σαμ. 16:7, ΜΝΚ.
21. Ποιο βήμα θα θέλη να κάμη το ειλικρινές άτομο;
21 Είναι μεγάλο προνόμιο να είμεθα συνδεδεμένοι με τον ‘λαόν δια το όνομα του Ιεχωβά’, διότι αυτό συνεπάγεται τη χαρά της υπηρεσίας του αληθινού Θεού. Αλλά πιο σπουδαία είναι η σχέσις, στην οποίαν εισερχόμεθα, με τον Ιεχωβά Θεό. Εκείνος που έχει καλή καρδιά και που εκτιμά τα «αγαθά νέα» και έχει ειλικρινή επιθυμία να πράττη το θείο θέλημα, θα θέλη να χρησιμοποιήση τη ζωή του προς αίνον του Ιεχωβά. Προς τον σκοπόν αυτόν αφιερώνει τη ζωή του κάνοντας μια ιεροπρεπή υπόσχεσι με προσευχή στον Ιεχωβά ότι στο εξής θα ζητή, όχι το δικό του θέλημα, αλλά το θέλημα του Θεού, όπως ακριβώς έκαμε και ο Ιησούς. (Ψαλμ. 40:8· 143:10· Λουκ. 22:42· Ιωάν. 5:30) Ο Χριστιανός αναγνωρίζει ότι μόνο μέσω του μεσίτου Χριστού Ιησού μπορεί να εισέλθη σ’ αυτή την αφιερωμένη σχέσι με τον Θεό.—Βλέπε «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας», παράγραφοι 45-51.
22. Τι είναι απαραίτητο για να ‘περιπατήσωμεν αξίως του Ιεχωβά’, όπως εξηγείται στην προς Κολοσσαείς επιστολή 1:9, 10;
22 Μόνο διατηρώντας αυτή τη σχέσι με τον Ιεχωβά Θεό μέσω του Ιησού Χριστού, μπορεί κανείς κατάλληλα να διατηρήση τον σύνδεσμό του με τον ‘λαόν δια το όνομα του Ιεχωβά’. Αφού, για να εξακολουθήση κανείς να έχη την εύνοια του Ιεχωβά, απαιτείται να πράττη το θείο θέλημα, έπεται ότι είναι πάρα πολύ σπουδαία η ακριβής γνώσις [‘επίγνωσις’] αυτού του θελήματος. Επομένως, ο Χριστιανός θα αγωνίζεται ένθερμα να ‘εμπλησθή από της επιγνώσεως του θελήματος αυτού μετά πάσης σοφίας και πνευματικής συνέσεως· δια να περιπατήση αξίως του Ιεχωβά, ευαρεστών κατά πάντα, καρποφορών εις παν έργον αγαθόν, και αυξανόμενος εις την επίγνωσιν του Θεού’.—Κολ. 1:9, 10, ΜΝΚ.