Ιεχωβά ο Θεός Ημών—Δίκαιος και Ευθύς
«Θεός πιστός, . . . δίκαιος και ευθύς είναι αυτός.»—Δευτ. 32:4.
1, 2. (α) Ποια περιγραφή του Ιεχωβά ως Κριτού μάς δίνει η Αγία Γραφή; (β) Πώς μπορεί να αισθανώμεθα γι’ αυτό και γιατί;
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ Θεό, ένας Εβραίος ψαλμωδός έψαλε στην αρχαιότητα: «Αγαπά δικαιοσύνην και κρίσιν.» Και σ’ έναν άλλο Ψαλμό διαβάζομε τα εξής: «Γνωρίζω, Ιεχωβά ότι αι κρίσεις σου είναι δικαιοσύνη.» Μολονότι αυτές οι εκφράσεις έγιναν πριν από πολλούς αιώνες, δεν είναι πράγματι ελκυστικές; Δεν είναι ικανοποιητικό και ενθαρρυντικό να σκεπτώμεθα τον Δημιουργό, την υπέρτατη εξουσία του σύμπαντος, ως ένα Θεό που «αγαπά δικαιοσύνην και κρίσιν»;—Ψαλμ. 33:5· 119:75, ΜΝΚ.
2 Ασφαλώς ένας λόγος για τον οποίον αισθανόμεθα έτσι, είναι ότι όλοι μας έχομε υποστή ασφαλώς κάποια μορφή αδικίας. Ίσως λόγω του εθνικού, φυλετικού ή κοινωνικού παρελθόντος σας να ετύχατε αδίκου μεταχειρίσεως. Ή ίσως στο σχολείο ή στην εργασία σας ή στη γειτονιά σας να σας μεταχειρίσθηκαν απρεπώς. Και πόσο συχνά δεν ακούμε για κάποια άδικη μεταχείρισι που επιβάλλει ένα άτομο που είναι στην εξουσία!
3, 4. Πώς παραβάλλεται αυτό με τον τρόπο ενεργείας πολλών ανθρώπινων κριτών και αυτό ποια ερωτήματα εγείρει;
3 Ο Ιησούς εγνώριζε πώς αισθάνονται οι άνθρωποι που υφίστανται τέτοια μεταχείρισι, όπως δείχνει η περιγραφή του έδωσε σε μια από τις παραβολές του. Μίλησε για έναν κριτή ο οποίος προφανώς ήταν διωρισμένος από τους Ρωμαίους. Πώς ήταν αυτός ο κριτής; Αντί να είναι ένα άτομο στο οποίο θα μπορούσατε να στραφήτε με την πεποίθησι ότι θα τύχετε καλής μεταχειρίσεως, ήταν άδικος. Πραγματικά όπως περιγράφεται, ο κριτής αυτός τελικά απέδωσε δικαιοσύνη σε μια Ιουδαία χήρα, αλλά μόνον επειδή αυτή τον ενωχλούσε.—Λουκ. 18:1-6.
4 Τι εντύπωσι θα σας έκαμε ένας τέτοιος κριτής; Είναι ένας άνθρωπος που υποτίθεται ότι εκδίδει δίκαιες αποφάσεις, αλλά διστάζει να το πράξη αυτό. Τι παρηγορητική αντίθεσις υπάρχει μεταξύ αυτού και του Κριτού ο οποίος περιγράφεται πιστά ως ‘αγαπών δικαιοσύνην και κρίσιν’! Αλλά σκεφθήτε: Ενώ αυτό το είπε ο ψαλμωδός για τον Ιεχωβά, είσθε εσείς πεπεισμένοι ότι Αυτός είναι ένας τέτοιου είδους Κριτής; Μπορεί να γνωρίζετε ότι μερικοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος και ευθύς. Έχετε αντιμετωπίσει αυτόν τον ισχυρισμό; Επηρεάζει αυτό την άποψί σας για τον Θεό; Μπορείτε να δώσετε πειστικούς λόγους για τους οποίους συμφωνείτε με τον ψαλμωδό;
5. Ποιες πλευρές της δικαιοσύνης και της κρίσεως του Θεού ανησυχούν μερικά άτομα;
5 Επίσης, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τον Λόγο του Θεού και τους σκοπούς του, αλλ’ οι οποίοι ενοχλούνται από ερωτήματα τα οποία υπονομεύουν την εμπιστοσύνη τους στη δικαιοσύνη και στην κρίσι του Ιεχωβά. Επί παραδείγματι, μπορεί να διερωτώνται πώς όλοι οι άνθρωποι θα έχουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν και να δεχθούν ή ν’ απορρίψουν το άγγελμα της Βασιλείας μέσα στο βραχύ χρονικό διάστημα πριν από τη ‘μεγάλη θλίψι’ που θα τερματίση αυτό το πονηρό σύστημα πραγμάτων. (Ματθ. 24:21) Μια άλλη σκέψις που απασχολεί μερικούς είναι αν ωρισμένοι συγγενείς, κακοί άνθρωποι των συγχρόνων καιρών και άλλοι, θ’ αναστηθούν από τους νεκρούς στο Νέο Σύστημα ή όχι. Ή, μπορεί να υπάρχη κάποια ανησυχία ως προς τα προνόμια που θα χορηγήση ο Θεός στο Νέο Σύστημα, ιδιαίτερα ως προς τον γάμο και τις οικογενειακές υποθέσεις. Εν σχέσει με τέτοια ζητήματα, εσείς, ενοχλείσθε ή έχετε πεποίθησι ότι ο Ιεχωβά θα πράξη ό,τι είναι δίκαιο και ευθές;
6. Τι σημαίνει να είναι κάποιος δίκαιος και ευθύς;
6 Τι σημαίνει να είναι κάποιος δίκαιος και ευθύς; Χωρίς ν’ ανατρέξωμε σε εκτενείς νομικούς ορισμούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: «δίκαιος» είναι εκείνος που κάνει ό,τι είναι ορθό και ηθικό. Είναι ενάρετος και άμεμπτος. Σε σχέσι μ’ αυτό, «ευθύς» άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος, μ’ έναν αμερόληπτο τρόπο, αποδίδει ό,τι είναι ορθό και δίκαιο. Ασφαλώς, λοιπόν, υπάρχει πολύ νόημα πίσω απ’ αυτή την περιγραφή για τον Ιεχωβά: «Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ· δίκαιος και ευθύς είναι αυτός.»—Δευτ. 32:4.
ΕΞΕΤΑΣΤΕ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
7. Η εξέτασις ποιας μαρτυρίας είναι κατάλληλη;
7 Ένας διάσημος δικηγόρος είπε κάποτε: «Δεν υπάρχει κάτι που να λέγεται δικαιοσύνη—μέσα ή έξω από τα δικαστήρια.» Η πείρα του στο δικηγορικό επάγγελμα μαζί με τη μαρτυρία των άλλων, τον έκαμε να έχη αυτή την άποψι. Μολονότι μπορεί ν’ αληθεύη αυτό, γενικά σ’ αυτόν τον κόσμο, τι μας αποκαλύπτει η «πείρα» για τον Ιεχωβά; Ας εξετάσωμε μερικές αποδείξεις, τη μαρτυρία ανθρώπων οι οποίοι είχαν προσωπικές σχέσεις μ’ Αυτόν.
8, 9. (α) Ποια σχέσι είχε ο Αβραάμ σ’ ένα θείο δικαστικό ζήτημα; (β) Πώς αντέδρασε σ’ αυτή την κατάστασι;
8 Προτού ακόμη αρχίση να γράφεται η Βίβλος, άνθρωποι πίστεως εκφράσθηκαν για την κρίσι και την δικαιοσύνη του Θεού. Ο Αβραάμ αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωσι. Κατ’ εντολήν του Θεού, έφυγε από την πόλι Ουρ της Μεσοποταμίας και διέμενε ως μετανάστης στη γη Χαναάν. (Γεν. 12:1-5· Εβρ. 11:8) Ο ανεψιός του Λωτ εγκατεστάθηκε κοντά στην πόλι των Σοδόμων. Αργότερα επεσκέφθη τον Αβραάμ ένας άγγελος που εκπροσωπούσε τον Ιεχωβά. Ο άγγελος είπε ότι επρόκειτο να κάμη μια δικαστική επιθεώρησι των Σοδόμων και Γομόρρων λόγω της κατακραυγής που υπήρχε για τις αμαρτίες των κατοίκων. (Γέν. 18:20, 21) Ας σημειωθή ότι δεν είπε ότι είχε ήδη αποφασίσει μια συγκεκριμένη δικαστική ενέργεια. Αντιθέτως, επρόκειτο να ‘ιδή αν έπραξαν ολοκλήρως κατά την κραυγήν’ και τα παράπονα. Τι στάσι έδειξε ο Αβραάμ σ’ αυτή την πληροφορία;
9 Ο Αβραάμ επειδή ενδιαφερόταν για το αν υπήρχε πιθανότης να σωθούν οι κάτοικοι των Σοδόμων, περιλαμβανομένου και του Λωτ, ζήτησε με προσευχή να μάθη τι μπορούσε να γίνη. Η αφήγησις της Γενέσεως 18:23-25 παραθέτει τα λόγια του Αβραάμ: «Μήπως θέλεις απολέσει τον δίκαιον μετά του ασεβούς; εάν ήναι πεντήκοντα δίκαιοι εν τη πόλει, θέλεις άραγε απολέσει αυτούς; και δεν ήθελες συγχωρήσει εις τον τόπον, δια τους πεντήκοντα δικαίους, τους εν αυτώ; μη γένοιτο ποτέ συ να πράξης τοιούτον πράγμα, να θανατώσης δίκαιον μετά ασεβούς, και ο δίκαιος να ήναι ως ο ασεβής! μη γένοιτο ποτέ εις σε! ο κρίνων πάσαν την γην δεν θέλει κάμει κρίσιν;» Κατόπιν, ο Αβραάμ προσπαθώντας να εξακριβώση τον ελάχιστο αριθμό των δικαίων της πόλεως που θα εγίνοντο αιτία να διαφυλαχθή η πόλις ερώτησε, Τι θα γινόταν αν υπήρχαν σαράντα πέντε, ή σαράντα, ή τριάντα, ή είκοσι, ή έστω και δέκα δίκαιοι;—Γέν. 18:26-33.
10, 11. Μήπως πίστευε ο Αβραάμ ότι ο Ιεχωβά θα ενεργούσε με εσφαλμένο τρόπο;
10 Ο Αβραάμ δεν εγνώριζε, όπως εμείς γνωρίζομε τώρα, ότι δεν υπήρχαν ούτε τόσοι κάτοικοι που να ήσαν «δίκαιοι» με την έννοια ότι προσπαθούσαν να κάμουν ό,τι ήταν ηθικό, ενάρετο και ευθές. Αλλ’ όταν ο Αβραάμ είπε, «Ο κρίνων πάσαν την γην δεν θέλει κάμει κρίσιν;» μήπως εννοούσε ότι αμφισβητούσε σοβαρά τη θεία δικαιοσύνη κι εφοβείτο ότι ο Θεός θα ενεργούσε άδικα;
11 Όχι, διόλου. Αντιθέτως, αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι εξ αιτίας των όσων εγνώριζε ο Αβραάμ για την προσωπικότητα του Ιεχωβά, δεν μπορούσε απλώς να φαντασθή ότι ο Δημιουργός θα κατέστρεφε τους ασεβείς και τους δικαίους. Για τον Αβραάμ αυτό ήταν κάτι το «αφάνταστο»· ήταν αδιανόητον. Ο Αβραάμ εγνώριζε τον Θεό τόσο καλά ώστε δεν μπορούσε να το διανοηθή αυτό. Όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο 11, ο Αβραάμ εγνώριζε ότι ο Ιεχωβά είναι «μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Είχε πεποίθησι ότι ο Θεός δεν θα μεταχειριζόταν εκείνους που θέλουν να κάμουν το ορθό με τον ίδιο τρόπο που θα μεταχειριζόταν τους ασεβείς. Αλλά πώς μπορούσε να το γνωρίζη αυτό;
12. Γιατί ο Αβραάμ μπορούσε να είναι βέβαιος για τον τρόπον ενεργείας του Ιεχωβά;
12 Κατ’ αρχήν, ο Αβραάμ εγνώριζε τι είχε κάμει ο Ιεχωβά στη δική του περίπτωσι. Ο Αβραάμ, ενεργώντας με πίστι, υπήκουσε κι έφυγε από την Ουρ. Το αγνόησε αυτό ο Θεός; Όχι, ο Θεός είχε ευλογήσει κι ευοδώσει τον Αβραάμ. (Γεν. 12:16· 13:2) Στην Αίγυπτο, ο Ιεχωβά είχε προστατεύσει τη σύζυγο του Αβραάμ από το να βιασθή από τον Φαραώ. (Γεν. 12:17-20) Αργότερα, με τη βοήθεια του Θεού, ο Αβραάμ μπόρεσε να κατανικήση τέσσερις βασιλείς που είχαν απαγάγει τον ανεψιό του Λωτ. (Γέν. 14:14-20) Ο Αβραάμ εγνώριζε τον Θεό εκ πείρας.
13. Πώς ήλθε επί σκηνής ο τρόπος της πολιτείας του Θεού στο παρελθόν;
13 Ο Αβραάμ όμως είχε κι άλλους λόγους να πιστεύη ότι ο Ιεχωβά είναι δίκαιος κι ευθύς από την πολιτεία του Θεού με άτομα που είχαν ζήσει πριν από τον καιρό του Αβραάμ. Παραδείγματος χάριν, πριν από τον κατακλυσμό, ο πρόγονος του Αβραάμ, ο Νώε, είχε ζήσει με την οικογένειά του ανάμεσα σε ανθρώπους των οποίων ‘οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας.’ (Γέν. 6:5-7, 11, 12) Όταν ο Θεός έθεσε τέρμα σ’ εκείνον τον βίαιο κόσμο, τι συνέβη στον Νώε, έναν ‘άνθρωπον δίκαιον, τέλειον μεταξύ των συγχρόνων αυτού’; (Γέν. 6:9, 13) Μήπως ο Θεός απώλεσε τον δίκαιο Νώε και την οικογένειά του, αφανίζοντάς τους μαζί με τους ασεβείς; Δεν το έπραξε αυτό, βέβαια, και ο Αβραάμ το εγνώριζε αυτό!—2 Πέτρ. 2:5.
14. Σε ποιο συμπέρασμα θα ωδηγούσαν αυτές οι αποδείξεις;
14 Όταν λοιπόν ο Αβραάμ αντιμετώπισε αυτή τη φαινομενικά ακαθόριστη κατάστασι, σχετικά με το αν ο Θεός θα μεταχειριζόταν με τον ίδιο τρόπο τόσο τους δικαίους όσο και τους ασεβείς των Σοδόμων, είχε πολλά κριτήρια για να κατευθύνη τον συλλογισμό του. Θα είχε δίκιο να συμπεράνη ότι ήταν «αδιανόητο» για τον δίκαιο Κριτή να μεταχειρισθή ομοίως και τις δυο τάξεις ανθρώπων; Ασφαλώς! Τα Σόδομα και οι γειτονικές πόλεις κατεστράφησαν. Αλλ’ ο Ιεχωβά εφρόντισε ώστε ο «δίκαιος Λωτ» να έχη την ευκαιρία να διαφύγη με την οικογένειά του.—2 Πέτρ. 2:7, 8· Γεν. 19:21-29.
15. Γιατί μας ενδιαφέρει αυτό σήμερα;
15 Τι θα γινόταν αν αντιμετωπίζατε ένα ζήτημα για το πώς ο Θεός θα χειριζόταν μια μελλοντική κατάστασι που θα περιελάμβανε ζωή ή θάνατο για δικαίους και αδίκους; Γνωρίζετε ποια ήταν η πολιτεία του Θεού με τον Νώε και τον Αβραάμ. Μπορείτε να διακρίνετε ότι ο Θεός έκαμε ό,τι ήταν δίκαιο και ευθές. Θα επηρέαζε αυτό την εκτίμησί σας για το τι ν’ αναμένετε από τον Θεό σ’ αυτή τη μελλοντική ακόμη κατάστασι; Θα αγνοούσατε τη μαρτυρία της Γραφής; ή θα την αφήνατε να διαμορφώση ορθά τον συλλογισμό σας;
ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΜΕΤΡΙΟΦΡΟΣΥΝΗ
16, 17. Γιατί χρειαζόμεθα μετριοφροσύνη σ’ αυτό το ζήτημα;
16 Γνωρίζοντας από την αφήγησι της Βίβλου πόσο διεφθαρμένοι και διεστραμμένοι ήσαν οι κάτοικοι των Σοδόμων και των Γομόρρων, μπορούμε να καταλάβωμε γιατί ανεπέμφθη κατακραυγή κατά των αμαρτιών των. Και μπορούμε να ομολογήσωμε ότι ο Θεός ενεργούσε με δικαιοσύνη κι ευθύτητα για τον τερματισμό τους. (Γεν. 19:4-11· Ρωμ. 1:26-28, 32) Και τι θα λέγαμε αν κάποιος δεν κατείχε όλα τα στοιχεία και ενόμιζε ίσως ότι οι κάτοικοι ήσαν φυσιολογικοί και φαινομενικά αθώοι άνθρωποι; Αν μάθαινε, λοιπόν, ότι ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις με πυρ και θείον, θα μπορούσε να φθάση σ’ ένα βεβιασμένο κι εσφαλμένο συμπέρασμα για τον Δημιουργό.
17 Αυτό πρέπει να μας υπενθυμίζη την ανάγκη για μετριοφροσύνη ως προς το να φθάνωμε σε συμπεράσματα για τις ενέργειες του Θεού. Το εδάφιο Παροιμίαι 11:2 λέγει ότι «η σοφία είναι μετά των ταπεινών,» και αυτό βέβαια αληθεύει στο προκείμενο ζήτημα. Θα ήταν μήπως σοφό για έναν απλό άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να στερήται γνώσεως ουσιωδών στοιχείων για μερικές από τις ενέργειες του Θεού στο παρελθόν, να θέση τον εαυτό του κριτή και δικαστή και κατόπιν να σπεύση να καταδικάση τον ‘Κριτή πάσης της γης;’ Μια άλλη παροιμία λέγει: «Το να αποκρίνηται τις πριν ακούση, είναι εις αυτόν αφροσύνη και όνειδος.» (Παροιμ. 18:13) Δεν θα συνέβαινε αυτό αν ένα άτομο που ήξερε λίγες λεπτομέρειες μόνο, και ιδιαίτερα όχι τα πιο σπουδαία στοιχεία και τις αρχές που περιλαμβάνονται, συνεπέραινε ότι «ο Κριτής πάσης της γης» ενεργούσε εσφαλμένα και άδικα;
18. Ποιο ήταν εκείνο που ωδήγησε στα τρομερά παθήματα του Ιώβ;
18 Η Γραφική αφήγησις για τον Ιώβ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθή για ακόμη καλύτερη κατανόησι αυτού του ζητήματος. Εν αγνοία του Ιώβ και των τριών συντρόφων του που τον συμβούλευαν αργότερα, ο Σατανάς προκάλεσε τον Ιεχωβά ως προς την ακεραιότητα του Ιώβ. Ο Ιεχωβά είχε πεποίθησι στη στοργική πιστότητα του Ιώβ, κι επέτρεψε στον Σατανά να επιφέρη μια σειρά παθημάτων στον Ιώβ. Τα υλικά υπάρχοντα του Ιώβ εχάθηκαν. Οι επιστάτες των ποιμνίων και των αγελών του εφονεύθησαν από επιδρομείς. Οι γιοι του και οι θυγατέρες του πέθαναν μέσα σε μια ασυνήθιστη θύελλα. Κατόπιν ο Ιώβ επλήγη με σοβαρές σωματικές ασθένειες, ενώ και η σύζυγός του ακόμη τον περιγελούσε. (Ιώβ 1:6-19· 2:1-9) Πώς θα αντιδρούσαν ο Ιώβ και οι άλλοι; Πώς θ’ αντιδρούσατε σεις; Σε τι συμπέρασμα θα φθάνατε σχετικά με τον Θεό;
19. Πώς αντέδρασε ο Ιώβ; Αλλά τι θα λεχθή για τους τρεις συντρόφους του;
19 Ο Ιώβ, μολονότι ήταν αποφασισμένος να είναι πιστός στον Θεό, δεν κατάλαβε γιατί υπέφερε. Υπερασπίζοντας τη δική του δικαιοσύνη είπε ότι ο Θεός έχει δικαίωμα να θλίβη τους δικαίους όπως και τους αδίκους. (Ιώβ 32:2· 10:7· 16:17· 23:11· 33:8-12) Φυσικά εμείς τώρα γνωρίζομε ότι σχετικά μ’ αυτό, ο Ιώβ ‘δεν ελάλει εν γνώσει,’ διότι ο Σατανάς κι όχι ο Ιεχωβά, ήταν εκείνος που τον έθλιβε. (Ιώβ 34:35) Ποια θέσι πήραν οι σύντροφοι του Ιώβ; Αυτοί μίλησαν χωρίς μετριοφροσύνη και χωρίς σύνεσι, αγνοώντας τα γεγονότα. Κατηγόρησαν τον Θεό ότι δεν ενδιαφέρεται για την ακεραιότητα του ανθρώπου. (Ιώβ 4:17-19· 15:15, 16) Επίσης, στην πραγματικότητα κατέκριναν τους γιους του Ιώβ ως αμαρτωλούς και ισχυρίσθηκαν ότι ο Ιεχωβά τούς είχε θανατώσει. (Ιώβ 8:3, 4, 20) Η Βίβλος ορθώς λέγει ότι το αποτέλεσμα των επιχειρημάτων των συντρόφων του Ιώβ ήταν ‘να απαγγείλουν κατηγορία κατά του Θεού.’—Ιώβ 32:3, ΜΝΚ.
20. (α) Πώς αυτό το παράδειγμα επηρεάζει την αντίδρασί μας για ωρισμένες αφηγήσεις της Βίβλου; (β) Ποια πρέπει να είναι η αντίδρασίς μας;
20 Σήμερα μπορούμε να μελετήσωμε την πλήρη αφήγησι, και δεν δυσκολευόμεθα να διακρίνωμε πόσο άδικο είχαν εκείνοι οι σύντροφοι, στις απόψεις των ως προς τον τρόπο πολιτείας του Θεού. Και τι θα λεχθή για τις άλλες Γραφικές αφηγήσεις για τις οποίες δεν έχομε τόσο πολλές πληροφορίες; Όταν, παραδείγματος χάριν, διαβάζωμε στη Βίβλο ότι ο Ιεχωβά ή άτομα κάτω από την κατεύθυνσί του εξετέλεσαν μερικούς ασεβείς ανθρώπους, πόλεις ή έθνη, μήπως θα μιμηθούμε τους συντρόφους του Ιώβ και θα χαρακτηρίσουμε τον Θεό ως άδικον; (Δευτ. 9:1-5) Πόσο πιο συνετό και πιο μετριοπαθές θα ήταν να συμπεράνωμε ότι μολονότι δεν γνωρίζομε όλα τα γεγονότα ή ζητήματα που υπήρχαν, τα όσα συνέβησαν πρέπει να ήσαν συνεπή με το ότι ο Ιεχωβά ‘αγαπά δικαιοσύνην και ευθύτητα.’ (Δευτ. 7:2, 23-26· Λευιτ. 18:21-27) Αυτή ήταν η πεποίθησις του Ελιού, ενός νεανίου ο οποίος εδιώρθωσε τον Ιώβ και τους συντρόφους του. Ο Ελιού διεκήρυξε: «Μη γένοιτο να υπάρχη εις τον Θεόν αδικία, και εις τον Παντοδύναμον ανομία. Ναι, βεβαίως ο Θεός δεν θέλει πράξει ασεβώς, ουδέ θέλει διαστρέψει ο Παντοδύναμος την κρίσιν.»—Ιώβ 34:10, 12.
ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΣ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ
21, 22. Κατά ποίον σημαντικό τρόπο η δικαιοσύνη και κρίσις του Ιεχωβά διαφέρει από τον τρόπο που συμπεριφέρονται πολλοί άνθρωποι;
21 Πόσο γενική είναι η δικαιοσύνη και η κρίσις του Ιεχωβά; Μπορεί ν’ αναμένεται ότι θα εφαρμόζωνται εξ ίσου σε όλους και πάντοτε; Μπορούμε πολύ κατάλληλα να ενδιαφερώμεθα γι’ αυτό, διότι όταν οι άνθρωποι έχουν εξουσία ή υψηλή θέσι, ο τρόπος που συχνά μεταχειρίζονται ένα άτομο εξαρτάται από το «ποιος είναι.» Ένα πλούσιο, σπουδαίο, άτομο που διαπράττει αδικία μπορεί να ‘περάση απαρατήρητο’ να συγχωρηθή ή να τύχη ελαφράς ποινής, ενώ ένας φτωχός, ασήμαντος άνθρωπος είναι πολύ πιθανό να τιμωρηθή με αυστηρότητα. Δεν το έχετε παρατηρήσει αυτό; Αλλά τι θα λεχθή για τον Ιεχωβά;
22 Τα σχόλια του Ελιού μάς δίνουν την απάντησι. Παρατηρήστε ότι ο Ελιού, στην περιγραφή του για τον Ιεχωβά, δεν περιώρισε τα σχόλιά του στην πολιτεία του Θεού με τον Ιώβ. Έκαμε την εξής γενική δήλωσι: «Ο Θεός δεν θέλει πράξει ασεβώς, ουδέ, θέλει διαστρέψει ο παντοδύναμος την κρίσιν.» Έπειτα ο Ελιού προσέθεσε ότι ο Ιεχωβά «δεν προσωποληπτεί εις άρχοντας ουδέ αποβλέπει εις τον πλούσιον μάλλον παρά εις τον πτωχόν. Επειδή πάντες ούτοι είναι έργον των χειρών αυτού.»—Ιώβ 34:19.
23. Πώς ο Μωσαϊκός νόμος υποστηρίζει αυτό το γεγονός;
23 Αυτό το γεγονός μπορεί να υποστηριχθή από μια άποψι του νόμου που ο Ιεχωβά έδωσε στους Ισραηλίτας. Κάνοντας πρόνοια ώστε οι ανθρώπινοι κριτές να χειρίζωνται τα προβλήματα και την πιθανή άσχημη διαγωγή των ανόμων, ο Ιεχωβά έδωσε την εξής εντολή στους κριτάς: «Εν τη κρίσει δεν θέλετε αποβλέπει εις πρόσωπα· θέλατε ακούει τον μικρόν ως τον μεγάλον.» (Δευτ. 1:17· 16:18-20) Μήπως αυτό απαιτείτο απλώς και μόνο για ν’ αποφευχθή αιτία ανησυχίας; Όχι, έτσι ανεμένετο, επειδή μ’ αυτόν τον τρόπον αυτοί οι κριταί θ’ αντανακλούσαν κατάλληλα τα χαρακτηριστικά τα Θεού των. Διαβάζομε τα εξής: «Δεν κρίνετε κρίσιν ανθρώπου, αλλά του Ιεχωβά, όστις είναι μεθ’ υμών εν τη κρισολογία· . . . διότι δεν είναι αδικία παρά Ιεχωβά, τω Θεώ ημών ουδέ προσωποληψία ουδέ δωροδοκία.»—2 Χρον. 19:6, 7· Έξοδ. 23:6, 7, ΜΝΚ.
24. Για ποιο πράγμα, επομένως, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι;
24 Δεν είναι καθησυχαστική αυτή η δήλωσις σχετικά με την αμερόληπτη δικαιοσύνη του Ιεχωβά δίνοντάς μας απόδειξι του πώς εκείνος πολιτεύεται με μας; Πρέπει, να θεωρούμε αυτή τη δήλωσι ως απόδειξι ότι ακόμη και σχετικά με ζητήματα που είναι ακόμη μελλοντικά μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι εκείνος θα ενεργήση σύμφωνα με τις αρχές που έχει θέσει και ακολουθήσει στο παρελθόν.
ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΜΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΩΣ
25. Τι δείχνει το δικό μας εσωτερικό αίσθημα σχετικά με τον Ιεχωβά;
25 Μια άλλη άποψις που μπορούμε να εξετάσωμε σχετικά με τη δικαιοσύνη και την κρίσι του Ιεχωβά περιλαμβάνει ένα εσωτερικό αίσθημα που έχομε. Η Αγία Γραφή λέγει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού. (Γέν. 1:27) Αυτό δεν εννοεί τη σωματική Του μορφή, διότι εκείνος είναι πνεύμα και εμείς είμεθα σαρξ. Αντιθέτως, όπως δείχνει το εδάφιο Κολοσσαείς 3:10, αυτή η ‘εικόνα’ περιλαμβάνει την προσωπικότητα ή τις ιδιότητες. Ο Θεός εδημιούργησε τον Αδάμ με τις ιδιότητες που αυτός είχε, περιλαμβανομένης της αγάπης, της δικαιοσύνης, της κρίσεως και της σοφίας. Μολονότι είμεθα ατελείς και απέχομε πολύ από την τελειότητα που είχε ο Αδάμ, οι περισσότεροι άνθρωποι αντανακλούν μέχρι κάποιου βαθμού αυτές τις θείες ιδιότητες και μάλιστα οι άνθρωποι παγκοσμίως εκδηλώνουν ένα βαθμό συνειδήσεως ή ηθικής αισθήσεως. (Ρωμ. 2:14, 15) Επειδή συμβαίνει αυτό, το δικό μας αίσθημα δικαιοσύνης και κρίσεως πρέπει ν’ αποτελή λόγο για να έχωμε εμπιστοσύνη στο ότι ο Θεός έχει και εκδηλώνει αυτές τις ιδιότητες, αλλά μ’ ένα τρόπο που υπερέχει πολύ από μας τους ανθρώπους.
26, 27. Πώς μπορεί να εξεικονισθή αυτό με το παράδειγμα της διδασκαλίας σχετικά με το πυρ της κολάσεως;
26 Ως παράδειγμα της ανταποκρίσεως σ’ αυτό το «αίσθημα,» εξετάστε την αντίδρασι πολλών ατόμων—ίσως και τη δική σας αντίδρασι επίσης—στη διδασκαλία σχετικά με το πυρ της κολάσεως. Ιδιαίτερα στο παρελθόν πολλές εκκλησίες δίδασκαν ότι οι ψυχές των κακών ανθρώπων βασανίζονται αιωνίως στην κόλασι. Η Αγία Γραφή δεν υποστηρίζει αυτή την ιδέα, διότι δηλώνει ότι οι νεκροί δεν έχουν συναίσθησι και οι περισσότεροι νεκροί θα επανέλθουν στη ζωή μέσω αναστάσεως. (Εκκλησ. 9:5, 10· Ιεζ. 18:4· Ιωάν. 5:28, 29· 11:11-14) Αλλά ακόμη και χωρίς να γνωρίζουν τι λέγει η Αγία Γραφή, πολλά άτομα αισθάνονται αποστροφή για τη διδασκαλία αυτή σχετικά με το πυρ της κολάσεως. Δεν μπορούν να την δεχθούν ακόμη κι αν την διδάσκη η εκκλησία των. Είναι κάτι που τους προξενεί δυσφορία. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι ένας Θεός αγάπης, δικαιοσύνης και κρίσεως θα μπορούσε να πάρη κάποιον που ήταν κακός, ας πούμε για εξήντα χρόνια, και να τον βασανίση με φρικτά βασανιστήρια για πάντα. Και πολλά άτομα ανακουφίζονται όταν μαθαίνουν ότι το αίσθημα κρίσεως και δικαιοσύνης που έχουν υποστηρίζεται από τον Λόγο του Θεού.
27 Το ίδιο το γεγονός ότι εμείς οι άνθρωποι, που μόνο μ’ ένα ατελή τρόπο αντανακλούμε την «εικόνα» του Θεού έχομε μια κυριαρχούσα επιθυμία να βλέπωμε να γίνεται το ορθό και το δίκαιο, πρέπει ν’ αυξάνη τη βεβαιότητά μας ότι ο ίδιος ο Ιεχωβά οδηγείται απ’ αυτές τις ιδιότητες.
28. Γιατί χρειάζεται ακόμη να είμεθα προσεκτικοί σχετικά μ’ αυτό που νομίζομε ότι είναι ορθό;
28 Εξ άλλου, το γεγονός ότι εμείς, όπως παραδεχόμεθα, είμεθα ατελείς πρέπει να μας συνιστά να προσέχωμε ώστε αυτό το «αίσθημα» να μη διαστρέφεται και να μας οδηγή σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Αν το αίσθημα ενός ατόμου σχετικά με το τι είναι ορθό και δίκαιο φθάση στα άκρα λόγω της ατέλειας, θα μπορούσε να παρομοιωθή μ’ έναν άνθρωπο που κυττά μέσω ενός κυματοειδούς γυαλιού. Όσο πολύ κι αν θέλη να δη καθαρά αυτό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, η εικόνα που φθάνει στα μάτια του είναι επηρεασμένη από το ατελές γυαλί.
29, 30. (α) Τι συμπεραίνουν πολλά άτομα σχετικά με την σωτηρία; (β) Τι διδάσκει, όμως η Αγία Γραφή;
29 Το γεγονός ότι θα μπορούσε ν’ αναπτυχθή ένα παρόμοιο πράγμα σχετικά με την άποψί μας για τη δικαιοσύνη και την κρίσι της πολιτείας του Θεού, μπορεί να φανή σ’ αυτό που έχουν φθάσει να πιστεύουν πολλοί άνθρωποι. Υποκινούμενοι από τα δικά τους αισθήματα συμπαθείας, δικαιοσύνης και κρίσεως, και πεπεισμένοι ότι αν αυτοί αισθάνωνται έτσι ο Θεός πρέπει οπωσδήποτε να έχη πιο ισχυρά αισθήματα σχετικά μ’ αυτό, διδάσκουν το δόγμα της παγκοσμίου σωτηρίας. Ισχυρίζονται ότι θα ήταν άδικο και εσφαλμένο εκ μέρους του Θεού ν’ αφήση ατελείς ανθρώπους να παρέλθουν αιωνίως. Έτσι, συμπεραίνουν ότι βάσει της θυσίας του Χριστού ο Θεός θα συγχωρήση όλους τους ανθρώπους που έχουν ποτέ ζήσει. Μάλιστα φθάνουν στο σημείο να λέγουν ότι ο Θεός θα συγχωρήση ακόμη και τον Σατανά τον Διάβολο!
30 Μολονότι αυτό το δόγμα θα μπορούσε ν’ ‘αγγίση μια ευαίσθητη χορδή’ των συναισθημάτων μερικών ατόμων, απλώς δεν βρίσκεται σε αρμονία μ’ αυτό που ο ίδιος ο Ιεχωβά λέγει στον Λόγο του. Η Αγία Γραφή μάς βοηθεί να δούμε καθαρά τη δική Του άποψι, η οποία δεν διαστρεβλώνεται από ανθρώπινη ατέλεια. Επομένως, η Αγία Γραφή λέγει σχετικά μ’ ένα άτομο που αμαρτάνει και βλασφημεί εναντίον του αγίου πνεύματος τα εξής: «Δεν θέλει συγχωρηθή εις αυτόν ούτε εν τούτω τω αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι.» (Ματθ. 12:32) Επίσης, ο απόστολος Παύλος έγραψε στους Εβραίους Χριστιανούς: «Εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών, αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως.» (Εβρ. 10:26, 27) Πράγματι, η Αγία Γραφή σαφώς δείχνει ότι μερικοί άνθρωποι δεν θα λάβουν αιώνια σωτηρία. Όπως είπε ο Ιησούς: «Όστις πιστεύει εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον όστις όμως απειθεί εις τον Υιόν δεν θέλει ιδεί ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επάνω αυτού.»—Ιωάν. 3:36· Ρωμ. 2:7, 8.
31. Εκτός από το δικό μας «αίσθημα,» τι άλλο χρειάζεται και γιατί;
31 Επομένως, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι η απλή ανθρώπινη σκέψις που βασίζεται στο δικό μας αίσθημα δικαιοσύνης και κρίσεως πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία και να καθοδηγήται απ’ αυτά που λέγει ο ίδιος ο Ιεχωβά. Πόσο ευγνώμονες μπορούμε να είμεθα για το γεγονός ότι υπάρχει άφθονη μαρτυρία και αποδείξεις που δείχνουν ότι ο Θεός «αγαπά δικαιοσύνην και κρίσιν»! (Ψαλμ. 33:5) Και αυτή η ευγνωμοσύνη πρέπει ν’ αυξηθή από τη γνώσι του γεγονότος ότι η εκ μέρους του άσκησις αυτών των ιδιοτήτων δεν μπορεί να διαστρεβλωθή από ατέλεια. Με όλους τους τρόπους, σε όλους τους καιρούς και με όλα τα άτομα, εκείνος κάνει αυτό που είναι τέλειο και αυτό που βρίσκεται σε αρμονία με την άφθονη γνώσι του τη σοφία και την αγάπη του. Θα μπορούμε πάντοτε να λέμε: «Γνωρίζω, Ιεχωβά, ότι αι κρίσεις σου είναι δικαιοσύνη.»—Ψαλμ. 119:75· Ρωμ. 11:33-36, ΜΝΚ.
32. Ποιες πλευρές επομένως πρέπει να εξετάσωμε;
32 Η εμπιστοσύνη σ’ αυτό οπωσδήποτε πρέπει να επηρεάση τις σκέψεις μας σχετικά με τα ερωτήματα που αφορούν τον μελλοντικό τρόπο πολιτείας του Θεού, όπως είναι τα ζητήματα που ήδη ανεφέρθησαν σχετικά με την έκτασι του κηρύγματος της Βασιλείας, την ανάστασι και τον γάμο στη Νέα Τάξι. Στο επόμενο άρθρο λοιπόν ας εξετάσωμε αυτά τα ζητήματα στο φως της Αγίας Γραφής με πλήρη βεβαιότητα ότι ο Θεός μας είναι δίκαιος και ευθύς.
[Εικόνες στη σελίδα 531]
Ο ΙΕΧΩΒΑ, Ο ΚΡΙΤΗΣ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΚΑΝΕΙ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ
Ο Θεός αντάμειψε τον Αβραάμ με πολλά ποίμνια επειδή υπήκουσε
Ο Θεός ελευθέρωσε τον Λωτ όταν κατέστρεψε τα Σόδομα
Ο Θεός διεφύλαξε τον Νώε και την οικογένειά του όταν κατέστρεψε τους ασεβείς
[Εικόνα στη σελίδα 533]
Ο Ελιού διώρθωσε τον Ιώβ και τους συντρόφους του λέγοντας τα εξής: «Μη γένοιτο να υπάρχη εις τον Θεόν αδικία, και εις τον Παντοδύναμον ανομία.»