Επίσκοποι της Ζωής
1. Για να εξασφαλίση ο Ιεχωβά το να είναι όλη η κτίσις σε αρμονία μαζί του, ποια διευθέτησι έκαμε, και τι είναι επάναγκες για να έχωμε ζωή;
Ο ΙΕΧΩΒΑ είναι ο μέγας Επίσκοπος. Επιβλέπει πιστά όλη την κτίσι του για να βεβαιωθή ότι το θέλημά του εκτελείται και ότι εκείνοι που έχουν το δικαίωμα της ζωής περιπατούν στην πρέπουσα κατεύθυνσι για να το διατηρήσουν. Είναι Θεός σκοπού και Θεός τάξεως. Για να διατηρηθή καλή οργάνωσις, τα πνευματικά πλάσματα και τα έμψυχα και άψυχα σώματα ετέθησαν όλα στις οικείες θέσεις των, και καθωρίσθησαν νόμοι ηθικοί καθώς και φυσικοί για να κρατούν κάθε δημιουργία σε αρμονία μαζί του. Αν και βρίσκεται αναρίθμητα μίλια μακριά από μερικά δημιουργήματά του, μπορεί ωστόσο να ασκή στενή εποπτεία. Ο ψαλμωδός Δαβίδ, σχολιάζοντας το πόσο μακριά εκτείνεται ο Ιεχωβά, ανεφώνησε: «Ο Ιεχωβά είναι εν τω ναώ τω αγίω αυτού· ο Ιεχωβά εν τω ουρανώ έχει τον θρόνον αυτού· οι οφθαλμοί αυτού βλέπουσι, τα βλέφαρα αυτού εξετάζουσι τους υιούς των ανθρώπων.» (Ψαλμ. 11:4, ΜΝΚ) Ως ο μέγας Επίσκοπος, επιθεωρεί, διευθύνει και διορθώνει καθώς είναι ανάγκη. Το να βρεθή κανείς σε αρμονία με τις διατάξεις του σημαίνει ζωή, είτε αυτό συνέβη στο μακρινό παρελθόν είτε σ’ αυτή τη σύγχρονη γενεά. Η ημέρα της επισκέψεώς του πλησιάζει.—1 Πέτρ. 2:12.
2. Ποια είναι η σημασία της λέξεως «επίσκοπος» και της αντίστοιχης στην Εβραϊκή;
2 Η λέξις «επίσκοπος» στην Ελληνική και η αντίστοιχη παγκίντ στην Εβραϊκή έχουν και οι δύο ληφθή από ριζικές έννοιες που υπαινίσσονται έναν ο οποίος επισκέπτεται για τον σκοπό επιθεωρήσεως. Η επίσκεψις ή επιθεώρησις θα μπορούσε να είναι φιλική ή εχθρική, πράγμα που εξαρτάται από την κατάστασι που ευρέθη και από το τι εχρειάζετο για να διορθωθή. Ένας επίσκοπος, για να εκπληρώση τις ευθύνες του κατάλληλα, θα έπρεπε να γνωρίζη τι να αναζητή, πού να το ζητή και πώς να εφαρμόζη τις αρχές του Υπέρτατου όταν αντιμετωπίζη μια δεδομένη κατάστασι. Μέσα στο χέρι του θα υπήρχε σαν μια παρακαταθήκη η δύναμις ν’ απονέμη ευλογία και έπαινο καθώς και να επιβάλλη τιμωρία και διόρθωσι· αλλά και αυτός, επίσης, θα ήταν υπεύθυνος στον Ιεχωβά για το πώς εχειρίσθη αυτή την παρακαταθήκη.
3. Πώς ο μονογενής Υιός απεδείχθη ότι ήταν κάλος επίσκοπος;
3 Η πρώτη κτίσις του Ιεχωβά, ένας μονογενής Υιός, απεδείχθη πιστός επίσκοπος. Εργαζόμενος μαζί με τον Πατέρα του ως αριστοτέχνης Εργάτης, έκαμε «τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς, και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε [αυτά ήσαν] θρόνοι, είτε κυριότητες, είτε αρχαί, είτε εξουσίαι.» (Κολ. 1:16) Λόγω της αξιοπιστίας του στο να λαμβάνη φροντίδα για την «επισκοπή» του όταν ήταν στη γη, μεγαλύτερη δόξα και εξουσία εδόθησαν σ’ αυτόν ως τον Βασιλέα της βασιλείας του Ιεχωβά, «δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων.»—Φιλιππησ. 2:10.
4. Αντιπαραβάλατε την πορεία του μονογενούς Υιού μ’ εκείνην του επισκιάζοντας χερούβ.
4 Η πορεία της ζωής του μονογενούς Υιού είναι σε πολύ μεγάλη αντίθεσι με την πορεία ενός άλλου από τους πνευματικούς υιούς του Ιεχωβά, ενός χερούβ, που επεφορτίσθη με ωρισμένες ενέργειες επάνω στον πλανήτη γη. Αυτός δεν ήταν ασήμαντος διορισμός, έστω και αν ο πλανήτης μας γη είναι, σε σύγκρισι προς την αχανή δημιουργία του σύμπαντος, μια απλή κηλίδα σκόνης. Είχε έλθει ο καιρός να δημιουργήση ο Θεός νοήμονα σαρκικά πλάσματα, που θα μπορούσαν να σκέπτονται και να ενεργούν όπως Αυτός, μ’ ένα μικρογραφικό τρόπο. «Κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν.» (Γεν. 1:27) Δεν υπάρχει ένδειξις ότι αυτά τα πλάσματα επρόκειτο να είναι κάπου αλλού στο σύμπαν. Επρόκειτο να πληθυνθούν, να γεμίσουν τη γη και να την καθυποτάξουν όλη ώστε να γίνη παράδεισος. Ο πνευματικός επίσκοπος έπρεπε να ενδιαφέρεται έντονα για την εκπλήρωσι του θελήματος του Θεού επάνω στη γη και την απόδοσι κάθε αίνου και λατρείας στον Δημιουργό και αυτού του ιδίου και των ανθρωπίνων πλασμάτων. Αυτός δεν θα ήταν καιρός να επιστηρίζεται κανείς στη δική του σύνεσι.
5. (α) Πώς το επισκιάζον χερούβ καθώς και ο Αδάμ και η Εύα έδειξαν περιφρόνησι για την εποπτεία του Ιεχωβά; (β) Ποιος κίνδυνος προκύπτει από τον διορισμό ενός ‘νεοκατηχήτου’ ως επισκόπου;
5 Αυτός ο τέλειος και ευπειθής υιός του Θεού εστράφη εναντίον του Πρωτίστου Επισκόπου, του Ιεχωβά, και έγινε συκοφάντης, εναντιούμενος, διεφθαρμένος στην καρδιά. Αυτός και ο πρώτος άνδρας και η γυναίκα κατεδικάσθησαν σε θάνατο χωρίς περαιτέρω προνόμια επιβλέψεως διαθέσιμα σ’ αυτούς για την επέκτασι του Παραδείσου σε όλη τη γη. Η γυναίκα Εύα αγνόησε τη διάταξι οργανώσεως να ζητή κατεύθυνσι από την κεφαλή της, τον Αδάμ. Ο Αδάμ, εξ άλλου, επέτρεψε στον εαυτό του να τυφλωθή από ιδιοτέλεια έτσι ώστε να διευθυνθή από ένα ανθρώπινο πλάσμα κατώτερο απ’ αυτόν διοργανωτικώς μάλλον παρά από τον Ιεχωβά, ο οποίος του είχε δώσει ειδικές οδηγίες. Απέτυχαν στην επιθεώρησι, όταν ο μέγας Επίσκοπος, ‘περιπατών εν τω παραδείσω προς το δειλινόν’, ήλθε να ζητήση λογαριασμό. (Γέν. 3:8) Έπειτα από χρόνια ο απόστολος Παύλος αναφέρθηκε στην πτώσι του πνευματικού επισκόπου της γης, όταν ο Παύλος έδινε οδηγίες στον νεαρό επίσκοπο Τιμόθεο και εξέθετε απαιτήσεις για τους επισκόπους στη Χριστιανική εκκλησία. Ένας επίσκοπος δεν έπρεπε να είναι «νεοκατήχητος, δια να μη υπερηφανευθή και πέση εις την καταδίκην του διαβόλου. Πρέπει δε αυτός να έχη και παρά των έξωθεν μαρτυρίαν καλήν, δια να μη πέση εις ονειδισμόν και παγίδα του διαβόλου.» (1 Τιμ. 3:6, 7) Η εξουσία που δίδεται σ’ έναν επίσκοπο δεν αποτελεί αιτία για να φουσκώνη από υπερηφάνεια, ένας δε νεοκατήχητος θα ήταν ανάγκη να δείξη ότι θα μπορούσαν να του εμπιστευθούν ασφαλώς αυτή την εξουσία. Περιλαμβάνεται ζωή.
6. Πώς οι ολίγοι πιστοί δούλοι του Ιεχωβά, σε αντίθεσι με τους πολλούς απίστους στο παρελθόν, έδειξαν εκτίμησι της εποπτείας του;
6 Τα πρώτα ανθρώπινα πλάσματα εξέλεξαν να μην ποιμαίνωνται από τον Ιεχωβά, το αποτέλεσμα δε ήταν ότι και αυτοί και οι απόγονοι των υπήχθησαν στην καταδίκη της αμαρτίας και του θανάτου. Μόνο πολύ ολίγα ανθρώπινα πλάσματα δια μέσου της πορείας της ανθρωπίνης ιστορίας εξέλεξαν να ζητούν την εύνοια του Ιεχωβά και συνεφιλιώθησαν μ’ αυτόν, αλλά οι ολίγοι αυτοί έχαιραν να τους επιβλέπουν τα μάτια του Ιεχωβά. Έχαιραν για ό,τι αυτός έκαμε προς χάριν των. Όταν οι αριθμοί των ηύξησαν, έτσι ώστε να απαιτήται οργάνωσις, νόμοι και διατάγματα, έχαιραν να υποτάσσωνται στις κατευθύνσεις του. Χαίρουν, επίσης, ότι η ιστορία της γης, η δράσις του ανθρώπου επάνω σ’ αυτήν, καλή και κακή, και οι σκοποί του Θεού για το μέλλον, έχουν όλα καταγραφή σ’ ένα Βιβλίο, υπό θείαν έμπνευσιν. Εξετάζοντας τούτο, βλέπομε πώς ο Θεός επολιτεύθη μ’ εκείνους που εξέλεξαν να τον υπηρετούν και πώς αντήμειψε εκείνους που υποτάσσονται στην κατεύθυνσί του.
7. Ποιοι μνημονεύονται ευνοϊκά πριν από τον κατακλυσμό, και ποια κατάστασις επέφερε τον κατακλυσμό των ημερών του Νώε;
7 Πριν από τον παγγήινο κατακλυσμό, ο οποίος συνέβη μετά χίλια εξακόσια περίπου χρόνια από την πτώσι του Αδάμ, μόνο πολύ ολίγοι άνθρωποι μνημονεύονται ευνοϊκά στη Γραφή. Ο Άβελ, ο οποίος πέθανε πιστός δούλος του Ιεχωβά, και ο Ενώχ, πιστός προφήτης του Ιεχωβά, ήσαν εξέχοντες μεταξύ αυτών. Ο Νώε, ο δισέγγονος του Ενώχ, αφού επέρασε τα πεντακόσια χρόνια ηλικίας, έγινε πατέρας του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ. Ο Ιεχωβά έκαμε μια διερευνητική εξέτασι της διεφθαρμένης κατευθύνσεως, στην οποίαν είχε αναπτυχθή το ανθρώπινο γένος επάνω στη γη κατά τον καιρόν αυτόν, λίγο πριν από τον μεγάλο κατακλυσμό, και βρήκε μόνο οκτώ εξαιρέσεις σε μια κατάστασι που «πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού [του ανθρώπου] ήσαν μόνο κακία πάσας τας ημέρας.»—Γεν. 6:5.
8. Πώς ο Νώε απεδείχθη καλός διοργανωτής υπό την διεύθυνσι του Ιεχωβά, και με ποιο αποτέλεσμα σ’ αυτόν και στην οικογένεια του;
8 Ο Νώε υπεβλήθη στην επίβλεψι του Ιεχωβά, ο δε Ιεχωβά διωργάνωσε αυτόν και την οικογένειά του για ν’ αποτελειώσουν την κιβωτό και να διαφυλαχθούν ζωντανοί, μαζί μ’ ένα τεκμαιρόμενον αριθμό ζώων, ώστε να παρασχεθή ένα νωπό νέο ξεκίνημα στο πρόσωπο της γης. Καλή επίβλεψις θα ήταν απολύτως αναγκαία από μέρους του Νώε για την περάτωσι του πλοίου προτού ξεσπάσουν τα νερά του κατακλυσμού και για την περισυλλογή των ζώων και τη φροντίδα να υπάρχη αρκετή τροφή στο πλοίο γι’ αυτά καθώς και για τον ίδιο και την οικογένεια του. Τίποτε δεν μπορούσε ν’ αφεθή στην τύχη. Περιελαμβάνετο ζωή. Κάθε τι έπρεπε να εξελεγχθή, και μόνο όταν όλα ήσαν εν τάξει, «έκλεισεν ο Ιεχωβά την κιβωτόν επάνω αυτού». «Και έκαμεν ο Νώε κατά πάντα όσα προσέταξεν εις αυτόν ο Θεός· ούτως έκαμε.» (Γεν. 7:16, ΜΝΚ· 6:22) Αυτό ακριβώς έκαμε τον Νώε επιτυχημένον επίσκοπο.
9. Πώς μπορούμε να λάβωμε προειδοποίησι από ό,τι συνέβη στις ημέρες του Νώε;
9 Ο μεγάλος αυτός κατακλυσμός απεδείχθη ότι ήταν εξεικόνισις του τρόπου, με τον οποίον ο Ιεχωβά θα καταστρέψη την πονηρία στις έσχατες ημέρες και θα διαφυλάξη ζωντανούς εκείνους που επιθυμούν να τον υπηρετούν ορθά σ’ ένα νέο κόσμο δικαιοσύνης. Ζούμε σ’ αυτή την ημέρα τώρα, και θα κάμωμε καλά να θυμηθούμε το καλό παράδειγμα του Νώε και της οικογενείας του που ανταπεκρίθησαν στην επίβλεψι του Ιεχωβά, του Μεγάλου Ποιμένος, και της οργανώσεώς του.—Ησ. 26:20, 21· Ματθ. 24:36-42.
10. Πώς ο Ιεχωβά διωργάνωσε το έθνος Ισραήλ εκπληρώνοντας την επαγγελία του στον Αβραάμ;
10 Περίπου 426 έτη μετά τον Κατακλυσμό μάς λέγεται για τη μεγάλη πίστι του Αβραάμ, η οποία ωδήγησε στη διαθήκη για την παραγωγή του σπέρματος της ευλογίας για όλο το ανθρώπινο γένος. Οι δώδεκα γυιοί του εγγόνου του Ιακώβ ήσαν οι οικογενειακές κεφαλές του έθνους Ισραήλ. Ο μέγας Επίσκοπος, Ιεχωβά, απεδείχθη πιστός στην επαγγελία του προς τον Αβραάμ και μολονότι είχαν λάβει χώραν γεγονότα που έφεραν αυτούς τους Ισραηλίτας σε δουλεία στην Αίγυπτο, ο Ιεχωβά τους ωργάνωσε στοργικά και επέβλεψε την επιστροφή των στη γη της επαγγελίας. «Ο δε Ιεχωβά προεπορεύετο αυτών, την ημέραν, εν στύλω νεφέλης, δια να οδηγή αυτούς εν τη οδώ· την δε νύκτα, εν στύλω πυρός.»—Έξοδ. 13:21, ΜΝΚ.
11. Πώς ο Μωυσής διωργάνωσε το έθνος Ισραήλ σύμφωνα με τη θεία σοφία;
11 Σκεφθήτε για τη μετακίνησι ενός καραβανιού από δύο ή τρία εκατομμύρια ανθρώπους, με τα υπάρχοντά των και όλα τα μέρη της σκηνής, χωρίς τις νεώτερες ευκολίες μεταφοράς που έχομε σήμερα. Δεν ήταν μικρό έργο διοργανώσεως· αλλά οι εβδομήντα διοργανωτικές κεφαλές υπό τον Μωυσή, οι ιερείς, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι, οι πεντηκόνταρχοι και οι δέκαρχοι, όλοι εγνώριζαν καλά τις εργασίες των και συνειργάζοντο ως μια στενά υφασμένη οργάνωσις. Κάθε φυλή είχε καθωρισμένη τη θέσι της γύρω στη σκηνή και τη θέσι της στην τάξι της οδοιπορίας. Έπειτα ήταν η διαχείρισις των νόμων και αρχών για την τακτοποίησι ερωτημάτων και φιλονεικιών. Το έργο απεδείχθη πολύ μεγάλο για τον Μωυσή μόνο, και αυτός ακολούθησε τη συμβουλή του πενθερού του Ιοθόρ, η οποία απεδείχθη ότι ήταν πρακτική σοφία από τον Θεό, να διορίση άλλους να τον βοηθούν στο έργο του: «Έκλεξον εκ παντός του λαού άνδρας αξίους, φοβούμενους τον Θεόν, άνδρας φιλαλήθεις, μισούντας την φιλαργυρίαν· και κατάστησον αυτούς επ’ αυτών, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους, και δεκάρχους· και ας κρίνωσι τον λαόν πάντοτε· και πάσαν μεν μεγάλην υπόθεσιν, ας αναφέρωσι προς σε· πάσαν δε μικράν υπόθεσιν, ας κρίνωσιν αυτοί.»—Έξοδ. 18:21, 22.
12. Σε ποια ευεργετήματα για τους Ιουδαίους θα κατέληγε η υποταγή στην εποπτεία του Ιεχωβά;
12 Το έθνος επρόκειτο να είναι «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον» προπαρασκευαστικό της ελεύσεως του Μεσσία. Αφού έλαβε τους νόμους και τα διατάγματα από τον Ιεχωβά, «ήλθεν ο Μωυσής, και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους του λαού, και έθεσεν έμπροσθεν αυτών πάντας εκείνους τους λόγους, τους οποίους προσέταξεν εις αυτόν ο Ιεχωβά. Και απεκρίθη ομοφώνως πας ο λαός, λέγων, Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά, θέλομεν πράξει.» (Έξοδ. 19:6-8, ΜΝΚ) Πιστότης σ’ αυτή τη διαθήκη θα τους έφερνε πάντοτε ευημερία από τον Ιεχωβά, αλλά παρακοή θα έφερνε την απόρριψί των. «Διότι Ιεχωβά ο Θεός σου περιπατεί εν μέσω του στρατοπέδου σου, δια να σε ελευθερώση, και δια να παραδώση τους εχθρούς σου έμπροσθέν σου· δια τούτο θέλει είσθαι άγιον το στρατόπεδόν σου· δια να μη βλέπη ακαθαρσίαν τινά εν σοι, και αποστρέψη από σου.»—Δευτ. 23:14, ΜΝΚ.
13. Σε αντίθεσι με την υπόσχεσι των Ισραηλιτών, τι δείχνει η Βιβλική ιστορία ως προς το αν έζησαν σύμφωνα μ’ αυτήν;
13 Για την πλειονότητα η απάντησίς των, «Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά, θέλομεν πράξει», απεδείχθη ότι ήσαν κενά λόγια. Η ιστορία του Ιουδαϊκού έθνους είναι μια ταραχώδης περίοδος που διεδέχετο μια άλλη, χαρακτηριζόμενη από απείθεια, ανταρσία, γογγυσμό, αποστασία και διαφθορά. Φθάνοντας στη Γη της Επαγγελίας, δεν ήσαν ευχαριστημένοι με τον Ιεχωβά ως Βασιλέα και με τους κριτάς και ιερείς που διεχειρίζοντο τις υποθέσεις του έθνους. Εζήτησαν βασιλέα, μόνο για να υποδουλωθούν απ’ αυτόν. Μεταξύ άλλων βδελυκτών πραγμάτων, ο Σαούλ, ο πρώτος βασιλεύς, άρχισε αλαζονικά να προσφέρη θυσία στον Ιεχωβά χωρίς να περιμένη να φθάση ο προφήτης του Θεού Σαμουήλ προτού κινηθούν τα στρατεύματα σε μάχη. Η βασιλεία απεσπάσθη απ’ αυτόν και εδόθη στον Δαβίδ, άνθρωπο κατά την καρδίαν του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά εχρησιμοποίησε τον Δαβίδ και τη βασιλεία του για να εξεικονίση τη διακυβέρνησι του ουρανίου Βασιλέως του, του Χριστού Ιησού. Ο Δαβίδ δεν προέβη σε πραξικόπημα για να εκθρονίση τον Σαούλ προώρως, αλλ’ ανέμεινε ώσπου ο Ιεχωβά είδε κατάλληλο να μετακινήση αυτόν τον άπιστον—καλό παράδειγμα για μας σήμερα.
14. Πώς διωργάνωσε ο Ιεχωβά τον λαόν του για την επανίδρυσι της αληθινής λατρείας στην Ιερουσαλήμ;
14 Εξακολουθητική απιστία ωδήγησε στην πλήρη πτώσι του έθνους και στο να φερθή σε εβδομήντα ετών αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, την έδρα της ψευδούς λατρείας. Ο Ιεχωβά, αληθινός στην υπόσχεσί του, επέφερε απελευθέρωσι, και εδόθησαν οδηγίες για την ανοικοδόμησι του οίκου του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ. Έργον ναού διωργανώθη υπό τον Κυβερνήτην Ζοροβάβελ και τον Αρχιερέα Ιησούν. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειες αυτών των πιστών επισκόπων που επιθεωρούσαν, διηύθυναν και διόρθωναν τα πράγματα εν σχέσει με αυτό το ευρύ σχέδιο. Όταν συνεπλήρωναν το έργο του ναού, έγινε μια εγκαινίασίς του. «Και έστησαν τους ιερείς εις τας διαιρέσεις αυτών, και τους Λευίτας εις τα υπουργήματα αυτών, δια την υπηρεσίαν του Θεού την εν Ιερουσαλήμ, κατά το γεγραμμένον εν τω βιβλίω του Μωυσέως.»—Έσδρας 6:18.
15. Πώς ο Έσδρας και ο Νεεμίας απεδείχθησαν καλοί επίσκοποι;
15 Ο Ιεχωβά έθεσε στην καρδιά του Βασιλέως Αρταξέρξου 1 να κατευθύνη τον Έσδρα όσον αφορά τη διοργάνωσι. «Και συ, Έσδρα, κατά την εν σοι του Θεού σου σοφίαν, κατάστησον κριτάς και δικαστάς, δια να κρίνωσι πάντα τον λαόν τον πέραν του ποταμού, πάντας τους ειδότας τους νόμους του Θεού σου και διδάσκετε τους μη ειδότας,» (Έσδρας 7:25) Τα τείχη και το υπόλοιπο έργο ανοικοδομήσεως της πόλεως συνεπληρώθησαν υπό τον Νεεμία. Αντίθετα προς μερικούς άλλους επισκόπους στο παρελθόν, αυτός δεν κατεδυνάστευσε τον λαό ούτε εζήτησε ειδικές εύνοιες. «Αλλ’ εγώ δεν έκαμνον ούτω, φοβούμενος τον Θεόν. Και μάλιστα ενισχύθην εις το έργον τούτου του τείχους, και αγρόν δεν ηγοράσαμεν και πάντες οι δούλοι μου ήσαν συνημμένοι εκεί εις το έργον.» Με καθαρή συνείδησι μπορούσε να προσεύχεται; «Μνήσθητί μου, Θεέ μου, επ’ αγαθώ, κατά πάντα όσα εγώ έκαμον υπέρ του λαού τούτου.»—Νεεμ. 5:15, 16, 19.
16. Σε ποιο βαθμό είχε χειροτερεύσει η αληθινή λατρεία με την έλευσι του Χριστού, και γιατί ο καιρός αυτός ήταν κρίσιμος;
16 Υπελείποντο περίπου 450 χρόνια ως την έλευσι του Χριστού, στη διάρκεια δε του καιρού αυτού δύο ακόμη παγκόσμιες δυνάμεις, η Ελλάς και η Ρώμη, επρόκειτο να κυριαρχήσουν πάνω στην Ιερουσαλήμ και να επιβάλουν ξένη διακυβέρνησι καταδυναστεύσεως. Υπήρχε ύπουλη υποτίμησις της αληθινής λατρείας εκ των άνω προς τα κάτω και των κάτω προς τα άνω. Διαδοχικές επαναστάσεις των Ιουδαίων δεν έφεραν ανακούφισι, αλλά έφεραν περισσότερη καταδυνάστευσι από τα έθνη. Στον πρώτον αιώνα το Ιουδαϊκό σύστημα πραγμάτων περιεστρέφετο γύρω στο Σάνχενδριν και γύρω στην επιβολή της ανθρωπίνης παραδόσεως μάλλον παρά του αγνού λόγου του Θεού. Υπήρχε ακόμη ένας αρχιερεύς και βοηθητικοί ιερείς για να προσφέρουν θυσία και να διαχειρίζωνται τα του ναού, αλλά οι τοπικισμοί και οι δογματικές διδασκαλίες παρεβίαζαν τελείως το πνεύμα του Μωσαϊκού νόμου. Πόσο ο λαός εχρειάζετο έναν ηγέτη, ένα πιστόν επίσκοπο, για να τους επαναφέρη στην αληθινή λατρεία! Η ίδια η ζωή τους εξηρτάτο απ’ αυτό, διότι είχε έλθει ο καιρός τώρα να δώσουν λογαριασμό.
17. Ως επίσκοπος του νέου συστήματος πραγμάτων, τι έκαμε ο Ιησούς ενόσω ήταν στη γη;
17 Η Ρωμαϊκή κυριαρχία αντιπροσωπεύετο από τον Κυβερνήτη Πιλάτο στην Ιερουσαλήμ όταν ο Χριστός Ιησούς άρχισε τη διακονία του. Ο Ιησούς δεν επεζήτησε να εγκατασταθή ως βασιλεύς του Ισραήλ ούτε προσεπάθησε να εκτοπίση την αυτοκρατορική εξουσία της Ρώμης. Ήλθε μόνο για «να ζητήση και να σώση το απολωλός» και να προετοιμάση τα δρόμο για το νέο σύστημα πραγμάτων που θα έφερνε εκπλήρωσι όλων των επαγγελιών του Θεού για την εξάλειψι της παρακοής, της αμαρτίας, του θανάτου και όλων των τρομερών συνεπειών. Ο Ιησούς επρόκειτο να είναι ο αληθινός επίσκοπος, εχαρακτήρισε δε τον εαυτό του ως τον Καλόν Ποιμένα. «Τα πρόβατα την φωνήν αυτού ακούουσι· και τα εαυτού πρόβατα κράζει κατ’ όνομα, και εξάγει αυτά.» «Εγώ ήλθον δια να έχωσι ζωήν, και να έχωσιν αυτήν εν αφθονία. Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός· ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού βάλλει υπέρ των προβάτων.»—Λουκ. 19:10· Ιωάν. 10:3, 10, 11.
18. Με ποιον τρόπο εξεπαίδευσε ο Ιησούς εκείνους που ανταπεκρίθησαν στο άγγελμά του, και τι προέκυψε σ’ εκείνους που απέρριψαν το άγγελμα του;
18 Επί τριάμισυ χρόνια το άγγελμά του επήγε στους Ιουδαίους. Εκτός από τη δική του σθεναρή εκστρατεία κηρύγματος, εξεπαίδευσε τους αποστόλους και μαθητάς του για να συνεχίσουν το έργο αφού αυτός θα είχε επιστρέψει στον ουρανό. Αγάπη επεδείχθη σε όλη τη δράσι του. Διόρθωσις και τιμωρία εχρειάζοντο από καιρό σε καιρό, αλλ’ αυτά τα διεχειρίζετο με διάκρισι, γνωρίζοντας τι εχρειάζετο και πώς έπρεπε να δοθή. Ήταν ένας ηγέτης και εκάλεσε τους ακολούθους του να έλθουν κατόπιν του. Ως έθνος οι Ιουδαίοι τον απέρριψαν ως επίσκοπόν των και ζωοδότην. Συνεπώς, είπε: «Ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε; Ιδού, σας αφίνεται ο οικός σας έρημος.» Πόσο φρικαλέο ήταν το έτος 70, όταν οι Ρωμαίοι ελεηλάτησαν την πόλι, και όλα αυτά «διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεως σου».—Λουκ. 13:34, 35· 19:44.
19. Πώς ανεπτύχθη η Χριστιανική εκκλησία μετά τον θάνατο του Χριστού, και με ποια αποτελέσματα;
19 Ο θάνατος του Ιησού και ο διωγμός που επήλθε στους ακολούθους του μετά την Πεντηκοστή δεν εσταμάτησαν το έργο, αλλά επροξένησαν τη διάδοσι του ευαγγελίου. Στην Πεντηκοστή το υποσχεμένο άγιο πνεύμα ελήφθη ως βοηθός. Ένα σώμα πρεσβυτέρων, περιλαμβανομένων και των αποστόλων, ανέλαβε τη φροντίδα του έργου και απέστειλε αντιπροσώπους από την Ιερουσαλήμ σε διάφορα μέρη της χώρας. «Αναβάς [ο Ιησούς] εις ύψος . . . έδωκε χαρίσματα εις τους ανθρώπους . . . άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας.» (Εφεσ. 4:8, 11, 12) Διωργανώθησαν εκκλησίες αγίων. Διωρίσθησαν επίσκοποι σ’ αυτές. Εστάλησαν οδηγίες από το κυβερνών σώμα στην Ιερουσαλήμ για να ενισχύσουν και βεβαιώσουν την πίστι των. Ένα αξιοσημείωτο διάταγμα του κυβερνώντος σώματος ήταν εκείνο που περιγράφεται στις Πράξεις, κεφάλαιο 15. Εμμένοντας πιστά στον λόγον του Θεού και ανταποκρινόμενοι στη διεύθυνσι του αγίου πνεύματος, εξέδωκαν απόφασι, η οποία ήταν σύμφωνη με τις Χριστιανικές αρχές, αλλά όχι ατόπως περιοριστική. Η πιστή εμμονή της επιγείου οργανώσεως του Ιεχωβά εκείνο τον καιρό σ’ αυτή τη διεύθυνσι είχε ως αποτέλεσμα το ότι οι εκκλησίες εξακολουθητικά «εστερεούντο εις την πίστιν, και ηυξάνοντο τον αριθμόν καθ’ ημέραν.»—Πράξ. 16:5.
20. Για ποιον σκοπό άφησε πίσω στην Κρήτη ο Παύλος τον Τίτο, και τι ζητούσε εξετάζοντας πιθανούς επισκόπους;
20 Ο Παύλος, ο Βαρνάβας και άλλοι πιστοί εκπρόσωποι του κυβερνώντος σώματος, καθώς επεσκέπτοντο τις εκκλησίες, ανεγίνωσκαν αυτή την απόφασι και υπηρετούσαν καλά ως επίσκοποι. Σ’ ένα ιεραποστολικό ταξίδι ο απόστολος Παύλος άφησε τον Τίτο πίσω στην Κρήτη. Τον εξουσιοδότησε: «να διόρθωσης τα ελλείποντα, και να καταστήσης εν πάση πόλει πρεσβυτέρους, καθώς εγώ σε διέταξα.» (Τίτον 1:5-9) Όμοιες οδηγίες εδόθησαν στον νεαρό επίσκοπο Τιμόθεο. (1 Τιμ. 3:1-7) Ο επίσκοπος πρέπει να είναι άμεμπτος από κάθε άποψι. Η οικογένεια του πρέπει να είναι σε τάξι, και πρέπει να παράγη τον καρπό του πνεύματος και να είναι «προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας, δια να ήναι δυνατός και να προτρέπη δια της υγιαινούσης διδασκαλίας, και να εξελέγχη τους αντιλέγοντας.»
21. Εκτός από το να είναι ηθικώς ευυπόληπτος άνθρωπος, τι άλλο απαιτείται από έναν επίσκοπο;
21 Ένας επίσκοπος στη Χριστιανική εκκλησία πρέπει αληθινά να είναι άμεμπτος, αλλά πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από έναν ηθικώς καθαρό άνθρωπο και έναν που έχει καλή μαρτυρία από μέσα και απ’ έξω από την εκκλησία. Πρέπει να είναι ένας άνθρωπος γεμάτος από καλά έργα και πρέπει να έχη στοργικό ενδιαφέρον για όλους όσοι υπάγονται στην εποπτεία του. Πρέπει να προστατεύη το ποίμνιο όπως ένας ποιμήν προστατεύει τα πρόβατα που είναι κάτω από τη φροντίδα του. Ο απόστολος Παύλος, σ’ ένα ταξίδι με πλοίο στην Ιερουσαλήμ, βγήκε στο λιμάνι της Μιλήτου, η δε αφήγησις των Πράξεων, κεφάλαιο 20, μας πληροφορεί ότι απέστειλε στην Έφεσο και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Τους επέστησε την προσοχή στο ότι ήταν καθαρός από το αίμα όλων, διότι δεν συνεστάλη να αναγγείλη σ’ αυτούς όλη τη βουλή του Θεού, και έπειτα προσέθεσε: «Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς, και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το πνεύμα το άγιον σας έθεσεν επισκόπους, δια να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε δια του αίματος του ιδίου Υιού. . . . Κατά πάντα υπέδειξα εις εσάς, ότι ούτω κοπιάζοντες πρέπει να βοηθήτε τους ασθενείς, και να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε, Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.»—Πράξ. 20:27-35, ΜΝΚ.
22. (α) Πώς ο απόστολος Ιωάννης ήταν κάλος επίσκοπος των εκκλησιών στο τελευταίο μέρος της διακονίας του; (β) Το κεφάλαιο 1 της Αποκαλύψεως τι απεικονίζει τον Χριστό να κάνη, δείχνοντας ότι είναι ένας τέλειος επίσκοπος;
22 Οι απόστολοι, μέχρι και του τελευταίου, του αποστόλου Ιωάννου, ενδιεφέροντο έντονα για τις εκκλησίες. Εκτός από το ότι περιώδευαν σ’ αυτές και έδιναν προσωπική ενθάρρυνσι, διδασκαλία και διόρθωσι, έγραφαν επιστολές στις εκκλησίες, που ετίθεντο σε γενική κυκλοφορία τότε, και που είμεθα ευτυχείς να τις έχωμε σήμερα ως μέρος της Αγίας Γραφής. Εν τούτοις, σύμφωνα με την προφητεία, ο «άνθρωπος της αμαρτίας»—οι αποστάται ηγέται των καθ’ ομολογίαν Χριστιανών—επρόκειτο να ασκήση διαρκώς ισχυρότερη επιρροή επάνω στη Χριστιανική εκκλησία. Ο ηλικιωμένος απόστολος Ιωάννης επρόκειτο γρήγορα να παρέλθη, γύρω στο 100 μ.Χ., και έτσι ο τελευταίος από εκείνους, που ενεργούσαν ως περιορισμός σ’ αυτή την παρείσδυσι, θα έβγαινε από τη μέση. (2 Θεσ. 2:1-12) Υπήρχε ανάγκη για να δοθή ισχυρή αλλά και ενθαρρυντική συμβουλή από τον Ιεχωβά Θεό μέσω του Υιού του, του Χριστού, και εν συνεχεία του Ιωάννου, για να την μεταβίβαση αυτός στους επισκόπους των εκκλησιών. Οι επτά εκκλησίες της Μικράς Ασίας παρίσταναν όλες τις τότε εκκλησίες, αλλά κυρίως όλες τις εκκλησίες των από το πνεύμα αποκυημένων επάνω στη γη σήμερα, αφού ο Ιωάννης με έμπνευσι βρέθηκε στην «Κυριακήν ημέραν» όταν ελάμβανε την όρασι. Είδε επτά λυχνίες, που εξεικόνιζαν όλες τις εκκλησίες των αποκυημένων από το πνεύμα. Ανάμεσα στις λυχνίες περιπατούσε ο Χριστός Ιησούς, ο πιστός επίσκοπος, εξελέγχοντας, εκπαιδεύοντας και διορθώνοντας τα πράγματα που έστεκαν ως εμπόδιο στο δρόμο της αληθινής λατρείας και της θεοκρατικής προόδου. Υπήρχε ένας επίσκοπος για κάθε εκκλησία, που παριστάνετο από έναν αστέρα. Οι επτά (πλήρης αριθμός) ήσαν στο δεξιό χέρι του Χριστού για να τους εξελέγχη. Έπρεπε ν’ ακολουθούν τη διεύθυνσί του και να θυμούνται πάντοτε ότι βρίσκονται στη θέσι αυτή με την ενέργεια του αγίου πνεύματος μέσω του Χριστού και ότι είναι υπεύθυνοι σ’ αυτόν. Όπως το φως ενός αστέρος είναι ισχυρότερο από το φως μιας λυχνίας, αυτοί έπρεπε να λάμπουν έντονα με καλά έργα, καλή διαγωγή και παράδειγμα.
23. Από ποια άποψι ελάμβαναν έπαινο μερικοί από τις εκκλησίες, και πώς μερικοί υστερούσαν;
23 Οι συνθήκες στις επτά εκκλησίες τότε εξεικόνιζαν τι μπορεί να υπάρχη στις εκκλησίες σήμερα, και, ακολουθώντας τη συμβουλή που δίδεται, οι επίσκοποι θα γνωρίζουν πώς να πολιτευθούν ανάλογα με τις συνθήκες. Μερικοί από τις εκκλησίες ελάμβαναν έπαινο για τον μόχθο τους και την υπομονή τους, αλλά είχαν γίνει αμελείς στην υπηρεσία και στην παρακολούθησι των συναθροίσεων. Μερικοί ήσαν πνευματικώς νεκροί λόγω παραλείψεως να εκτελέσουν όλες τις μορφές της υπηρεσίας του Θεού, και υπήρχε ανάγκη να αφυπνισθούν, να γίνουν επιμελείς στην κατ’ ιδίαν μελέτη, στην παρακολούθησι των συναθροίσεων και στη διακονική δράσι. Ο επίσκοπος πρέπει να λαμβάνη την ηγεσία κατευθύνοντας πάλι την εκκλησία στην προτέρα της αγάπη. Μερικοί ελάμβαναν έπαινο επειδή δεν ενέδιδον σε υλιστικές επιρροές, αλλά υπήρχε κίνδυνος να πέσουν θύματα του πνεύματος του εθνικισμού και των θρησκευτικών δογμάτων. Ο επίσκοπος πρέπει να είναι προσεκτικός να μη εμπορικοποιή τη θέσι του ούτε να πίπτη θύμα της σεξουαλικής ανηθικότητος ούτε να επιτρέπη να διαφθείρεται μ’ αυτή η εκκλησία. Οι αδελφές πρέπει να κρατούν τη θέσι τους μέσα στην εκκλησία και να συνεργάζωνται, μ’ ένα ήσυχο και πράο πνεύμα, που αρμόζει στις Χριστιανές γυναίκες. Δεν υπάρχει τόπος για χλιαρότητα. Πρέπει κανείς να είναι πλήρως με το μέρος του Ιεχωβά και να εκτιμά τα πνευματικά πλούτη, που προέρχονται από την απόδοσι αποκλειστικής αφοσιώσεως στον Ιεχωβά.—Αποκάλ. κεφάλαια 1 έως 3.
24. Τι έπρεπε να προστατεύεται στην εκκλησία, και πώς απεστάλησαν οι οδηγίες στις εκκλησίες;
24 Η συμβουλή που εδόθη στους επισκόπους των επτά εκκλησιών της Ασίας έπρεπε να εφαρμοσθή πλήρως, ώστε να μπορέσουν οι εκκλησίες να ευημερήσουν και να μην παραμένη σ’ αυτές κάποια κατάστασις που θα εμπόδιζε την πλήρη ροή του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά. Είναι αξιοσημείωτο εδώ ότι οι οδηγίες πρώτα εδόθησαν στον Ιωάννη επάνω στη γη και έπειτα έπρεπε να μεταβιβασθούν στους επισκόπους των εκκλησιών για ενέργεια σύμφωνα με τις κατευθύνσεις. Ο Ιεχωβά έχει πάντοτε εργασθή μέσω του διοργανωτικού του αγωγού για την εκπλήρωσι του θελήματός του. Είναι Θεός τάξεως, Θεός σκοπού και Θεός αρχών. Το να είναι ένας δούλος του σε αρμονία με την οργάνωσί του και να εργάζεται σε αρμονία με τους επισκόπους του, αδιάφορο σε ποιόν καιρό έζησε, εσήμαινε γι’ αυτόν ευλογία και ευημερία. Αιώνια ζωή είναι η ανταμοιβή εκείνων που ανταποκρίνονται στη στοργική εποπτεία του Ιεχωβά.