Ερωτήσεις από Αναγνώστες
● Πώς μπορούμε να γνωρίζωμε μετά βεβαιότητος ότι η φράσις «καιρός και καιρούς και ήμισυ καιρού» στην Αποκάλυψι 12:14 ισοδυναμεί με τρισήμισυ καιρούς;
Αυτό το εδάφιο λέγει: «Και εδόθησαν εις την γυναίκα δύο πτέρυγες του αετού του μεγάλου, δια να πετά εις τον τόπον αυτής, όπου τρέφεται εκεί καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού από προσώπου του όφεως.» Αποκ. 12:14.
Είναι ωφέλιμο να γνωρίζωμε μετά βεβαιότητος το μήκος του χρόνου που αναφέρεται εκεί. Γιατί; Διότι αυτή η πληροφορία βοηθεί ένα άτομο να προσδιορίση το μήκος των ‘επτά καιρών’ που αναφέρονται στην προφητεία του Δανιήλ σχετικά μ’ ένα πελώριο δένδρο το οποίο κόπηκε, καθώς επίσης και τη μνεία που έκανε ο Ιησούς για ‘τους καιρούς των εθνών.’—Δαν. 4:16, 23-25· Λουκ. 21:24.
Το εδάφιο Αποκάλυψις 12:14 λέγει, «καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού.» Τώρα, ποια είναι η έννοια της μεσαίας εκφράσεως, «καιρούς»; Αν είναι δύο, τότε το σύνολο είναι τρισήμισυ καιροί. Αλλ’ αν, παραδείγματος χάριν, κατενοείτο ως να εννοή τέσσερις ή δέκα καιρούς, τότε το σύνολο θα μπορούσε να είναι πεντέμισυ ή ενδεκάμισυ καιροί. Πώς μπορεί κανείς να γνωρίζη τι εννοούσε ο Ιωάννης;
Αιώνες πριν γραφή η Αποκάλυψις, η Ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούσε ένα δυϊκό τύπο, ένα γραμματικό τύπο που προσδιώριζε δύο μέρη από κάτι. Εν τούτοις, ο δυϊκός τύπος δεν εχρησιμοποιείτο στις Ελληνικές Γραφές, ή Καινή Διαθήκη· μόνο οι τύποι του ενικού και του πληθυντικού εχρησιμοποιούντο. Με τον τύπο του πληθυντικού, ένας ωρισμένος αριθμός θα μπορούσε να προστεθή για να δείξη ακριβώς πόσα πράγματα, όπως οι ‘επτά κεφαλές.’—Αποκ. 12:3.
Οι Έλληνες λόγιοι αναγνωρίζουν ότι όταν η Βίβλος χρησιμοποιεί τον τύπο του πληθυντικού χωρίς κανένα προσδιοριστικό αριθμό, θα πρέπει να κατανοηθή ότι σημαίνει το μικρότερο ποσόν στον πληθυντικό, δηλαδή, δύο. Ο Γερμανός θεολόγος, Τζων Άλμπερτ Μπένγκελ σχολίασε αυτό το εδάφιο: «Ο πληθυντικός, καιρούς, σημαίνει δύο καιρούς. Ο πληθυντικός αριθμός πρέπει να ληφθή υπό την πιο αυστηρή έννοια.»
Έτσι, το Αποκάλυψις 12:14 υπονοεί τρισήμισυ καιρούς. Συγκρίνοντάς το με τις 1.260 ημέρες που αναφέρονται στο εδάφιο 6 (καθώς επίσης και με το Αποκάλυψις 11:2, 3), ο μελετητής της Βίβλου μπορεί να δη ότι οι «επτά καιροί» στον Δανιήλ κεφάλαιο τέταρτο ισοδυναμούν με 2.520 ημέρες.
● Τα εδάφια 1 Τιμόθεον 6:15, 16 αναφέρουν εκείνον «όστις μόνος έχει την αθανασίαν.» Γιατί αυτό εφαρμόζεται στον Ιησού και όχι στον Ιεχωβά;
Αυτά τα εδάφια λέγουν: «Την οποίαν [επιφάνειαν] εν τοις ωρισμένοις καιροίς θέλει δείξει ο μακάριος και μόνος Δεσπότης, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, και Κύριος των κυριευόντων, όστις μόνος έχει την αθανασίαν, κατοικών φως απρόσιτον, τον οποίον ουδείς των ανθρώπων είδε ουδέ δύναται να ίδη· εις τον οποίον έστω τιμή και κράτος αιώνιον. Αμήν.»—1 Τιμ. 6:15, 16.
Πολλά άτομα έχουν σκεφθή ότι αυτά τα λόγια περιγράφουν τον Ιεχωβά. Αυτό είναι κατανοητό, διότι τα περισσότερα απ’ αυτά τα πράγματα θα μπορούσαν να λεχθούν για τον Θεό, ο οποίος είναι ‘Βασιλεύς των αιώνων,’ ‘άφθαρτος,’ ‘μακάριος Θεός’ και «Κύριος των κυρίων.» (1 Τιμ. 1:11, 17· Δευτ. 10:17) Επίσης, κανείς άνθρωπος δεν τον είδε ούτε μπορεί να τον δη. (Έξοδ. 33:20) Ωστόσο, όταν ο Παύλος έγραψε τα εδάφια 1 Τιμόθεον 6:15, 16, δεν μπορούσε να πη ότι ο Ιεχωβά μόνο κατέχει την αθανασία, διότι στον Ιησού είχε δοθή αθανασία στην ανάστασή του.—1 Κορ. 15:50-54· Εβρ. 7:16· Ρωμ. 6:9.
Η περιγραφή που αναφέρεται, ωστόσο, στα εδάφια 1 Τιμόθεον 6:15, 16, ταιριάζει στον Ιησού, ο οποίος είναι «απαύγασμα της δόξης [του Ιεχωβά] και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού.» (Εβρ. 1:3· Κολ. 1:15) Από την ανάστασι και την ανάληψι του Ιησού στους ουρανούς, «κατοικεί φως απρόσιτον.» Κανείς δεν έχει δει στην πραγματικότητα τον ενδοξασμένο Ιησού. Όταν απεκαλύφθη στον διώκτη Σαούλ, το υπέρλαμπρο φως τύφλωσε τον Σαούλ. (Πράξ. 9:3-8· 22:6-11· Ιωάν. 14:19) Και ως ένας μεγαλειώδης Δεσπότης, ο Ιησούς θα λάβη αιώνια τιμή, διότι ο Πατέρας του θα τον στεφανώση «με δόξαν και τιμήν.»—Εβρ. 2:9· Φιλιπ. 2:9-11.
Αλλά πώς συμβαίνει ώστε ο Ιησούς ‘μόνος να έχη αθανασίαν’; Ας εξετάσωμε τα συμφραζόμενα. Ο Παύλος δεν συζητούσε για την ιδιότητα του Θεού ως βασιλέως ή την ιδιότητα της αθανασίας που έχει, αλλά αντιπαρέβαλε τον Ιησού με άλλους ανθρώπους. Ο Ιησούς είναι «Βασιλεύς των [ανθρωπίνων] βασιλευόντων.» (Αποκ. 17:12, 14· 19:16) Ο Χριστός επίσης προεξέχει στην κυριότητα, διότι είναι «Κύριος [ανθρωπίνων] κυρίων.» (Παράβαλε με 1 Κορινθίους 8:5, 6.) Έτσι, όταν ο Παύλος έγραψε ότι ο Ιησούς ‘μόνος έχει την αθανασίαν,’ εννοούσε ότι από όλους τους βασιλείς ή κυρίους από το ανθρώπινο γένος μόνο ο ενδοξασμένος Χριστός είναι αθάνατος.