Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Συχνά γίνεται πολλή συζήτησις σχετικά με το ποιο είναι «κατάλληλο» και ποιο είναι «ακατάλληλο» στο ζήτημα της αμφιέσεως. Μπορούμε πραγματικά να θέσωμε κανόνες σ’ αυτό; Αν όχι, γιατί να δείχνωμε πολύ ενδιαφέρον;—Η.Π.Α.
Η Γραφή δεν δίνει λεπτομερή περιγραφή όσον αφορά το ποια είναι «κατάλληλη» αμφίεσις. Εξ άλλου, μας προμηθεύει ό,τι έχομε ανάγκη για να είμεθα πλήρως ικανοποιημένοι σχετικά με την καταλληλότητα της αμφιέσεώς μας. Πώς;
Αμέσως το πρώτο βιβλίο της Γραφής δίνει ένα κανόνα. Το υπόμνημα εκεί δείχνει ότι το ζήτημα της αμφιέσεως δεν αποτελούσε πρόβλημα για το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, στην αναμάρτητη κατάστασί τους. Μόνο ύστερ’ από την παράβασί τους, όταν άρχισαν να δοκιμάζουν αισχύνη και ενοχή, φόρεσαν ρούχα. Τι φόρεσαν; Η αφήγησις λέγει ότι έκαμαν «εις εαυτούς περιζώματα» από φύλλα συκής. (Γεν. 3:6, 7) Είναι αυτό κανών για μας;
Όχι, διότι ο Θεός θεώρησε αυτά τα φορέματα ως ακατάλληλα. Μολονότι εξεδίωξε το ανθρώπινο ζεύγος από τον κήπο που αποτελούσε κατοικία τους επειδή ήσαν εκούσιοι παραβάται του νόμου του, με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του ο Θεός είδε ότι ήταν κατάλληλο να τους προμηθεύση ρουχισμό. Το εδάφιο Γένεσις 3:21 λέγει: «Και έκαμε Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ και εις την γυναίκα αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς.» Έτσι, ο Δημιουργός του ανθρώπου όχι μόνο συμπεριφέρθηκε με αξιοπρέπεια απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους—μολονότι ήσαν παραβάται του νόμου—αλλά μ’ αυτό έδωσε επίσης ένα υπόδειγμα για την ανθρώπινη αμφίεσι.
Πόσο μακρείς ήσαν αυτοί οι «χιτώνες»; Η Εβραϊκή λέξις που χρησιμοποιείται φαίνεται να εννοή μακρυά φορέματα που φθάνουν ως το γόνατο ή ακόμη και ως τον αστράγαλο. Μήπως αυτό μας εξουσιοδοτεί να καταδικάσωμε κάθε φόρεμα που το μήκος του δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτά τα δυο σημεία, δηλαδή το γόνατο και τον αστράγαλο; Όχι, διότι αυτό θα εσήμαινε προσπάθεια να διαβάση κανείς μέσα στην έκφρασι «χιτώνες» μια ακρίβεια ή ένα καθορισμό που απλώς δεν υπάρχουν εκεί. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήση σε μάταια επιχειρηματολογία όπως: Το να καθορίσωμε αν το φόρεμα θα φθάνη ως το τέλος του γόνατος, τη μέση ή την αρχή του, ωσάν αυτό να ήταν το διαχωριστικό σημείο μεταξύ του καταλλήλου και ακαταλλήλου φορέματος. Αυτό θα εσήμαινε να μας διαφύγη το κεντρικό σημείο του ορθού κανόνος που έχει τεθή. Ποιος είναι αυτός;
Είναι ότι τα φορέματα ήσαν «μακρυά» σε αντίθεσι με τα κοντά «περιζώματα.» Ώστε εκάλυπταν όχι μόνο ένα μικρό μέρος, αλλά εκάλυπταν ολόκληρο το σώμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνοι οι οποίοι από την εποχή εκείνη και έπειτα προσπαθούσαν να ευαρεστήσουν τον Θεό καθοδηγούνταν απ’ αυτόν τον κανόνα όσον αφορά την αμφίεσί τους. Πράγματι, φαίνεται ότι αυτό υπήρξε ένας γενικός κανών ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος. Οι αποδείξεις που έχομε για τις μόδες της αμφιέσεως των αρχαίων χρόνων το επιβεβαιώνουν αυτό.
Αυτός ο ίδιος κανών είναι φανερό ότι είχε μεταφερθή στη Χριστιανική εκκλησία τον πρώτον αιώνα μ.Χ. Ο απόστολος Παύλος έγραψε ότι οι γυναίκες πρέπει «με στολήν σεμνήν, με αιδώ και σωφροσύνην να στολίζωσιν εαυτάς.» (1 Τιμ. 2:9) Η λέξις στολή αναφέρεται βασικώς σ’ ένα εξωτερικό μακρύ χιτώνα που έπεφτε στο σώμα χαλαρά· (παράβαλε Μάρκος 16:5· Λουκάς 15:22· Αποκάλυψις 7:9) Οποιαδήποτε και αν ήταν η μόδα τους αυτά τα φορέματα σαφώς εκάλυπταν καλά το σώμα.
Γιατί ο Θεός επρομήθευσε αυτό τον κανόνα; Ασφαλώς για το καλό του ανθρώπου, όπως συμβαίνει και με όλες τις πράξεις του Θεού. Λόγω της αμαρτίας, οι άνθρωποι υπόκεινται σε πάθος και τείνουν εύκολα στην ανηθικότητα. Οι άνθρωποι που ζητούν να ευαρεστήσουν τον Θεό οφείλουν ν’ αγωνίζωνται εναντίον αυτών των κακών τάσεων απ’ αυτή την άποψι. Με τον κανόνα που έθεσε ενδύοντας τον Αδάμ και την Εύα ο Θεός με αγάπη και στοργή προμήθευσε ένα τρόπο για να κάνη αυτόν τον αγώνα κάπως ευκολώτερο.
Όχι ότι οι περιστάσεις δεν θα επέτρεπαν τη χρήσι άλλου τύπου ρουχισμού κατά καιρούς. Μερικοί τύποι εργασίας θα μπορούσαν να κάμουν τον συνηθισμένο μακρύ χιτώνα μη πρακτικό—όπως η εργασία του αλιέως, όπως ήσαν μερικοί από τους πρώτους μαθητάς του Ιησού. Έτσι, σε μερικούς τύπους εργασίας, και σε άλλες δραστηριότητες (όπως το κολύμπι), μπορεί να φαίνεται λογική η χρήσις ενός ενδύματος πιο κοντού. (Παράβαλε Ιωάννης 21:3, 7.) Αλλά από προσωπική μας πείρα οφείλομε να παραδεχθούμε ότι όταν ο λόγος και ο σκοπός για τη χρήσι ενός τέτοιου ενδύματος είναι καταφανής, η επίδρασις επάνω στον παρατηρητή δεν είναι η ίδια όπως όταν δεν υπάρχη καταφανής λόγος ή ανάγκη για τη χρήσι του. Εκείνο που έκαμε ο Θεός ντύνοντας τον Αδάμ και την Εύα, χρησιμεύει σαν ένας θεμελιώδης κανών για την καθοδήγησί μας. Και, όπως φαίνεται, εκείνο το φόρεμα καλύτερα περιγράφεται ως «μακρύ» παρά ως «κοντό».
Θα μπορούσε κανείς να πη, Αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες λεπτομέρειες, πώς μπορούμε να γνωρίζομε αν ένα φόρεμα είναι σεμνό ή άσεμνο, αν είναι πολύ κοντό ή πολύ στενό ή κατά κάποιον τρόπο ακατάλληλο;
Ο Λόγος του Θεού έχει καταγραφή για να κατανοήται από άτομα κανονικής νοημοσύνης. Αν ένας πατέρας λέγη στο γυιο του ότι δεν πρέπει να χτυπά τη μικρή αδελφή του ούτε να της μιλά με άγριες φωνές, μήπως το αγόρι αυτό φαντάζεται πως σημαίνει ότι δεν πρέπει να εγγίση την αδελφή του ή να της μιλήση; Μήπως χρειάζεται πολλή νοημοσύνη για ν’ αντιληφθή κανείς τη διαφορά; Μήπως και ένα μικρό παιδί δεν μπορεί ν’ αντιληφθή τη διαφορά μεταξύ μιας απλής φιλικής χειρονομίας και ενός χτυπήματος που έχει σκοπό να προξενήση βλάβη, ή της κανονικής ομιλίας σε συμπαραβολή με τις άγριες φωνές; Αν μπορούμε να κατανοήσωμε τη διαφορά μεταξύ αυτών των ζητημάτων, γιατί θα ήταν δύσκολο να εφαρμόση οποιοσδήποτε από μας τους κανόνες της Γραφής στο ζήτημα της αμφιέσεως, να ξέρη αν κάτι είναι σεμνό ή αποτελεί ακρότητα, αν εφαρμόζη καλά ή είναι πολύ σφιχτό, αν είναι σεμνό ή επιδεικτικό;
Αν δεν είμεθα βέβαιοι, γιατί να μη παρατηρήσωμε τους άλλους που βρίσκονται γύρω μας; Μέσα σε μια εκκλησία γνησίων Χριστιανών υπάρχουν πολλά άτομα που είναι φανερό ότι εκδηλώνουν το πνεύμα του Θεού στη ζωή τους και δείχνουν πραγματική εκτίμησι στην συμβουλή του Λόγου του. Πώς η αμφίεσίς μας παραβάλεται με τη δική τους;
Πράγματι, το κυριώτερο ενδιαφέρον μας όσον αφορά τον ρουχισμό είναι να είμεθα βέβαιοι ότι, εκπληρώνομε τους δύο πιο σπουδαίους κανόνας απ’ όλους: Αγάπη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον μας όπως για τον εαυτό μας. Εφόσον αγαπούμε τον εαυτό μας, είναι φυσικό και κατάλληλο ν’ αρέση στον εαυτό μας ο τρόπος της αμφιέσεώς μας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται ώστε ν’ αποκλείωμε να ευαρεστήσωμε και τους άλλους ταυτοχρόνως. Ακόμη και αν είχαμε δικαίωμα να το κάνωμε αυτό, η αγάπη θα μας εμποδίση από το ν’ αγνοήσωμε τα αισθήματα και τα ενδιαφέροντά τους. (1 Κορ. 10:24· 13:4, 5· Φιλιππ. 2:4) Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της χαράς μας από το ντύσιμο πρέπει να προέρχεται από το αίσθημα του ότι και οι άλλοι βρίσκουν την εμφάνισί μας ευχάριστη.
Φυσικά, πολλά άτομα σήμερα βρίσκουν ευχαρίστησι στην έλλειψι σεμνότητος. Το να ντύνεται κανείς για να ευχαριστήση αυτά τα άτομα θα προσείλκυε την προσοχή τους, ακόμη και τις προτάσεις τους. Θα μπορούσε να οδηγήση στο να προσκόψωμε σε πράγματα όπως η πορνεία, μοιχεία ή ακόμη και ομοφυλοφιλία. Κανείς δεν θα ήταν τόσο αφελής να πιστέψη ότι αυτό δεν μπορεί να συμβή. Έτσι, λοιπόν, στην καρδιά σας ποιον επιθυμείτε να ευαρεστήσετε;
Ομοίως αξίζει να προσέξωμε και τον κίνδυνο να σκανδαλίση κανείς κάποιον άλλον να διαπράξη ανηθικότητα. Ο Χριστός Ιησούς είπε: «Όστις σκανδαλίση ένα των μικρών των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει εις αυτόν καλήτερον να περιτεθή μύλου πέτρα περί τον τράχηλον αυτού, και να ριφθή εις την θάλασσαν.» (Μάρκ. 9:42) Οποιοσδήποτε ντύνεται με τρόπο και σκοπό να προκαλέση το πάθος κάποιου άλλου μπορούσε να γίνη ένοχος ότι σκανδαλίζει ένα όμοιό του Χριστιανό. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός θα καταστρέψη κάποιον απλώς επειδή ντύνεται κοντά ή εφαρμοστά φορέματα; Όχι· μάλλον αυτό θα συμβή διότι η προκλητική αμφίεσις αυτού του ατόμου οφείλεται σε έλλειψι αγάπης για τη δικαιοσύνη και διότι, αντιθέτως, αποκαλύπτει ότι η καρδιά του ή η καρδιά της αγαπά εκείνο που είναι κακό στα όμματα του Θεού.
Πράγματι, αν ο Λόγος του Θεού έδινε καθωρισμένη και λεπτομερή περιγραφή και κανόνες του τι να φορέση κανείς, το όλον ζήτημα θα ελύετο πλήρως με την απλή συμμόρφωσι ή μη συμμόρφωσί μας σ’ αυτό. Όπως έχουν τα πράγματα, οι κανόνες που μας έχει δώσει ο Θεός θέτουν σε δοκιμή αυτό που είμεθα μέσα μας, τι έχομε στην καρδιά μας, σε συσχετισμό με τη συνδυασμένη ικανότητα της συνειδήσεως, καθώς και το πόση εκτίμησι έχομε για την πνευματική ευημερία των άλλων.
Έτσι, το όλο ερώτημα περιορίζεται στο εξής: Αν είχατε λόγο να πιστεύετε ότι το φόρεμά σας φαίνεται ακατάλληλο, όχι μόνο σε ένα ή δυο άτομα, αλλά σε πολλά άτομα, ιδιαίτερα σ’ αυτά που αγαπάτε—την οικογένειά σας, τους αδελφούς σας στην πίστι—θα τ’ αλλάξετε; Θα θελήσετε να το κάμετε αυτό; Και, ακόμη πιο σπουδαίο, αν είχατε λόγους να πιστεύετε ότι η επίδρασις της εμφανίσεώς σας μπορεί να προξενήσουν βλάβη σε άλλους λόγω του τρόπου σκέψεως που θα προκαλούσε στις διάνοιες και τις καρδιές των, θα σας λυπούσε πραγματικά αυτό το γεγονός και θα ήσασταν πρόθυμες να το διορθώσετε;
Φυσικά, υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι μπορούν να θέσουν κανόνες σχετικά με την αμφίεσι. Ποιοι είναι αυτοί; Οι σύζυγοι και οι πατέρες. Όλα τα μέλη της οικογενείας ενός ανδρός φέρουν το όνομά του και αυτό που κάνουν αντανακλά στο όνομά του. Ως από τον Θεό διορισμένη κεφαλή της οικογενείας, μπορεί αυτός ν’ απαγορεύση μερικά είδη ρουχισμού ως απαράδεκτα.
Αντιλαμβανόμεθα το δύσκολο καθήκον που έχουν οι γονείς σήμερα προσπαθώντας να προστατεύσουν τα τέκνα των από την ευρέως διαδομένη εγκληματικότητα; Τότε δεν θα θελήσωμε να υποσκάψωμε ή να υπονομεύσωμε εκουσίως τις προσπάθειές των από έλλειψι ενδιαφέροντος για τη σεμνότητα της αμφιέσεώς μας. Γιατί να κάνωμε τον δύσκολο αγώνα τους ακόμη πιο σκληρό;
Τι μπορεί να λεχθή για το πρεσβυτέριο στην εκκλησία; Εκτός από τους κανόνας που περιέχονται στη Γραφή, δεν μπορούν αυτοί να θέσουν κανόνες όσον αφορά το πώς θα ντύνωνται τα μέλη της εκκλησίας. Μπορούν όμως να χρησιμοποιήσουν τη γνώσι και την κατανόησι και την φρόνησί τους στο να κρίνουν αν κάποιος θέτη πράγματι ένα κακό παράδειγμα ή όχι σχετικά με τις Γραφικές αρχές που αφορούν την αμφίεσι. Μπορούν ν’ αποφασίσουν να μη δίνουν προνόμια σ’ ένα τέτοιο άτομο με διορισμούς που χορηγούν σε άλλους για να εκπροσωπούν ή να υπηρετούν την εκκλησία σε εκκλησιαστικές συναθροίσεις. Μια τέτοια ενέργεια δεν πρέπει να διέπεται απλώς από προτιμήσεις ή προκαταλήψεις ενός ή δύο προσώπων αλλ’ από την κρίσι, του σώματος των πρεσβυτέρων το οποίο θα ζυγίση όλες τις αντιρρήσεις που εγείρονται.