Η Αγαμία των Κληρικών Ζυγιζομένη στην Πλάστιγγα
«ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΠΟΛΩΝΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ.» Αυτό έλεγε η επικεφαλίς ενός τηλεγραφήματος από τη Βαρσοβία, Πολωνίας, στην εφημερίδα Τάιμς Νέας Υόρκης, 21 Δεκεμβρίου 1961. Επρόκειτο για κάποιον Επίσκοπον Ροντ, ο οποίος, «παρά τον νόμον περί αγαμίας από τον οποίον εδεσμεύετο, ετόλμησε να συνάψη γάμον, προκαλώντας έτσι την ποινήν του αφορισμού από τον κανονικό νόμο,» έλεγε η είδησις. Ο Ροντ είχε προηγουμένως αποσχισθή από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Πολωνίας, αρνούμενος υποταγή στο Βατικανό και προκαλώντας το με το να συνεργάζεται με τους Κομμουνιστάς. Δεν απεσχηματίσθη, όμως, γι’ αυτά τα πράγματα, αλλ’ επειδή συνήψε γάμον.
Ο τωρινός πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, δίνοντας έτσι έμφασι στην αγαμία του κλήρου, στις αρχές του 1960, εξέφρασε τη λύπη του διότι «μερικοί έλεγαν πάρα πολλά για τη δυνατότητα ή και την ευχέρεια τού να εγκαταλείψη η Καθολική Εκκλησία αυτό που επί αιώνες υπήρξε, και παραμένει ακόμη, μια από τις ευγενέστερες και αγνότερες δόξες του ιερατείου της.»
Μήπως αυτή η έμφασις περί επιβεβλημένης αγαμίας των κληρικών έχει Γραφική βάσι; Ποιά είναι η προέλευσίς της; Ποια υπήρξε η ιστορία της; Όταν σταθμίζεται στον ζυγό, ποια παρατηρείται ότι είναι η επίδρασίς της και στους ιερείς και στους λαϊκούς;
Η αγαμία των κληρικών δεν βρίσκει υποστήριξι στις Γραφές. Οι πιστοί άνδρες της αρχαιότητος, που μνημονεύονται στις Γραφές, ενυμφεύοντο. Οι Λευίται ιερείς έπρεπε να νυμφεύωνται για να τηρούν άθικτη την ιερατική γραμμή. Όσο για τους προφήτας, μόνον ο Ιερεμίας διετάχθη να μη νυμφευθή.—Λευιτ. 21:1, 7, 13, 14· Ιερεμ. 16:2.
Προχωρώντας προς την εποχή του Χριστού, θα ιδούμε ότι ο γάμος ήταν γενικός μεταξύ των αποστόλων, διότι ο Παύλος έγραψε: «Μη δεν έχομεν εξουσίαν να συμπεριφέρωμεν αδελφήν γυναίκα, ως και οι λοιποί απόστολοι, και οι αδελφοί του Κυρίου, και ο Κηφάς;» Εδήλωσε, επίσης, ότι οι επίσκοποι κι οι διακονικοί υπηρέται πρέπει να είναι, όχι άτομα δεσμευμένα με ευχές αγαμίας, αλλά μονόγαμοι, «μιας γυναικός άνδρες». Πραγματικά, οι Ρωμαιοκαθολικές αυθεντίες συμφωνούν ότι ο νόμος της υποχρεωτικής αγαμίας των κληρικών είναι Εκκλησιαστικός νόμος, όχι Γραφικός νόμος.—1 Κορ. 9:5· 1 Τιμ. 3:2, 12· Τίτον 1:6.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
Η αγαμία των κληρικών έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρία. Πολύν καιρό πριν από τη Χριστιανική Εποχή την εφήρμοζαν οι Βουδδισταί μοναχοί, οι δε εστιάδες παρθένοι αποτελούσαν ένα χαρακτηριστικό της αρχαίας θρησκείας της ειδωλολατρικής Ρώμης. Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου ήσαν εκείνες του έφεραν τους Ιουδαίους σε επαφή με την Ανατολική φιλοσοφία και τον ασκητισμό, το δε αποτέλεσμα τούτου ήταν ο μοναστικός βίος της Ιουδαϊκής αιρέσεως των Εσσαίων. Αλλ’ ο Μοσχάιμ κι ο Νέανδρος, δύο από τους κυριωτέρους ιστορικούς των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, δείχνουν ότι αυτό το μεταδοτικό νόσημα εξηπλώθη στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία, συνεπιφέροντας και τη διάκρισι κληρικών και λαϊκών. Αυτή, όμως, η τάσις δεν πρέπει να μας εκπλήσση, αφού κι ο Ιησούς κι ο απόστολος Παύλος προείπαν ότι θα εγίνετο αποστασία από την αληθινή πίστι.—Ματθ. 13:24-30, 36-43· Πράξ. 20:29, 30.
Μεταξύ άλλων, η ειδωλολατρική αυτή φιλοσοφία εδίδασκε ότι κάθε ύλη είναι κακόν, ότι η σαρξ του ανθρώπου πρέπει να τυγχάνη αποστροφής και ότι η εκφυγή απ’ αυτήν πρέπει να πραγματοποιηθή με τη μετεμψύχωσι. Μερικοί από τους πρώτους Χριστιανούς, γοητευμένοι απ’ αυτά, έφθασαν στα άκρα ισχυριζόμενοι ότι, αν ο Αδάμ δεν αμάρτανε, δεν θα είχε ποτέ σχέσεις με τη σύζυγό του, αλλ’ ο Θεός θα εγέμιζε τη γη με κατοίκους κατά κάποιον ‘λιγώτερο αντιρρήσιμο τρόπο’ από τη σεξουαλική ένωσι! Φυσικά, μια τέτοια άποψις όχι μόνον εξευτελίζει το γυναικείο φύλο, αλλά και βλασφημεί εναντίον της σοφίας και της αγαθότητος του Θεού. Μήπως δεν εδημιούργησε το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος έτσι ώστε να μπορούσαν να συγκατοικήσουν, τους ενεφύτευσε μια έλξι προς αλλήλους και κατόπιν τους παρήγγειλε ν’ ‘αυξάνωνται και να πληθύνωνται’; Βεβαίως. Επομένως η δόσις και η λήψις των συζυγικών οφειλών αποτελούν λόγους ευχαριστίας, όπως είναι και η βρώσις και η πόσις.—Γεν. 1:28· 1 Τιμ. 4:3.
Το επιβλητικό οικοδόμημα της αγαμίας των κληρικών ανηγέρθη πάνω στην ψευδή υπόθεσι ότι ο ασκητισμός μεταδίδει ευσέβεια. Φαίνεται ότι η σκέψις, που παρεισέδυσε, ερμήνευε αυθαίρετα την εντολή του Παύλου ότι ένας επίσκοπος πρέπει να είναι μιας γυναικός άνδρας ως να εσήμαινε ότι εν περιπτώσει θανάτου της συζύγου του δεν θα μπορούσε αυτός να ξανανυμφευθή.—1 Τιμ. 3:2· Ρωμ. 7:1-3.
Βαθμιαίως επεκράτησε η γνώμη ότι, αφού εχειροτονήθη ένας άνθρωπος, δεν έπρεπε να νυμφευθή και ότι μόνο άγαμοι άνδρες πρέπει να χειροτονούνται. Το τρωτό εκκλησιαστικό συμβούλιο, που διεκήρυξε έναν τέτοιο κανόνα, ήταν της Ελβίρας, Ισπανίας, στο έτος 305 μ.Χ. Στον πέμπτον αιώνα εγενικεύθη ο κανών.
Όπως ο Τερτυλλιανός εξύμνησε τις αρετές της αγαμίας στον τρίτον αιώνα, έτσι κι ο Γρηγόριος Α΄, «ο Μέγας», έντονα συνηγόρησε υπέρ της αγαμίας των κληρικών στον έκτον αιώνα, ο δε Γρηγόριος Ζ΄, ο Χίλντεμπραντ, προσεπάθησε να επιβάλη την αγαμία των κληρικών στον ενδέκατον αιώνα, λαμβάνοντας τα πιο αυστηρά μέτρα γι’ αυτόν τον σκοπό. Κατόπιν, στα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνος, η Σύνοδος του Τρεντ ετακτοποίησε το ζήτημα μια για πάντα διατυπώνοντας ειδικούς κανόνες που διέπουν την αγαμία στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ
Ποιοί υπήρξαν οι καρποί της αγαμίας; Απεδείχθη ότι είναι η αγαμία από τις πιο ευγενείς και αγνές δόξες του Ρωμαιοκαθολικού κλήρου; Κάθε άλλο! Τα πράγματα δείχνουν ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο, και τούτο από την έναρξί της ως τον παρόντα αιώνα.
Ένας από τους πρώτους κακούς καρπούς της αγαμίας των κληρικών ήταν οι «πνευματικοί γάμοι». Ιερείς και μοναχές, που είχαν κάμει ευχές αγαμίας, ωμολογούσαν ότι ήσαν «πνευματικώς νυμφευμένοι» κι έτσι κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι και εμοιράζοντο μάλιστα την ίδια κλίνη! Αυτή η συνήθεια διεδόθη τόσον, ώστε πολλά διαδοχικά συμβούλια—στην Άγκυρα, στη Νίκαια και στην Αντζού, τον τέταρτο και τον πέμπτον αιώνα—την κατέκριναν με τους πιο δριμείς λόγους. Ο Ιερώνυμος, ο μεταφραστής της Βουλγάτας, που έζησε εκείνο τον καιρό, παρεπονέθη ότι ‘άγια τάγματα ανελήφθησαν από μερικούς λόγω των ανωτέρω ευκαιριών που παρέσχε η κληρική ιδιότης για ακάθαρτες σχέσεις με γυναίκες.’
Στον έκτον αιώνα ο Επίσκοπος Σαλβιανός είχε οικτείρει το γεγονός ότι στην Αφρικανική Εκκλησία «και η πιο επιμελής έρευνα δύσκολα μπορεί να εύρη έναν αγνό μεταξύ τόσων χιλιάδων.» Στον όγδοον αιώνα ο Κάρλομαν «ο Ευσεβής», γυιός και διάδοχος του Καρλομάγνου, επεφόρτισε τον «Άγιον» Βονιφάτιον ν’ αναμορφώση τον κλήρον. Ο Βονιφάτιος θρηνολογούσε το γεγονός ότι οι μοιχοί, οι σιμωνιακοί και λοιποί, ήσαν περισσότεροι μεταξύ του κλήρου από εκείνους που υπήκουαν στους κανόνες της εκκλησίας. Σχετικά μ’ αυτή την κατάστασι, η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία λέγει: «Πώς μπορούσε να είναι αλλιώς, εφόσον παρεισέδυσαν στα επισκοπάτα [λόγω της ενώσεως εκκλησίας και πολιτείας] από κάθε πλευρά άνθρωποι κτηνώδους φύσεως και αχαλινώτων παθών, που έδωσαν τα χειρότερα παραδείγματα στον κλήρο, του οποίου ήσαν επί κεφαλής;» Αλλά θα μπορούσε να τεθή το ερώτημα, από ποιους πρέπει οι Χριστιανοί διάκονοι να διδάσκωνται τα ήθη των—από κοσμικούς, πολιτικούς επισκόπους ή από Γραφικά παραδείγματα;
Ως τον ενδέκατον αιώνα οι νόμιμοι γάμοι και η παλλακεία, φανερή ή μυστική, ήσαν γενικά σχεδόν. Ούτε ηρκούντο οι ιερείς σε μια μόνο παλλακή. Στον δωδέκατον αιώνα υπάρχει ‘ρεκόρ’ ενός ηγουμένου, ο οποίος επαύθη επειδή είχε εβδομήντα παλλακές. Στη διάρκεια των επομένων λίγων αιώνων, καρδινάλιοι, παπικοί έξαρχοι και σωφρονιστήρια παρεπονούντο πικρά για όλες τις τάξεις των κληρικών, που ιερουργούσαν στους γάμους των ιδίων των τέκνων, γνησίων ή νόθων, για το σκάνδαλο των ιερέων που φανερά διατηρούσαν παλλακές και για το ότι «τα παιδιά των λαϊκών μόλις ήσαν πολυαριθμότερα από τα παιδιά του κλήρου» σε μερικές επαρχίες της Ιταλίας και της Ισπανίας. Με τη Μεταρρύθμισι η κατάστασις βαθμιαίως εβελτιώθη, εφόσον υπεκίνησε ένα καθαρισμό που ήταν ένας από τους φαινομενικούς σκοπούς της Συνόδου του Τρεντ.
Εν τούτοις, ως τον δέκατον ένατον αιώνα οι καρποί της αγαμίας των κληρικών πολύ υστέρησαν από το επιθυμητόν σημείον στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και ιδιαίτερα στις Φιλιππίνες Νήσους, όπου, κατά ένα ιστορικόν, «η ευχή της αγνότητος ποτέ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μύθο.» Ακόμη και στο δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνος από καιρό σε καιρό ο τύπος δημοσιεύει εγκλήματα που διεπράχθησαν από ιερείς, οι οποίοι πιθανόν να μην ήσαν ένοχοι αυτών, αν δεν ήσαν δεσμευμένοι με ευχή αγάμου βίου.
Έτσι, πριν από λίγα χρόνια, ένας νεαρός Γάλλος ιερεύς διέπραξε ένα από τα πιο συγκλονιστικά εγκλήματα που ενεγράφησαν ποτέ. Όχι μόνον εφόνευσε τη νεαρή γυναίκα, την οποίαν ο ίδιος κατέστησε έγκυον, αλλά και τη διήνοιξε κι ετεμάχισε το έμβρυον για να μη διαπιστωθή ότι του έμοιαζε. Στη δίκη, όπου εκηρύχθη ένοχος, απεκαλύφθη ότι ήταν πατέρας κι άλλου τέκνου από άλλη ενορίτισσα και ότι διατηρούσε σχέσεις και με άλλες γυναίκες ακόμη. Αν δεν διέπραττε τον διπλό αυτόν φόνο, αυτά τα άλλα αμαρτήματα θα παρήρχοντο απαρατήρητα. Όπως ανεμένετο, δεν αφωρίσθη από την Καθολική Εκκλησία για το έγκλημά του. Η δε εφημερίς Κήρυξ-Βήμα της Νέας Υόρκης, 3 Δεκεμβρίου 1960, κάτω από τον τίτλο «Ιερεύς Ένοχος Απαγωγής Κορασίδος», ανέγραφε για έναν Ρωμαιοκαθολικόν ιερέα ηλικίας σαράντα επτά ετών, τον Φ. Ντούντιγκ, ο οποίος «επέρασε σύντομα από δύο δικαστικές υποθέσεις» και ότι «ο Δικαστής Α. Ουώλτερ Νταλ απήγγειλε καταδίκη με ασυνήθως κεκλεισμένας τας θύρας» για την απαγωγή από τον ιερέα της δεκαεπταετούς Ροζαλίας Ο’Κόννελ από το Τζίλμπερτ της πολιτείας Μιννεσότα.
ΦΩΝΕΣ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ
Εξαιτίας όλων αυτών των κακών καρπών, δεν είναι εκπληκτικό ότι από την αρχή ακόμη της αγαμίας των κληρικών ηκούοντο φωνές διαφωνίας. Πραγματικά, το Ελληνικό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας ποτέ δεν απαιτούσε την αγαμία από τους κατωτέρους ιερωμένους. Και οι επίσκοποί της ακόμη ήσαν ελεύθεροι να νυμφευθούν ως το τέλος του εβδόμου αιώνος. Όσο για τη διχογνωμία στο Ρωμαϊκό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας, από τον τρίτον ακόμη αιώνα ο Κλήμης της Αλεξανδρείας ερώτησε: «Τι, δεν μπορούν οι άνθρωποι να συγκατοικούν εγγάμως με τον χαρακτήρα της εγκράτειας; Αναμφιβόλως· ας μην επιχειρούμε, λοιπόν, να διαλύσωμε μια ένωσι που ιδρύθη από τον Θεό.»
Όταν επροτάθη η αγαμία των κληρικών στη Σύνοδο της Νικαίας, ο Επίσκοπος Παφνούτιος, μολονότι άγαμος ο ίδιος, όχι μόνον ισχυρίσθη ότι η αγνότης συνεβιβάζετο με τη συγκατοίκησι με τη νόμιμη σύζυγο ενός ανδρός, αλλά και ζωηρά εκλιπαρούσε τους επισκόπους που είχαν συνέλθει να μην επιβάλουν ένα βαρύ ζυγόν όπως ήταν η καταναγκαστική αγαμία στους διακόνους της θρησκείας. Ο δε Αμβρόσιος, του ιδίου αιώνος, παρετήρησε ότι ένας επίσκοπος με συζυγική αγνότητα θα μπορούσε να φυλάξη την αρετή του.
Έτσι, επίσης, κι ο Ερρίκος του Χέντιγκτον, Άγγλος ιστορικός και θεολόγος του δωδεκάτου αιώνος, έγραψε ότι, όταν εισήχθη η αγαμία από τον «Άγιον» Άνσελμ, τον τότε αρχιεπίσκοπον του Καντέρμπουρυ, πολλοί εφοβούντο «μήπως ο κλήρος, αγωνιζόμενος για μια αγνότητα υπέρτερη της ανθρωπίνης δυνάμεως, πέση σε τρομερή ακαθαρσία, προς άκραν ατίμωσιν του Χριστιανικού ονόματος.»
Στον δέκατο τέταρτον αιώνα η Σύνοδος της Βαλλαδολίδ έλαβε υπό σημείωσιν μια πολύ κοινή διχογνωμία, την των λαϊκών, διότι η Σύνοδος ετιμώρησε τους ενορίτας επειδή επέμεναν να νυμφεύωνται οι ιερείς των για να προστατεύουν τις ίδιες των συζύγους. Στη Σύνοδο του Τρεντ είχαν γίνει έντονες παραστάσεις εναντίον της αγαμίας των κληρικών, αλλ’ αυτές απερρίφθησαν. Στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνος 180 ιερείς του Μπάντεν, Γερμανίας, εζήτησαν από την κοσμική εξουσία την άδεια να νυμφεύωνται, και αμέσως μετά τον Πρώτον Παγκόσμιο Πόλεμο, μια καταπληκτική πλειονότης ιερέων στην Τσεχοσλοβακία εψήφισε υπέρ της καταργήσεως της αγαμίας. Και, όπως παρετηρήθη ήδη, στο 1960 ο τωρινός πάπας εξέφρασε τη λύπη του διότι ο λαός μιλούσε τόσο υπερβολικά περί τερματισμού της υποχρεωτικής αγαμίας των Ρωμαιοκαθολικών ιερέων. Ναι, από την αρχή ακόμη ως το σημερινό καιρό φωνές διαφωνίας ηγέρθησαν μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για το ζήτημα της αγαμίας των κληρικών.
ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ;
Γιατί παρέμεινε η αγαμία των κληρικών παρά τους κακούς καρπούς της και τις πολλές φωνές αντιγνωμίας; Ο λόγος, που δίδεται από τον πάπα, είναι ότι η αγαμία είναι μια αγνότερη κι ευγενέστερη κατάστασις από τον γάμον. Αλλ’ αυτός ο ισχυρισμός δεν βρίσκει υποστήριξι στις Γραφές και βασίζεται στην ψευδή υπόθεσι του ασκητισμού, ο οποίος κατακρίνεται στις Γραφές: «Τα οποία έχουσι φαινόμενον μόνον σοφίας, εις εθελοθρησκείαν και ταπεινοφροσύνην και σκληραγωγίαν του σώματος, εις ουδεμίαν τιμήν έχοντα την ευχαρίστησιν της σαρκός.»—Κολ. 2:23.
Ένας άλλος λόγος, ασφαλώς, είναι ο οικονομικός. Στον Μεσαίωνα οι εκκλησιαστικές σύνοδοι κατ’ επανάληψιν ετόνισαν αυτόν τον παράγοντα. Όπως το διετύπωσε ο «Άγιος» Μποναβεντούρα: «Αν οι αρχιεπίσκοποι κι οι επίσκοποι τώρα είχαν παιδιά, θα ελήστευαν και θα λεηλατούσαν όλα τ’ αγαθά της Εκκλησίας, κι έτσι τίποτα σχεδόν δεν θα έμενε για τους φτωχούς. Διότι, αφού τώρα συσσωρεύουν πλούτο και πλουτίζουν ανήψια, που απέχουν απ’ αυτούς αναριθμήτους βαθμούς συγγενείας, τι θα έκαναν αν είχαν νόμιμα τέκνα; . . . Επομένως το άγιον πνεύμα εν τη προνοία του αφήρεσε αυτόν τον λίθον προσκόμματος.»
Ένας άγαμος κλήρος έχει, επίσης, πολλά οργανωτικά πλεονεκτήματα. Ένας άγαμος ιερεύς μπορεί πιο εύκολα να μετατεθή και μπορεί να συντηρηθή με λιγώτερα απ’ όσα ένας ιερεύς που έχει να συντηρήση οικογένεια. Με την αγαμία φέρεται συνεχώς νέο αίμα στο ιερατείο, κι αποφεύγεται ένα κληρονομικό σύστημα κοινωνικής τάξεως. Ένα άγαμο ιερατείο έχει, επίσης, περισσότερη επιρροή στους λαϊκούς, εφόσον αυτοί είναι πρόθυμοι να εξυμνήσουν την αγαμία, που δεν μπορούν οι ίδιοι να την τηρήσουν.
Λόγω των παραγόντων αυτών και άλλων που θα μπορούσαν να μνημονευθούν, είναι προφανές το γιατί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προσηλώνεται τόσο στερρά στην αγαμία των κληρικών, το έπραττε δε αυτό ακόμη και όταν η τήρησίς του ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, όπως στον Μεσαίωνα, και τούτο παρά τους καρπούς που απέφερε και τις πολλές διαφωνίες.
ΕΞΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΝΟΜΟΥ ΥΠΕΡΑΝΩ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ
Είναι παραδεδεγμένο ότι η υποχρεωτική αγαμία των κληρικών βασίζεται σε νόμο εκκλησιαστικό, όχι θείο νόμο. Η δε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κάνει εξαίρεσι στην περίπτωσι του ιερατείου της από τα Ανατολικά Ιερατεία, όπως είναι οι Ουνίται. Μεταξύ αυτών, οι υποψήφιοι του ιερατείου νυμφεύονται λίγο πριν διορισθούν ή χειροτονηθούν.
Είναι αληθές ότι ο λόγος του Θεού συνιστά τον άγαμον βίον, αλλά προαιρετικά, ατομικά, σε κάθε Χριστιανόν, ο οποίος μπορεί να παραμείνη άγαμος, και τούτο άσχετα με το αν μπορή να καταλάβη κάποια θέσι μέσα στην εκκλησία ή όχι. Αλλ’ οπουδήποτε μνημονεύεται είναι ενδεδειγμένος. Έτσι, ο Ιησούς προσέθεσε: «Όστις δύναται να δεχθή τούτο, ας δεχθή.» Ο δε απόστολος Παύλος είπε: «Δια τας πορνείας όμως ας έχη έκαστος την εαυτού γυναίκα.» Αλλ’ εάν δεν εγκρατεύωνται, ας νυμφευθώσι.» «Δεν αμαρτάνει· ας υπανδρεύωνται.»—Ματθ. 19:11, 12· 1 Κορ. 7:2, 9, 36.
Υποστήριξις της αγαμίας των κληρικών επιζητείται στο γεγονός ότι σε ωρισμένες περιπτώσεις εδίδοντο στους Ιουδαίους εντολές όπως αυτή: «Γίνεσθε έτοιμοι δια την ημέραν την τρίτην· μη πλησιάσητε εις γυναίκα.» Αυτό είναι αληθές, αλλά δεν συνιστά την αγαμίαν των κληρικών, όπως και οι εντολές της κατά καιρούς νηστείας δεν υπονοούσαν ότι η ιδεώδης κατάστασις για τους Χριστιανούς είναι να λιμοκτονούν!—Έξοδ. 19:15.
Όχι μόνον οι Γραφές ορίζουν ως προαιρετικό τον άγαμο βίο, αλλά, και με λίγες μόνον εξαιρέσεις, οι λόγοι που προσκομίζονται αποτελούν πρακτικά πλεονεκτήματα, όχι η ανώτερη οσιότης. Αυτό καταφαίνεται από τις παρατηρήσεις και του Ιησού και του Παύλου. Το άγαμο άτομο που μπορεί να εγκρατευθή μπορεί να υπηρετήση τον Θεό πιο ελεύθερα, αποφεύγει σαρκικές θλίψεις και ούτω καθεξής.
Η αποφυγή, όμως, της πορνείας δεν είναι προαιρετική. «Ή δεν εξεύρετε ότι οι . . . μοιχοί» «δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού»; «Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας, . . . τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός.» «Πορνεία δε και πάσα ακαθαρσία, ή πλεονεξία, μηδέ ας ονομάζηται μεταξύ σας, καθώς πρέπει εις αγίους.»—1 Κορ. 6:9, 10· Εβρ. 13:4· Εφεσ. 5:3.
Η συνήθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην εφαρμογή του κανονικού νόμου αντιβαίνει στον Θείο νόμο. Μολονότι ωρισμένες αρχαίες εκκλησιαστικές σύνοδοι κατέκριναν τους «πνευματικούς γάμους» και την παλλακεία μεταξύ των ιερέων, συνήθως δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να προειδοποιούν απλώς τους ιερείς ότι δεν θα μπορούσαν ν’ αναμένουν προαγωγή, ενόσω ήσαν ένοχοι τέτοιων πράξεων. Στον έκτον αιώνα οι Πάπαι Πελάγιος 1 και 2 αφ’ ενός ηρνήθησαν να προαγάγουν κληρικούς, που είχαν τέκνα από νομίμως νυμφευμένες συζύγους, αλλ’ αφ’ ετέρου προήγαγαν εκείνους, που είχαν τέκνα από παλλακές. Στον δωδέκατον αιώνα τα πράγματα έγιναν πολύ πιο δύσκολα για τους ιερείς που ήσαν νυμφευμένοι παρά για κείνους που ήσαν φανερά ένοχοι παλλακείας. Αυτό έκαμε τον Γρατιανόν, «τον πατέρα του κανονικού νόμου» της Καθολικής Εκκλησίας, ν’ αναφωνήση: «Ιδού μια περίπτωσις ότου η λαγνεία έχει περισσότερα νομικά δικαιώματα παρά η αγνότης!»
Στον δέκατον τρίτον αιώνα ο Πάπας Ιννοκέντιος απεφάνθη ότι εκείνος, που είχε αποκτήσει πολλές παλλακές, θα μπορούσε να χειροτονηθή για το ιερατείο, αλλ’ όχι κι ένας που ενυμφεύθη νομίμως για δεύτερη φορά μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του. Και στον δέκατον έκτον αιώνα ο «αγιοποιηθείς» Θωμάς Μωρ συνώψισε την επίσημη θέσι της εκκλησίας, δηλώνοντας ότι ο γάμος «μολύνει έναν άνθρωπο [δηλαδή, έναν ιερέα] περισσότερο από το διπλάσιο ή το τριπλάσιο της πορνείας». Γι’ αυτό, σπάνια ακούει κανείς, αν ποτέ, ότι ένας ιερεύς αφωρίσθη λόγω πορνείας, ακούμε, όμως, ότι απεσχηματίσθη επειδή ενυμφεύθη.
Ο λόγος του Θεού παραγγέλλει εγκράτειαν. Περιορίζει τις σεξουαλικές σχέσεις σε κατάλληλα νυμφευμένα ζεύγη. Δεν εξαρτά καμμιά θέσι στη Χριστιανική εκκλησία από την αγαμία, η δε εγκράτεια που συνιστά είναι μια εντελώς προαιρετική, ατομική υπόθεσις. Η οδός του Θεού είναι λογική και δίκαιη· δείχνει τη Θεία κατανοήσι και αγάπη. Αποφέρει καλούς καρπούς.—1 Ιωάν. 5:3.
Αλλ’ η υποχρεωτική αγαμία των κληρικών βρίσκει υποστήριξι μόνο στον ασκητισμό, που είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως. Η υποχρεωτική αγαμία των κληρικών, ζυγιζομένη στην πλάστιγγα της λογικής, των γεγονότων και των Γραφών, αποδεικνύεται πολύ ελλιπής, φέροντας μόνο πικρούς καρπούς. Υπόκειται σαφώς στην προφητική κατάκρισι: «Το δε πνεύμα ρητώς λέγει, ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, . . . εμποδιζόντων τον γάμον.»—1 Τιμ. 4:1-3.