Φροντίδα για τους Ηλικιωμένους και τους Πάσχοντας
ΠΡΙΝ από πολύν καιρό ο Ιεχωβά Θεός εδίδαξε τον λαό του για την κατάλληλη μεταχείρισι των γηραιών ατόμων και εκείνων που βρίσκονται σε δύσκολες περιστάσεις. Προσέταξε: «Ενώπιον της πολιάς θέλεις προσηκόνεσθαι, και θέλεις τιμήσει το πρόσωπον του γέροντος, και θέλεις φοβηθή τον Θεόν σου. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά». «Ο καταφρονών τον πλησίον αυτού αμαρτάνει· ο δε ελεών τους πτωχούς [ο δεικνύων εύνοιαν προς τους πάσχοντας (ΜΝΚ) ] είναι μακάριος.» (Λευιτ. 19:32· Παροιμ. 14:21) Ο Ιεχωβά απαιτούσε να επιδεικνύεται σεβασμός στους κωφούς και τυφλούς. Κατηύθυνε, επίσης, τον λαό του να δίνη έν δέκατον απ’ όλα τα προϊόντα του κάθε τρία χρόνια στους Λευίτας, στους παροικούντας ξένους, στα ορφανά παιδιά και στις χήρες εντός των πυλών των.—Λευιτ. 19:14· Δευτ. 14:28, 29.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΦΡΟΝΤΙΖΑΝ
Ο Ιησούς κι οι απόστολοί του, επίσης, εδίδαξαν τους Χριστιανούς να δείχνουν φροντίδα για τους ηλικιωμένους και τους πάσχοντας. Ο Ιησούς είπε στους υποκριτάς Φαρισαίους: «Ο Θεός προσέταξε, λέγων, “Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα·” και “Ο κακολογών πατέρα ή μητέρα, εξάπαντος να θανατόνηται.” Σεις όμως λέγετε, Όστις είπη προς τον πατέρα, ή προς την μητέρα, Δώρον [αφιερωμένον εις τον Θεόν (ΜΝΚ)] είναι ό,τι ήθελες ωφεληθή εξ εμού, αρκεί, και δύναται να μη τιμήση τον πατέρα αυτού, ή την μητέρα αυτού. Και ηκυρώσατε την εντολήν του Θεού δια την παράδοσίν σας.» (Ματθ. 15:4-6) Λόγω παραβλέψεως του λόγου του Ιεχωβά οι Φαρισαίοι ετύγχαναν δυσμενούς κρίσεως παρά Θεού. Όπως είπε ο Ιησούς, αφηρέθη απ’ αυτούς η βασιλεία του Θεού και εδόθη σ’ εκείνους που παρήγαν κατάλληλα έργα.
Ένα απ’ αυτά τα έργα είναι η αδελφική αγάπη εκδηλούμενη με πρακτικούς τρόπους. Αυτό ετονίσθη από τον απόστολο Ιωάννη, ο οποίος έγραψε: «Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ; Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.» (1 Ιωάν. 3:17, 18) Ο «βίος» δεν είναι μόνο το χρήμα, αλλ’ εμπεριλαμβάνει τροφή, ρουχισμό και στέγασι. Οι Χριστιανοί πρέπει να είναι πρόθυμοι να μοιράζωνται αυτά τα πράγματα με τους αδελφούς που βρίσκονται σε ανάγκη.
Ο μαθητής Ιάκωβος το ετόνισε αυτό, όταν συνέδεσε την υλική δωρεά κατ’ ευθείαν με τη λατρεία μας προς τον Θεό: «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αύτη, Να επισκέπτηται τους ορφανούς και τας χήρας εν τη θλίψει αυτών, και να φυλάττη εαυτόν αμόλυντον από του κόσμου». «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι, και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν.»—Ιάκ. 1:27· 2:14-17.
Οι πρώτοι Χριστιανοί απέδειξαν την πίστι των με τα έργα των. Αυτά τα έργα περιελάμβαναν εκδήλωσι φροντίδος για τους ηλικιωμένους και τους πάσχοντας. Λόγου χάριν, μεταξύ των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ υπήρχαν και μερικές άπορες χήρες, που δεν είχαν συγγενείς ή άλλα μέσα συντηρήσεως. Σύμφωνα με αποστολική καθοδηγία, εδίδετο από την εκκλησία στις πτωχές αυτές Χριστιανές καθημερινή τροφή. Μολονότι δεν επροτάσσετο αυτή η φροντίδα για τις άπορες χήρες από το έργον του κηρύγματος και της διδασκαλίας του λόγου του Θεού, εθεωρείτο ως ένα «αναγκαίον έργον». Η κατάλληλη φροντίδα γι’ αυτό και για τη διακονία έλαβε την ευλογία του Ιεχωβά, «και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλήμ σφόδρα.»—Πράξ. 6:1-7.
Όταν οι Χριστιανοί σε μια κοινότητα περιήρχοντο σε μεγάλη ανάγκη, υπήρχε συνήθεια στις άλλες Χριστιανικές εκκλησίες να στέλλουν βοηθήματα γι’ ανακούφισι. Οι εκκλησίες της Μακεδονίας, μολονότι πολύ φτωχές οι ίδιες, επιζητούσαν το προνόμιο να συμμερίζωνται και τα λίγα που είχαν με τους απόρους αδελφούς των. (2 Κορ. 8:1-9, 15) Το να συμμερίζεται κανείς δεν εξαρτάται από το να έχη πολλά. Για ν’ απολαύση κανείς τη μακαριότητα του να δίνη απαιτεί μόνο μια προθυμία του να μοιράζεται ό,τι έχει διαθέσιμο. Οι πρώτοι Χριστιανοί το έκαναν αυτό ευχαρίστως. Από πολλές απόψεις η αγάπη και η ενότης των ωμοίαζε μ’ εκείνη που υπάρχει σ’ ένα μεγάλον οικογενειακό κύκλο. Πραγματικά, ο Παύλος έδειξε την όμοια με της οικογενείας σχέσι της εκκλησίας, όταν έδωσε στον Τιμόθεο οδηγίες για την εκπλήρωσι της επισκοπής του στην Έφεσο: «Πρεσβύτερον μη επιπλήξης, αλλά πρότρεπε ως πατέρα· τους νεωτέρους, ως αδελφούς· τας πρεσβυτέρας, ως μητέρας· τας νεωτέρας, ως αδελφάς, μετά πάσης καθαρότητος.» Αυτό απαιτούσε φροντίδα και σεβασμό προς αλλήλους.—1 Τιμ. 5:1, 2.
Λόγω της στενής σχέσεως της εκκλησίας, τι έπρεπε να κάμη ο Τιμόθεος αν μια γηραιά Χριστιανή χήρα στην Έφεσο εγίνετο άπορη και δεν είχε κανένα να τη συντηρήση; Υπό έμπνευσι ο Παύλος έδωσε οδηγία: «Τας χήρας τίμα, τας αληθώς χήρας. Εάν δε τις χήρα έχη τέκνα ή έκγονα, ας μανθάνωσι πρώτον να καθιστώσιν ευσεβή τον ίδιον αυτών οίκον, και να αποδίδωσιν αμοιβάς εις τους προγόνους αυτών· διότι τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Θεού. Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος. Εάν τις πιστός ή πιστή έχη χήρας [όπως μια μητέρα και μάμμη που έγιναν χήρες], ας προμηθεύη εις αυτάς τα αναγκαία, και ας μη επιβαρύνηται η εκκλησία· δια να δύναται να βοηθή τας αληθώς χήρας.»—1 Τιμ. 5:3, 4, 8, 16.
Εδώ ο Παύλος εφαρμόζει την αρχή τού ότι τα τέκνα πρέπει να τιμούν τους γονείς των, δείχνοντας ότι αυτό περιλαμβάνει και την προμήθεια υλικής συντηρήσεως, όταν αυτό καθίσταται αναγκαίον. Οι γονείς και οι πρόγονοι, που εμόχθησαν επί πολλά χρόνια για ν’ αναθρέψουν οικογένειες και οι οποίοι αργότερα γίνονται ανίκανοι ν’ αυτοσυντηρηθούν, δικαιούνται φροντίδος από υλική άποψι. Βέβαια, η συντήρησις ενός πτωχού γονέως μπορεί να καταναλώση χρόνον και πόρους, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άλλως, στην υπηρεσία του Θεού, αλλ’ οι Χριστιανοί δεν πρέπει να μιμούνται τους Φαρισαίους λέγοντας: «Δώρον [αφιερωμένον εις τον Θεόν (ΜΝΚ)] είναι ό,τι ήθελες ωφεληθή εξ εμού.»
Το να δείχνεται φροντίδα για ένα γηραιό γονέα μέσα στο Χριστιανικό σπίτι είναι πιο καλό από το να παραμερίζεται εκείνος ο πατέρας ή η μητέρα για να περάσουν αλλού τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής των με κοσμικούς, οι οποίοι δεν μπορούν να παράσχουν καμμιά πνευματική ενθάρρυνσι και παρηγοριά. Ο Ιησούς εγνώριζε το πλεονέκτημα του να τύχη φροντίδος σ’ ένα Χριστιανικό σπίτι η μητέρα του που προφανώς έγινε χήρα. Από το ξύλο του μαρτυρίου του ο Ιησούς, «ως είδε την μητέρα και τον μαθητήν παριστάμενον τον οποίον ηγάπα, λέγει προς την μητέρα αυτού, Γύναι, ιδού ο υιός σου. Έπειτα λέγει προς τον μαθητήν, Ιδού η μήτηρ σου. Και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν αυτήν ο μαθητής εις την οικίαν αυτού.» Πολύ καλύτερο ήταν να επιδειχθή φροντίδα στη Μαρία από τον Ιωάννη, ένα Χριστιανό, παρά από τα τότε άπιστα τέκνα της. Μολονότι ήταν απόστολος, ο Ιωάννης δεν εζήτησε ν’ απαλλαγή από την παροχή αυτής της τιμής λόγω άλλων επειγουσών υποχρεώσεων.—Ιωάν. 19:26, 27.
Και πώς θα εχειρίζετο ο επίσκοπος Τιμόθεος την περίπτωσι μιας ηλικιωμένης Χριστιανής χήρας, που δεν είχε παιδιά ή εγγόνια, για να την ανακουφίση από την πενία της; Ο Παύλος γράφει: «Η δε αληθώς χήρα και μεμονωμένη ελπίζει επί τον Θεόν, και εμμένει εις τας δεήσεις και τας προσευχάς νύκτα και ημέραν· η δεδομένη όμως εις τας ηδονάς, ενώ ζη είναι νεκρά. Και ταύτα παράγγελλε, δια να ήναι άμεμπτοι. Ας καταγράφηται χήρα ουχί ολιγώτερον των εξήκοντα ετών, ήτις υπήρξεν ενός ανδρός γυνή, ήτις μαρτυρείται δια τα καλά αυτής έργα· εάν ανέθρεψε τέκνα, εάν περιέθαλψε ξένους, εάν πόδας αγίων ένιψεν, εάν θλιβομένους εβοήθησεν, εάν επηκολούθησεν εις παν έργον αγαθόν.» (1 Τιμ. 5:5-7, 9, 10) Οι προσευχές των απόρων αυτών χηρών θα ελάμβαναν απάντησι μέσω της Χριστιανικής εκκλησίας. Με σύνεσι, λοιπόν, ο Παύλος καθώρισε μερικές απαιτήσεις, που έπρεπε να εκπληρώνωνται, προτού ληφθή κανονική βοήθεια από την εκκλησία. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν επεχείρησαν ν’ αποκτήσουν προσηλύτους δελεάζοντας αυτούς με τρόφιμα, με τον τρόπο που αποκτούν συχνά οι ιεραπόστολοι του «Χριστιανικού κόσμου» τους «Χριστιανούς του άρτου». Μια χήρα, για να εγγραφή στον κατάλογο εκείνων που έπρεπε να βοηθηθούν από την εκκλησία, ήταν ανάγκη να έχη φήμη για καλά έργα.
ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΣΗΜΕΡΑ
Έχοντας υπ’ όψι όσα λέγει η Γραφή σ’ αυτό το θέμα, κάθε αληθινός Χριστιανός θα κάμη σοβαρή σκέψι σ’ αυτό. Η επίδειξις φροντίδος για τους ηλικιωμένους και τους πάσχοντας είναι ακόμη ένα σπουδαίο και αναγκαίο χαρακτηριστικό της αληθινής λατρείας. Όπως προείπε ο Παύλος, πολλοί σήμερα είναι απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, «άσπλαγχνοι.» (2 Τιμ. 3:2, 3) Δεν πρέπει να πέσωμε στην αποδοκιμασμένη αυτή κατάστασι. Κανένας Χριστιανός δεν θα στείλη κατ’ ευθείαν ένα γηραιό γονέα ή πάππον σε κάποιο ευαγές ίδρυμα για ν’ αποφύγη απλώς τη δυσχέρεια του να τον περιθάλψη κατ’ οίκον. Ο Ιεχωβά Θεός λέγει: «Υπάκουε εις τον πατέρα σου, όστις σε εγέννησε· και μη καταφρόνει την μητέρα σου, όταν γηράση.» «Όστις ατιμάζει τον πατέρα, και απωθεί την μητέρα, είναι υιός προξενών αισχύνην και όνειδος.» (Παροιμ. 23:22· 19:26) Μπορεί να υπάρχουν οργανισμοί ασφαλείας ή ασθενείας, που να καθιστούν επιτακτικό να εισαχθή ένα γηραιό άτομο σ’ ένα νοσοκομείο ή ανάλογο ίδρυμα, αλλ’ οι Χριστιανοί δεν πρέπει ν’ ανυπομονούν να προβούν σ’ αυτή την ενέργεια. Ο καλύτερος τόπος για να διατηρήση ένας γηραιός γονεύς τη Χριστιανική του ακεραιότητα είναι ο Χριστιανικός οίκος, αν μπορή να γίνη αυτή η διευθέτησις. Οι άποροι και οι πάσχοντες γονείς δικαιούνται αυτής της τιμής.
Σε πολλές χώρες οι γηραιοί γονείς διατηρούν την οικογενειακή ηγεσία ως τον θάνατό τους. Τα παιδιά και τα εγγόνια συχνά μένουν στο ίδιο σπίτι. Σε άλλες χώρες συνηθίζεται ν’ αποκτούν χωριστή κατοικία τα έγγαμα τέκνα. Σε μερικές χώρες το κράτος μπορεί να ψηφίση νόμους που προβλέπουν κοινωνική ασφάλισι για ηλικιωμένα άτομα. Τα ευεργετήματα λόγω γήρατος, οι συντάξεις κι οι αποταμιεύσεις μπορεί να καταστήσουν δυνατόν για τους γηραιούς γονείς ή προγόνους να διατηρήσουν δικό τους χωριστό σπίτι. Εν τούτοις, αν αυτές οι προβλέψεις είναι ανεπαρκείς κι ένας γηραιός γονεύς περιέλθη σε ένδεια, τα Χριστιανικά τέκνα του δεν θα διστάσουν να τιμήσουν εκείνον τον γονέα ή πάππον με υλική υποστήριξι, σύμφωνα με τη συμβουλή του Παύλου στην επιστολή 1 Τιμόθεον 5:4, 8, 16.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να σπαταλούν τους πόρους των με την πεποίθησι ότι όποτε θελήσουν μπορούν να ζητήσουν υλική υποστήριξι από τα τέκνα των. Ο Παύλος είπε επίσης ότι «δεν χρεωστούσι τα τέκνα να θησαυρίζωσι δια τους γονείς, αλλ’ οι γονείς δια τα τέκνα.» (2 Κορ. 12:14) Στην ομαλή πορεία των πραγμάτων πολλοί γονείς αποκτούν δικό τους σπίτι, κτήματα και πηγές προσόδων, που μπορούν να τους συντηρούν στη γηραιά τους ηλικία. Ενόσω αληθεύει αυτό, οι γηραιοί γονείς δεν είναι ανάγκη να επιβαρύνουν τα τέκνα των. Εν τούτοις, αν τα μέσα συντηρήσεως των γονέων ελλείπουν ή χρειάζωνται συμπλήρωσι, οι Χριστιανοί απόγονοι ευχαρίστως θα σπεύσουν να τους βοηθήσουν. Κάποτε μπορεί ν’ απαιτηθή βοήθεια από την άποψι υποβοηθήσεως σε καθήκοντα, τα οποία δεν μπορούν να εκτελέσουν γηραιά άτομα. Η αγάπη θα δείξη φροντίδα.
Σήμερα οι Χριστιανοί επίσκοποι πρέπει να είναι άγρυπνοι ως προς την αθλία κατάστασι των γηραιών και των πασχόντων μέσα στην εκκλησία. Τα μέλη της εκκλησίας, επίσης, πρέπει να είναι άγρυπνα να δείχνουν στοργή στους αξίους εκείνους Χριστιανούς που είναι άποροι, γέροντες, χήροι, τυφλοί, χωλοί, κλινήρεις, ή και έγκλειστοι σ’ ένα ίδρυμα που απέχει μερικά χιλιόμετρα. Αν είσθε επίσκοπος, διερωτηθήτε: Τηρώ εγώ την εκκλησία πληροφορημένη περί του ποιος ασθενεί ή πάσχει; Επειδή κάνω τακτικά εγώ τέτοιες ανακοινώσεις, απέκτησε η εκκλησία την καλή συνήθεια να μου λέγη ποιος είναι σε δυσχερή θέσι; Ενεθάρρυνα εγώ τους Χριστιανούς που είναι ‘πλούσιοι κατά τον παρόντα κόσμον’ . . . «να αγαθοεργώσι, να πλουτώσιν εις έργα καλά, να ήναι ευμετάδοτοι, κοινωνικοί»; (1 Τιμ. 6:17, 18) Θυμηθήτε ότι ο Ιεχωβά απέρριψε τους «ποιμένας του Ισραήλ» διότι, όπως είπε σ’ αυτούς: «Δεν ενισχύσατε το ασθενές, και δεν ιατρεύσατε το κακώς έχον, και δεν εκάμετε επίδεσμα εις το συντετριμμένον, και δεν επανεφέρατε το πεπλανημένον, και δεν εζητήσατε το απολωλός.» (Ιεζ. 34:4) Η φροντίδα για το ποίμνιον του Θεού μπορεί να περιλαμβάνη και υλική βοήθεια όπως και πνευματική. Σε περιπτώσεις πενίας η επιτροπή της εκκλησίας μπορεί να καθορίση τι μέτρα πρέπει να ληφθούν από την εκκλησία, έχοντας υπ’ όψι τη συμβουλή του Παύλου στην επιστολή 1 Τιμόθεον 5:3-16.
Βέβαια, όταν παρουσιάζωνται έκτακτες ανάγκες, κανένας Χριστιανός δεν είναι ανάγκη ν’ αναμένη την επίσημη εκκλησιαστική ενέργεια για να βοηθήση έναν αδελφό ενδεή. Το να συμμερισθήτε υλικά αγαθά με τους άλλους αποτελεί προσωπικό σας προνόμιο κι εκδήλωσι της Χριστιανικής σας αγάπης. Όχι ότι το να συμμερισθήτε τα υλικά σας πράγματα αποτελεί τον μόνο τρόπο εκδηλώσεως φροντίδος. Μπορείτε να την εκδηλώσετε επισκεπτόμενοι τους ασθενείς, παρήλικας και πάσχοντας. Ρωτήστε τον εαυτό σας: Υπάρχει κάποιος άρρωστος στη δική μου εκκλησία, που χρειάζεται βοήθεια για τα ψώνια του, για τον καθαρισμό του σπιτιού του ή για την πλύσι του; Είμαι άγρυπνος να παράσχω στους ηλικιωμένους και πάσχοντας τα μέσα μεταβάσεως κι επιστροφής στις συναθροίσεις εκκλησίας και στις συνελεύσεις; Προσκαλώ εγώ τους γηραιούς Χριστιανούς να προστεθούν στην ομάδα του αυτοκινήτου μου για δημοσία μαρτυρία έστω κι αν δεν μπορούν αυτοί να δώσουν μαρτυρία περισσότερο από μια ώρα; Είναι στην εκκλησία μου κάποιος τυφλός ή με ασθενή όρασι, στον οποίον θα μπορούσα να διαβάζω; Μπορώ να προβώ σε διευθετήσεις για να κάνω λίγη από την ατομική μου Γραφική μελέτη μεγαλοφώνως παρουσία του ή της; Πότε ήταν η τελευταία φορά, που επεσκέφθηκα αυτόν τον κλινήρη ή εκείνον τον πάσχοντα Χριστιανό που συνήθιζε να πηγαίνη στις συναθροίσεις εκκλησίας;
Τ’ αποτελέσματα της εκδηλώσεως τρυφερής στοργής σ’ αυτούς τους γηραιούς και πάσχοντας αποδεικνύουν ότι αυτή η φροντίδα έχει την ευλογία του Ιεχωβά. Μια γυναίκα σηκώνεται νωρίς κάθε Κυριακή και ταξιδεύει με αρκετή παρέκκλισι από τον δρόμο της για να παραλάβη μια ηλικιωμένη χήρα για μια μέρα μαρτυρίας, συναθροίσεων και υλικής συντηρήσεως. Σε μια άλλη εκκλησία, όταν μια ασθένεια έπληξε προσφάτως μια μεσήλικα γυναίκα, που κατοικεί μόνη με τη γηραιά μητέρα της, μέλη της εκκλησίας συνέρρευσαν στην κλίνη της αδελφής σαν εργάτιδες μέλισσες, αναλαμβάνοντας τον καθαρισμό του σπιτιού, το ψώνισμα και άλλα καθήκοντα. Η άρρωστη, γεμάτη από ευγνωμοσύνη, ανέκραξε: «Δεν εγνώριζα ότι μ’ αγαπούσαν τόσο πολλοί από τους αδελφούς μου! Ποτέ δεν θα μπορέσω να κάμω αρκετά για τον Ιεχωβά!» Λάβετε υπ’ όψι την περίπτωσι μιας Χριστιανής χήρας και των δύο θυγατέρων της. Λίγο ύστερ’ αφότου μετεκόμισε η οικογένεια αυτή σε άλλο σπίτι, η μητέρα πέθανε. Ποιος θ’ ανελάμβανε την περίθαλψι των ορφανών; Ο επίσκοπος της νέας των εκκλησίας κατενόησε ότι τα νεαρά αυτά παιδιά είχαν ανάγκη της ωφελείας ενός Χριστιανικού οίκου κι εφρόντισε να τα προσλάβη ως μέλη της οικογενείας του. Σε μια άλλη πάλι περίπτωσι, όταν μια γηραιά πιστή γυναίκα περιήλθε σε δεινή κατάστασι, μια οικογένεια προσφάτως αφιερωμένων Μαρτύρων προσέλαβε την πάσχουσα στο σπίτι της, όπου την περιποιήθη στοργικά για μια μακρά περίοδο χρόνου. Αυτά τα παραδείγματα αποδεικνύουν ότι τα λόγια του Ιακώβου εφαρμόζονται ακόμη: «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αύτη, Να επισκέπτηται τους ορφανούς και τας χήρας εν τη θλίψει αυτών.»—Ιάκ. 1:27.
Όταν δείχνετε φροντίδα για έναν από τους ελαχίστους αδελφούς του Ιησού, αυτός το θεωρεί ως γινόμενο στον ίδιον. Τέτοια φροντίδα θα βρεθή μεταξύ των «άλλων προβάτων» του Κυρίου, που προορίζονται για την ευλογία της ατελευτήτου ζωής στον νέο κόσμο του Θεού. (Ματθ. 25:31-46) Και τώρα ακόμη επέρχονται ευλογίες σ’ εκείνους που δείχνουν φροντίδα, που βρίσκουν αληθινή την παροιμία: «Μακάριος ο δεικνύων εύνοιαν προς τους πάσχοντας.» (ΜΝΚ) Εκτός από το ότι απολαμβάνετε την ανώτερη ευτυχία του να δίδετε, θα βρήτε, επίσης, ότι μια επίσκεψις σ’ ένα γηραιό άτομο ή σ’ έναν πάσχοντα Χριστιανό συχνά παρέχει μια αμοιβαία ανταλλαγή ενθαρρύνσεως. Ο επισκέπτης, παρατηρώντας την ακεραιότητα ενός που βρίσκεται σε δυσχερή θέσι, αποκτά ένα πολύτιμο μάθημα εγκαρτερήσεως. Οι γηραιοί Χριστιανοί συχνά είναι πλούσιοι σε ενδιαφέρουσες πείρες και αφηγήσεις από αυτόπτας μάρτυρας εξεχόντων γεγονότων στη σύγχρονη ιστορία της εκκλησίας του Ιεχωβά. Η φροντίδα που εκδηλώνεται στους πάσχοντας τούς κάνει να σας ενθυμούνται στις προσευχές των στον Ιεχωβά. Αυτές είναι μερικές από τις ευλογίες που είναι δικές σας, όταν εκδηλώνετε στοργή στους πιστούς εκείνους, που μπορεί να είναι ‘πτωχοί κατά κόσμον, αλλά πλούσιοι εν πίστει’.—Ιάκ. 2:5.
Στους κρισίμους αυτούς καιρούς ο Ιεχωβά εξετάζει τις καρδιές μας για να ιδή αν έχωμε αρκετή αγάπη του Θεού και του πλησίον για να είμεθα άξιοι της ζωής στον παραδεισιακό του νέο κόσμο. Κάτω απ’ αυτή την ερευνητική επισκόπησι είθε ο καθένας μας να μπορή να επαναλαμβάνη τα όσα είπε ο πιστός Ιώβ: «Διότι ηλευθέρουν τον πτωχόν βοώντα, και τον ορφανόν τον μη έχοντα βοηθόν. Η ευλογία του απολλυμένου ήρχετο επ’ εμέ· και την καρδίαν της χήρας εύφραινον. Ήμην οφθαλμός εις τον τυφλόν, και πους εις τον χωλόν εγώ. Ήμην πατήρ εις τους πτωχούς.»—Ιώβ 29:12, 13, 15, 16.