Η Εγκαρτέρησις σε Κακοποιήσεις Καταλήγει σε Δόξα
ΑΝ ΕΝΑ άτομο το υβρίσουν, το φτύσουν, το ραπίσουν ή το χτυπήσουν θα μπορούσε αυτό να φέρη δόξα σε κανέναν; Γενικά οι πράξεις αυτής της φύσεως θεωρούνται ταπεινωτικές για το άτομο. Αλλά δεν είναι καθόλου ατιμωτικές αν το άτομο υφίσταται τέτοιου είδους κακομεταχείρισι επειδή είναι ένας πιστός μαθητής του Ιησού Χριστού. Ο απόστολος Πέτρος το ετόνισε αυτό στους ομοπίστους του λέγοντας: «Αλλ’ εάν πάσχη τις ως Χριστιανός, ας μη αισχύνηται, αλλ’ ας δοξάζη τον Θεόν κατά τούτο.»—1 Πέτρ. 4:16.
Οι πείρες του αποστόλου Παύλου δείχνουν τι είδους ταλαιπωρίες μπορεί να υποστή ένας Χριστιανός και εξηγεί γιατί αυτές δεν τον έκαμαν ποτέ να αισθανθή ντροπή.
Από τότε που ο Παύλος ανέλαβε την αποστολή του ως απόστολος των εθνών, υπέφερε πολλά—φυλακίσεις, χτυπήματα και κακουχίες μέχρι θανάτου. Στο έτος 55 μ.Χ. έγραψε στους Χριστιανούς της Κορίνθου: «Υπό των Ιουδαίων πεντάκις έλαβον πληγάς τεσσαράκοντα παρά μίαν, τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθοβολήθην, τρις εναυάγησα, έν ημερονύκτιον εν τω βυθώ έκαμον· εις οδοιπορίας πολλάκις, εις κινδύνους ποταμών, κινδύνους ληστών, κινδύνους εκ του γένους, κινδύνους εξ εθνών, κινδύνους εν πόλει, κινδύνους εν ερημία, κινδύνους εν θαλάσση, κινδύνους εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν πείνη και δίψη, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι.»—2 Κορ. 11:24-27.
Όσα περιέγραψε εδώ ο απόστολος ήταν μόνο ένα μέρος των ταλαιπωριών που είχε υποστή όταν, περίπου πέντε ή έξη χρόνια αργότερα, έγραφε στους Χριστιανούς της Εφέσου. Επειδή εγνώριζε ότι μερικοί Χριστιανοί της Εφέσου μπορεί να εφοβούντο όταν θα μάθαιναν όλες τις θλίψεις που είχε υποστή, ο Παύλος, όταν ήταν ακόμη φυλακισμένος στη Ρώμη, τους ενεθάρρυνε: «Δια τούτο σας παρακαλώ να μη αθυμήτε δια τας υπέρ υμών θλίψεις μου, το οποίον είναι δόξα υμών.»—Εφεσ. 3:13.
Ο Παύλος επέσυρε την οργή των συμπατριωτών του επειδή εργαζόταν μεταξύ των μη Ιουδαίων ως μαθητής του Ιησού Χριστού. Αυτό τελικά κατέληξε στο να φυλακισθή στη Ρώμη. Γι’ αυτό το λόγο μπορούσε να λέγη ότι υπέφερε «εξ εθνών,» δηλαδή χάριν των Εθνικών. Ήταν ‘δέσμιος του Ιησού Χριστού υπέρ αυτών.’—Εφεσ. 3:1.
Μήπως η θλίψις που υπέφερε ο Παύλος αποτελούσε λόγο για τους ομοπίστους του να φοβηθούν ή να ντραπούν; Όχι, αντιθέτως εσήμαινε δόξα γι’ αυτούς. Πώς συνέβαινε αυτό; Κατ’ αρχήν, η αγάπη του Παύλου ήταν τόσο μεγάλη ώστε ήταν πρόθυμος να τους υπηρετήση παρ’ όλες τις προσωπικές δυσκολίες που θα προέκυπταν απ’ αυτό το έργο του. Πού ανάμεσα στους ανθρώπους του κόσμου θα μπορούσαν να βρουν μια τέτοια θαυμαστή απόδειξι αγάπης;
Επί πλέον, η προθυμία του αποστόλου Παύλου να υποστή θλίψι έδειχνε στους Εφεσίους ότι όσα είχαν ως Χριστιανοί ήσαν πραγματικά πολύτιμα πράγματα. Η ελπίδα των και η σχέσις των με τον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό ήσαν πράγματα για τα οποία άξιζε να υποφέρουν, ακόμη και να πεθάνουν. Αν ο Παύλος είχε εγκαταλείψει τον αγώνα όταν αντιμετώπιζε τις θλίψεις, αυτό θα έδειχνε ότι υπήρχε λίγη αξία στη Χριστιανοσύνη. Αντιθέτως, η πιστή του εγκαρτέρησις εξύψωσε και ετίμησε την Χριστιανοσύνη, διότι απέδειξε ότι το να είναι κανείς μαθητής του Ιησού Χριστού είναι κάτι που οι άνθρωποι πρέπει να το κρατούν σαν το πιο πολύτιμο πράγμα, που αξίζει κάθε θυσία. Έτσι η θλίψις του Παύλου εσήμαινε «δόξα» για τους ομοπίστους του.
Το ίδιο αληθεύει σήμερα. Οι τρομερές κακοποιήσεις και ταλαιπωρίες που υφίστανται σήμερα οι πιστοί μαθηταί του Ιησού Χριστού καταλήγουν σε δόξα για ολόκληρη την κοινωνία των αδελφών. Φυσικά είναι λυπηρό ν’ ακούη κανείς ότι πιστοί Χριστιανοί έχουν χτυπηθή άγρια, έχουν βιασθή από τους όχλους ή έχουν κακοποιηθή με άλλους τρόπους. Εν τούτοις, η πιστή των εγκαρτέρησις τούς δίνει μια ηθική νίκη εναντίον των διωκτών τους. Αυτές οι νίκες προσθέτουν υπεροχή και λαμπρότητα στην αληθινή λατρεία. Ανυψώνουν την αξία της γνήσιας Χριστιανοσύνης στα μάτια των σκεπτόμενων ανθρώπων που δεν θέλουν τυφλά ‘να ακολουθήσουν τους πολλούς επί κακώ.’ (Έξοδ. 23:2) Εξ άλλου, αν ένα άτομο υπέκυπτε στους διώκτας του, η αξία της αληθινής Χριστιανοσύνης θα εμειώνετο.
ΓΙΑΤΙ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ
Όταν ένα άτομο υποφέρη προσωπικά ή μαθαίνη τις θλίψεις που υφίστανται οι άλλοι, είναι λογικό να ρωτήση, ‘Γιατί πρέπει να υπάρχη ο διωγμός;’ Αυτή ήταν και η πείρα του δούλου του Θεού Δαβίδ στους αρχαίους χρόνους. Καθώς περιεβάλλετο από εχθρούς αισθανόταν ότι ο Θεός τον είχε εγκαταλείψει. Μη βρίσκοντας κάποια ενοχή από μέρους του ρώτησε: «Θεέ μου, Θεέ μου, δια τι με εγκατέλιπες;»—Ψαλμ. 22:1.
Ακόμη και όταν ένα άτομο γνωρίζη την αιτία του διωγμού, η πίεσις των μεγάλων δυσκολιών μπορεί να το υποκίνηση να ρωτήση, «Γιατί;» Γι’ αυτό το λόγο είναι ιδιαίτερα αναγκαίο να έχωμε την ορθή άποψι της θλίψεως ή του διωγμού. Αλλιώς οι υπερβολικές ταλαιπωρίες μπορεί να κάμουν κάποιον να βγάλη εσφαλμένα συμπεράσματα.
Οι πιστοί μαθηταί του Ιησού δεν πρέπει να εκπλήττωνται όταν υποχρεώνωνται να υποστούν ταλαιπωρίες επειδή παραμένουν στενά προσκολλημένοι στις Άγιες Γραφές. «Και πάντες δε οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θέλουσι διωχθή.» (2 Τιμ. 3:12) Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ήταν θύμα μεγάλου διωγμού και τελικά θανατώθηκε επάνω σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου. Εκείνος είχε πει στους μαθητάς του: «Εάν εμέ εδίωξαν και σας θέλουσι διώξει.»—Ιωάν. 15:20.
Η αιτία του αγρίου μίσους που εκδηλώνεται εναντίον των αληθινών δούλων του Θεού είναι ότι το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος κυβερνάται από έναν άλλον Θεό, τον Σατανά ή Διάβολο. Η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Εξεύρομεν ότι εκ του Θεού είμεθα, και ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται.» (1 Ιωάν. 5:19) Σχετικά με τον πιστό δούλο του Θεού Ιώβ, «ο πονηρός» ισχυρίσθηκε: «Πάντα όσα έχει ο άνθρωπος θέλει δώσει υπέρ της ζωής αυτού.» (Ιώβ 2:4) Αυτός στην πραγματικότητα είναι ο ισχυρισμός του Διαβόλου για όλους όσους θέλουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά Θεό. Ο Σατανάς ισχυρίζεται ότι κανείς δεν υποκινείται από αγάπη, αλλά ότι όλοι, επειδή υποκινούνται από ιδιοτελή συμφέρον, μπορούν τελικά ν’ αλλάξουν γνώμη και να στρέψουν τα νώτα στον Δημιουργό τους. Ο Ιεχωβά Θεός έχει παραχωρήσει στον Σατανά ωρισμένο χρόνο για ν’ αποδείξη τον ισχυρισμό του. Ο διωγμός, καθώς και η απειλή του βιαίου θανάτου, είναι ένα από τα μέσα με τα οποία ο αντίδικος έχει προσπαθήσει να διαρρήξη την ακεραιότητα των δούλων του Θεού.
Με το να παραμένουν πιστοί παρά τον διωγμό, οι δούλοι του Θεού έχουν αποδείξει τον αντίδικο ψεύστη. Επειδή αντιλαμβάνονται το πραγματικό ζήτημα που έχει εγερθή και επειδή αποβλέπουν στον Ιεχωβά για ενίσχυσι, μπορούν να διακρατούν την ακεραιότητά τους. Γνωρίζουν ότι ακόμη και αν θανατωθούν, οι άνθρωποι ποτέ δεν μπορούν να εμποδίσουν την επαναφορά τους στη ζωή. Αυτό τους έχει βοηθήσει, με την υποστήριξι του πνεύματος του Θεού, να ενεργήσουν σε αρμονία με τους λόγους του Ιησού: «Όστις αγαπά την ψυχήν αυτού, θέλει απολέση αυτήν, και όστις μισεί την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω, εις ζωήν αιώνιον θέλει φυλάξει αυτήν.»—Ιωάν. 12:25.
ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΔΙΩΓΜΟ
Φυσικά οι μεγάλες ταλαιπωρίες δεν μπορούν ποτέ να προξενήσουν χαρά. Πολλή λύπη προκύπτει όταν καίωνται σπίτια, όταν κατάσχωνται περιουσίες, όταν αρπάζωνται παιδιά από τους γονείς των και όταν άνδρες και γυναίκες υφίστανται κτηνωδίες ή και θάνατο ακόμη. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο άτομο μπορεί να έχη μεγάλη εσωτερική χαρά.
Είναι η χαρά του να γνωρίζη κανείς ότι κάνει το ορθό πράγμα με το να παραμένη στενά προσκολλημένος στον Θεό του. Με το να διατηρή μια καθαρή συνείδησι παρά τον διωγμό, το άτομο είναι βέβαιο ότι έχει την επιδοκιμασία του Παντοδυνάμου. Ο απόστολος Πέτρος το έδειξε αυτό όταν έγραψε: «Εάν ονειδίζησθε δια το όνομα του Χριστού, είσθε μακάριοι, διότι το πνεύμα της δόξης και το του Θεού αναπαύεται εφ’ υμάς.»—1 Πέτρ. 4:14.
Η σταθερή πίστις ότι ο Θεός είναι «μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν» συμβάλλει επίσης σε μεγάλο βαθμό στη χαρά εκείνων οι οποίοι διώκονται χάριν της δικαιοσύνης. (Εβρ. 11:6) Η προοπτική αυτής της ανταμοιβής μπορεί να καταλήξη σε τόσο μεγάλη χαρά ώστε και τα χειρότερα ακόμη παθήματα να φαίνωνται ασήμαντα. Έτσι το εξηγεί η Αγία Γραφή: «Διότι η προσωρινή ελαφρά θλίψις ημών εργάζεται εις ημάς καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης.»—2 Κορ. 4:17.
Έτσι αισθανόταν και ο Ιησούς Χριστός για την ανταμοιβή. Το παράδειγμα Του μπορεί να είναι μια πραγματική πηγή ενθαρρύνσεως για πιστή εγκαρτέρησι. «Ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα,» μας παροτρύνει η Αγία Γραφή, «αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού. Διότι συλλογίσθητε τον υπομείναντα υπό των αμαρτωλών τοιαύτην αντιλογίαν εις εαυτόν, δια να μη αποκάμητε χαυνούμενοι κατά τας ψυχάς σας.»—Εβρ. 12:1-3.
Όπως στην περίπτωσι του Ιησού Χριστού, τίποτε, ούτε ακόμη και ο θάνατος ενός ανθρώπου, δεν μπορεί να εμποδίση τον Ιεχωβά Θεό από το να ανταμείψη αυτόν τον πιστό. «Επειδή είμαι πεπεισμένος» έγραψε ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς της Ρώμης, «ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελλοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε άλλη τις κτίσις θέλει δυνηθή να χωρίση ημάς από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.» (Ρωμ. 8:38, 39) Ο Θεός δείχνει την αγάπη του με το να υποστηρίζη τους δούλους του τώρα και με το να τους δίνη την πιο πλούσια δυνατή ανταμοιβή—αιώνια ζωή ως άτομα επιδοκιμασμένα απ’ αυτόν. Ποια μεγαλύτερη χαρά θα μπορούσε ν’ απολαύση κανείς! Δεν πρέπει αυτή η χαρά να μας κάνη να παραμείνουμε πιστοί ακόμη και όταν αντιμετωπίζουμε σκληρό διωγμό;
Είτε υφιστάμεθα εμείς οι ίδιοι διωγμό ή οι άλλοι, είναι ανάγκη να κρατούμε την ορθή άποψι για το ζήτημα αυτό στη διάνοιά μας. Δεν θα πρέπει ποτέ να φοβηθούμε μέχρι του σημείου να συμβιβασθούμε με τον αντίδικο και να διαρρήξουμε την ακεραιότητά μας. Αντιθέτως, είθε πάντοτε να εκτιμούμε το γεγονός ότι η πιστή εγκαρτέρησις κάτω από διωγμό φέρνει δόξα στο όνομα του Ιεχωβά και υποστηρίζει το μέρος του στο επίμαχο ζήτημα. Σημαίνει επίσης δόξα και για ολόκληρη την κοινωνία των αδελφών. Αν υπομένωμε, μπορούμε ν’ αποβλέπωμε με εμπιστοσύνη και χαρά στο ένδοξο βραβείο—στην αιώνια ζωή ως επιδοκιμασμένοι δούλοι του Ιεχωβά Θεού και πιστοί μαθηταί του Υιού του.