Απαλλαγή από το Κλίμα του Φόβου
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ εγήρασκε. Όσο του ήταν δυνατόν, έμενε κοντά σ’ ένα σύντροφο, και σπάνια πήγαινε μόνος του. Διότι εφοβείτο ότι αλλιώς μπορούσε να πεθάνη χωρίς να είναι κανείς γύρω του για να του δώση λίγο νερό. Αυτό θα ήταν ολέθριο, όπως πίστευε, διότι βρισκόταν σε μεγάλη ανάγκη για νερό για να σκαρφαλώση στον απότομο λόφο που οδηγεί στην αιωνιότητα. Επίσης, οποιοιδήποτε σύντροφοι τον περιστοίχιζαν στον θάνατο θα παρακαλούσαν το πνεύμα του να μη επιτρέψη να εισέλθη κακό στο σπίτι που εγκατέλειπε, και θα το παρακαλούσαν να επιτρέψη στις γυναίκες της οικογενείας του να γεννήσουν τέκνα.
Σ’ ένα άλλο μέρος της γης ένας άνθρωπος επίσης έβλεπε με τρόμο την πιθανότητα του θανάτου. Η πεποίθησις του λαού του ήταν ότι επί ένα χρονικό διάστημα ο νεκρός είχε ακόμη τις αισθήσεις του, τα αισθήματά του. Πρώτον, επίστευε ότι θα αισθανόταν το συντριπτικό βάρος του τάφου, κατόπιν το αιώνιο σκοτάδι. Κατόπιν θα εστηρίζετο κάπως σε δύο ραβδιά που είχαν κοπή από τον κήπο του όταν οι άγγελοι του θανάτου θα ήρχοντο για να ζητήσουν το πνεύμα του: «Ποιος είναι ο Θεός σου;» Ενώ θα τον ρωτούσαν αυτό, το κεφάλι του θα χτυπούσε στην πλάκα του τάφου, θα φταρνιζόταν και θα έλεγε: «Δόξα στον Αλλάχ, τον κύριο του σύμπαντος.» Για να είναι βέβαιος ότι θ’ απαντήση κατάλληλα μετά τον θάνατο, ο άνθρωπος αυτός, ενόσω ζούσε επανελάμβανε πάντοτε αυτή τη δήλωσι όταν φταρνιζόταν.
Ταυτόχρονα, πολύ μακρυά, ένας άλλος άνθρωπος εφοβείτο ότι μπορεί να πέθαινε ξαφνικά ή βίαια, όχι για τον ξαφνικό θάνατο, αλλά επειδή δεν θα είχε τον καιρό να λάβη συγχώρησι με την υπηρεσία ενός ιερέως, κάνοντας έτσι την τελική του ειρήνη με τον Θεό. Οι συγγενείς του, όμως, εφοβούντο περισσότερο απ’ αυτόν, διότι έπρεπε γρήγορα ν’ ανοίξουν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα τη στιγμή του θανάτου του, για να ελευθερώσουν την ψυχή του. Αυτό συμβαίνει επειδή πιστεύουν ότι πρέπει πολύ να προσέχουν να μη δυσαρεστήσουν τις ψυχές των νεκρών, που έχουν κακόβουλες δυνάμεις. Ένα μέλος της οικογενείας βάζει τα χέρια του πάνω στην καρδιά του νεκρού και κλείνει τα μάτια του, για να μη πη κανένα ξόρκι. Οι καθρέπτες του σπιτιού σκεπάζονται ώστε ούτε οι ζωντανοί ούτε οι νεκροί να μη μπορούν να ιδούν την αντανάκλασι του νεκρού ή του ίδιου του θανάτου. Τα βώδια και οι μέλισσες του ανθρώπου αυτού, που ανήκουν τώρα σ’ έναν νέο ιδιοκτήτη, ειδοποιούνται γρήγορα για το θάνατο, για να μην ακολουθήσουν τυφλά τον προηγούμενο κύριο τους στον θάνατο.
Ναι ο φόβος του θανάτου και ιδιαίτερα ο φόβος των νεκρών, είναι γενικά πράγματα. Τα τρία άτομα που περιεγράφησαν ανωτέρω ήσαν, αντιστοίχως, ένας ιθαγενής της Δυτικής Αφρικής, ένας Μουσουλμάνος της Περσίας και ένας Καθολικός χωρικός της Πολωνίας. Οι απόψεις των διέφεραν σε λεπτομέρειες, αλλά είχαν τον ίδιο φόβο του θανάτου και των νεκρών.
Ακόμη και στη Ρωσία, οι προσπάθειες μιας υλιστικής Κομμουνιστικής κυβερνήσεως δεν έχουν εξαλείψει τον φόβο και το μυστήριο του θανάτου και την επιθυμία να ζουν μετά θάνατον. Πραγματικά, το μόνιμο βαλσάμωμα και η επίδειξις του σώματος του Λένιν και κατόπιν του σώματος του Ιωσήφ Στάλιν παράπλευρα του, παρομοιάζεται πολύ με τη λατρεία προγόνων των Αφρικανικών και Ασιατικών φυλών. Αποτελεί πραγματικά λατρεία των εθνικών ηρώων. Και η επιμελημένη διεξαγωγή των δημοσίων κηδειών και τα τελετουργικά των αποκαλύπτουν ότι ο θάνατος τους απασχολεί περισσότερο από ό,τι θα ήθελαν να παραδεχθούν.
Ένας συγγραφεύς παρατηρεί τα εξής: «Ακόμη και ο πιο άκαμπτος υλιστής, ο οποίος πολύν καιρό στη ζωή εξεδήλωνε μεγαλόφωνα την πεποίθησί του ότι ο θάνατος είναι το τέλος, κατανοεί, όταν έλθη η ώρα του θανάτου, ότι η θεωρία του είναι μόνο μια υπόθεσις που μπορεί να είναι ή και να μη είναι ορθή. Αυτός επίσης παρατηρεί τότε ότι ως άτομο είναι κάτι ξεχωριστό από ένα ζώο μ’ ένα ιδιαίτερο μεγάλο και διαφοροποιημένο εγκέφαλο. Τότε βλέπει ότι η υλιστική του θεωρία δεν καλύπτει την προσωπικότητά του και ότι η δήθεν εξήγησίς του περί θανάτου σημαίνει άγνοια.»
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΔΗΓΕΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Η Αγία Γραφή, συνεπώς, είναι πλήρως αληθινή όταν ομιλή για κείνους οι οποίοι «διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν.» (Εβρ. 2:15) Πόσοι άνθρωποι σε δικτατορικό καθεστώς θέλησαν να μιλήσουν εναντίον των ωμοτήτων που είδαν να διαπράττωνται, αλλά τα χείλη των είναι σφραγισμένα από τον φόβο του θανάτου! Πόσοι άνθρωποι αναχαιτίσθηκαν από απειλές εναντίον συγγενών που ζουν σε δικτατορικές χώρες! Αλλά, και με πιο καταθλιπτικό τρόπο, ο φόβος των νεκρών, ιδιαίτερα των προγόνων και των νεκρών μελών της οικογενείας, κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν σ’ ένα πραγματικό κλίμα φόβου.
Ο Ινδουιστής, λόγου χάριν, πιστεύει ότι πρόκειται να ζήση πολλές ζωές με μια πορεία μετενσαρκώσεων, ώσπου να φθάση τελικά σε μια κατάστασι που να απορροφηθή και πάλι, δηλαδή να ταυτισθή με την «Υπερψυχή,» τον Βράχμα, την ουσία του σύμπαντος, τον άυλον, τον αδημιούργητον, τον άχρονον. Ένας Ινδουιστής αφηγήθηκε ότι σε όλη τη ζωή του πέρασε με τον φόβο των πολλών «θανάτων» και ‘ζωών’ που είχε εμπρός του, εφόσον θα εμφανιζόταν και πάλι με διάφορες ζωικές και ανθρώπινες μορφές για μια ατέλειωτη περίοδο χρόνου.
Οι Βουσμάνοι της Αφρικής αποδίδουν όλες τις ασθένειες και τα ατυχήματα κυρίως στα πνεύματα των νεκρών, κι εκείνος που παραμελεί να εξευμενίση και να κατευνάση τους προγόνους του μπορεί να προξενήση βλάβη και στους άλλους ακόμη. Οι Χαμούλα, ένας Ινδικός πληθυσμός των Μάγια του Μεξικού, μολονότι έχουν εκχριστιανισθή ως Καθολικοί, προσπαθούν να κάμουν τις ψυχές των νεκρών να φύγουν από το σπίτι καίοντας κόκκινο πιπέρι. Ο καπνός υποτίθεται ότι βγάζει την ψυχή έξω για να μη καθυστερή γύρω από το σπίτι.
Η Αγία Γραφή περιγράφει τον θάνατο ως εχθρόν, όχι ως φίλον του ανθρώπου. (1 Κορ. 15:26) Και αληθινά ο θάνατος προξενεί συγκλονισμό, θλίψι, μόνωσι, σύγχυσι, ένα αίσθημα απωλείας και συχνά μεγάλο πλήγμα στην προσωπικότητα των επιζώντων. Συχνά χωρίζει άνδρες και γυναίκες στο άνθος της ζωής των, όταν είναι στην καλύτερη των θέσι να κάμουν το καλό για τους συνανθρώπους των. Το γηρατειά που είναι πραγματικά η βαθμιαία πορεία προς τον θάνατο, εξασθενίζουν πολύ πριν από τον πραγματικό θάνατο. Ο θάνατος είναι ένας σκληρός εχθρός.
Αλλά γιατί υπάρχει ο φόβος των νεκρών δηλαδή των «ψυχών» τους ή των «πνευμάτων» τους; Και γιατί υπάρχει ο φόβος της πιθανότητος της «κολάσεως» ή του «καθαρτηρίου;» Αυτά όλα οφείλονται σε μια διδασκαλία που δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή—στην πίστι στην αθανασία της ψυχής. Και γιατί αυτή η πεποίθησις είναι τόσο πολύ διαδεδομένη, κοινή σε κάθε γλώσσα και φυλή; Διότι έχει μια αρχαία πηγή, αρκετά αρχαία ώστε να επηρεάζη όλα τα έθνη. Πότε και πού υπήρξε αυτή η πηγή;
Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΨΕΥΔΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Δεν υπάρχει γραπτό στοιχείο πίστεως σε αθανασία της ψυχής πριν από τον Κατακλυσμό. Ο Κατακλυσμός προφανώς εξηφάνισε όλα τα προγενέστερα γραπτά στοιχεία εκτός από εκείνα της Βίβλου, που δεν αναφέρουν για καμμιά τέτοια πίστι πριν από τον Κατακλυσμό. Τότε ο Κήπος της Εδέμ ήταν ακόμη ορατός· ο Κατακλυσμός κατέστρεψε αυτόν τον κήπο. Η αφήγησις της αποστασίας του Αδάμ και η επιβολή του θανάτου που προήλθε απ’ αυτή σε όλο το σπέρμα του ήταν η κοινή γνώσις.
Για ένα χρονικό διάστημα μετά τον Κατακλυσμό όλο το ανθρώπινο γένος μιλούσε μια γλώσσα, κάτω από την πατριαρχική ηγεσία του Νώε, του δούλου του Θεού. Σ’ αυτούς τους μετακατακλυσμιαίους καιρούς ο Νεβρώδ, δισέγγονος του Νώε, ηγέρθη ως στασιαστής και ως δήθεν ευεργέτης του ανθρώπου. Επεδίωξε να εμποδίση τους ανθρώπους από το να υπακούουν στην προσταγή του Θεού να σκορπισθούν σε όλη τη γη και να πάρουν μαζί τους την αληθινή λατρεία του. Για τον Νεβρώδ είναι γραμμένο ότι ήταν «ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά.» (Γέν. 10:8-10, ΜΝΚ) Κάτω από την ηγεσία του εκείνοι που εγκατέλειψαν την κατεύθυνσι του Νώε και του γυιου του Σημ απεφάσισαν να οικοδομήσουν ένα πύργο. Αυτός ο πύργος ήταν για θρησκευτικό σκοπό, που δεν είχε δοθή εντολή από τον Θεό.
Η ενέργεια του λαού υπό τον Νεβρώδ ήταν αληθινά μια ανταρσία εναντίον του Θεού, όπως αποδεικνύεται από το ότι ο Θεός εματαίωσε τις προσπάθειές των συγχέοντας τη γλώσσα των. Μολονότι αυτοί σκορπίσθηκαν προς όλες τις διευθύνσεις, η ψευδής θρησκεία των τους συνώδευσε. (Γέν. 11:1-9) Μερικοί παρέμειναν στη Βαβέλ, στην πόλι που έγινε ένα θρησκευτικό κέντρο. Στις πεποιθήσεις των Βαβυλωνίων εν σχέσει με τον θάνατο μπορούμε να διακρίνωμε τη ρίζα των πεποιθήσεων σχετικά με τους νεκρούς που έχουν οι θρησκείες όλων των εθνών.
Τι επίστευαν οι Βαβυλώνιοι για τους νεκρούς; Ο Ρόμπερτ Ρότζερς λέγει τα εξής στη Διεθνή Βιβλική Εγκυκλοπαιδεία (Τόμος 1, σελ. 373, στην Αγγλική) : «Στη Βαβυλωνία το μεγάλο ερώτημα όλων των αιώνων—‘Αν ένας άνθρωπος πεθάνη θα ξαναζήση;’—είχε τεθή και κατεβλήθη προσπάθεια να δοθή απάντησις σ’ αυτό. Η απάντησις ήταν συνήθως θλιβερή και απελπιστική. Μετά θάνατον οι ψυχές των ανθρώπων υπετίθετο ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν. . . . ζούσαν σε σκοτεινούς χώρους μέσα σε χώματα και σε νυχτερίδες και ήσαν σκεπασμένες μ’ ένα ένδυμα από πτερά, . . . εκείνοι που έπεφταν σε μάχες φαίνεται ότι είχαν ιδιαίτερη εύνοια. Ελάμβαναν καθαρό νερό για να πιουν, ενώ εκείνοι που δεν είχαν απογόνους για να κάνουν προσφορές στους τάφους των υπέφεραν από πληγές και από πολλές στερήσεις.»
Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ
Υπάρχει τρόπος απαλλαγής απ’ αυτό το διεθνές κλίμα του φόβου του θανάτου και των νεκρών; Ναι, υπάρχει, με το ν’ αποκτήσωμε γνώσι της Βιβλικής αληθείας, με το να μάθωμε τι είδους Θεός είναι ο Δημιουργός και τι επρονόησε για τον άνθρωπο. Ο απόστολος Παύλος λέγει ότι ο Υιός του Θεού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ήλθε στη γη, γεννήθηκε ως άνθρωπος με σάρκα και αίμα—όχι για να βοηθήση αγγέλους, όχι για να κάμη κάτι για τους αγγέλους οι οποίοι προτίμησαν μια πορεία παρακοής—αλλά «διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου τουτέστι τον Διάβολον, και να ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν.»—Εβρ. 2:14-16· Ιούδ. 6
Όταν, λοιπόν, τα έθνη κάνουν προσφορές για τους νεκρούς, δεν βοηθούν πραγματικά ούτε εξιλεώνουν μερικά δήθεν «πνεύματα» των νεκρών, διότι δεν υπάρχουν τέτοια πνεύματα. Η Αγία Γραφή λέγει: «Οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλά οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν, ουδέ έχουσι πλέον απόλαυσιν· . . . και δεν θέλουσιν έχει πλέον εις τον αιώνα μερίδα εις πάντα όσα γίνονται υπό τον ήλιον.»—Εκκλησ. 9:5, 6.
Γι’ αυτό τίποτε δεν πρέπει να φοβούμεθα από τους νεκρούς. Αυτοί δεν έχουν συνείδησι, δεν έχουν τίποτε που επιζή για να παρεμποδίζη ή να παρενοχλή εκείνους των οποίων η ζωή συνεχίζεται «υπό τον ήλιον.» Είναι μάταιο να παρατίθεται τροφή σ’ αυτούς, ή να προσφέρωνται δώρα υπό μορφήν όπλων, ρουχισμού ή ειδικών θυσιών.
Εκείνος που έχει κρατήσει τους ανθρώπους σε φόβο είναι ο Διάβολος. Αυτός δεν είχε καμμιά δύναμι να κάμη τον Αδάμ και την Εύα να πεθάνουν. Ο Ιεχωβά Θεός ήταν εκείνος που τους κατεδίκασε σε θάνατο και τους απεμάκρυνε από τον κήπο της Εδέμ, από το «δένδρον της ζωής.» Εν τούτοις ο Διάβολος, με το να παρασύρη τον πρόγονο όλης της ανθρωπότητος, τον Αδάμ, ν’ αμαρτήση, ωδήγησε στην αμαρτία και στον θάνατο κληρονομικώς όλους τους ανθρώπους. (Ρωμ. 5:12) Ο εχθρός του Θεού μπορεί να εκμεταλλεύεται τις αμαρτωλές τάσεις, τις αδυναμίες ανδρών και γυναικών, καθώς και την άγνοια εκείνων που δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Μπορεί να τους οδηγήση σ’ ένα πρόωρο θάνατο. Εκείνοι που πιστεύουν στην ψευδή ιδέα ότι οι νεκροί είναι ακόμη με κάποιον τρόπο ζωντανοί, πέφτουν στην παγίδα του Διαβόλου και των συντρόφων του πονηρών δαιμόνων, που υπάρχουν πραγματικά. Ένα άτομο στην πραγματικότητα παίζει στα χέρια των δαιμόνων όταν κάνη θυσίες και τελεί ιεροτελεστίες για να βοηθήση τους νεκρούς, πληρώνει χρήματα για ν’ απαλλάξη τις ψυχές των από ένα καθαρτήριο ή από άλλο φανταστικό τόπο, ή να εξευμενίση τους νεκρούς. Γι’ αυτά τα πράγματα, ο απόστολος Παύλος γράφει: «Εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι και ουχί εις τον Θεόν.»—1 Κορ. 10:20.
Ο θάνατος, που είναι εχθρός, είναι αληθινά ανεπιθύμητος και θλιβερός σε όλους όσοι αγαπούν τη ζωή. Αλλά δεν πρέπει ν’ αποτελή αιτία υπερβολικής και συντριπτικής θλίψεως σ’ εκείνον που γνωρίζει την αλήθεια για τον θάνατο και για τον σκοπό του Θεού ν’ αναστήση τους νεκρούς στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Μεσσιανικού Βασιλέως του. Ο απόστολος, είπε τα εξής στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, που ήσαν περιστοιχισμένοι από Ελληνικά έθιμα βασισμένα στη Βαβυλωνιακή πίστι στην αθανασία της ψυχής: «Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, διά να μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα.»—1 Θεσσ. 4:13.
Αυτή την αληθινή ελπίδα δίνει ο Θεός για ν’ απαλλάξη τους ανθρώπους από τον φόβο του τι επακολουθεί τον θάνατον, τον μεγάλο εχθρό που έχει προξενήσει τόσο μεγάλη απελπισία. Απομακρύνει τον πόνο του θανάτου για να γνωρίσωμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αφού αδειάση τους τάφους όλης της ανθρωπότητος, θ’ απομακρύνη επίσης κάθε ίχνος της αμαρτίας (που φέρει καταδίκη σε θάνατο) από όλους τους ευπειθείς ανθρώπους. Τότε ο Αδαμιαίος θάνατος, ως ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου που θα εκλείψη, θα ριφθή ο ίδιος στη «λίμνη του πυρός,» που είναι σύμβολο αιωνίου εξαφανίσεως. Έτσι, η ανάστασις των επιγείων νεκρών στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού θα εξαλείψη το κλίμα του φόβου μέσα στο οποίο η ανθρωπότης έζησε επί αιώνες. Θ’ απομακρυνθή για πάντα. Τι μεγαλειώδης απαλλαγή!—Αποκάλ. 20:13, 14· 1 Κορ. 15:26· Ρωμ. 8:20, 21.