Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Ποια Λατρεία Επιδοκιμάζει ο Θεός;
«Ο ΘΕΟΣ είναι Πνεύμα, και οι προσκυνούντες αυτόν εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι.» (Ιωάν. 4:24) Αυτά τα λόγια είπε ο Ιησούς σε μια Σαμαρείτιδα στη Σιχάρ, δείχνοντας έτσι πώς επιθυμεί ο Θεός να λατρεύεται. Αλλά πώς μπορεί κάποιος να λατρεύη «εν πνεύματι και αληθεία;»
Για να έχωμε μια πιο πλήρη εικόνα των πραγμάτων που περιλαμβάνονται, καλό θα ήταν να εξετάσωμε περισσότερα πράγματα από τη συνομιλία που είχε αυτή η Σαμαρείτιδα με τον Ιησού Χριστό: «Οι πατέρες ημών,» είπε αυτή η Σαμαρείτιδα, «εις τούτο το όρος (Γαριζίν) προσεκύνησαν, και σεις λέγετε εν τοις Ιεροσολύμοις είναι ο τόπος όπου πρέπει να προσκυνώμεν. Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς, Γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα, ότε ούτε εις το όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θέλετε προσκυνήσει τον Πατέρα. Σεις προσκυνείτε εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε, ημείς προσκυνούμεν εκείνο το οποίον εξεύρομεν, διότι η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων. Πλην έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί θέλουσι προσκυνήσει τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν.»—Ιωάν. 4:20-23.
Διαφορετικά από τους Ιουδαίους, οι Σαμαρείται ελάτρευαν στο Όρος Γαριζίν και ισχυρίζοντο ότι αυτό ήταν το άγιο όρος του Θεού. Εν τούτοις, δεν είχαν καμμιά βάσι για να το υποστηρίξουν αυτό. Τα πέντε βιβλία του Μωυσέως, τα οποία παρεδέχοντο ως θεόπνευστες Γραφές, δεν δικαιολογούσαν αυτή την άποψι που είχαν σχετικά με το ότι το Όρος Γαριζίν ήταν ιερό. Προφανώς για να υποστηρίξουν αυτή τη δοξασία τους, οι Σαμαρείται άλλαξαν ένα εδάφιο στο πέμπτο βιβλίο του Μωυσέως και διάβαζαν «Γαριζίν» αντί της λέξεως «Εβάλ.» (Δευτ. 27:4) Επί πλέον, με το ν’ απορρίπτουν τις υπόλοιπες θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές, οι Σαμαρείται είχαν μια ατελή αντίληψι για τον αληθινό Θεό Ιεχωβά. Ο Ιησούς, επομένως, μπορούσε δικαιολογημένα να πη στη Σαμαρείτιδα: «Σεις προσκυνείτε εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε.»
Οι Ιουδαίοι εξ άλλου μπορούσαν ν’ αναφερθούν στις θεόπνευστες Γραφές για να υποστηρίξουν ότι προσέφεραν τη λατρεία τους στην Ιερουσαλήμ. Παραδείγματος χάριν, το εδάφιο 1 Βασιλέων 14:21 (ΜΝΚ) ομιλεί για την Ιερουσαλήμ ως ‘την πόλιν την οποίαν ο Ιεχωβά εξέλεξεν εκ πασών των φυλών του Ισραήλ δια να θέση το όνομα αυτού εκεί.’ Σε αρμονία με το γεγονός ότι ο Ιεχωβά είχε εκλέξει την Ιερουσαλήμ, οι Ισραηλίται ελάτρευαν εκεί όπως διετάσσοντο στα εδάφια Δευτερονόμιον 12:5, 6 (ΜΝΚ): «Εν τω τόπω, όντινα Ιεχωβά ο Θεός σας εκλέξη εκ πασών των φυλών σας, δια να θέση το όνομα αυτού εκεί, προς την κατοικίαν αυτού θέλετε ζητήσει αυτόν και εκεί θέλετε ελθεί· και εκεί θέλετε φέρει τα ολοκαυτώματα σας και τας θυσίας σας, και τα δέκατα σας και τας υψουμένας προσφοράς των χειρών σας και τας ευχάς σας και τας αυτοπροαιρέτους προσφοράς σας, και τα πρωτότοκα των βοών σας και των προβάτων σας.»
Έτσι, οι Ιουδαίοι που εδέχοντο τις Εβραϊκές Γραφές και διεξήγαν τη λατρεία τους με τον τρόπο που εξέθεταν οι Γραφές, εγνώριζαν Εκείνον τον οποίον ελάτρευαν. Κανείς δεν μπορούσε να προσφέρη ευπρόσδεκτη λατρεία χωριστά από τη Γραφική διευθέτησι που είχε ως βάσι τον ναό στην Ιερουσαλήμ. Επί πλέον, ο Μεσσίας, ως απόγονος του Βασιλέως Δαβίδ, ήταν Ιουδαίος. Και μόνο μέσω αυτού ήταν δυνατή η σωτηρία. Ακόμη και οι Σαμαρείται που άκουσαν τη μαρτυρία της γυναίκας στην οποία μίλησε ο Ιησούς, παραδέχθηκαν αυτό που είπε ο Ιησούς. Είπαν σ’ αυτήν τα εξής: «Δεν πιστεύομεν πλέον δια τον λόγον σου· επειδή ημείς ηκούσαμεν, και γνωρίζομεν ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου.» (Ιωάν. 4:42) Έτσι, πράγματι, η ‘σωτηρία προήλθε εκ των Ιουδαίων.’
Μολονότι οι Ιουδαίοι είχαν Γραφική βάσι για να θεωρούν την Ιερουσαλήμ ως κέντρο της λατρείας του Θεού, τα λόγια του Ιησού στη Σαμαρείτιδα έδειξαν ότι αυτή η διευθέτησις για λατρεία δεν επρόκειτο να συνεχίση. Οι θυσίες, οι εορτές, το ιερατείο και τα παρόμοια, που αποτελούσαν μέρος της Ιουδαϊκής διευθετήσεως για λατρεία, ήσαν σκιά μεγαλυτέρων πραγμάτων που επρόκειτο να έλθουν. Σχετικά με τις διάφορες προμήθειες του Νόμου, η Γραφή μάς λέγει τα εξής: «Τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού.» (Κολ. 2:17) «Διότι ο νόμος, έχων σκιάν των μελλόντων αγαθών, ουχί αυτήν την εικόνα των πραγμάτων, δεν δύναται ποτέ δια των αυτών θυσιών, τας οποίας προσφέρουσι κατ’ ενιαυτόν πάντοτε, να τελειοποιήση τους προσερχόμενους.»—Εβρ. 10:1.
Επομένως, με την έλευσι του Μεσσία στον οποίον ανήκει η πραγματικότης, έφθασε καιρός για να λάβη χώρα μια αλλαγή όσον αφορά τη λατρεία. Η λατρεία δεν θα εξηρτάττο από την παρουσία ή την χρήσι ορατών πραγμάτων ή τοποθεσιών. Ο αληθινός λάτρης δεν θα βασίζετο πια στην όρασι και στην αφή. Άσχετα με το μέρος ή τα πράγματα που θα τον περιέβαλλαν, θα μπορούσε να διατηρήση μια στάσι λατρείας. Θα προσέφερε λατρεία όχι με τη βοήθεια ενός πράγματος που θα μπορούσε να δη ή να αισθανθή, αλλά με το πνεύμα με μια ωθούσα δύναμι που δείχνει εκτίμησι για πνευματικά πράγματα. Η λατρεία εν πνεύματι, επομένως, θ’ απέκλειε τη χρήσι εικόνων ή άλλων υλικών αντικειμένων ως βοηθήματα για λατρεία.
Για να λατρεύη κανείς τον Θεό με αλήθεια, θα έπρεπε η λατρεία αυτή να εναρμονίζεται με την αλήθεια που βρίσκεται στον Λόγο του, την Αγία Γραφή. Αυτό περιλαμβάνει να δεχθή το άτομο τον Ιησού Χριστό, ως τον μόνο αγωγό για να πλησιάση κατάλληλα τον Πατέρα. Ο Ιησούς Χριστός είπε «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι’ εμού.» (Ιωάν. 14:6) Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια να πλησιάση κανείς τον Θεό μέσω κάποιου άλλου εκτός από τον Ιησού Χριστό, θα εσήμαινε ότι το άτομο αυτό απέτυχε στη λατρεία του ‘εν αληθεία.’
Ομοίως, ένα άτομο που προσπαθεί να λατρεύη τον Θεό μέσα στα πλαίσια της διευθετήσεως που εκτίθεται στον Μωσαϊκό νόμο, δεν θα εγίνετο δεκτό. Αυτή η διευθέτησις είχε μόνο μια σκιά, όχι την πλήρη αλήθεια. Ο Ιησούς Χριστός εξεπλήρωσε τις σκιές του Νόμου, αποκαλύπτοντας ότι αυτός ήταν η αλήθεια την οποία υπεδείκνυαν αυτές οι σκιές. Γι’ αυτό μπορούσε ν’ αναφερθή στον εαυτό του ως ‘την αλήθεια.’ Επομένως, χωρίς τον Ιησού Χριστό, θα ήταν αδύνατη η λατρεία εν αλήθεια.
Αλλά η αληθινή λατρεία δεν περιορίζεται σ’ αυτά που ίσως ονομάζονται «ιερά καθήκοντα.» Περιλαμβάνεται ολόκληρη η ζωή του ατόμου. Ο Χριστιανός μαθητής Ιάκωβος έγραψε τα εξής: «Θρησκεία [μορφή λατρείας, ΜΝΚ] καθαρά και αμίαντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αύτη, να επισκέπτεται τους ορφανούς και τας χήρας εν τη θλίψει αυτών και να φυλάττη εαυτόν αμόλυντον από του κόσμου.» (Ιακ. 1:27) Η ευπρόσδεκτη λατρεία συνεπώς περιλαμβάνει το να κάνη κάποιος καλό σ’ εκείνους που βρίσκονται σε ανάγκη και ν’ αρνήται να χαρακτηρισθή από τους εξευτελιστικούς, άστοργους τρόπους του κόσμου. Σημαίνει ν’ αποφεύγη το φθόνο, τις έριδες, την υπερηφάνεια, την κακή χρήσι της γλώσσης, τις ιδιοτελείς διαμάχες ή τους διαπληκτισμούς και τα παρόμοια. Πρέπει ν’ αντανακλά κανείς την άνωθεν σοφία, η οποία περιγράφεται ότι είναι «πρώτον μεν . . . καθαρά, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης ελέους και καλών καρπών, αμερόληπτος και ανυπόκριτος.»—Ιακ. 3:1-4:4.
Έτσι, αν επιθυμήτε να λατρεύετε τον Θεό «εν πνεύματι και αληθεία,» κρατείτε τον αυτό σας καθαρό από τους ασεβείς τρόπους του κόσμου. Να γίνετε το είδος του ατόμου που πρόθυμα ανταποκρίνεται, βοηθώντας εκείνους που βρίσκονται σε πραγματική ανάγκη. Απομακρύνετε τις εικόνες και άλλα υλικά αντικείμενα αφοσιώσεως που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ως βοηθήματα για να λατρεύσουν τον Θεό. Πλησιάστε τον Δημιουργό μέσω εκείνου που αυτός έχει διορίσει—του Ιησού Χριστού—ενεργώντας έτσι σε αρμονία με την πλήρη αλήθεια που αποκαλύπτεται σ’ ολόκληρο τον Λόγο του Θεού.