Πίστις με Αγάπη
1. Πώς θα μπορούσε κανείς ν’ αποκτήση πίστι, και πώς μονάχα θα μπορούσε να την έχη με ωφέλεια;
Η ΓΝΩΣΙΣ είναι η βάσις της πίστεως. Η προς Ρωμαίους επιστολή 10:14-17, το εξηγεί αυτό ωραία όταν λέγει: «Πώς λοιπόν θέλουσιν επικαλεσθή εκείνον εις τον οποίον δεν επίστευσαν; και πώς θέλουσι πιστεύσει εις εκείνον περί του οποίου δεν ήκουσαν; . . . Άρα η πίστις είναι εξ ακοής· η δε ακοή δια του λόγου του Θεού.» Αλλά τότε, στις αποστολικές ημέρες, μπορούσαν να υπάρχουν και χαρίσματα πίστεως με τη δύναμι του πνεύματος του Θεού, μια ωρισμένη πεποίθησις που θα εμφυτευόταν σ’ ένα Χριστιανό με έμπνευσι. Ο Παύλος λέγει: «Διότι εις άλλον μεν δίδεται δια του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις άλλον δε λόγος γνώσεως, κατά το αυτό Πνεύμα· εις άλλον δε πίστις, δια του αυτού Πνεύματος.» (1 Κορινθίους 12:8, 9) Αυτή η πίστις ή πεποίθησις που εχορηγείτο θαυματουργικά σε μερικούς, θα χρειαζόταν τον καιρό που εδίδετο και θα ωδηγούσε σε κατορθώματα. Αρχαίοι άνδρες και γυναίκες, για την εξάσκησι πίστεως εκ μέρους τους, μνημονεύονται επαινετικά στο Βιβλικό υπόμνημα. Είναι απαραίτητο να έχωμε πίστι, διότι η νίκη εναντίον του κόσμου τούτου μπορεί να κερδηθή από ένα Χριστιανό μόνο αν έχει πίστι στον Παντοδύναμο Θεό. Αλλά και στην περίπτωσι αυτή, επίσης, η αγάπη πρέπει να συμβαδίζη με το χάρισμα της πίστεως για να κατεργασθή αυτό την αιώνια ωφέλεια ενός άτομου. Διότι, όπως λέγει ο απόστολος «εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν.»—1 Κορινθίους 13:2.
2. Για ποια όρη πρέπει να προσευχώμεθα να μετατοπισθούν; Με ποια ιδιότητα;
2 Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, θέλετε ειπεί προς το όρος τούτο, Μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και θέλει μεταβή, και δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς.» (Ματθαίος 17:20) Αλλά δεν αναγράφεται πουθενά ότι ή αυτός ή κάποιος από τους μαθητάς του χρειάσθηκαν ποτέ να μετατοπισθή ένα κατά γράμμα όρος. Δεν αναγράφεται πουθενά ότι, χωρίς δυναμίτιδα ή ένα ατμοκίνητο φτυάρι, εξεδήλωσαν πίστι και προσευχήθηκαν στον Παντοδύναμο Θεό να μετακινήση το όρος, και να! στη στιγμή ξερριζώθηκε και βυθίσθηκε άφαντο στη θάλασσα. Κανείς, λοιπόν, από μας σήμερα δεν πρέπει να νομίζη ότι θα χρειάζεται πάντοτε να προσευχώμεθα με ασυνήθιστη πίστι για να μετατοπισθή ένα κατά γράμμα όρος από το δρόμο μας. Χωρίς αμφιβολία η λέξις όρη αναφέρεται σε τεράστια, επιβλητικά εμπόδια και δυσκολίες στο δρόμο της προόδου μας, που φαίνονται σχεδόν εξίσου ανυπέρβλητα και αμετακίνητα όπως τα κατά γράμμα όρη. Καθώς, λόγου χάριν, όταν ο προφήτης Ησαΐας περιγράφει την ετοιμασία της οδού του Ιεχωβά για τον εκτοπισμένο λαό του, λέγει ότι «παν όρος και βουνός θέλει ταπεινωθή». Ή καθώς όταν ο προφήτης Ζαχαρίας μιλεί στον Ιουδαίο κυβερνήτη Ζοροβάβελ για την ωργανωμένη εναντίωσι που αντιμετωπίζει το ανοικοδομητικό του έργο, αυτός έπειτα λέγει στην οργάνωσι των εναντιουμένων: «Τις είσαι συ, το όρος το μέγα, έμπροσθεν του Ζοροβάβελ; πεδιάς· και θέλει εκφέρει τον ακρογωνιαίον λίθον εν αλαλαγμώ, Χάρις, χάρις εις αυτόν!» (Ησαΐας 40:4· Ζαχαρίας 4:7) Αλλά για να προσευχηθούμε για τη μετατόπισι τέτοιων εμποδίων ομοίων με όρη, θα απητείτο ένα εξαιρετικό ποσόν πίστεως, «ΠΑΣΑ η πίστις.»
3. Πώς ο Αδάμ και η Εύα και ο Ιούδας είχαν πίστι, και όμως γιατί απέτυχαν;
3 Τι, λοιπόν; Δεν θα ήταν αυτό μια εξασφάλισις ότι ο κάτοχος μιας τέτοιας ασυνήθιστης πίστεως θα νικούσε τα πάντα στο δρόμο του, ακόμη και τον κόσμο, και ότι τελικά θα εκέρδιζε το βραβείο της αιωνίου ζωής στον δίκαιο νέο κόσμο; Όχι, λέγει ο Παύλος, εκτός εάν έχη αγάπη μαζί με την πίστι. Ο Πέτρος είπε ότι στην πίστι πρέπει να προστεθή φιλαδελφία και αγάπη. Ο Κολόμβος, λόγω της γνώσεως που είχε από μερικές πληροφορίες και παρατηρήσεις, είχε την πίστι ότι η γη μας είναι στρογγυλή και ενήργησε βασιζόμενος σ’ αυτή την πίστι και ανεκάλυψε την Αμερική· αλλά δεν είχε αγάπη. Με την πίστι του εξυπηρέτησε τον παρόντα κόσμο και τα εθνικά και εμπορικά του συμφέροντα. Ο Αδάμ και η Εύα όταν ήταν στην Εδέμ, επειδή δεν ήταν ορατός σ’ αυτούς ο Ιεχωβά Θεός ο Δημιουργός τους, ήταν υποχρεωμένοι να έχουν πίστι ότι υπήρχε, αλλά απέτυχαν να ανταποκριθούν στη δοκιμασία της αγάπης γι’ αυτόν. Ο Ιάκωβος λέγει: «Συ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι είς· καλώς ποιείς· και τα δαιμόνια πιστεύουσι, και φρίττουσι.» (Ιάκωβος 2:19) Έπειτα έχομε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Αυτός πρέπει να είχε πίστι όταν ενώθηκε με την ομάδα του Ιησού και εξελέγη ως ένας από τους δώδεκα αποστόλους. Πρέπει να είχε πίστι όταν ο Ιησούς έστειλε αυτόν και τους συναποστόλους του ως ευαγγελιστάς, και τους παρήγγειλε να κηρύττουν και να εκτελούν θαύματα· να το κάνουν δε αυτό ενώ δεν έπαιρναν μαζί τους περιπλέον προμήθειες για το ταξίδι τους. Σχετικώς ο Ιησούς είπε στον Ιούδα και τους υπολοίπους: «Και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου· ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.» (Ματθαίος 10:1-22) Ο Ιούδας δεν υπέμεινε ως το τέλος στο ν’ ακολουθή τα ίχνη του Ιησού. Ενώ είχε πίστι κάποτε, απέτυχε στην αγάπη, και έγινε προδότης του πιο καλού του φίλου μέσα στη διάταξι του Θεού.
4. Πώς μπορεί ένας με πίστι να υστέρηση στις δύο μεγάλες εντολές;
4 Χρειάζεται αγάπη για να εμμείνωμε, διότι με την ιδιοτέλεια μπορούμε να αμαρτήσωμε στο πρόσωπο στο οποίον εξασκήσαμε πίστι. Μπορεί να είμεθα γίγαντες της πίστεως, ώστε να μην αφήνωμε δυσκολίες όμοιες με όρη να αποκλείσουν το δρόμο μας, αλλά να τις υπερπηδούμε τολμηρά. Η πίστις, όμως, που μας κάνει να επιτελέσωμε τέτοια έργα και κατορθώματα πίστεως, πρέπει να είναι ενωμένη με αγάπη. Καλώς ελέχθη, λοιπόν: «Εν Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή έχει ισχύν τινά, ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη.» (Γαλάτας 5:6) Μπορεί να έχωμε πίστι ότι ο Θεός θα προμηθεύση τροφή και ενδύματα στους αδελφούς που βλέπομε ότι βρίσκονται σε ανάγκη. Αλλά όσο και αν είναι σωστή η πίστις μας, δείχνομε έλλειψι αγάπης αν δεν κάνομε ό,τι μπορούμε για να τους ελαφρώσωμε τη στέρησι. Αυτή η παράλειψις ωδήγησε τον Ιάκωβο να πη: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι, και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν.» (Ιάκωβος 2:14-17) Αν τώρα αυτός ο άνθρωπος, που ωμολογούσε πίστι, είχε αγάπη, θα ευεργετούσε τους στερημένους αδελφούς του με κάποια έργα περιθάλψεως. Πραγματικά, επειδή δεν είχε αληθινή αγάπη, η πίστις του δεν του έκαμε καλό. Απέτυχε να είναι όμοιος με τον Θεό στους πλησίον του που βρίσκονται σε ανάγκη. Υστέρησε στη δεύτερη από τις μεγάλες εντολές και έτσι αποδείχθηκε μηδέν.
ΜΗΔΕΝ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗ
5, 6. Πώς θα μπορούσε ένας να δώση όλα όσα έχει και όμως να μην ωφεληθή;
5 Δεν πρέπει, όμως, σε κάθε περίπτωσι, να θεωρούμε τα έργα της ελεημοσύνης ως αγάπη. Όχι· διότι ο απόστολος Παύλος συνεχίζει και λέγει: «Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου δια να καυθώ [«ίνα καυχήσωμαι», Περιθώριον Κριτικής Εκδόσεως Κειμένου], αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.» Σχετικά με τούτο, αρκεί μόνο να θυμηθούμε τον Ανανία και τη Σαπφείρα. Στην περίπτωσί τους βλέπομε πώς άτομα μπορούν να κάμουν μια συνεισφορά με υπερηφάνεια χάριν επιδείξεως και για να φαίνωνται όμοιοι με άλλους που προσέφεραν παν ό,τι είχαν, με μόνη τη διαφορά ότι ο Ανανίας και η Σαπφείρα δεν έδωσαν στη Χριστιανική κοινότητα όλα όσα τους ανήκαν. Υπάρχουν πολλοί ιδιοτελείς λόγοι για τους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί να παραιτηθή από όλα όσα έχει χάριν φιλανθρωπικών σκοπών.
6 Ο Λευίτης Βαρνάβας, αφού έγινε Χριστιανός, επώλησε το κτήμα του και κατέθεσε τα χρήματα ως συνεισφορά στα πόδια των αποστόλων, ανεγράφη δε το όνομά του στη Βίβλο επειδή το έκαμε αυτό. Βέβαια ο Βαρνάβας δεν το έκαμε γι’ αυτό το λόγο, αλλά θα ήταν δυνατόν ένας άλλος άνθρωπος να δωρήση όλα όσα του ανήκουν και όμως να έχη στο νου του να κάνη μεγάλο όνομα. Διαφημίζει, λοιπόν, τη δωρεά που κάνει και αναγράφεται το όνομά του στα ιστορικά αρχεία της φιλανθρωπικής οργανώσεως ως όνομα ενός υποδειγματικού δωρητού, ενός που προήγαγε τη φιλανθρωπία με αυτοθυσία. Αδιάφορο πόσο γενναιόδωρη μπορεί να φαίνεται η συνεισφορά, το ελατήριο που την υπεκίνησε δεν ήταν αγνό, δεν ήταν πραγματική αγάπη. Στην επί του όρους ομιλία του ο Ιησούς εθεώρησε καλό να μας προειδοποιήση να μη διαφημίζωμε τη φιλανθρωπία μας και να μην κάνωμε ελεημοσύνη μόνο και μόνο για να μας ιδούν και να μας θαυμάσουν οι άνθρωποι. Ο ελεήμων δωρητής που υποκινείται από αληθινή αγάπη, θα ακολουθήση την οδηγία του Ιησού: «Όταν δε συ κάμνης ελεημοσύνην, ας μη γνωρίση η αριστερά σου τι κάμνει η δεξιά σου· δια να ήναι η ελεημοσύνη σου εν τω κρυπτώ· και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αυτός θέλει σοι ανταποδώσει εν τω φανερώ.» (Ματθαίος 6:1-4) Δεν είναι το υλικό ή χρηματικό δώρο εκείνο για το οποίον ανταμείβει ο Θεός τον δωρητή, αλλά είναι η αγάπη που βρίσκεται πίσω από το δώρο, εκείνη που Αυτός ανταμείβει. Η αγάπη, λοιπόν, ωφελεί εκείνον που δίδει.
7, 8. Πώς πρέπει να δίδωμε, και πώς πρέπει να προάγεται ένα έργο περιθάλψεως;
7 Δεν πρέπει ποτέ να υποχωρούμε σε κάποια ιδιοτελή πίεσι όταν κάνομε ένα δώρο. Ας υποθέσωμε ότι διεξάγεται μια εκστρατεία περιθάλψεως. Όλοι γύρω μας μπορεί να συνεισφέρουν. Για να μη μας νομίζουν λοιπόν φιλαργύρους και για να φαινόμαστε πως είμαστε εξίσου γενναιόδωροι με τους άλλους ή για να αποκτήσωμε κάποιο εμπορικό όφελος, μπορεί να αισθανόμαστε τους εαυτούς μας αναγκασμένους να δώσωμε τουλάχιστον κατιτί. Αυτό θα ήταν ένα δώρο που εξυπηρετεί το ατομικό μας συμφέρον ή κάποια προσωπική μας υπόθεσι, και όχι ένα εκούσιο δώρο που γίνεται από ένα πρόσχαρο δωρητή. Ένας δωρητής που αγαπά πραγματικά, δεν θα δώση απλώς το ελάχιστο, αλλά θα δώση τόσο όσο μπορεί, ακόμη και στερώντας τον εαυτό του, διότι θέλει να το κάμη αυτό από αγάπη προς τον Θεό και τα πλάσματά του. Τέτοιου είδους άτομα εκτιμά ο Θεός, ο δε απόστολος Παύλος λέγει σχετικά μ’ ένα έργο περιθάλψεως στις ημέρες του: «Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης· διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.»—2 Κορινθίους 9:7.
8 Ο απόστολος δεν μας λέγει, φυσικά, αν έδινε ο ίδιος από το δικό του εισόδημα, προσέφερε, όμως, δωρεάν τις προσωπικές του υπηρεσίες, και έτσι υπήρχε το ελατήριο της αγάπης πίσω από την υλική εισφορά που μπορούσε να κάνη. Δεν έκανε όπως πολλοί σήμερα, που απαντούν σε μια δημοσία παρόρμησι για ελεημοσύνη και συνεισφέρουν, να πούμε, χίλια δολλάρια σε μια φιλανθρωπική οργάνωσι και λέγουν: «Ιδού! πηγαίνετε ΣΕΙΣ και θρέψτε και ανακουφίστε αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται σε στενοχωρία.» Όχι, αλλά ο Παύλος δαπανούσε τον ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ στο έργο της περιθάλψεως. Για να μπορέσουν οι Χριστιανοί αδελφοί του που ήταν στην Ελλάδα, να προσφέρουν περίθαλψι μ’ ένα ώργανωμένο τρόπο στους πτωχούς Χριστιανούς αδελφούς των της Παλαιστίνης, έδωσε οδηγίες πώς να ετοιμάζωνται τα εφόδια της περιθάλψεως. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσαν να παραδίδωνται χωρίς απώλεια χρόνου και προσπαθειών και θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για τη βοήθεια των πτωχών αδελφών των. Δεν εκρατείτο και δεν εδημοσιεύετο κατάλογος εκείνων που εισέφεραν, διότι αυτό θα δημιουργούσε ιδιοτελή ελατήρια. Κάθε τι γινόταν για να κάνη έκκλησι στη Χριστιανική τους αγάπη, και όχι σε οποιουδήποτε είδους ιδιοτέλεια. Αλλιώς, η επιδεικτική ελεημοσύνη δεν θα έκανε καλό στους συνεισφέροντας, διότι δεν θα ανέπτυσσε αγάπη μέσα τους.—1 Κορινθίους 16:1-4· 2 Κορινθίους 8:1-24.
9, 10. Πώς πρέπει να γίνεται η θυσία του εαυτού μας για να μας ωφελήση πραγματικά;
9 Ένας άνθρωπος θα μπορούσε να δώση όλα τα υπάρχοντά του για να θρέψη τους πτωχούς, και όμως να είναι απρόθυμος να δώση τον εαυτό του για την υπηρεσία του Θεού και τη σωτηρία των πλασμάτων Του. Επομένως παράδοσις του εαυτού μας θ’ αντεπροσώπευε μεγαλύτερη αυτοθυσία από απλή διανομή όλων των υπαρχόντων μας για ελεημοσύνη. Αλλά και εδώ ακόμη η απουσία της αγάπης θα μπορούσε να κάνη αυτόν που παραδίδει τον εαυτό του, χωρίς αξία ενώπιον του Θεού. Ας μη απατώμεθα σ’ αυτό το σημείο, διότι ο Παύλος λέγει: «Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου δια να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.» (1 Κορινθίους 13:3) Ένα εγωκεντρικό άτομο μπορεί να επιδιώκη το μαρτύριο. Μπορεί ν’ αποβλέπη στο μέλλον και να λέγη: «Αν ριψοκινδυνεύσω τη ζωή μου κατ’ αυτόν τον τρόπο, ή αν εκτεθώ και πεθάνω μ’ αυτό τον τρόπο, οι άνθρωποι θα με θαυμάζουν και θα με δοξάζουν και θα μιλούν για μένα επί πολύν καιρό. Μπορεί ν’ αναφερθώ στην ιστορία ως μάρτυς και να στηθή μια πλάκα ή ένα μνημείο εις ανάμνησίν μου.» Η πορεία αυτή δεν θα ήταν ούτε πορεία αγάπης, ούτε πορεία Χριστοειδής.
10 Ο Ιησούς Χριστός παρέδωσε τον εαυτό του πρόθυμα, αγόγγυστα, σαν πρόβατο στα χέρια των σφαγέων, αλλά δεν τον βλέπομε να καυχάται γι’ αυτό. Επανειλημμένως επέστησε την προσοχή στη θυσία του. Και όμως αυτό ποτέ δεν το έκαμε με κομπασμό. Το έκαμε για να δείξη στους ανθρώπους το μόνο δρόμο με τον οποίο μπορούν ν’ αποκτήσουν σωτηρία. Παρέδωσε το σώμα του στο θάνατο διότι αγαπούσε τον Ιεχωβά Θεό και έχαιρε να πράττη το θέλημά Του. Όταν ήλθε στη σκηνή του κόσμου και ανέλαβε το έργο του ως Αρχιερεύς του Θεού για να προσφέρη τον εαυτό του, είπε:« Ιδού, έρχομαι· εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού· χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.»—Ψαλμός 40:7, 8· Εβραίους 10:5-10.
11. Αντί της αυτοεπιδείξεως στη θυσία, τι λογαριάζεται ενώπιον του Θεού;
11 Οι πνευματικοί αδελφοί του Χριστού που καλούνται να κληρονομήσουν τον ουράνιο θρόνο μαζί του στα δεξιά του Θεού, προτρέπονται να προσφέρουν την ανθρώπινη ζωή τους στην υπηρεσία Του. Ο Παύλος γράφει σ’ αυτούς και λέγει: «Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, να παραστήσητε τα σώματά σας θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον εις τον Θεόν, ήτις είναι η λογική σας λατρεία.» Πράττοντας τούτο, δεν χρειάζεται να κάνωμε κάτι το θεαματικό για να αποκτήσωμε φήμη μεγάλου μάρτυρος. Για να είμαστε πιστοί, χρειάζεται απλώς να μάθωμε ποιο είναι το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο θέλημα του Θεού και έπειτα ήσυχα, τακτικά και σταθερά να το πράττωμε για να αρέσωμε σ’ αυτόν και να τον δοξάζωμε. Η γνώσις αυτού του δικού Του θελήματος θα μεταμορφώση τη διάνοιά μας, και δεν θα προσπαθούμε να συμμορφωνώμεθα με την ιδιοτελή πορεία του κόσμου τούτου ζητώντας να λάβωμε στάσι μάρτυρος για να δοξάσωμε τον εαυτό μας. Η πιστή μας υπακοή στο θέλημα και στις εντολές του Θεού είναι εκείνη που θα αποδείξη την πλήρη μας τελειότητα στην αγάπη του Θεού, και για τούτο Αυτός θα μας θεωρήση αξίους διαφυλάξεως για πάντα στο νέο κόσμο. (Ρωμαίους 12:1, 2) Δεν είναι, λοιπόν, ο πομπώδης ωσάν μάρτυρος τρόπος θανάτου που κάνει εντύπωσι στον Θεό. Η ανεπιτήδευτη, πιστή υπακοή σ’ αυτόν είναι εκείνη που λογαριάζεται. Αυτή αποδεικνύει την αγάπη μας γι’ αυτόν και την δυναμώνει και την τελειοποιεί μέσα μας. Επαναλαμβάνομε, λοιπόν, την προειδοποιητική συμβουλή του αποστόλου: «Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυχήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.»—1 Κορινθίους 13:3, Κριτική Έκδοσις Κειμένου, Περιθώριον.
12. Η οδός της αγάπης είναι πιο υπέροχη από τι; Τι μας βοηθεί σ’ αυτή;
12 Ασφαλώς, λοιπόν, η οδός της αγάπης είναι η μόνη επωφελής οδός ενώπιον του Θεού. Η οδός της αγάπης είναι πιο υπέροχη από το να κάνωμε κάτι λαμβάνοντας και χρησιμοποιώντας χαρίσματα και ικανότητες που μας χορηγούνται θαυματουργικά με το πνεύμα ή την ενεργό δύναμι του Θεού. Τώρα που τα θαυματουργικά αυτά χαρίσματα δεν χορηγούνται πια σήμερα, είναι για μας περισσότερη ανάγκη παρά ποτέ να καλλιεργούμε την αγάπη. Το πνεύμα του Θεού μπορεί να μας βοηθήση να το πράξωμε σε τέλειο βαθμό.