Χρισταδελφισμός—εκ Θεού ή εξ Ανθρώπων;
«ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ στην τριάδα;» «Όχι», απήντησε ο μάλλον θρησκευόμενος ξένος,«Στα αιώνια βάσανα;» «Όχι». «Στην καταστροφή της γης;» «Όχι». «Στη μετάβασι στον ουρανό»; «Όχι». «Στα δέκατα;» «Όχι». «Στον πόλεμο;» «Όχι, όσον αφορά εμάς τους ιδίους.» «Και ποια μπορεί να είναι η θρησκεία σας;» «Εγώ είμαι ένας Χριστάδελφος».
Οι Χριστάδελφοι ισχυρίζονται ότι βασίζουν τις απαντήσεις των σε τέτοια ερωτήματα στην αποδοχή της Γραφής από μέρους των ως πλήρως εμπνευσμένης. Ενθαρρύνουν την προσωπική μελέτη της θρησκείας, και ως αποτέλεσμα συνήθως γνωρίζουν πολύ περισσότερα περί της θρησκείας των απ’ όσα πολλοί άλλοι καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί. Μεταξύ αυτών δεν υπάρχει μισθοδοτούμενος κλήρος, ούτε διάκρισις κληρικών—λαϊκών. Κάθε εκκλησία εκλέγει τους δικούς της «υπηρετούντας αδελφούς», για χρονικό διάστημα τριών ετών, για ν’ αναλάβουν τις φροντίδες, και όλοι πρέπει να είναι άρρενες, μολονότι δεν υπάρχει αντίρρησις να συνεργάζονται και γυναίκες στα θρησκευτικά περιοδικά των. Το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό του τρόπου λατρείας των είναι ο κάθε Κυριακή εβδομαδιαίος εορτασμός του «Δείπνου του Κυρίου».
Οι Χριστάδελφοι δεν ψηφίζουν ούτε προσχωρούν σε ενώσεις οποιουδήποτε είδους. Είναι αντίθετοι στο κάπνισμα, στο διαζύγιο, στις δικαστικές διενέξεις και στους γάμους με ετεροδόξους. Σύμφωνα με την αυστηρότητα των απέχουν από κοσμικές διασκεδάσεις.
Το όνομα «Χριστάδελφοι» σημαίνει «αδελφοί του Χριστού», υιοθετήθη δε από τον ιδρυτή των, Δρα Τζων Τόμας, και τους συντρόφους του για να διακρίνωνται και να ξεχωρίζουν τη στάσι των περί πολέμου από άλλους που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί και οι οποίοι δεν είχαν τέτοιους δισταγμούς λόγω ευσυνειδησίας. Ο Δρ Τόμας, που είχε ναυαγήσει στο ταξίδι του από την Αγγλία στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1832, έκαμε ευχή να υπηρετήση τον Θεό, αν εφείδετο της ζωής του. Εκτελώντας αυτή την ευχή, συνεδέθη με τους Καμπελλίτας, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Μαθηταί του Χριστού, αλλ’ απεχωρίσθη από τον ιδρυτή τους το 1834· ένα κύριο σημείο της διαφωνίας του ήταν η επιμονή του Τόμας ότι το βάπτισμα έπρεπε ν’ ακολουθήται από μια αλλαγή πίστεως.
Ύστερ’ από λίγο καιρό ο Δρ Τόμας αφιέρωνε όλον τον χρόνο του στα θρησκευτικά συμφέροντα και μεταξύ του 1844 και του 1847 απεκρυστάλλωσε τη θέσι του σε ό,τι θεωρούσε ότι είναι Χριστιανοσύνη, στην οποία κι εβαπτίσθηκε εκ νέου. Απέκτησε ένα αριθμό ακολούθων στις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρεττανία, στην οποίαν επέστρεψε τρεις φορές. Όταν πέθανε στο 1871, ένας στενός σύντροφος του, ο Ρόμπερτ Ρόμπερτς, ανέλαβε την ηγεσία ως τον θάνατο του στο 1898. Τον διεδέχθη ένας Κ. Κ. Γουώκερ, μετά τον θάνατο του οποίου, με τη σειρά του, ήλθε στην επιφάνεια ο Τζων Κάρτερ. Αυτός, όπως έκαναν και οι δύο προκάτοχοί του, ηγείται του κυρίου σώματος, της Εκκλησιαστικής Αιθούσης Χρισταδελφικής Εγκρατείας Μπίρμιγχαμ, και τον συνδεδεμένων με αυτήν εκκλησιών, πρωτίστως δυνάμει της εκδόσεως από αυτόν του επισήμου οργάνου της υπό τον τίτλον Ο Χριστάδελφος.
Ο Χρισταδελφισμός είναι ένα από τα μικρότερα δόγματα του Χριστιανικού κόσμου. Περί τους 20.000, μια πλειονότης πιθανώς, βρίσκονται στη Μεγάλη Βρεττανία, το δε υπόλοιπο είναι κυρίως διάσπαρτο σε άλλες Αγγλόφωνες χώρες.
ΤΕΣΣΕΡΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ
Η φύσις των ανωτέρω μπορεί να κάνη μερικούς να συμπεράνουν ότι ο Χρισταδελφισμός είναι πραγματικά από τον Θεό. Εν τούτοις, καθόσον τον εξετάζομε στενότερα, διαπιστώνομε ότι περιέχει τόσο χονδροειδείς ελλείψεις και ψευδείς δοξασίες, ώστε απλούστατα δεν θα μπορούσε να είναι παρά Θεού, αλλά πρέπει να είναι παρ’ ανθρώπων.
Ο Χρισταδελφισμός πρώτ’ απ’ όλα υστερεί, διότι δεν γνωρίζει τίποτα για το ζήτημα της παγκοσμίου κυριαρχίας, ούτε κι ενημερώνεται κανείς από την ανάγνωσι των πολλών του εκδόσεων περί του ότι η διεκδίκησις του ονόματος του Ιεχωβά είναι πιο σπουδαία από τη σωτηρία των ανθρωπίνων πλασμάτων. (Ιεζ. 36:22, 23) Αυτές οι αλήθειες είναι διάχυτες στον λόγον του Θεού απ’ την αρχή ως το τέλος. Πραγματικά, το όνομα του Ιεχωβά απαντάται σχεδόν 7.000 φορές στις Εβραϊκές Γραφές, στο βιβλίο δε του Ιεζεκιήλ και μόνο βρίσκομε να ορίζεται περίπου εξήντα φορές ότι «θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά.» (Ιεζ. 25:17, ΜΝΚ) Μεταξύ άλλων, ο Μωυσής, ο Ιησούς του Ναυή, ο Δαβίδ, ο Σολομών κι ο Βασιλεύς Εζεκίας εξετίμησαν τη σπουδαιότητα των αληθειών αυτών.—Βλέπε Έξοδος 7:5· 9:16· 12:12· 32:7-13· Ιησούς του Ναυή 7:7-9· 1 Σαμουήλ 17:45-47· 1 Βασιλέων 8:43· 2 Βασιλέων 19:15-19· Ιώβ, κεφάλαια 1 και 2· Ψαλμοί 83:18· Παροιμίαι 27:11.
Το ίδιο το όνομα του Ιησού σημαίνει «ο Ιεχωβά Είναι Σωτηρία». Κατ’ επανάληψιν ο Ιησούς επέστησε την προσοχή των ανθρώπων στο όνομα του Πατρός του. Οι ακόλουθοί του έκαναν το ίδιο. Πραγματικά, κατέδειξαν ότι ο λόγος ακριβώς για τον οποίον ο Θεός «επεσκέφθη τα έθνη» ήταν για «να λάβη εξ αυτών λαόν δια το όνομα αυτού.» Αλλ’ όλη αυτή η έξαρσις του ονόματος του Ιεχωβά και το επίμαχο ζήτημα λείπουν από τον Χρισταδελφισμό.—Ματθ. 6:9· Ιωάν. 12:28· 17:6· Πράξ. 15:14.
Μια δεύτερη ζωτική και βασική έλλειψις του Χρισταδελφισμού είναι ή της ενότητος για την οποίαν ο Ιησούς προσηύχετο: «Δια να ήναι πάντες έν· . . . δια να ήναι τετελειωμένοι εις έν.» Ναι, όπως ετόνισε ο Παύλος, οι Χριστιανοί ‘πρέπει να λέγωσι πάντες το αυτό, και να μη είναι σχίσματα μεταξύ των, αλλά να είναι εντελώς ηνωμένοι, έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην’. Έμπεριέλαβε τις διχοστασίες και τις αιρέσεις στα «έργα της σαρκός.»—Ιωάν. 17:21-23· 1 Κορ. 1:10-13· Γαλ. 5:19, 20.
Αλλά μέσα στον Χρισταδελφισμό υπήρχε ένα πνεύμα διαιρετικότητος απ’ την αρχή σχεδόν. Ενδεικτική της αδυναμίας αυτής είναι η δήλωσις που ανεγράφη κατά τα τέλη του 1923 στον Χριστάδελφο: «Το έτος που λήγει τώρα υπήρξε πρωτοφανές σε ‘ενσπορά ερίδων μεταξύ αδελφών’.» Ως αποτέλεσμα τούτου υπάρχουν πάρα πολλά σχίσματα και διαιρέσεις. Κάθε νέα ομάς που αποσπάται ισχυρίζεται ότι είναι η μόνη αληθινή και ότι όλες οι άλλες είναι στην πλάνη. Ένας επιφανής Χριστάδελφος, ο Φ. Γ. Τζαναγουαίη, είπε κάποτε γι’ αυτό το πνεύμα της διαιρετικότητος στο σύγγραμμα Οι Χριστάδελφοι και η Συντροφία: ‘Υπάρχουν τουλάχιστον δώδεκα αδελφότητες που αυτοκαλούνται Χριστάδελφοι, κι η καθεμιά αρνείται να συντροφεύση με τις άλλες ένδεκα’. Αυτό έγινε στο 1934. Δεν λέγεται πόσες χωριστές ομάδες υπάρχουν σήμερα, διότι πολλές αποτελούνται από ένα μικρόν όμιλο μόνο, ή απλή εκκλησία. Πολλοί απόμαχοι Χριστάδελφοι καταφέρονται εναντίον αυτής της διαιρετικότητος, μερικοί δε εργάζονται για την επανένωσί των. Πολλοί απ’ αυτούς διατείνονται ότι όλ’ αυτά οφείλονται σε διαμάχες για εντελώς δευτερεύοντα πράγματα.
Πόσο ισχυρά αισθήματα έχουν μερικοί για τα ζητήματα που τους διήρεσαν μπορεί να παρατηρηθή από τη δήλωσι, που αναγράφεται τακτικά στο επίσημο όργανο μιας από τις πιο αυστηρές φατρίες, της ομάδος Κλάφαμ:
«Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες Εκκλησίες και οι Εκπρόσωποί των αναγνωρίζουν τη συντροφιά μόνον εκείνων που αντικρούουν τις πλάνες της μερικής εμπνεύσεως, της ευθύνης περί μη αναστάσεως, της εγέρσεως των νεκρών σε αθανασία, της ‘καθαρά σαρκικής’ φύσεως του Χριστού· που αρνούνται ότι είμεθα ελεύθεροι να υπηρετήσωμε στις Κρατικές Δυνάμεις, να εναγάγωμεν σε δικαστήρια, να εκζητήσωμε διαζύγιο· και οι οποίοι είναι έτοιμοι ν’ αποσυρθούν απ’ εκείνους που προσχωρούν σε μια κοινότητα όπου υπάρχουν αυτές οι πλάνες».
Γιατί τόσο πολύς διαχωρισμός; Γιατί τόσο πολλές διαιρέσεις; Μήπως αυτό δεν δείχνει έλλειψι αγάπης; μια μορφή υπερηφάνειας; Δεν μπορεί αυτό να χαρακτηρισθή ως «ισχυρογνωμοσύνη»; Ο Ιησούς όχι μόνο προσηυχήθη για τους ακολούθους του να είναι ενωμένοι, αλλά και είπε ότι με την αγάπη που θα είχαν προς αλλήλους, θα μπορούσαν όλοι ν’ αναγνωρίσουν τους ακολούθους του. Ασφαλώς η αγάπη αυτή λείπει μεταξύ των Χρισταδέλφων, και συνεπώς στιγματίζει τα έργον των ως προερχόμενον όχι από τον Θεό, αλλ’ από ανθρώπους.—Ιωάν. 13:34, 35.
Μια τρίτη βασική έλλειψις του Χρισταδελφισμού είναι σχετικά με την αποδοχή απ’ αυτούς της ευθύνης να δώσουν μαρτυρία, την οποία ευθύνη ο Ιησούς Χριστός εναπέθεσε στους ακολούθους του. Δεν αναγνωρίζει διόλου την υποχρέωσι να κηρύξη «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας . . . εις πάντα τα έθνη» και να ‘μαθητεύση πάντα τα έθνη όπως μνημονεύεται στο κατά Ματθαίον 24:14· 28:19, 20. Μάλλον, διατείνεται ότι η «δικαιοδοσία του είναι να καταστήση γνωστόν το αληθινό Ευαγγέλιο στους λαούς του λεγομένου ‘Χριστιανισμού’, οι οποίοι παρεπλανήθησαν από την απλότητα της αληθείας που εκηρύχθη από τον Χριστόν και τους αποστόλους».—Έκθεσις Απογραφής Η.Π., 1941.
Πώς μπορεί αυτό το δόγμα να είναι παρά Θεού κι ωστόσο να υστερή τόσο πολύ στην εκπλήρωσι της σπουδαιοτάτης αυτής αποστολής; Θ’ αφήση ο Θεός σχεδόν όλο τον κόσμο χωρίς μαρτυρία περί της αληθείας του, ειδικά στις έσχατες αυτές ημέρες; Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε ο προλεχθείς «πολύς όχλος» των λάτρεων του Θεού να συναχθή απ’ όλα τα έθνη;—Αποκάλ. 7:9.
Η τέταρτη βασική έλλειψις του Χρισταδελφισμού είναι η μη διακράτησις της ελπίδος για τους νεκρούς του ανθρωπίνου γένους. Διατείνεται ότι μόνον εκείνοι, που εγνώρισαν ό,τι αυτός θεωρεί ως αλήθειαν, καθίστανται υπεύθυνοι και μόνον αυτοί θ αναστηθούν, είτε προς ζωήν είτε προς θάνατον.a Θα μας έκανε να πιστεύωμε ότι, εκτός από τον ελάχιστον αυτόν αριθμό, όλοι οι λοιποί του ανθρωπίνου γένους θα παραμείνουν νεκροί για πάντα, περιλαμβανομένων και όλων των παιδιών—ακόμη κι εκείνων που είχαν Χρισταδέλφους γονείς—που πέθαναν προτού φθάσουν στην εφηβική ηλικία της ευθύνης.
Αλλ’ οι υποσχέσεις της Γραφής περί αναστάσεως δεν είναι τόσο περιωρισμένες. Ο Ιησούς Χριστός «είναι ιλασμός περί των αμαρτιών ημών· και ουχί μόνον περί των ημετέρων, αλλά και περί όλου του κόσμου.» Αυτά τα λόγια δείχνουν σαφώς ότι υπάρχει ελπίς και για άλλους εκτός από το «μικρόν ποίμνιον» από τη Χριστιανική εκκλησία. Ναι, όλοι όσοι είναι στη «θάλασσα», στον «θάνατο» και στον «Άδη» θα εκπορευθούν, αλλ’ όχι και όσοι είναι στη «λίμνη του πυρός», στη «Γέεννα», ή στον «δεύτερο θάνατο».—1 Ιωάν. 2:1, 2· Αποκάλ. 20:13-15· 21:8· Ματθ. 23:33· Ιωάν. 5:28, 29· Πράξ. 24:15· Εβρ. 2:9.
Το ότι η ανάστασις δεν περιορίζεται σε «υπευθύνους» διασαφηνίζεται περαιτέρω από το ότι ο Ματθαίος εφήρμοσε το Ιερεμίας 31:15, 16 στα βρέφη της Βηθλεέμ, διότι ο Ιερεμίας προχωρεί στο να δείξη ότι αυτά τα βρέφη, θα επανέλθουν από τη γη του εχθρού, η δε Ραχήλ θ’ ανταμειφθή για τους μόχθους της, (Ματθ. 2:17, 18) Επίσης, τα τέκνα των πιστών θα εχαρακτηρίζοντο ως «άγια», αν ο προορισμός των ήταν ο του αδίκου ανθρωπίνου γένους σε περίπτωσι που θα πέθαιναν προτού φθάσουν σε ηλικία καταλογισμού ευθύνης;—1 Κορ. 7:14.
Ασφαλώς, όλα αυτά τα Γραφικά εδάφια και τα επιχειρήματα τονίζουν αυτό που θα έδειχνε η λογική, δηλαδή, ότι η σοφία, η δύναμις και η αγάπη του Ιεχωβά Θεού επιφυλάσσουν κάτι καλύτερο από εκμηδένισι για κείνους από το ανθρώπινο γένος, που πέθαναν χωρίς ν’ ακούσουν για την αλήθεια του Θεού, αλλ’ οι οποίοι είναι δεκτικοί δικαιοσύνης. Ναι, ο Θεός είναι ‘Θεός ελπίδος’!—Ρωμ. 15:13.
ΠΡΟΪΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΛΟΓΙΚΕΥΣΕΩΣ
Ενώ οι ανωτέρω ελλείψεις στιγματίζουν τον Χρισταδελφισμό ως προϊόν ανθρωπίνης σοφίας μάλλον παρά Θείας σοφίας, το γεγονός αυτό καθίσταται ακόμη πιο εμφανές καθόσον εξετάζομε τα επιχειρήματα του που χρησιμοποιούνται για να υποστηρίξουν τις διδασκαλίες του. Στο ένα παράδειγμα μετά το άλλο η λογίκευσις φαίνεται ευλογοφανής, πειστική, πιστευτή και αρκετά πραγματική στην επιφάνεια, αλλά με μια πληρέστερη εξέτασι βρίσκεται ότι είναι ατελής, λεπτή, επινοημένη, επιτηδευμένη, το πολύ μια ευφυής εξήγησις για να δικαιολογηθή μια διδασκαλία, αλλ’ εξήγησις που δεν αντέχει στη δοκιμασία της υγιούς Βιβλικής γνώσεως. Και δεν μπορεί μήπως αυτό να εξηγήση γιατί υπάρχει τόση διαίρεσις στον Χρισταδελφισμό βασισμένη σε «μηδαμινά πράγματα»;
Μεταξύ τον κυρίων πλανών του Χρισταδελφισμού είναι η παρ’ αυτού άρνησις της προσωπικότητος του Σατανά και των δαιμόνων· η άρνησίς του ότι ο Ιησούς είχε προανθρώπινη ύπαρξι· η άρνησίς του ότι η θυσία του Ιησού ήταν μια αντίστοιχος απολυτρωτική αξία και η άρνησίς του της πνευματικής φύσεως της βασιλείας του Θεού.
Αυτές οι πλάνες έχουν ωρισμένα πράγματα από κοινού. Εν πρώτοις, απαιτείται λιγώτερη πίστις για να γίνουν αυτές οι αρνήσεις παρά να γίνουν δεκτές αυτές οι διδασκαλίες· δεύτερον, η άρνησίς των είναι κοινή μεταξύ των νεωτεριστών κληρικών, που δεν πιστεύουν ότι η Γραφή είναι θεόπνευστη· τρίτον, φαίνεται ότι η καθεμιά κατά ένα τρόπον παριστάνει ένα στασιασμό κατά των εσφαλμένων λαϊκών αντιλήψεων, ο οποίος στασιασμός έφθασε στο αντίθετο άκρον.
Το να δώσωμε στους αναγνώστας μας μια περιεκτική έκθεσι της Γραφικής θέσεως πάνω σ’ αυτές τις διδασκαλίες δεν φαίνεται αναγκαίον λόγω της συχνότητος με την οποία αυτές εδημοσιεύθησαν σ’ αυτή και σε άλλες εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά. Ούτε ο χώρος επιτρέπει εδώ ν’ απαντήσωμε σε όλες τις εσφαλμένες ερμηνεύσεις που γίνονται στα Χρισταδελφικά βιβλία. Εν τούτοις, θα δοθούν παραστατικά παραδείγματα σε απόδειξι των ανωτέρω παρατηρήσεων, στο βαθμό που επιτρέπει ο χώρος.
Η ΠΡΟΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Ένα Χρισταδελφικό έντυπο, γράφοντας εναντίον της προανθρωπίνης υπάρξεως του Ιησού, λέγει ότι όταν ο Θεός είπε, «Ας κάμωμεν ανθρωπον κατ’ εικόνα ημών», χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό, όχι για να περιλάβη τον Υιόν του, τον Λόγον, αλλά μόνο για ν’ αναφερθή στον εαυτό του, αφού ο τίτλος του στην Εβραϊκή Ελωχίμ είναι στον πληθυντικό. (Γέν. 1:26) Αλλ’ αν είναι έτσι εδώ το ζήτημα, τότε πρέπει να υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις που να δείχνουν ότι ο Θεός (Ελωχίμ) συνήθιζε να μιλή μ’ αυτόν τον τρόπο για τον εαυτό του. Αλλά τι βρίσκομε; Ο Ντέλιτζ, ένας από τους κυριωτέρους κλασσικούς της Βίβλου, που ήκμασε στον δέκατον ένατον αιώνα, λέγει τα εξής στο βιβλίο Μια Νέα Σειρά Σχολίων επί της Γενέσεως: «Πληθυντικός αριθμός δεν εμφαίνεται στην Αγία Γραφή οπουδήποτε ο Θεός μιλεί για τον εαυτό του». Το ότι ο Θεός μιλούσε στον Λόγον, στον Υιόν του, όταν είπε, «Ας κάμωμεν άνθρωπον», είναι προφανές από το κατά Ιωάννην 1:3 και την επιστολή προς Κολοσσαείς 1:15, 16, όπου ο Λόγος εμφαίνεται ως το ενεργούν Θείον όργανον στη δημιουργία.
Επίσης, τονίζεται ότι, όταν ο Ιησούς προσηύχετο, «Δόξασόν με συ, Πάτερ, πλησίον σου, με την δόξαν την οποίαν είχον παρά σοι πριν γείνη ο κόσμος», ανεφέρετο σε μια δόξα, που υπήρχε μόνο στη διάνοια του Θεού. (Ιωάν. 17:5) Αλλ’ όπως αποδίδεται εδώ από τη Μετάφρασι Νέου Κόσμου, οι λόγοι του Ιησού δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως αναφερόμενοι σε κάποια κατάστασι, που υπήρχε μόνο στη διάνοια του Θεού, διότι ο Ιησούς προσεύχεται να είναι πάλι πλησίον του Πατρός του. Το ότι δεν πρόκειται εδώ για μια αυθαίρετη απόδοσι είναι καταφανές από τη Γραφή με Διαστίχους Σημειώσεις του Τάφελ, που λέγει λέξιν προς λέξιν κάτω από το Ελληνικό κείμενον: «Και τώρα δόξασόν με, συ Πάτερ, πλησίον σου, με την δόξαν την οποίαν είχον πλησίον σου πριν γείνη ο κόσμος.» Προδήλως ο Ιησούς ανεφέρετο σε μια ωρισμένη θέσι, την οποία κατείχε παραπλεύρως ή πλησίον του Πατρός του πριν γίνη ο κόσμος.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
Μεταξύ των επιχειρημάτων, που χρησιμοποιούνται από τους Χρισταδέλφους εναντίον της προσωπικότητος του Σατανά και των δαιμόνων, είναι το ότι, εφόσον οι λέξεις σατάν (Εβραϊκή) και σατανάς και διάβολος (Ελληνική) κατά καιρούς μεταφράζονται και χρησιμοποιούνται ως κοινά ουσιαστικά ονόματα, αυτές οι λέξεις ποτέ δεν πρέπει να μεταγλωττίζωνται και χρησιμοποιούνται ως κύρια ονόματα, «Σατανάς», «Διάβολος». Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιείται σχετικά και με τον «Λόγον».
Αλλ’ αυτό είναι εντελώς ανακόλουθον. Αδάμ είναι λέξις Εβραϊκή, και κατά γράμμα σημαίνει «χοϊκός· άνθρωπος», συνήθως δε μεταφράζεται «άνθρωπος». Αυτό, όμως, διόλου δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κατά καιρούς ν’ αναφέρεται σ’ έναν ωρισμένον άνθρωπο κι επομένως πρέπει να μεταγλωττίζεται «Αδάμ».—Γέν. 5:1, 2.
Περαιτέρω λέγεται ότι δαίμονες υπάρχουν μόνο στη διάνοια και όταν τους εξέβαλλε ο Ιησούς απλώς συνεβάδιζε με τις λαϊκές δεισιδαιμονίες. Όταν, λοιπόν, είπε σε μια λεγεώνα απ’ αυτούς να πάνε σε μια αγέλη χοίρων, ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς μετεβίβαζε την άνοια, την παραφροσύνη του ανθρώπου. Αλλά τότε πώς πρέπει να εννοήσωμε τα λόγια του Ιακώβου: «Τα δαιμόνια πιστεύουσι, και φρίττουσι»;—Ιάκ. 2:19.
Μολονότι όλοι οι Χριστάδελφοι ισχυρίζονται ότι ο Σατανάς ή Διάβολος είναι απλώς η αμαρτία εν τη σαρκί, ευρέως διαφωνούν για την ταυτότητα του όφεως που επείραξε την Εύα και για κείνον ή εκείνο που επείραξε τον Ιησούν στην έρημο. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτς, συγγραφέα του βιβλίου Παραστρατημένος Χριστιανισμός, ο όφις «ήταν προικισμένος με το χάρισμα του λόγου (αναμφιβόλως, ειδικά όσον αφορά τον ρόλο που είχε να εκτελέση θέτοντας σε δοκιμασία τους πρώτους μας γονείς.)» Αλλά το να διακρατή ένας αυτή την ιδέα σημαίνει να κάμη τον Θεό υπεύθυνο για το ψεύδος που είπε ο όφις, ενώ «είναι αδύνατον να ψευσθή ο Θεός.» Επίσης, κάνει τον Θεό δελεαστή, έναν που πειράζει, παρακινεί ή απατά τους άλλους ν’ αμαρτήσουν, σε αντίθεσι προς τη σαφή δήλωσι του Ιακώβου ότι «ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει.» Ενώ ο Θεός δοκιμάζει επειδή εντέλλεται υπακοήν, κανένα δεν πειράζει να πράττη το κακόν.—Εβρ. 6:18· Ιάκ. 1:13· Γεν. 22:1.
ΙΗΣΟΥΣ Ο ΛΥΤΡΩΤΗΣ
Οι Χρισταδελφικοί συγγραφείς αρνούνται ότι ο Ιησούς Χριστός έγινε ένα «αντίστοιχον λύτρον» ή αντίλυτρον, αλλά λέγουν ότι ο Ιησούς απέθανε απλώς με μια αντιπροσωπευτική ιδιότητα και για τον εαυτό του καθώς και για τους λοιπούς των πιστών. Ιδιαίτερα έχουν αντίρρησι σ’ αυτή την έκφρασι «αντι(στοιχούν)-λύτρον» στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου. (1 Τιμ. 2:6) Εν τούτοις, ενώ η Ελληνική λέξις λύτρον μόνη της σημαίνει μόνον τη λύτρωσι ή απολύτρωσι, η Ελληνική πρόθεσις «αντί», προηγουμένη ή επομένη της λέξεως λύτρον, ενέχει τη σκέψι της «αντιστοιχίας». Έτσι, το Ελληνικόν Λεξικόν του Στρογκ λέγει σχετικά με το αντί: «Πρωτόγονον μόριον· αντίθετον, ήτοι αντί ή ένεκα . . . Συχνά χρησιμοποιείται συνθετικά για να σημάνη αντίθεσι, ανταπόδοσι, αντικατάστασι, αντιστοιχία, κλπ.» Η Ελληνική αυτή πρότασις εμφαίνεται πριν ή μετά από τη λέξι λύτρον στο κατά Ματθαίον 20:28· Μάρκον 10:45 και 1 Τιμόθεον 2:6, και διδάσκει σαφώς ένα αντιστοιχούν λύτρωμα, ή λύτρον διδόμενον σε αντάλλαγμα.
Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Ένας από τους Χρισταδελφικούς συγγραφείς, για να υποστιρίξη την άποψί τους ότι κανείς από τη γη δεν πρόκειται να πάη ποτέ στον ουρανό και ότι η βασιλεία του Θεού θα είναι εξ ολοκλήρου επίγεια, παραθέτουν εδάφια όπως αυτά: «Όταν ο Κύριος των δυνάμεων βασιλεύση εν τω όρει Σιών και εν Ιερουσαλήμ.» «Και ο Κύριος θέλει είσθαι βασιλεύς εφ’ όλην την γην.» «Και έκαμες ημάς εις τον Θεόν ημών βασιλείς και ιερείς και θέλομεν βασιλεύσει επί της γης.»—Ησ. 24:23· Ζαχ. 14:9· Αποκάλ. 5:10.
Λόγω των προφητειών αυτών οι Χριστάδελφοι βασίζουν μεγάλες ελπίδες στην επάνοδο των Ιουδαίων στην Παλαιστίνη, παραβλέποντας το γεγονός ότι όλοι αυτοί συνάγονται εν απιστία, απλώς για ιδιοτελείς λόγους, και ότι ολόκληρο το νόημα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών είναι ότι εκείνο που υπολογίζεται δεν είναι το να είναι κανείς Ιουδαίος κατά σάρκα αλλά κατά το πνεύμα.—Ρωμ. 2:25-29· Γαλ. 3:28.
Όσον αφορά το πρώτο εδάφιο, που παραθέτουν για ν’ αποδείξουν την άποψί τους, ας σημειωθή ότι για τους Χριστιανούς Ιερουσαλήμ είναι η άνω, μια ουράνια πόλις ή οργάνωσις. (Γαλ. 4:26) Το δεύτερο εδάφιο δεν λέγει τίποτα για το ότι ο Ιησούς θα βασιλεύση στη γη, αλλ’ αναφέρεται στον Ιεχωβά (όπως δείχνει το Εβραϊκό κείμενο) που βασιλεύει επί της γης. Και όσον αφορά το τρίτο εδάφιο, που λέγει ότι οι Χριστιανοί θα βασιλεύσουν «επί» της γης, η λέξις επί σημαίνει και «πάνω από», και πραγματικά έτσι αποδίδεται από τους μεταφραστάς της Βίβλου, όπως είναι ο Γκούντσπηντ, ο Νοξ, ο Γουεϊμάουθ και η Επιτροπή Νέου Κόσμου Μεταφράσεως της Βίβλου.
Ναι, εκ πρώτης όψεως ο Χρισταδελφισμός φαίνεται να είναι παρά Θεού, αλλ’ όχι και μετά από στενώτερη εξέτασι. Το ότι αγνοεί τη σπουδαιότητα του ονόματος του Ιεχωβά και το ζήτημα της παγκοσμίου κυριαρχίας, η καταφανής του έλλειψις ενότητος, η αποτυχία τού να εκτελέση την εντολή του Ιησού να κηρύξη τ’ αγαθά νέα σε όλα τα έθνη, η άγνοια της Γραφικής ελπίδος για την ανθρωπότητα γενικά, η άρνησις της προανθρωπίνης υπάρξεως του Ιησού, η άρνησις της προσωπικότητος του Σατανά και των δαιμόνων του, η άρνησις του αντιλύτρου, που προσεφέρθη από τον Ιησούν και η άρνησις της ουρανίας, πνευματικής φύσεως, της βασιλείας του Θεού και της ουρανίας αμοιβής των αγίων, όλ’ αυτά συγκλίνουν στον στιγματισμό του ως αξίου της Γραφικής περιγραφής: ‘Η βουλή αυτή και το έργον τούτο είναι εξ ανθρώπων’.—Πράξ. 5:38.
[Υποσημειώσεις]
a Μερικοί Χριστάδελφοι επιμένουν ότι μόνον εκείνοι που είχαν επίσης βαπτισθή έχουν γίνει υπεύθυνοι και θ’ αναστηθούν.