Οι Νεκροί θα Ξαναζήσουν;
Εκατομμύρια έχουν θέσει αυτή την ερώτησι. Ιδού η έγκυρη απάντησις της Βίβλου.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΣ, κάτω από την επιγραφή «Εις Μνήμην», εδημοσιεύθησαν οι παρακάτω λέξεις σε μια έγκριτη εφημερίδα: «Στην αγαπητή μας Μπρόντυ-Ίρις (Μητέρα Θυγατέρα) στην πρώτη επέτειο του θανάτου της. Εις ένδειξιν αγάπης και αιωνίου μνήμης. Ο Πατέρας, η Μητέρα και ο Μάικελ». Παρακάτω μια παρόμοια αναγραφή έλεγε: «Στη Ντόνελλυ-Άντελαϊν Μόκλαιρ. Εις ένδειξιν λατρείας και αιωνίου μνήμης μιας θαυμασίας συζύγου και μητρός τής οποίας την απώλεια αισθανόμεθα περισσότερο κάθε ημέρα.»
Τέτοιες γεμάτες αγάπη εκφράσεις δείχνουν το κοινό αίσθημα των ζώντων—μας λείπουν οι νεκροί μας. Η απουσία των είναι μια πραγματική απώλεια. Καθώς αληθεύει για κάθε μεγάλη απώλεια, διερωτώμεθα αν υπάρχη κάποια πιθανότης για την επανάκτησί της. Κάποτε πιστεύομε ότι θα μπορούσε να αποφευχθή η απώλεια, αν ο αγαπημένος μας είχε μια πιο έγκαιρη και καλύτερη θεραπεία. Αυτή ήταν η πεποίθησις της Μάρθας, που εξέχυσε τη θλίψι της στον Ιησού: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει.» Όταν ο Υιός του Ιεχωβά Θεού απήντησε: «Ο αδελφός σου θέλει αναστηθή,» η Μάρθα ανταπεκρίθη: «Εξεύρω ότι θέλει αναστηθή εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα.»—Ιωάν. 11:21, 23, 24.
Πώς το εγνώριζε αυτό η γυναίκα εκείνη; Μήπως ήταν θύμα πλάνης, ή μιας αγαπητής δεισιδαιμονίας; Μήπως η επιθυμία εγέννησε την πεποίθησι αυτή; Διόλου. Η Μάρθα είχε πίστι στον Ιεχωβά, τον Θεό που επιτελεί θαύματα, τον αληθινό Δημιουργό της ζωής. Αναμφιβόλως, από μικρή ακόμη ηλικία, η Μάρθα εγνώριζε ότι η Θεόπνευστη Αγία Γραφή ανέφερε για τη δημιουργία του πρώτου ανδρός και της πρώτης γυναικός. Η Μάρθα εγνώριζε ότι ο Θεός της έπλασε τον Αδάμ από το χώμα της γης. Ενεφύσησε στους μυκτήρας αυτού την πνοή της ζωής και ο άνθρωπος έγινε μια ζώσα ψυχή. (Γέν. 2:7) Δεν ήταν δύσκολο για τη Μάρθα να πιστεύη ότι ένας τέτοιος Θεός θα μπορούσε να εγείρη τους νεκρούς, ακόμη και όταν θα είχαν γίνει και πάλι χώμα.
Πραγματικά, στην ιερή ιστορία των προγόνων της η Μάρθα μπορούσε να μάθη πολλά πράγματα που εμπνέουν πίστι στην ανάστασι. Υπήρχε η παλαιά αφήγησις της Γραφής για τον πατριάρχη Αβραάμ, παραδείγματος χάριν. Προς απόδειξιν της πίστεώς του ότι ο Ιεχωβά μπορεί να εγείρη τους νεκρούς, ο Αβραάμ ήταν πρόθυμος να υπακούση στην εντολή του Θεού να θυσιάση τον υιό του Ισαάκ. (Εβρ. 11:17-19) Απ’ το παλαιό βιβλίο του Ιώβ η Μάρθα θα ενεθυμείτο ίσως τα λόγια εκείνου που διεκράτησε ακεραιότητα: «Εάν αποθάνη ο άνθρωπος, θέλει αναζήσει; πάσας τας ημέρας της εκστρατείας μου θέλω περιμένει, εωσού έλθη η μεταλλαγή μου. Θέλεις καλέσει, και εγώ θέλω σοι αποκριθή· θέλεις επιβλέψει εις το έργον των χειρών σου.»—Ιώβ 14:14, 15.
Η πεποίθησις της Μάρθας ότι οι νεκροί θα ξαναζήσουν εστηρίζετο πιθανώτατα στην ιερή ιστορική αφήγησι για μια ανάστασι που έγινε στην πόλι Σαρεπτά. Εκεί είχεν αποθάνει ο υιός μιας χήρας κατά τη διάρκεια της επισκέψεως του προφήτου Ηλία. Όταν ο Ηλίας εδεήθη ένθερμα στον Ιεχωβά να επανέλθη η ζωή του παιδαρίου στο νεκρό σώμα του, ο Θεός εισήκουσε και ενήργησε—το νεκρό παιδί ανέζησε. (1 Βασ. 17:17-23) Επίσης, το ιερό κείμενο για τον λαό της Μάρθας αναγράφει την υπόσχεσι του Θεού στον αγαπητό προφήτη Δανιήλ: «Θέλεις αναπαυθή, και θέλεις σταθή εν τω κλήρω σου εις το τέλος των ημερών.»—Δαν. 12:13.
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΗ ΒΕΒΑΙΩΣΙΣ
Η έλευσις του Ιησού, του από πολλού αναμενομένου Μεσσία, επρομήθευσε περισσότερη βεβαίωσι ότι οι νεκροί θα αναζήσουν. Μια μέρα, πριν ασθενήση και αποθάνη ο Λάζαρος, ο αδελφός της Μάρθας, ο Ιησούς παρέσχε νέα πληροφορία για την ελπίδα της αναστάσεως, λέγοντας: «Επειδή καθώς ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός ούστινας θέλει ζωοποιεί. Αληθώς, αληθώς σας λέγω, ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι νεκροί θέλουσιν ακούσει την φωνήν του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες θέλουσι ζήσει. Μη θαυμάζετε τούτο· διότι έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού· και θέλουσιν εξέλθει οι πράξαντες τα αγαθά εις ανάστασιν ζωής· οι δε πράξαντες τα φαύλα, εις ανάστασιν κρίσεως.» (Ιωάν. 5:21, 25, 28, 29) Αργότερα, ο Ιησούς επανήλθε στο θέμα, λέγοντας: «Τούτο δε είναι το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός, παν ό,τι μοι έδωκε, να μη απολέσω ουδέν εξ αυτού, αλλά να αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. Και τούτο είναι το θέλημα του πέμψαντός με, πας όστις βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν, να έχη ζωήν αιώνιον, και εγώ θέλω αναστήσει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα.»—Ιωάν. 6:39, 40.
Κατόπιν της σαφούς αυτής διδασκαλίας του Ιησού, δεν πρέπει να μας εκπλήττη ότι η Μάρθα απήντησε ότι ο αδελφός της «θέλει αναστηθή εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα.» Η ισχυρή πίστις της εστηρίζετο στην ακριβή γνώσι του σκοπού του Θεού. Εν τούτοις, δεν εγνώριζε ότι ο Ιησούς θα ήγειρε τον Λάζαρο την ώρα εκείνη! Πηγαίνοντας στο μνήμα, όπου ο Λάζαρος είχε ταφή πριν από τέσσερες ημέρες, ο Ιησούς προσηυχήθη στον Ιεχωβά και κατόπιν ανεφώνησε με φωνή μεγάλη: «Λάζαρε, ελθέ έξω.» Αμέσως ο Λάζαρος εξήλθε, φέροντας ακόμη τα νεκρικά περιτυλίγματα. «Λύσατε αυτόν,» είπε ο Ιησούς, «και αφήσατε να υπάγη.» (Ιωάν. 11:41-44) Η είδησις διεδόθη ταχέως. Όταν κάποτε αργότερα ο Ιησούς επεσκέφθη τον Λάζαρο και τις αδελφές του, «έμαθε . . . όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι είναι εκεί· και ήλθον ουχί δια τον Ιησούν μόνον, αλλά δια να ίδωσι και τον Λάζαρον, τον οποίον ανέστησεν εκ νεκρών. Συνεβουλεύθησαν δε οι αρχιερείς, δια να θανατώσωσι και τον Λάζαρον· διότι πολλοί των Ιουδαίων δι’ αυτόν υπήγαινον, και επίστευον εις τον Ιησούν.» (Ιωάν. 12:1, 2, 9-11) Από τον καιρό του Ιησού και έπειτα, η πίστις σ’ αυτόν κατέστη ένα ουσιώδες μέρος της ελπίδος στην ανάστασι. Ο θυσιαστικός του θάνατος και η ανάστασίς του από τον Ιεχωβά άνοιξαν την οδό για όλους που είναι στα μνημεία να εξέλθουν στον ωρισμένο καιρό του Θεού.
Βεβαίως, τα αγαθά αυτά νέα δεν ήταν κάτι που επρόκειτο να αποκρυβή από τους ανθρώπους των άλλων εθνών. Ο Ιησούς έδωσε οδηγίες στους ακολούθους του να φέρουν το παρήγορο άγγελμα «έως εσχάτου της γης.» (Πράξ. 1:8· Ματθ. 24:14) Στην ειδωλολατρική πόλι των Αθηνών ήλθε ο Παύλος ύστερ’ από λίγα χρόνια, λέγοντας στο λαό, καθώς και στους Επικουρείους και Στωικούς φιλοσόφους «τα αγαθά νέα περί του Ιησού και της αναστάσεως». Όταν ωδηγήθη ενώπιον του Αθηναϊκού δικαστηρίου του Αρείου Πάγου με την κατηγορία της «αιρέσεως», ο Παύλος εδήλωσε με θάρρος ότι ο Θεός «προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια ανδρός [του Ιησού] τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»—Πράξ. 17:17, 31.
Η μέλλουσα εκείνη «ημέρα», όταν ο Χριστός Ιησούς θα κρίνη την οικουμένην «εν δικαιοσύνη», είναι η χιλιετής Βασιλεία, για την οποία εδίδαξε όλους τους Χριστιανούς να προσεύχωνται: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.» (Ματθ. 6:9, 10) Αυτή θα είναι μια ουρανία κυβέρνησις, η οποία, όπως υπεσχέθη ο Θεός, θα αποκαταστήση τον παράδεισο σε όλη τη γη. Ο απόστολος Ιωάννης έλαβε εντολή να εκθέση μια ζωηρή περιγραφή του ευτυχούς εκείνου καιρού, και το έκαμε με τους εξής λόγους: «Και εγώ ο Ιωάννης είδον την πόλιν την αγίαν, την νέαν Ιερουσαλήμ, καταβαίνουσαν από του Θεού εκ του ουρανού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην δια τον άνδρα αυτής. Και ήκουσα φωνήν μεγάλην εκ του ουρανού, λέγουσαν, Ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και θέλει σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαοί αυτού, και αυτός ο Θεός θέλει είσθαι μετ’ αυτών Θεός αυτών. Και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον· ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον. Και είπεν ο καθήμενος επί του θρόνου, Ιδού, κάμνω νέα τα πάντα. Και λέγει προς εμέ, Γράψον· διότι ούτοι οι λόγοι είναι αληθινοί και πιστοί.»—Αποκάλ. 21:2-5.
ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΗ
Σε κάθε χώρα υπάρχει μια πρωτεύουσα ή κυβερνητική οργάνωσις στην οποία μια μειονότης κατέχει την εξουσία. Οι αποφάσεις και ενέργειες των κυβερνητικών αξιωματούχων επιδρούν στη ζωή της πλειονότητος που ζη κάτω από αυτή την κυβέρνησι. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διακυβέρνησι της γης από τη Βασιλεία του Θεού. Ο Χριστός είναι ο κεχρισμένος Βασιλεύς του Θεού, ενώ μια μειονότης, την οποίαν ο Ιησούς απεκάλεσε «μικρόν ποίμνιόν» του, λαμβάνεται με ανάστασι στην ουράνια πρωτεύουσα οργάνωσι, όπου «θέλουσιν είσθαι ιερείς του Θεού και του Χριστού, και θέλουσι βασιλεύσει μετ’ αυτού χίλια έτη.» (Λουκ. 12:32· Αποκάλ. 20:6) Ο Κύριος Ιησούς, στην Αποκάλυψι προς τον απόστολό του Ιωάννη, απεκάλυψεν ότι θα είναι μόνον 144.000 εκείνοι που θα ληφθούν από τη γη για να ενωθούν μαζί μ’ αυτόν, το Αρνίον του Θεού, στο ουράνιο Όρος Σιών, στην οργάνωσι της Βασιλείας. (Αποκάλ. 14:1-3) Οι πιστοί απόστολοι ήσαν οι πρώτοι που εκλήθησαν στο ουράνιο αυτό «μικρόν ποίμνιον», και σχετικά με αυτούς και τους συγκληρονόμους των του ουρανίου βραβείου ο Ιωάννης έγραψε: «Μακάριος και άγιος όστις έχει μέρος εις την πρώτην ανάστασιν.» (Αποκάλ. 20:6· 1 Πέτρ. 1:4) Αλλ’ είναι φανερό ότι ο μικρός αυτός αριθμός δεν περιλαμβάνει όλους όσοι εξήσκησαν πίστι στον Ιησού και στην ελπίδα της αναστάσεως. Τι θα γίνη με τους άλλους, που αποτελούν τη μεγίστη πλειοψηφία των πιστευόντων;
Η πλειονότης των μελών του ανθρωπίνου γένους που πρόκειται ν’ αναστηθούν θα επανέλθουν ως υπήκοοι, όχι ως άρχοντες, της ουρανίου βασιλείας. Θα ευλογηθούν με ζωή σε μια παραδεισία γη, ελεύθεροι από παθήματα και θλίψι. Σ’ αυτούς τους επιγείους υπηκόους της βασιλείας του ανεφέρετο ο Ιησούς, όταν έλεγε: «Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης [της ουρανίας]· και εκείνα πρέπει να συνάξω· και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου· και θέλει γείνει μία ποίμνη, είς ποιμήν.»—Ιωάν. 10:16.
Όπως ανέφερε ο Ιησούς, μεταξύ εκείνων που θ’ αναστηθούν θα υπάρχουν «οι πράξαντες τα αγαθά» καθώς και μερικοί «πράξαντες τα φαύλα». (Ιωάν. 5:29) «Οι πράξαντες τα αγαθά» ήσαν πιστοί δούλοι του Θεού, άτομα που διαμόρφωσαν τον τρόπο της ζωής των σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί θα λάβουν «ανάστασιν ζωής», και, καθώς είδαμε, η μεγίστη πλειονότης απ’ αυτά τα άτομα θα επανέλθουν σε ζωή επάνω στη γη. Ο Βαπτιστής Ιωάννης θα περιλαμβάνεται μεταξύ των ατόμων αυτών. Επειδή πέθανε πριν η θυσία του Ιησού ανοίξη την οδό για την ουράνια ζωή, η ανάστασίς του δεν μπορεί να είναι ουρανία, και γι’ αυτό ο Ιησούς είπε: «Αληθώς σας λέγω, μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών δεν ηγέρθη μεγαλήτερος Ιωάννου του Βαπτιστού· πλην ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών, είναι μεγαλήτερος αυτού.» (Ματθ. 11:11) Πολλοί άνδρες και γυναίκες από τον Άβελ ως τον Ιωάννη διεκράτησαν ακεραιότητα προς τον Θεό «δια να αξιωθώσι καλητέρας αναστάσεως.» (Εβρ. 11:35) Γι’ αυτούς ο Παύλος έγραψε: «Και ούτοι πάντες αν και έλαβον καλήν μαρτυρίαν δια της πίστεως, δεν απήλαυσαν την επαγγελίαν· διότι ο Θεός προέβλεψε καλήτερόν τι περί ημών, δια να μη λάβωσι την τελειότητα χωρίς ημών.» (Εβρ. 11:39, 40) Ώστε οι επίγειοι υπήκοοι της Βασιλείας θα ελάμβαναν την αμοιβή τους μόνο μετά την εγκαθίδρυσι της ουρανίας κυβερνητικής οργανώσεως.
Ότι ο Ιεχωβά Θεός θα ενθυμηθή ασφαλώς εκείνους τους δούλους του που έζησαν προ Χριστού, βεβαιούμεθα από τα λόγια του Ιησού: «Ότι δε εγείρονται οι νεκροί, και ο Μωυσής εφανέρωσεν επί της βάτου, ότε λέγει Ιεχωβά τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ. Ο δε Θεός δεν είναι νεκρών, αλλά ζώντων· διότι πάντες ζώσιν εν αυτώ.»—Λουκ. 20:37, 38, ΜΝΚ.
Με το έλεος του Θεού, ακόμη και μερικοί που ‘έπραξαν τα φαύλα’ θα εγερθούν από τους νεκρούς, για να κριθούν σύμφωνα με όσα θα πράξουν κατόπιν. Ο κακούργος, που εθανατώθη παράπλευρα με τον Ιησούν, θα περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών. (Λουκ. 23:43) Όχι οι αδιόρθωτοι ασεβείς, αλλ’ άτομα που, μολονότι έπραξαν κακά με άγνοια, θα συμμορφωθούν πρόθυμα με τους κανόνες της δικαιοσύνης, θα συμπεριληφθούν μεταξύ εκείνων που θ’ αναστηθούν και θα τους δοθή η ευκαιρία να μάθουν και να συμμορφωθούν προς το θείο θέλημα.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ
Στηριζόμενοι σ’ αυτή τη Γραφική πληροφορία, μπορούμε σήμερα ν’ αποβλέπωμε προς τα εμπρός με χαρά σε «νέους ουρανούς και νέαν γην, . . . εν οις δικαιοσύνη κατοικεί.» (2 Πέτρ. 3:13) Η δικαία εκείνη διακυβέρνησις με τη θαυματουργική ανάστασι όλων εκείνων που βρίσκονται στα μνημεία θα φέρη αγαλλίασι στην καρδιά πολλών που τώρα πενθούν για την απώλεια των προσφιλών των.
Ενθυμείσθε την ευτυχία της μητρός και του πατρός του μικρού εκείνου κοριτσιού, που ανέστησεν ο Ιησούς; «Εξεπλάγησαν με έκπληξιν μεγάλην.» (Μάρκ. 5:42) Αυτή θα είναι η αγαλλίασις, που θα συμμερισθήτε και σεις, βλέποντας την ανάστασι ανδρών, γυναικών και παιδιών που σας ήσαν προσωπικώς γνωστοί ή τους εγνωρίζατε από τη μελέτη των Γραφών. Όπως ακριβώς διατηρείτε την ταυτότητά σας από παιδί ως την ενηλικίωσί σας, μολονότι η εμφάνισίς σας μεταβάλλεται, έτσι και η προσωπικότης εκείνων που θ’ αναστηθούν θα αναγνωρισθή με οποιοδήποτε σώμα ο Θεός ευαρεστηθή να τους προικίση.
Γονείς, δεχόμενοι το επανερχόμενο στη ζωή νεκρό παιδί τους, θα έχουν τέτοια αγαλλίασι, ώστε δεν θα λυπηθούν διότι το παιδί πρέπει να αναπτυχθή και να κάμη τη δική του ζωή. Ζεύγη, όπως ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, που αποκτούν την ουρανία ανάστασι με την αιώνια χαρά ως «νύμφη» του Χριστού, δεν θα αισθάνωνται λύπη που δεν θα είναι πια άνδρας και γυναίκα. (Ρωμ. 16:3) Η χαρά των, όταν θα εγερθούν, του Αβραάμ και της Σάρρας, του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, του Ιακώβ, της Λείας και της Ραχήλ δεν θα είναι μειωμένη, διότι, όπως οι άγγελοι, «ούτε νυμφεύουσιν, ούτε νυμφεύονται.» Η υπερτάτη αγαλλίασίς των θα είναι να ζουν μέσα στον οικογενειακό κύκλο του Θεού «όντες υιοί της αναστάσεως.» (Λουκ. 20:34-36) Ώστε οποιοσδήποτε από μας ιδή ένα προηγούμενο παιδί, σύζυγο ή γυναίκα, πατέρα ή μητέρα να επανέρχωνται από τους νεκρούς, θα στέκεται πλησίον του με μεγάλη έκπληξι. Η ευτυχία αυτή δεν θα είναι μειωμένη επειδή ο ουράνιος πατήρ δεν θα ενώση και πάλι με γάμο τα άτομα που θα αναστηθούν και τα οποία ήσαν μια φορά σύζυγοι. Η χαρά των θα υπερχειλίζη, επειδή θα μπορούν ν απολαμβάνουν τη συντροφιά αλλήλων ως συγκληρονόμοι της ζωής. Προσευχές ευγνωμοσύνης θ’ ανέρχονται προς τον Ιεχωβά Θεό, διότι ένας από τους προσφιλείς μας επανήλθε στον οικογενειακό κύκλο του Θεού για να συμμερισθή τις ευλογίες μιας ατέλειωτης ζωής στον δίκαιο νέο κόσμο. Τα ευγνώμονα τέκνα του Θεού δεν θα ζητούσαν περισσότερο απ’ αυτό.
Η πραγματοποίησις του δικαίου αυτού κόσμου, που τώρα επίκειται, θ’ αποδώση πλήρη δικαίωσι στο όνομα του Ιεχωβά ως Θεού αγάπης, σοφίας, δικαιοσύνης και δυνάμεως. Έτσι, στην ερώτησι, «Οι νεκροί θα ξαναζήσουν;» έχομε τώρα την αυθεντική απάντησι: «Έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού και θέλουσιν εξέλθει.»—Ιωάν. 5:28, 29.