Χειροτονημένοι Διάκονοι του Θεού
«Και ημείς ευχαριστούμεν τον Θεόν αδιαλείπτως, ότι παραλαβόντες τον λόγον του Θεού τον οποίον ηκούσατε παρ’ ημών, εδέχθητε αυτόν ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά, (καθώς είναι αληθώς), λόγον Θεού, όστις και ενεργείται μεταξύ υμών των πιστευόντων.»—1 Θεσ. 2:13.
1. Ποια αντίθεσις υπάρχει μεταξύ των ιεροτελεστιών χειροτονίας του κλήρου του «Χριστιανικού κόσμου» και της χειροτονίας του Ιησού;
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ οργανώσεις, όπως η Προτεσταντική και η Καθολική, κάνουν πολύν θόρυβο γύρω στη χειροτονία του κλήρου των. Ένας ποιμήν μιας εκκλησίας πρέπει να έχη πρώτα σπουδάσει σ’ ένα θεολογικό ιεροσπουδαστήριο επί μερικά χρόνια, και αφού λάβη πτυχίο, συμπεραίνεται τότε ότι είναι έτοιμος να μπη στην τάξι του κλήρου. Ακολουθεί μια εξεζητημένη ιεροτελεστία με πολλή πομπή και επίδειξι. Πολλοί ανώτεροι λειτουργοί είναι πλησίον για να ιερουργήσουν και να παρακολουθήσουν την τελετή. Το άτομο αφιερώνεται ή ξεχωρίζεται για την υπηρεσία και τη λατρεία του Θεού του. Καθώς προάγεται ο κληρικός στη θρησκευτική του τάξι από ιερεύς σε επίσκοπο ή αρχιεπίσκοπο, είναι ανάγκη να περάση από περισσότερες ιεροτελεστίες με ακόμη μεγαλύτερη λαμπρότητα και επίδειξι από μέρους του εκκλησιαστικού σώματος. Πολλοί από τον κλήρον του «Χριστιανικού κόσμου» χειροτονούνται ή περιβάλλονται με ιερατικά αξιώματα, σε μεγάλους δαπανηρούς καθεδρικούς ναούς με σπάταλη επίδειξι, ώστε να παρουσιάζεται ένα εξεζητημένο δημόσιο θέαμα. Αλλ’ ο ιδρυτής της αληθινής Χριστιανοσύνης εχειροτονήθη με άγιο πνεύμα από τον ουρανό αφού εβυθίσθη κάτω από τα νερά του Ιορδάνου Ποταμού από έναν άνθρωπο που «είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου, και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού· η δε τροφή αυτού ήτο ακρίδες και μέλι άγριον.»—Ματθ. 3:4.
2, 3. Μολονότι δεν είχε θεολογική εκπαίδευσι, τι δείχνει ότι ο Ιησούς ήταν καλά εφωδιασμένος με τα προσόντα για ν’ αναλάβη τη διακονία;
2 Τι διαφορά στη χειροτονία! Ο Ιησούς επέρασε από μια τέτοια απλή διαδικασία για να γίνη χειροτονημένος διάκονος του Ιεχωβά. Επί πλέον, δεν αναφέρεται στις Γραφές ότι ο Ιησούς επήγε σε κάποιο ιδιαίτερο σχολείο για να εκπαιδευθή για τη διακονία, μολονότι ασφαλώς ως νεανίας εμελέτησε τον λόγον του Θεού, τις Εβραϊκές Γραφές. Είναι εντελώς φανερό ότι δεν εδιδάχθη σ’ ένα ειδικό σχολείο από τους γραμματείς και Φαρισαίους, τους θρησκευτικούς αρχηγούς της εποχής του. Διαβάζομε, όμως, ότι όταν ήταν ηλικίας δώδεκα ετών ο Ιησούς ησχολείτο με την υπόθεσι του Πατρός του ερωτώντας τέτοιους ανθρώπους, δηλαδή, τους γραμματείς και Φαρισαίους. Ο Λουκάς, ο ιστορικός, έγραψε ότι οι γονείς του τον αναζητούσαν μετά το Πάσχα ενώ επέστρεφαν στην πατρίδα τους από την Ιερουσαλήμ: «και ανεζήτουν αυτόν μεταξύ των συγγενών και των γνωρίμων. Και μη ευρόντες αυτόν, υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ ζητούντες αυτόν. Και μετά τρεις ημέρας εύρον αυτόν εν τω ιερώ, καθήμενον εν μέσω των διδασκάλων, και ακούοντα αυτούς, και ερωτώντα αυτούς. Εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτόν, δια την σύνεσιν και τας αποκρίσεις αυτού.»—Λουκ. 2:44-47.
3 Ο νεανίας αυτός, ηλικίας μόνο δώδεκα ετών, είπε στους γονείς του: «Δεν ηξεύρετε ότι πρέπει να ήμαι εις τα του Πατρός μου;» Εν τούτοις, ο Ιησούς εταξίδεψε στην πατρίδα με τους γονείς του, και η αφήγησις λέγει: «Και ο Ιησούς προέκοπτεν εις σοφίαν, και ηλικίαν, και χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις.»—Λουκ. 2:49, 52.
4, 5. (α) Ποιος καιρός αποφάσεως ήλθε για τον Ιησούν, και πώς ο Πατήρ του έδειξε την επιδοκιμασία του για το έργο που εξέλεξε; (β) Ήταν η χειροτονία του μια σπάταλη επίδειξις τελετουργίας;
4 Ήλθε ο καιρός, εν τούτοις, για να είναι ο Ιησούς πάντοτε στην εργασία του Πατρός του, και όταν έφθασε σε ηλικία τριάντα ετών επήγε στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, προφήτην του Ιεχωβά, ο οποίος εβάπτιζε στον ποταμό Ιορδάνη. Σ’ αυτόν τον απόμερο τόπο υπήρχε «“Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, Ετοιμάσατε την οδόν του Ιεχωβά· ευθείας κάμετε τας τρίβους αυτού”.» Αυτός ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και έθεσε τον Ιησούν τελείως κάτω από το νερό και τον ανήγειρε επάνω απ’ αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ιησούς εσυμβόλισε την αφιέρωσί του στο να πράττη το θέλημα του Πατρός του, ο δε Ιεχωβά τον ανεγνώρισε ως τον αγαπητό του Υιό στον οποίον ευηρεστήθη. «Και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος· και ιδού, ηνοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδε το πνεύμα του Θεού καταβαίνον ως περιστεράν, και ερχόμενον επ’ αυτόν. Και ιδού φωνή εκ των ουρανών, λέγουσα, Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην.» (Ματθ. 3:3, 16, 17, ΜΝΚ) Ο Ιησούς ήταν τώρα ο Χριστός, ο κεχρισμένος. Ήταν χειροτονημένος από τον Θεό και έπρεπε ν’ αρχίση το μεγάλο έργο κηρύγματος ως χειροτονημένος διάκονος. «Και αυτός ο Ιησούς ήρχιζε να ήναι ως τριάκοντα ετών.»—Λουκ. 3:23.
5 Κανείς δεν μπορεί να πη ότι η χειροτονία του Ιησού ήταν χειροτονία επιδείξεως, που ετελέσθη με πολλούς ιερείς ή κληρικούς γύρω. Δεν υπήρχε εκεί πομπή. Ούτε έλαβε πτυχίο ο Ιησούς από κάποια εξέχουσα θεολογική σχολή. Ήταν γυιός ενός ξυλουργού, ξυλουργός ο ίδιος, ο οποίος είχε τώρα κάμει ένα βήμα προς τα εμπρός για να αναλάβη το έργο της διακονίας.
6. Πώς οι μαθηταί του Ιησού έγιναν χειροτονημένοι διάκονοι, και πόσοι στις ημέρες εκείνες που εγίνοντο Χριστιανοί, ήσαν χειροτονημένοι για τη διακονία;
6 Όλοι οι μαθηταί του Ιησού εβαπτίσθησαν όμοια, εβυθίσθησαν πλήρως στο νερό, αφού δε τους εδίδαξε ο Ιησούς σχετικά με την εγγύτητα της βασιλείας του Θεού, τους απέστειλε να κηρύττουν το άγγελμα της Βασιλείας όπως ακριβώς το εκήρυττε και αυτός. Αυτοί ήσαν καλά εκπαιδευμένοι. Εγνώριζαν τον λόγον και το θέλημα του Θεού και ζούσαν όπως τους είχε ειπεί ο Ιησούς να ζουν. Δεν υπήρχε θεολογικό ιεροσπουδαστήριο γι’ αυτούς, και όμως ήσαν χειροτονημένοι διάκονοι του Θεού. Ο Ιεχωβά αργότερα τους εχρησιμοποίησε για να οργανώσουν τους πρώτους Χριστιανούς σε εκκλησίες και αυτοί διώρισαν επισκόπους για να ποιμαίνουν το ποίμνιον του Θεού, όχι να κατακυριεύουν του ποιμνίου. Στις ημέρες εκείνες κάθε άτομο που εγίνετο Χριστιανός, εγίνετο ένας χειροτονημένος διάκονος, διότι ο Ιεχωβά τούς έκανε ‘πρέσβεις υπέρ του Χριστού, ως εάν παρεκάλει ο Θεός δι’ αυτών’.—2 Κορ. 5:20.
7. Ποια εντολή του Ιησού δείχνει ότι οι μαθηταί του ήσαν χειροτονημένοι για τη διακονία;
7 Μετά την ανάστασί του εκ νεκρών ο Ιησούς μίλησε στους συναθροισμένους μαθητάς του και είπε: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» (Ματθ. 28:19, 20) Στους αποστόλους δεν είχε λεχθή να κάνουν κάτι διαφορετικό εν σχέσει με το βάπτισμα αληθινών ακολούθων του Ιησού Χριστού από ότι είχε γίνει στη δική τους περίπτωσι, ή από το παράδειγμα που έδωσε ο Ιησούς Χριστός. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τυπική θρησκευτική τελετουργία απ’ την οποία πρέπει κανείς να περάση για να γίνη ένας από τους χειροτονημένους διακόνους του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός έδωσε το απλό υπόδειγμα.
8. Στην αλήθεια και στην πραγματικότητα ποιος κάνει τη χειροτονία των διακόνων του Θεού, και ποια σχέσι έχει το βάπτισμα με αυτή την υπόθεσι;
8 Φυσικά, το να βαπτισθή κανείς στο νερό δεν τον κάνει χειροτονημένο διάκονο. Ο Θεός κάνει τη χειροτονία εκείνου που βαπτίζεται, ο οποίος έχει ήδη αναγνωρίσει τον Ιεχωβά Θεό ως τον υπέρτατον Άρχοντα και τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του, αναγνωρίζοντας, επίσης, ότι αυτός ο ίδιος είναι αμαρτωλός και ότι έχει ανάγκη της αξίας της θυσίας του Χριστού για να έχη κατάλληλη στάσι ενώπιον του Θεού. Όταν κανείς βαπτίζεται στο νερό, αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι εκεί ο βαπτισμένος διακηρύττει δημοσία ότι είναι αφιερωμένος ή ξεχωρισμένος για την υπηρεσία και λατρεία του Ιεχωβά. Φυσικά, πρέπει να γνωρίζη τι κάνει και πρέπει να εξακολουθήση ν’ αποδεικνύη τον εαυτό του άξιον αυτού ακριβώς του πολύ υψηλού σκοπού. Ο Θεός, δεχόμενος τον βαπτισμένον, τον χειροτονεί για τη θεία διακονία.
9, 10. (α) Τι σημαίνει να είναι κανείς χειροτονημένος; (β) Πώς έδειξε ο Ιησούς τι έργο εσήμαινε γι’ αυτόν η εξουσιοδότησις εκείνη;
9 Το να είναι κανείς χειροτονημένος σημαίνει να είναι περιβεβλημένος με διακονικές αρμοδιότητες, ή να είναι διωρισμένος από αυθεντική πηγή. Ο Ιησούς ήταν αυθεντικά διωρισμένος από τον Θεό να εκτελή ειδική υπηρεσία, η οποία αποτελούσε το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν. Ο Ιησούς στη συναγωγή της Ναζαρέτ ανέγνωσε τα διακονικά του καθήκοντα από τον ρόλο του Ησαΐα: «“Πνεύμα Ιεχωβά είναι επ’ εμέ· δια τούτο με έχρισε· με απέστειλε δια να ευαγγελίζωμαι προς τους πτωχούς, δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν, και προς τους τυφλούς ανάβλεψιν, να αποστείλω τους συντεθλασμένους εν ελευθερία, δια να κηρύξω ευπρόσδεκτον Ιεχωβά ενιαυτόν.” Και κλείσας το βιβλίον, απέδωκεν εις τον υπηρέτην, και εκάθισε· πάντων δε οι οφθαλμοί των εν τη συναγωγή ήσαν ατενίζοντες εις αυτόν. Και ήρχισε να λέγη προς αυτούς, Ότι σήμερον επληρώθη η γραφή αύτη εις τα ώτα υμών.»—Λουκ. 4:18-21, ΜΝΚ.
10 Είχε προφητευθή στον Ησαΐα 61:1, 2, ότι ο Χριστός θα έκανε αυτό το έργο, και για τούτο ακριβώς ο Ιησούς μπορούσε ν’ αναφέρη αυτή την περικοπή και να ειπή ότι την εξεπλήρωνε. Ο Ιησούς είχε χειροτονηθή, διορισθή σ’ αυτή την υπηρεσία, στον Ιορδάνη Ποταμό τον καιρό του βαπτίσματός του. Εκεί το πνεύμα του Ιεχωβά ήλθε επάνω του και τώρα ήταν εξουσιοδοτημένος να εκτελέση το έργο του Θεού. Ήταν τώρα καιρός να μιλήση και να κάμη μια δημοσία διακήρυξι. Ο Ιησούς βεβαίως το έπραξε αυτό!
11. Τι μας λέγει η ανάγνωσις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών για το έργο του Ιησού, και διεβιβάσθη σε άλλους ή προς αυτόν εντολή να εκτέλεση αυτό το έργον; Σε ποιους;
11 Όλοι όσοι ανέγνωσαν τις Ελληνικές Γραφές γνωρίζουν για το καταπληκτικό πρόγραμμα κηρύγματος και διδασκαλίας που εξετέλεσε ο Ιησούς στη διάρκεια των τριάμισυ ετών της διακονίας του. Γνωρίζουν επίσης για το έργο που έκαμαν οι απόστολοι, έργο για το οποίο μίλησε ο απόστολος Παύλος όταν είπε: «Διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» (Ρωμ. 10:10) Οι Χριστιανοί σήμερα δεν μπορούν να κάμουν διαφορετικά. Η ίδια εντολή που εβάρυνε τον Ιησούν να διακηρύξη αγαθά νέα, να κηρύξη ελευθερία στους αιχμαλώτους, να δώση όρασι στους τυφλούς και να κηρύξη ευπρόσδεκτο έτος του Ιεχωβά, διεβιβάσθη στους πιστούς Χριστιανούς ακολούθους του. Μια όμοια και πολύ θετική διατύπωσις του ζητήματος αυτού έγινε για την εποχή μας από τον ίδιο τον Ιησού όταν ήταν στο Όρος των Ελαιών. Ο Ιησούς είπε: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθ. 24:14) Αλλά οι απόστολοι και όλοι οι ακόλουθοι του Ιησού επρόκειτο να κάμουν το κήρυγμα των αγαθών νέων αποστολή των στη ζωή.
ΕΚΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
12. Πόσο σπουδαίο είναι το έργο της διακονίας, και ποια επίκαιρα ερωτήματα προβάλλονται;
12 Αυτό το ζήτημα του να είναι κανείς χειροτονημένος διάκονος ενώπιον του Θεού ή ενώπιον κοσμικών κυβερνήσεων δεν είναι ελαφρό ζήτημα. Περιλαμβάνει κάθε λέξι, σκέψι και πράξι ενός ατόμου, το ν’ ακολουθή πραγματικά τις αρχές που εξετέθησαν από τον Ιησού Χριστό, ναι, να περιπατή στα ίχνη του. Ποια ακριβώς είναι η έκτασις αυτής της χειροτονίας ενός Χριστιανού ενώπιον του Θεού; Είναι ένας διάκονος χειροτονημένος μόνο τον καιρό που κηρύττει τα αγαθά νέα σε κάποιον; Ή είναι η χειροτονία αυτή—επειδή το άτομο είναι αφιερωμένο στον Ιεχωβά Θεό—μια εικοσιτετράωρη χειροτονία κάθε μέρα; Μπορεί ένα άτομο να παρεκκλίνη επί μια βραχεία χρονική περίοδο από την κλήσι που ομολογεί και να ενεργήση διαφορετικά, ή είναι υποχρεωμένο να τηρή τα διακονικά του ιμάτια διαρκώς; Οι Γραφές δείχνουν ότι ο Ιησούς ως νεανίας ήταν ξυλουργός, αλλά άλλαξε την απασχόλησί του. Θα επιθυμούσε ν’ αλλάξη την απασχόλησί του νωρίτερα στη ζωή, αλλά δεν ήταν αυτό το θέλημα του Πατρός του. Έπρεπε πρώτα να φθάση σε ηλικία τριάντα ετών, δηλαδή, στην ηλικία που απητείτο για να γίνη ένας Λευίτης ιερεύς με όλα τα αναγκαία προσόντα, κάτω από τον Ιουδαϊκό Νόμο. Έπειτα, αφού εχειροτονήθη από τον Θεό, κατέστησε πρώτιστο στη διάνοιά του το να πράττη το θέλημα του Πατρός του, το οποίο ήταν η διακήρυξις της εγγύτητος της βασιλείας των ουρανών. Τους μαθητάς του τους εξεπαίδευσε να εκτελέσουν το ίδιο είδος έργου, ή ν’ ακολουθήσουν την ίδια «κλήσι».
13. Ποια είναι η θεολογική έννοια της λέξεως «κλήσις»; Ποιοι πρέπει ν’ ακολουθήσουν μια τέτοια πορεία;
13 Η θεολογική έννοια της λέξεως κλήσις είναι: «Πρόσκλησις στην υπηρεσία του Θεού σε μια ιδιαίτερη θέσι ή κατάστασι ζωής, ειδικά στο ιερατείο ή στη θρησκευτική ζωή, όπως φανερώνεται από την καταλληλότητα ενός ατόμου, τις φυσικές του κλίσεις, και, συχνά, από πεποίθησι για μια Θεία πρόσκλησι. Η θέσις ή κατάστασις ζωής, στην οποία λαμβάνει κανείς μια τέτοια πρόσκλησι. Μια επίσημη πρόσκλησις σε μια ιδιαίτερη εκκλησιαστική υπηρεσία, όπως στη θέσι ποιμένος.» Ο Ιησούς είχε πράγματι «μια πρόσκλησι στην υπηρεσία του Θεού.» Είχε μια πρόσκλησι σε μια ιδιαίτερη δράσι ή σταδιοδρομία. Η «κλήσις» του ήταν τώρα να ‘ζητή πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού’. (Ματθ. 6:33) Έτσι, επίσης, κάθε άτομο που γίνεται ένας χειροτονημένος ακόλουθος του Ιησού Χριστού πρέπει στο εξής να ζη μια Χριστιανική ζωή με τέτοιον τρόπο. Οι απόστολοι του Ιησού έπρεπε να το κάμουν αυτό για ν’ αποδείξουν ότι η «κλήσις» των ήταν κλήσις χειροτονημένου διακόνου ενώπιον του Θεού, μολονότι ενώπιον των κοσμικών κυβερνήσεων οι άνθρωποι τους θεωρούσαν ως αλιείς, τελώνας ή σκηνοποιούς.
14. (α) Πότε επαγγέλματα όπως του ξυλουργού, του κτίστου, του μηχανικού ή του ιατρού λαμβάνουν δευτερεύουσα θέσι; (β) Γιατί δεν μπορεί ποτέ κανείς να παραιτηθή μια και εχειροτονήθη;
14 Το να είναι κανείς ένας αφιερωμένος Χριστιανός σήμερα δεν είναι μια ενασχόλησις στην οποία διαθέτει μέρος του χρόνου του, όπως δεν ήταν και τότε. Είναι μια ολοχρόνια κλήσις. Ένας αληθινός Χριστιανός δεν είναι απλώς Χριστιανός την Κυριακή για λίγες ώρες όταν βρίσκεται στην εκκλησία του ή σε μια συνάθροισι προσευχής. Ένα αληθινά αφιερωμένο άτομο, ένας χειροτονημένος διάκονος ενώπιον του Θεού, πρέπει να είναι Χριστιανός ολόκληρη τη ζωή του από τον καιρό που αναλαμβάνει ν’ ακολουθήση τον Ιησού Χριστό και να βαδίση στα ίχνη του. Στον κόσμο ένα άτομο μπορεί να λέγη ότι η «κλήσις» του είναι το επάγγελμα του ξυλουργού, του κτίστου, του μηχανικού, του ιατρού και ότι αποζή από αυτή την ενασχόλησι. Αλλ’ αν το άτομο αυτό αφιερώση τη ζωή του στον Ιεχωβά Θεό και βαπτισθή στο νερό, τότε, το κοσμικό επάγγελμα που ασκεί γίνεται δευτερεύον και η Χριστιανική του διακονία πρέπει να γίνη το πρώτης σπουδαιότητος ζήτημα, η πραγματική τώρα «κλήσις» του, επειδή εκλήθη στην υπηρεσία του Θεού. Ο Ιησούς είπε: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.» Το πρώτο, λοιπόν, έργο ενός Χριστιανού, το κύριο ενδιαφέρον του, είναι η κλήσις του σε μια Χριστιανική ζωή. Πρέπει να είναι αυτή. Η «κλήσις» του πρέπει να είναι κλήσις ενός χειροτονημένου διακόνου ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Μπορεί να εγκαταλείψη την κοσμική του εργασία, αλλά δεν μπορεί ποτέ να εγκαταλείψη τη θεία του κλήσι στην υπηρεσία του Θεού. Αν ένας Χριστιανός εγκαταλείψη τη διακονία, χάνει την αιώνιά του ζωή. Ποιο, λοιπόν, από τα δύο είναι πιο σπουδαίο;
15. Τι διακηρύττει το ότι κάνει κανείς αφιέρωσι, και πώς θεωρεί αυτός τον λόγον του Θεού;
15 Η αφιέρωσις στην υπηρεσία του Ιεχωβά και ο συμβολισμός αυτής της αφιερώσεως με βάπτισμα στο νερό δεν αποτελεί ένωσιν με κάποια επίγεια θρησκευτική οργάνωσι. Δεν είναι ένα τόσο «μικρό βήμα σαν κι αυτό. Είναι το πιο μεγάλο πράγμα που έχει κάμει κανείς ποτέ στη ζωή του. Η κατάδυσίς του στο νερό αποτελεί διακήρυξι σε όλους τους ομοίους του Χριστιανούς και τους ανθρώπους του κόσμου ότι από τότε και στο εξής το άτομο αυτό είναι αφιερωμένο στον Θεό, για να υπηρετή ως διάκονός του. Αυτή είναι η κλήσις του, και από τότε και έπειτα ολόκληρος ο λόγος του Θεού, όπως εκτίθεται στη Γραφή, πρέπει να είναι ο οδηγός του. Αυτός ως αληθινός Χριστιανός ενήργησε όπως είπε ο Παύλος: «Παραλαβόντες τον λόγον του Θεού τον οποίον ηκούσατε παρ’ ημών, εδέχθητε αυτόν ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά, (καθώς είναι αληθώς), λόγον Θεού, όστις και ενεργείται μεταξύ υμών των πιστευόντων.»—1 Θεσ. 2:13.
16, 17. (α) Όταν ένας εδέχθη τον λόγον του Θεού, τι περιλαμβάνεται; (β) Πώς το έδειξε αυτό ο Παύλος;
16 ‘Παρελάβετε τον λόγον του Θεού και εδέχθητε αυτόν’, τον εδέχθητε; Τι, τώρα, περιλαμβάνεται στην αποδοχή αυτή; Ο απόστολος Παύλος είπε ότι σ’ αυτήν περιελαμβάνετο ακόμη και το φαγητό και το ποτό ενός ατόμου. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράλογο, αλλ’ ας διαβάσωμε τι έγραψε ο Παύλος στους Κορινθίους: «Είτε λοιπόν τρώγετε, είτε πίνετε, είτε πράττετέ τι, πάντα πράττετε εις δόξαν Θεού. Μη γίνεσθε πρόσκομμα μήτε εις Ιουδαίους μήτε εις Έλληνας, μήτε εις την εκκλησίαν του Θεού· καθώς και εγώ κατά πάντα αρέσκω εις πάντας, μη ζητών το ιδικόν μου συμφέρον, αλλά το των πολλών δια να σωθώσι.» (1 Κορ. 10:31-33) Ο Παύλος ενδιεφέρετο να σώση ζωές ‘είτε τρώγων, είτε πίνων, είτε πράττων τι άλλο’. Αλλά πώς το φαγητό και το ποτό ενός άτομου συντελεί στο να σωθούν ζωές; Ο Παύλος το εξηγεί αυτό στο όγδοο και στο δέκατο κεφάλαιο της Πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής.
17 Ο Παύλος εγνώριζε ότι οι Χριστιανοί έπρεπε ‘να απέχουν από ειδωλοθύτων’ (Πράξ. 15:29)· αλλά εξήγησε στους Κορινθίους: «Παν το πωλούμενον εν τω μακελλίω τρώγετε, μηδέν εξετάζοντες δια την συνείδησιν· διότι “του Ιεχωβά είναι η γη, και το πλήρωμα αυτής.” Και εάν τις των απίστων σας προσκαλή, και θέλητε να υπάγητε, τρώγετε ότι βάλλεται έμπροσθέν σας, μηδέν εξετάζοντες δια την συνείδησιν. Εάν δε τις σας είπη, Τούτο είναι ειδωλόθυτον· μη τρώγετε, δι’ εκείνον τον φανερώσαντα, και δια την συνείδησιν διότι “του Ιεχωβά είναι η γη, και το πλήρωμα αυτής.” Συνείδησιν δε λέγω ουχί την ιδικήν σου, αλλά την του άλλου· επειδή δια τι η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως; Και εάν εγώ μετ’ ευχαριστίας μετέχω, δια τι βλασφημούμαι δι’ εκείνο, δια το οποίον εγώ ευχαριστώ;» (1 Κορ. 10:25-30, ΜΝΚ) Μπορεί το κρέας που επωλείτο στα κρεοπωλεία να είχε προσφερθή στα είδωλα, αλλά πώς θα το εγνώριζε ένα άτομο; Μπορεί να μην είχε ερωτήσει αν το ζώο, ή ακόμη το μέρος του ζώου που αγόρασε, είχε προσφερθή σ’ ένα είδωλο. Ο Παύλος, λοιπόν, λέγει ότι, αν ένα άτομο σας προσκαλή σε γεύμα, τρώγετε εκείνο που έχει. Ο Παύλος εγνώριζε ότι «το είδωλον είναι ουδέν εν τω κόσμω, και ότι δεν υπάρχει ουδείς άλλος Θεός ειμή εις.» (1 Κορ. 8:4) Αλλά, αν ένας που τρώγει μαζί σας λέγη, «Αυτό είναι κάτι που προσεφέρθη σ’ έναν θεό», τότε, λόγω της συνειδήσεως αυτού του ανθρώπου, μην τρώγετε απ’ αυτό. Λόγω της δικής σας συνειδήσεως; Όχι, αλλά λόγω της συνειδήσεως του άλλου άτομου. Μπορεί να κάμετε αυτό το άτομο να προσκόψη με το να φάγετε.
18, 19. (α) Γιατί ο Παύλος ενδιεφέρετο τόσο πολύ για τη συνείδησι των αδελφών του; (β) Πρέπει οι ακόλουθοι του Χριστού σήμερα να ενδιαφέρωνται όμοια; Γιατί;
18 Ο Παύλος υπεστήριζε ότι η ελευθερία ή η γνώσις ενός Χριστιανού δεν πρέπει να «γείνη πρόσκομμα εις τους ασθενείς.» Και αν θα ετρώγατε την τροφή που προσεφέρθη σε είδωλα αφού ευχαριστήσατε τον Θεό γι’ αυτήν, θα μπορούσατε ακόμη να φέρετε έναν άνθρωπο σε απώλεια. «Αμαρτάνοντες δε ούτως εις τους αδελφούς, και προσβάλλοντες την ασθενή συνείδησιν αυτών, εις τον Χριστόν αμαρτάνετε. Δια τούτο, εάν το φαγητόν σκανδαλίζη τον αδελφόν μου, δεν θέλω φάγει κρέας εις τον αιώνα, δια να μη σκανδαλίσω τον αδελφόν μου.» (1 Κορ. 8:9, 12, 13) Η χειροτονία του Παύλου, το ότι εξεχωρίσθη για την υπηρεσία του Θεού, περιελάμβανε το πώς έτρωγε και έπινε. Περιελάμβανε κάθε ενέργειά του στα καθημερινά πράγματα. Ο Παύλος ενδιεφέρετο να σώζη ζωές. Είπε, λοιπόν: «Μη φέρε εις απώλειαν με το φαγητόν σου εκείνον, υπέρ του οποίου ο Χριστός απέθανε . . . Διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω.» «Πάντα είναι εις την εξουσίαν μου, αλλά πάντα δεν συμφέρουσι· πάντα είναι εις την εξουσίαν μου, αλλά πάντα δεν οικοδομούσι. Μηδείς ας μη ζητή το εαυτού συμφέρον αλλ’ έκαστος τα του άλλου.»—Ρωμ. 14:15, 17· 1 Κορ. 10:23, 24.
19 Μπορούν οι Χριστιανοί σήμερα να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά και να επιτρέπουν το φαγητό τους ή το ποτό τους να γίνεται πρόσκομμα σ’ έναν Ιουδαίο ή Έλληνα ή σ’ έναν αδελφό στην εκκλησία; Όχι! Είμεθα στην ίδια θέσι που ήταν και ο Παύλος. Αυτός ήθελε μάλλον ‘κατά πάντα να αρέσκη εις πάντας, μη ζητών το ιδικόν του συμφέρον, αλλά το των πολλών δια να σωθώσι’. (1 Κορ. 10:33) Θα θέλατε να κάμετε το ίδιο; Αν είσθε ένας χειροτονημένος διάκονος σαν τον Παύλο θα θέλατε.
ΦΑΓΗΤΟ, ΠΟΤΟ, ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
20. (α) Ενώ το να τρώγωμε τροφές μπορεί να μην αποτελή ένα ζήτημα για τους Χριστιανούς τώρα, τι είναι εκείνο που αποτελεί ζήτημα, και ποια επιχειρήματα προβάλλονται για τη χρήσι του; (β) Όμως τι πρέπει να εξετασθή στις συνήθειές μας τις σχετικές με το ποτό;
20 Αλλά, κάποιος θα πη, πράγματα σαν αυτά δεν συμβαίνουν σήμερα. Οι άνθρωποι δεν προσφέρουν τροφή στα είδωλα. Καλά, λοιπόν, τι θα πούμε όμως για τις συνήθειές σας τις σχετικές με το «πίνειν»; Πολλοί άνθρωποι πίνουν σήμερα, ο δε Παύλος αναφέρει την «πόσιν» ως κάτι που πρέπει να το προσέχωμε. Οι άνθρωποι πίνουν κάθε είδους ποτά, αλλά η πόσις που προκαλεί την πιο πολλή διαταραχή στις διάνοιες μερικών ανθρώπων είναι η πόσις οινοπνευματωδών ποτών. Ίσως ένα άτομο που θέλει να πίνη κρασί θα υποστηρίξη ότι ο Παύλος ενουθέτησε τον Τιμόθεο να πίνη ‘ολίγον οίνον δια τον στόμαχόν του’. Ένας άλλος μπορεί να πη ότι το πρώτο θαύμα του Ιησού ήταν η μετατροπή του ύδατος εις οίνον. Άλλος πάλι θα πη ότι ο οίνος ευφραίνει την καρδιά. Αυτό που λέγεται είναι αληθινό, και σε πλείστες χώρες και πολιτείες είναι νόμιμο το να έχη κανείς και να χρησιμοποιή οινοπνευματώδη ποτά, αλλά είναι αυτό προς όφελος ενός άλλου αδελφού; Το ότι πίνετε ένα τέτοιο ποτό θα χρησιμεύση άραγε «προς οικοδομήν»; Ας σκεπτώμεθα όχι για το δικό μας όφελος, αλλά για το όφελος ενός άλλου ατόμου.
21, 22. (α) Ποιο κακό παράδειγμα θα μπορούσε να τεθή μπροστά στους αδελφούς από έναν απερίσκεπτο επίσκοπο; (β) Ποιος άλλος εκτός από τους αδελφούς θα μπορούσε να προσκόψη;
21 Υποθέστε ότι υπάρχει ένας επίσκοπος σε μια εκκλησία του λαού του Θεού, ένας άνθρωπος επιρροής, ένας στον οποίον οι άλλοι αποβλέπουν, ο οποίος βγαίνει κάποιο βράδυ με φίλους του, αλλά δεν συγκρατεί τον εαυτό του ενώ πίνει ένα μεθυστικό ποτό και μεθά. Η Γραφή αναφέρει πολύ θετικά ότι οι μέθυσοι δεν θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία. «Ή δεν εξεύρετε ότι οι άδικοι δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού; Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι . . . ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, . . . δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού.» (1 Κορ. 6:9, 10) Μολονότι μερικοί από σας ήσαν τέτοιοι προτού έλθουν στην αλήθεια, λέγει ο Παύλος, όμως απελούσθητε. Γιατί, λοιπόν, να επιστρέψετε σε μια τέτοια συνήθεια πάλι και να κάμετε τον αδελφό σας να προσκόψη; Τώρα ένας αδελφός μπορεί να δη αυτόν τον μεθυσμένο επίσκοπο να βαδίζη τρικλίζοντας. Ο παρατηρητής αυτός σκανδαλίζεται, ταράσσεται και προσβάλλεται διότι ένας χειροτονημένος διάκονος της εκκλησίας του υποτιμά τόσο τη χειροτονία του ενώπιον του Θεού ώστε γίνεται ένας μέθυσος. Αυτή η απροσεξία στο ζήτημα του ποτού έγινε αιτία να προσκόψη ένας αδελφός στην εκκλησία του Θεού.
22 Ας ακολουθήσωμε αυτόν τον μεθυσμένο άνθρωπο λίγο πιο πέρα. Καθώς πλησιάζει στο σπίτι του, ο γείτονάς του, με τον οποίο συμμελετά τη Γραφή, παρατηρεί τη μέθη του και προσκόπτει κι αυτός επίσης, επειδή ενόμιζε ότι ο χειροτονημένος αυτός διάκονος ζούσε μια Χριστιανική ζωή. Ο γείτονας, λοιπόν, αποφασίζει να μη συμμελετήση πια τη Γραφή με αυτό το άτομο, και λέγει στη σύζυγό του: «Αν αυτό είναι εκείνο που η Γραφή έκαμε γι’ αυτόν, υπάρχουν καλύτεροι άνθρωποι για να συναναστρέφεται κανείς, που δεν έχουν καν πίστι στον Θεό. Γιατί ν’ αλλάξω την πορεία της ζωής μου και ν’ αναλάβω κάτι νέο όταν ένας από τους εξέχοντας στην εκκλησία, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι χειροτονημένος διάκονος, μεθά;»
23. Από ποια άποψι είναι πολύ επίκαιρα τα λόγια του Παύλου στις επιστολές προς Κορινθίους και προς Ρωμαίους;
23 Πόσο μεγάλο δίκαιο είχε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε: «Είτε λοιπόν τρώγετε, είτε πίνετε, είτε πράττετε τι, πάντα πράττετε εις δόξαν Θεού.» (1 Κορ. 10:31) Ήταν αυτό προς δόξαν Θεού; Ασφαλώς ένας Χριστιανός δεν θέλει να γίνη πρόσκομμα σ’ έναν Ιουδαίο, σ’ έναν Έλληνα, σ’ ένα γείτονα, σ’ ένα φίλο, ή σ’ έναν από τους αδελφούς του στην εκκλησία του Θεού. Εκείνο για το οποίο πρέπει να ενδιαφέρεται κάθε χειροτονημένος διάκονος είναι η σωτηρία της ζωής όλων των ανθρώπων στον νέο κόσμο του Θεού. «Άρα λοιπόν ας ζητώμεν τα προς την ειρήνην, και τα προς την οικοδομήν αλλήλων. Μη κατάστρεφε το έργον του Θεού δια φαγητόν· Πάντα μεν είναι καθαρά· κακόν όμως είναι εις τον άνθρωπον όστις τρώγει με σκάνδαλον. Καλόν είναι το να μη φάγης κρέας, μηδέ να πίης οίνον, μηδέ να πράξης τι εις το οποίον ο αδελφός σου προσκόπτει.»—Ρωμ. 14:19-21.
24, 25. Με ποιους άλλους τρόπους πρέπει ένας Χριστιανός να επαγρυπνή στα βήματα του;
24 Ένας Χριστιανός πρέπει να επαγρυπνή στα βήματά του και σε άλλα πράγματα επίσης. Ο Παύλος παρουσιάζει αυτή την αλήθεια όταν γράφη στους Κολοσσαείς: «Ο λόγος του Χριστού ας κατοική εν υμίν πλουσίως, μετά πάσης σοφίας· διδάσκοντες και νουθετούντες αλλήλους με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, εν χάριτι ψάλλοντες εκ της καρδίας υμών προς τον Ιεχωβά. Και παν ότι αν πράττητε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού πράττετε, ευχαριστούντες δι’ αυτού τον Θεόν και Πατέρα.»—Κολ. 3:16, 17, ΜΝΚ.
25 Ο Παύλος λέγει να επαγρυπνήτε στα λόγια σας και στα έργα σας, τα οποία καταλαμβάνουν αρκετό μέρος του χρόνου μας κάθε μέρα. Πώς ακριβώς μιλούμε στους ανθρώπους και πώς εργαζόμεθα για τον εργοδότη μας; Η εκπαίδευσις ενός Χριστιανού ασφαλώς εκδηλώνεται μ’ αυτά τα δυο πράγματα.
26. Τι είδους λόγια πρέπει να χρησιμοποιούν οι χειροτονημένοι διάκονοι, και γιατί είναι δύσκολο μερικές φορές να τηρούμε υπό έλεγχον την ομιλία μας;
26 Είναι τα λόγια που βγαίνουν απ’ το στόμα μας κόσμια, καθαρά, υποβοηθητικά και άξια εκτιμήσεως; Θα ήμεθα ευχαριστημένοι αν ο Θεός επρόσεχε κάθε τι που λέμε; Ο Ιάκωβος μίλησε για τα λόγια μας όταν είπε: «Μήπως η πηγή από της αυτής τρύπης αναβρύει το γλυκύ και το πικρόν; . . . Ούτως ουδεμία πηγή είναι δυνατόν να κάμη ύδωρ αλμυρόν και γλυκύ.» Όσον αφορά το μικρό αυτό μέλος του σώματος λέγει: «Η γλώσσα πυρ είναι . . . Την γλώσσαν όμως ουδείς των ανθρώπων δύναται να δαμάση· είναι ακράτητον κακόν, μεστή θανατηφόρου φαρμάκου. Δι’ αυτής ευλογούμεν τον Ιεχωβά και Πατέρα, και δι’ αυτής καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ’ ομοίωσιν Θεού πλασθέντας. Εκ του αυτού στόματος εξέρχεται ευλογία και κατάρα. Δεν πρέπει, αδελφοί μου, ταύτα να γίνωνται ούτω.» Το στόμα ενός χειροτονημένου διακόνου πρέπει να διδάσκη και να νουθετή τους άλλους με ευγένεια. Δεν πρέπει να υπάρχη τέτοιο πράγμα όπως κομπορρημοσύνη και ψεύδος εναντίον της αληθείας. Το στόμα πρέπει πάντοτε να αινή τον Ιεχωβά. «Και ο καρπός της δικαιοσύνης σπείρεται εν ειρήνη υπό των ειρηνοποιών.»—Ιάκ. 3:6-12, 18, ΜΝΚ.
27. Μπορεί ένας χειροτονημένος διάκονος να έχη δυο λεξιλόγια; Τι λέγουν σχετικώς ο Παύλος και ο Πέτρος;
27 Οι χειροτονημένοι διάκονοι του Ιεχωβά δεν μπορούν να έχουν διπλές προσωπικότητες με δύο λεξιλόγια, το ένα καθαρό και ευθύ και το άλλο ρυπαρό και πονηρό. Ένας Χριστιανός μπορεί να εκπαιδευθή και να είναι ικανός να χρησιμοποιή καλούς λόγους που εκφράζουν τις σκέψεις του καθαρά και δυνατά. Ο Χριστιανός δεν έχει ένα λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί στην εκκλησία του λαού του Θεού και έπειτα μια άλλη σειρά σκληρών, τραχέων, ρυπαρών λόγων που χρησιμοποιεί εκεί που εργάζεται. Θυμηθήτε τι λέγει ο Παύλος: «Παν ότι αν πράττητε εν λόγω. . . , πάντα εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού πράττετε, ευχαριστούντες δι’ αυτού τον Θεόν και Πατέρα.» Ο Πέτρος το επιβεβαιώνει αυτό, επίσης, χρησιμοποιώντας καλά, εκφραστικά λόγια: «“Διότι όστις θέλει να αγαπά την ζωήν, και ίδη ημέρας αγαθάς, ας παύση την γλώσσαν αυτού από κακού, και τα χείλη αυτού από του να λαλώσι δόλον. Ας εκκλίνη από κακού, και ας πράξη αγαθόν· ας ζητήση ειρήνην, και ας ακολουθήση αυτήν. Διότι οι οφθαλμοί του Ιεχωβά είναι επί τους δικαίους, και τα ώτα αυτού εις την δέησιν αυτών· το δε πρόσωπον του Ιεχωβά είναι κατά των πραττόντων κακά”.»—1 Πέτρ. 3:10-12, ΜΝΚ.
28. (α) Πώς πρέπει ένας χειροτονημένος Χριστιανός διάκονος να βλέπη την κοσμική του ενασχόλησι; (β) Πώς αλλιώς, εκτός με την απ’ ευθείας αφαίρεσι των αγαθών των άλλων, μπορεί να είναι κάνεις κλέπτης;
28 Κατόπιν υπάρχει εκείνο το άλλο μέρος της Χριστιανικής ζωής—η εργασία. Σημαντικός χρόνος δαπανάται σε κάποιο είδος μόχθου, αλλά πώς εκτελεί κανείς την εργασία του και κερδίζει τον καθημερινό του άρτο; Όλα τα άτομα κατ’ ουσίαν κάνουν ένα συμβόλαιο ή μια συμφωνία με τον εργοδότη των. Όταν ένας εργοδότης μισθώνη έναν άνθρωπο να κάμη ωρισμένη εργασία, συμφωνεί να πληρώνη στον εργάτη ωρισμένο μισθό. Ο υπάλληλος δεν πρέπει ν’ αποφεύγη την εργασία του, να κάνη ολιγώτερα από όσα συνεφώνησε να κάνη. Πρέπει να είναι τίμιος και ν’ αποδίδη στον εργοδότη του το πλήρες μέτρον της εργασίας. Αν ένας είναι μισθωμένος ως ξυλουργός για τόσες ώρες την ημέρα και πληρώνεται τόσο για κείνες τις ώρες, τότε βέβαια στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου πρέπει να είναι επιμελής στο να εκτελή καλή εργασία ξυλουργού σε όλες εκείνες τις ώρες. Δεν πληρώνεται για να χάνη τον καιρό του. Πληρώνεται για να εργάζεται. Αν ένας Χριστιανός εργάζεται σ’ ένα κατάστημα που ανήκει σ’ έναν πλούσιο δεν έχει δικαίωμα να κλέπτη αυτόν τον άνθρωπο επειδή είναι πλούσιος, ούτε έχει το δικαίωμα να κλέπτη τους πελάτας με το να τους δίνη τα εμπορεύματα σε τιμή μεγαλύτερη από ότι αξίζουν και να κρατή τη διαφορά. Αυτό είναι κλοπή. Ένας άνθρωπος μπορεί να κλέπτη, επίσης, τον εργοδότη του με το να χασομερά στη δουλειά. Ο άνθρωπος περιμένει να πληρωθή από τον εργοδότη του. Γιατί δεν μπορεί και ο εργοδότης να περιμένη να εκτελεσθή η εργασία για το χρήμα που πληρώνει; «Παν ότι αν πράττητε . . . εν έργω, πάντα εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού πράττετε.» Το πράττετε σεις;
29. Ποια στάσι έλαβε ο απόστολος Παύλος απέναντι του δούλου Ονησίμου, μια και έγινε Χριστιανός;
29 Ο Παύλος δεν φρονούσε ότι ο Ονήσιμος, δούλος του Φιλήμονος, έπρεπε να κρατηθή από τον εργοδότη του. Όταν ο Ονήσιμος έγινε Χριστιανός, ο Παύλος εξακρίβωσε ότι ήταν δούλος και τον έστειλε πάλι στον κύριό του. Ο δούλος, τώρα Χριστιανός, ανήκε ακόμη στον Φιλήμονα έστω και αν ο Φιλήμων ήταν επίσης Χριστιανός. Ο Παύλος, γράφοντας για τον Ονήσιμο, είπε: «Σε παρακαλώ [Φιλήμων] υπέρ του τέκνου μου, τον οποίον εγέννησα εν τοις δεσμοίς μου, υπέρ του Ονησίμου· όστις ήτο ποτέ άχρηστος εις σε, τώρα δε εις σε και εις εμέ είναι χρήσιμος, τον οποίον πέμπω οπίσω. Συ δε αυτόν, τουτέστι, τα σπλάγχνα μου, δέχθητι.» Μολονότι ο Παύλος βρήκε πολύ υποβοηθητικόν για τον εαυτό του τον Ονήσιμο, ο οποίος είχε δραπετεύσει από τον κύριο του, όμως ήθελε να επιστρέψη ο Ονήσιμος στον κύριό του, επειδή αυτό ήταν δίκαιο και σ’ αυτόν ανήκε νομίμως και για να τον απολαμβάνη ο Φιλήμων «διαπαντός· ουχί πλέον ως δούλον, αλλά υπέρ δούλον, αδελφόν αγαπητόν, μάλιστα εις εμέ [λέγει ο Παύλος], πόσω δε μάλλον εις σε και κατά σάρκα και εν Κυρίω.» (Φιλήμ. 10-12, 15, 16) Οι Γραφές δείχνουν ότι άσχετα με την κατάστασι στην οποία βρίσκεται ένας Χριστιανός, κατάστασι δούλου ή ελευθέρου εργάτου, πρέπει να εργάζεται ως να το έπραττε αυτό ‘εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, ευχαριστών δι’ αυτού τον Θεόν και Πατέρα’.
30. Τι πρέπει, λοιπόν, να είναι οι Χριστιανοί;
30 Οι Χριστιανοί πρέπει να είναι τίμιοι. Πρέπει να είναι φιλαλήθεις. Πρέπει ν’ αποδεικνύουν ότι είναι χειροτονημένοι διάκονοι, όχι μόνο όταν κηρύττουν τα αγαθά νέα, αλλά σε κάθε τι που κάνουν, ώστε κάθε είδους άνθρωποι να μπορέσουν να σωθούν. Με τούτο αποδεικνύουν ότι ‘ο λόγος του Θεού ενεργείται εις τους πιστεύοντας’. Είσθε άραγε ένας Χριστιανός που κάνετε καλά έργα είτε στην περίπτωσι που τρώγετε ή πίνετε ή ομιλείτε ή εργάζεσθε ή κηρύττετε ή όταν κάνετε οτιδήποτε άλλο, πράττοντας τα πάντα προς δόξαν Θεού για να μπορέση κάποιος να σωθή; ‘Ζητείτε ειρήνην και ακολουθείτε αυτήν’; Ένας Χριστιανός γνωρίζει ότι «οι οφθαλμοί του Ιεχωβά είναι επί τους δικαίους», τους χειροτονημένους διακόνους του.—1 Πέτρ. 3:11, 12, ΜΝΚ.