Μέρος 16—«Γενηθήτω το Θέλημά Σου Επί της Γης»
Ο Ιησούς, για να γίνη «ο Βασιλεύς που θα επιβάλη το υπέρτατον θέλημα», εγεννήθη από την Ιουδαία παρθένο στη Βηθλεέμ ώστε να γίνη ο μόνιμος κληρονόμος της διαθήκης που έκαμε ο Ιεχωβά Θεός με τον Βασιλέα Δαβίδ για την αιώνια βασιλεία. Ο Ιησούς εμεγάλωσε στη Ναζαρέτ. Όταν ο πρόδρομός του, Ιωάννης ο Βαπτιστής, άρχισε να κηρύττη ότι η βασιλεία των ουρανών επλησίασε, τότε ο Ιησούς εγνώριζε ότι ήταν ο προλεχθείς καιρός του Θεού για να παρουσιασθή ως ο κληρονόμος της βασιλείας. Πήγε, όχι στην πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ, αλλά στον Ιωάννη, στον Ιορδάνη ποταμό, για να βαπτισθή. Εκεί ο Ιωάννης εβάπτισε τον Ιησούν, όχι για να συμβολισθή ότι αυτός ήταν αμαρτωλός που μετανοούσε για τις αμαρτίες του εναντίον του νόμου του Ιεχωβά, αλλά για να συμβολισθή το ότι είχε έλθει για να κάμη το περαιτέρω θέλημα του Θεού γι’ αυτόν. Μετά το βάπτισμά του εξασκούσε συνεχώς τη δύναμι της θελήσεώς του σε αρμονία με το θέλημα του Θεού.
22. Σημείον τίνος ήταν το βάπτισμα του Ιωάννου γενικά, και του Ιησού ειδικά, κι έτσι υπέρ τίνος αφιερώθη ο Ιησούς στον Θεό;
22 Το συγκινητικό αυτό γεγονός πρέπει να τηρήται στο νου μας: Το εν ύδατι βάπτισμα που είχε αρχίσει ο Θεός με τον Ιωάννη αποτελούσε σημείον ότι η βασιλεία των ουρανών επλησίασε! Το βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη αποτελούσε ένδειξιν ότι η βασιλεία του Θεού επλησίασε· πραγματικά, η βασιλεία εκείνη είχε έλθει ανάμεσα στους Ιουδαίους κατά την κάθοδο του πνεύματος του Θεού επάνω στον Ιησούν μετά το εν ύδατι βάπτισμά του. Εκεί ο Θεός ο ίδιος εβάπτισε τον Υιόν του με άγιο πνεύμα. Η έλευσις του Ιησού στο μέρος του βαπτίσματος για την εκτέλεσι του Θείου θελήματος και η συμβόλισις της αφιερώσεώς του εκείνης με βάπτισμα στο ύδωρ αποτελούσε ένα βήμα του Ιησού προς τη βασιλεία του Θεού. Αυτός είχε στρέψει τα νώτα στο ξυλουργείο της Ναζαρέτ. Είχε έλθει τώρα να εξυπηρετήση τα συμφέροντα της βασιλείας των ουρανών, την οποία διεκήρυττε ο Ιωάννης. Είχε αφιερωθή στα συμφέροντα της παγκοσμίου κυριαρχίας του Θεού, η οποία εξεπροσωπείτο σ’ εκείνη τη βασιλεία.
23. Με ποια έννοια το βάπτισμα που άρχισε στην περίπτωσι του Ιησού διέφερε από το βάπτισμα του Ιωάννου για τους μετανοούντας Ιουδαίους;
23 Το βάπτισμα που είχε αρχίσει στην περίπτωσι του Ιησού διέφερε από το βάπτισμα του Ιωάννου για τη μετάνοια των Ιουδαίων που είχαν αμαρτήσει απέναντι του Μωσαϊκού νόμου. Το εν ύδατι βάπτισμα που είχε αρχίσει με τον Ιησούν είναι το βάπτισμα όλων όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν και στον ουράνιο Πατέρα του, όλων όσοι πιστεύουν και προβαίνουν σε Χριστοειδή αφιέρωσι να πράξουν το θέλημα του Θεού. Είναι ένα βάπτισμα σε αναγνώρισι «του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος» ή «εις το όνομα» αυτών. (Ματθ. 28:19) Είναι βάπτισμα που κάνει ένας που πιστεύει και συμβολίζει την αφιέρωσί του στον Παγκόσμιο Κυρίαρχο Ιεχωβά Θεό να πράξη το θέλημά του, όπως αυτό αποκαλύπτεται σχετικά με τη βασιλεία του. Δεν αφίσταται, λοιπόν, από την ορθή πορεία των πραγμάτων το ότι ο Ιεχωβά Θεός πρέπει τώρα ν’ αναζωογονήση μεταξύ των μαρτύρων του επάνω στη γη το πλήρες εν ύδατι βάπτισμα, με την κατάδυσι ολοκλήρου του σώματος του πιστεύοντος κάτω από την επιφάνεια του ύδατος σε συμβολισμό της αφιερώσεώς του να πράττη αμετάκλητα το θέλημα του Θεού μιμούμενος τον κεχρισμένο Του Βασιλέα Ιησού Χριστό.
24. Με ποια γνώσι και με τη διαφώτισι τίνος απέρριψε ο Ιησούς την προσφορά του Σατανά για τα βασίλεια του κόσμου τούτου;
24 Ο Ιησούς, ήδη Χριστός, από τον καιρό τού εν ύδατι βαπτίσματός του και του πνευματικού του χρίσματος ζούσε υπέρ της ουρανίου βασιλείας του Θεού. Κάτω από πειρασμό έξω στην Ιουδαϊκή έρημο, ο Ιησούς ηρνήθη την προσφορά του Σατανά ή Διαβόλου να του δώση όλες τις βασιλείες του κόσμου τούτου και τη δόξα τους, αν έπεφτε ο Ιησούς κι έκανε μια πράξι λατρείας σ’ αυτόν ως τον ‘θεόν του παρόντος συστήματος πραγμάτων.’ Ο Ιησούς καλώς εγνώριζε ότι ήταν ο κληρονόμος της βασιλείας σύμφωνα με τη διαθήκη του Θεού με τον Δαβίδ. Εγνώριζε ότι μόλις τότε είχε χρισθή με το πνεύμα του Θεού για να είναι ο Κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών. Απέρριψε λοιπόν την ευτελή προσφορά του Σατανά και διέταξε: «Ύπαγε, Σατανά· διότι είναι γεγραμμένον, “Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει”.» (Ματθ. 4:8-10, ΜΝΚ) Ο Ιησούς εγνώριζε, επίσης, με τη διαφώτισι του αγίου πνεύματος, ότι είχε χρισθή να κηρύττη τα αγαθά νέα στους πράους.—Ησ. 61:1-3· Λουκ. 4:16-21.
25. Μετά τη φυλάκισι του Ιωάννου, τι άρχισε να κηρύττη ο Ιησούς, και τι προείπε ως ένδειξιν της ιδρύσεως της βασιλείας του Θεού;
25 Μετά τη φυλάκισι του Ιωάννου του Βαπτιστού και τον περιορισμό του από το να κηρύττη και να βαπτίζη, ο Ιησούς άρχισε να κηρύττη δημοσία τη Βασιλεία, λέγοντας: «Μετανοείτε· διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» (Ματθ. 4:12-17) Εξέλεξε δώδεκα αποστόλους, τους οποίους εδίδαξε πώς να κηρύττουν και τους οποίους απέστειλε ανά δύο να κηρύττουν τα αγαθά νέα της Βασιλείας. Προείπε το τέλος του κόσμου του Σατανά και την ίδρυσι της βασιλείας του Θεού και προείπε το εξής ως μίαν από τις ενδείξεις της ιδρύσεώς της στον ουρανό: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:14
26. Πώς το ζήτημα της βασιλείας έγινε προεξέχον κατά την θανάτωσι του Ιησού, και τι συνέβη όταν ο Ιησούς απέθανε;
26 Τελικά ο Ιησούς Χριστός υπέστη μαρτυρικόν θάνατον, ως μάρτυς της βασιλείας του Θεού, πιστός στην αφιέρωσί του στο θέλημα του Θεού, πιστός στο χρίσμα του να κηρύξη τη βασιλεία. Ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτου Ποντίου Πιλάτου πολλοί Ιουδαίοι ιερείς επικεφαλής όχλου απέρριψαν τον Ιησούν, λέγοντας: «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα.» Όταν δε ο Ιησούς πέθανε επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου, ετέθη επάνω από το κεφάλι του η εξής δήλωσις: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς των Ιουδαίων.» (Ιωάν. 19:15, 19) Αυτό έγινε Παρασκευή, 14 του Νισάν του έτους 33 μ.Χ., στο μέσον της εβδομηκοστής εβδομάδος ετών, που είχε προλεχθή στο βιβλίο του Δανιήλ 9:26, 27. Τη στιγμή του θανάτου του έγινε σεισμός και το βαρύ διπλό καταπέτασμα του αγιαστηρίου του ναού της Ιερουσαλήμ εσχίσθη στα δύο από πάνω ως κάτω.—Ματθ. 27:51.
27. Γιατί ήταν εις μάτην το ότι ο Σατανάς έτσι εκέντησε την πτέρναν του Ιησού και πώς τότε ο Ιησούς διεκηρύχθη ως Υιός του Θεού;
27 Εκείνος ο «αρχαίος όφις», ο Σατανάς ή Διάβολος, είχε κεντήσει την πτέρναν του Σπέρματος της γυναικός του Θεού· ματαίως όμως! Ο Ιεχωβά Θεός δεν μπορούσε να παραβή τη διαθήκη του με τον Κληρονόμο του Δαβίδ, τον Ιησού Χριστό, για τη βασιλεία. Δεν μπορούσε ν’ αφήση ν’ αποτύχη η επαγγελία του περί το ότι το Σπέρμα της γυναικός Του θα συνέτριβε την κεφαλήν του Όφεως. Επίσης εισήγαγε τον Ιησούν στην πνευματική ζωή των ουρανών αποκυώντας τον με άγιο πνεύμα μετά το εν ύδατι βάπτισμά του. Έπρεπε ακόμη να φέρη τον κεχρισμένο του Υιό σε πλήρη γέννησι στους ουρανούς. Σε καμμιά περίπτωσι δεν ήταν δυνατόν ο Υιός του Θεού να παραμείνη μονίμως στον θάνατο. Ακριβώς στον καιρό που προελέχθη, την τρίτη ημέρα μετά τον θάνατό του, ο ουράνιος Πατήρ τον ανέστησε σε ζωή στον ουρανό ως τον ‘πρωτότοκον των νεκρών,’ ανακηρύττοντας αυτόν έτσι ως τον θείον αθάνατον ουράνιον Υιόν του Θεού. «Περί δε του Υιού αυτού, όστις εγεννήθη εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα, και απεδείχθη Υιός Θεού εν δυνάμει, κατά το πνεύμα της αγιωσύνης, δια της εκ νεκρών αναστάσεως, Ιησού Χριστού.»—Κολ. 1:18· Ρωμ. 1:3, 4
28. Για να γίνη τι ο Ιησούς ανεστήθη από τους νεκρούς, και τι έκαμε τότε;
28 Με την ακατάβλητη δύναμι του Θεού, ο Ιησούς ηγέρθη από το βάπτισμά του στον θάνατο για να μπορέση να κάμη το περαιτέρω θέλημα του Πατρός του γι’ αυτόν στον ουρανό. Έγινε μια «νέα κτίσις» με κάθε έννοια. Ανεστήθη ως πνευματική υπόστασις, με πνευματικό σώμα, «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι.» (1 Πέτρ. 3:18, Κριτ. Έκδ. Κειμένου) Λόγω της πνευματικής αυτής αναστάσεως μπόρεσε ν’ αναληφθή στον ουρανό την τεσσαρακοστή ημέρα μετά την ανάστασί του για να εμφανισθή στην παρουσία του Θεού υπέρ όλων όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν και να καθήση στα δεξιά του Θεού ως «Κύριος» του Δαβίδ.—Εβρ. 9:24· 10:12.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΟΥΝ
1. Πώς ο Ιησούς απέκτησε τους πρώτους μαθητάς του, και τι ομολογίες έκαναν αυτοί τότε σχετικά με αυτόν;
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ συνέλεξε τους πρώτους μαθητάς του ανάμεσα από άνδρες και γυναίκες που του είχε προετοιμάσει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Ο άγγελος Γαβριήλ είχε ειπεί ότι ο Ιωάννης επρόκειτο να «ετοιμάση εις τον Ιεχωβά λαόν προδιατεθειμένον.» (Λουκ. 1:13-17, ΜΝΚ) Όταν ο βαπτισμένος Ιησούς επανήλθε από την έρημο της Ιουδαίας, όπου επί σαράντα ημέρες, ενήστευε, εμελετούσε και επειράσθη, ο Ιωάννης τον είδε να έρχεται και ανεφώνησε: «Ιδού ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου.» (Ιωάν. 1:29) Την επαύριον δύο από τους μαθητάς του Ιωάννου, ο Ανδρέας κι ο Ιωάννης, ο γυιός του Ζεβεδαίου, άρχισαν ν’ ακολουθούν τον Ιησούν. Ο Ανδρέας βρήκε τον αδελφό του Σίμωνα Πέτρον και «λέγει προς αυτόν, Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι ο Χριστός.» Ο Σίμων Πέτρος έμαθε ότι αυτό ήταν αληθές κι άρχισε ν’ ακολουθή τον υποσχεμένο Μεσσία ή Χριστόν. Αργότερα ο Ιησούς βρήκε τον Φίλιππο από Βηθσαϊδά και του είπε: «Ακολούθει μοι.» Ο Φίλιππος, πρόθυμος να διαδώση τα αγαθά νέα, βρήκε τον Ναθαναήλ. Ο Ιησούς επέδειξε θαυματουργική πρόγνωσι γι’ αυτόν τον Ναθαναήλ, ο οποίος τότε είπε: «Ραββί, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο βασιλεύς του Ισραήλ.»—Ιωάν. 1:35-50.
2. Ποια ομολογία κατέδειξε ότι οι απόστολοι του Ιησού είχαν την ίδια πεποίθησι κατά το τέλος της διακονίας του, και τι είπε τότε ο Ιησούς στον Πέτρο;
2 Είναι προφανές ότι ο Ιησούς ανεγνωρίσθη ως ο υποσχεμένος Χριστός ή Μεσσίας και ως ο Υιός του Θεού από τους μαθητάς του από την αρχή. Πραγματικά, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είπε στους μαθητάς του εκεί στον Ιορδάνη Ποταμό ότι είχε βαπτίσει τον Ιησούν και είχε ιδεί το πνεύμα του Θεού να κατέρχεται σε μια ορατή εκδήλωσι επάνω στον Ιησού, κι έτσι είχε παραστή μάρτυς του γεγονότος ότι «ούτος είναι ο Υιός του Θεού.» (Ιωάν. 1:29-34) Οι μαθηταί του Ιωάννου επίστευαν το γεγονός αυτό όταν ο Ιωάννης τούς κατηύθυνε προς τον Ιησούν τον «Αμνόν του Θεού.» Εν τούτοις, ο Ιησούς δεν ανήγγειλε τον εαυτό του δημοσία στον λαό ως τον Μεσσία ή Χριστό, μολονότι ανέφερε τον εαυτό του ως τον Υιόν του Θεού, με συνεχείς μνημονεύσεις του ουρανίου Πατρός του, ο οποίος τον είχε αποστείλει. Μεταξύ των Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν ακούσει τον Ιησούν να κηρύττη και είδαν τα θαύματά του, οι γνώμες διέφεραν ως προς το ποιος ήταν. Αλλά διατηρούσαν οι πρώτοι μαθηταί του την ίδια πεποίθησι σχετικά με αυτόν όπως και στην αρχή; Στο τρίτο έτος της διακονίας του, όταν ήταν ο Ιησούς κοντά στην Καισάρεια της Φιλίππου, τους ερώτησε: «Αλλά σεις τίνα με λέγετε ότι είμαι;» Ο Σίμων Πέτρος απήντησε: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.» Ο Ιησούς απεκάλεσε τον Πέτρο μακάριο και του είπε ότι ο ουράνιος Πατήρ του το απεκάλυψε αυτό. Κατόπιν ο Ιησούς προσέθεσε: «Και εγώ δε σοι λέγω, Ότι συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου· και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής.»—Ματθ. 16:13-18.
3. Ποιος είναι η πέτρα που μνημονεύεται εδώ όπως ομολογείται από τον ίδιο τον Πέτρο;
3 Ο Πέτρος δεν συμφωνεί με τους Ρωμαίους θρησκευομένους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς εδώ είπε ότι ο Πέτρος ήταν η «πέτρα», επάνω στην οποία είναι κτισμένος ο πνευματικός οίκος, η εκκλησία. Στην πρώτη επιστολή του ο Πέτρος αναιρεί το ότι είναι η πέτρα αναφερόμενος στον Ιησού Χριστό και γράφοντας: «Εις τον οποίον προσερχόμενοι, ως εις λίθον ζώντα, υπό μεν των ανθρώπων αποδεδοκιμασμένον, παρά δε τω Θεώ εκλεκτόν, έντιμον, και σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας, ευπροσδέκτους εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού.» (1 Πέτρ. 2:4, 5) Ο Πέτρος ήταν απλώς ένας ζων λίθος στον πνευματικό εκείνο οίκο που εκτίσθη επάνω στον Ιησού Χριστό. Σ’ αυτό το γεγονός ο Παύλος συνεφώνησε με τον Πέτρο, λέγοντας: «Πάντες την αυτήν πνευματικήν βρώσιν έφαγον· και πάντες το αυτό πνευματικόν ποτόν έπιον· διότι έπινον από πνευματικής πέτρας ακολουθούσης· η δε πέτρα ήτο ο Χριστός.» (1 Κορ. 10:3, 4) Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν εχαρακτήρισε τον εαυτό του ως την «πέτρα»· κι επάνω στον εαυτό του ως τον ‘Χριστόν, τον Υιόν του Θεού του ζώντος,’ οικοδομεί την εκκλησίαν του, της οποίας πύλαι άδου δεν μπορούν να κατισχύσουν. Ο άδης, που είναι ο κοινός τάφος του ανθρωπίνου γένους, δεν υπερίσχυσε του ιδίου του Ιησού Χριστού, διότι, την τρίτη ημέρα μετά τον θάνατο και την ταφή του, ο Παντοδύναμος Θεός τον ήγειρε σε ζωή.
4. Τι δείχνει αν ο Ιησούς ανέτρεψε τη συναγωγή για να ιδρύση τη Χριστιανική εκκλησία επάνω του;
4 Ο Ιησούς δεν απέρριψε την Ιουδαϊκή συναγωγή για να ιδρύση τη Χριστιανική εκκλησία επάνω στον εαυτό του ως τη συμβολική πέτρα. Εδίδαξε, σε πολλές Ιουδαϊκές συναγωγές. (Ματθ. 4:23· 9:35· 12:9· 13:54) Ο Ιησούς αφού επροδόθη στους εχθρούς του και όταν ίστατο ενώπιον του Ιουδαϊκού Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιερουσαλήμ με την κατηγορία της αιρέσεως και βλασφημίας, είπε στον Άννα, τον αρχιερέα: «Εγώ παρρησία ελάλησα εις τον κόσμον· εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη συναγωγή και εν τω ιερώ, όπου οι Ιουδαίοι συνέρχονται πάντοτε, και εν κρυπτώ δεν ελάλησα ουδέν.» (Ιωάν. 18:19, 20) Συνεπώς, ο Ιησούς πριν από τη σταύρωσι και την ανάστασί του εκ νεκρών, δεν είχε οργανώσει τους ακολούθους του ως εκκλησίαν, ως ένα πνευματικό οίκο και αγιαστήριο του Θεού.
«ΤΟ ΔΕΙΠΝΟΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ»
5. Πού και πότε εώρτασε ο Ιησούς το τελευταίο του Πασχάλιο δείπνον, και γιατί απέπεμψε απ’ αυτό τον Ιούδα τον Ισκαριώτη;
5 Ήταν νύχτα της Πέμπτης, νύχτα του Πάσχα, η νύχτα της 14ης Νισάν του έτους 33 (μ.Χ.), η επέτειος του αρχαίου Πάσχα των Ισραηλιτών υπό τον Μωυσήν, κάτω στην Αίγυπτο, λίγο πριν από την απελευθέρωσί των. Ο Ιησούς συνήγαγε τους δώδεκα αποστόλους του σ’ ένα μεγάλο υπερώον της Ιερουσαλήμ για να εορτάσουν. Στην τράπεζα είπε: «Πολύ επεθύμησα να φάγω το Πάσχα τούτο με σας προτού να πάθω· διότι σας λέγω, ότι δεν θέλω φάγει πλέον εξ αυτού εωσού εκπληρωθή εν τη βασιλεία του Θεού.» (Λουκ. 22:14-16) Αυτό εσήμαινε ότι ήταν το τελευταίο κατά γράμμα Πάσχα που θα έτρωγε ως ένας φυσικός Ιουδαίος. Στη διάρκεια του εορταστικού αυτού γεύματος ο Ιησούς απέπεμψε τον Ιούδα από το δώμα, αφήνοντας έτσι ελεύθερο τον Ιούδα να τον προδώση εκείνη τη νύχτα.—Ιωάν. 13:21-31.
6. Ποιο νέο πράγμα άρχισε ο Ιησούς για να το εορτάζουν οι μαθηταί του κάθε χρόνο στις 14 Νισάν, και πώς το περιγράφει αυτό ο Ματθαίος;
6 Ετελείωσαν τη βρώσι του Πασχαλίου αμνού με άζυμον άρτον και με οίνον, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διαθήκης του Νόμου του Ιεχωβά με τον αρχαίον Ισραήλ. Ο Ιησούς τώρα υπέδειξε ότι επρόκειτο ν’ αρχίση μια νέα διάταξις με τους πιστούς λάτρεις του Ιεχωβά. Ο Ιησούς εδώ ανέφερε σ’ αυτούς μια νέα διαθήκη και μια διαθήκη για τη βασιλεία, και σύμφωνα με αυτήν εγκαθίδρυσε ένα νέο δείπνο για να τελήται στις 14 του Νισάν κάθε χρόνο, κατά το Μωσαϊκό ημερολόγιο. Ο απόστολος Ματθαίος ήταν τότε παρών και μετέσχε στο υποδειγματικό αυτό δείπνον, και μας λέγει τι έλαβε χώραν: «Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς τον άρτον, και ευλογήσας, έκοψε, και έδιδεν εις τους μαθητάς, και είπε, Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. Και λαβών το ποτήριον, και ευχαριστήσας, έδωκεν εις αυτούς, λέγων, Πίετε εξ αυτού πάντες· διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Σας λέγω δε, ότι δεν θέλω πίει εις το εξής εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον μεθ’ υμών εν τη βασιλεία του Πατρός μου. Και αφού ύμνησαν, εξήλθον εις το όρος των ελαιών.»—Ματθ. 26:26-30.
7. Σε ποιο σώμα ανεφέρθη ο Ιησούς με τα λόγια του περί του άρτου;
7 Όταν ο Ιησούς είπε σ’ εκείνους τους ένδεκα αποστόλους που εναπέμειναν ότι ο άρτος ήταν ή εσήμαινε το σώμα του, οι απόστολοι ορθώς εννόησαν ότι αυτό εσήμαινε το ατομικό σώμα του Ιησού από σάρκα και οστά. Ο Ιησούς ποτέ δεν τους είχε ειπεί ότι η εκκλησία, την οποίαν επρόκειτο να οικοδομήση στον εαυτό του ως πέτραν, θα ήταν το πνευματικό του «σώμα», του οποίου αυτός θα ήταν η ουράνια Κεφαλή. Στις τέσσερες αφηγήσεις της ζωής του Ιησού, που εγράφησαν από τους Ματθαίον, Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην, λέγεται ότι ο Ιησούς εχρησιμοποίησε τη λέξι «εκκλησία» μόνο στο κατά Ματθαίον 16:18· 18:17· χωρίς όμως να πη ότι επρόκειτο να είναι ένα πνευματικό σώμα υπ’ αυτόν ως Κεφαλήν. Στα λόγια του λοιπόν «Τούτο είναι το σώμα μου,» δεν ανεφέρετο στο μελλοντικό πνευματικό σώμα που είναι η Χριστιανική εκκλησία υπ’ αυτόν ως την Κεφαλήν του. Ανεφέρετο στο δικό του σώμα που είχε αποκτήσει μέσω της Ιουδαίας παρθένου Μαρίας και το οποίον ο Θεός θαυματουργικά τού είχε προετοιμάσει.
8. Τι επρόκειτο να γίνη το ανθρώπινο σώμα του, και για ποιο σκοπό;
8 Τι επρόκειτο να γίνη μ’ αυτό το σώμα; Σύμφωνα με το Λουκάς 22:19, ο Ιησούς είπε: «Τούτο είναι το σώμα μου, το υπέρ υμών διδόμενον· τούτο κάμνετε εις την ιδικήν μου ανάμνησιν.» Αυτό εσήμαινε ότι το ανθρώπινο σώμα του, επρόκειτο να δοθή σε μια αμετάκλητη, που δεν επρόκειτο να επαναληφθή θυσία υπέραυτών και υπέρ όλων εκείνων από το ανθρώπινο γένος που θα επίστευαν σ’ αυτόν και θα εδέχοντο τη θυσία του. Προς απόδειξιν τούτου, το εδάφιο Εβραίους 10:10 λέγει: «Με το οποίον θέλημα [του Θεού] είμεθα ηγιασμένοι δια της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού άπαξ γενομένης.» Το ανθρώπινο σώμα του ήταν δεκτό για θυσία στον Θεό διότι ήταν τέλειο, αναμάρτητο, κι εσυμβολίζετο από τον άρτον που δεν περιείχε ζύμη, διότι η ζύμη ήταν Γραφικό σύμβολο της αμαρτίας. (1 Κορ. 5:8· Εβρ. 7:26-28) Στο ίδιο του σώμα ο Ιησούς ενήργησε ως ο βαστάζων την αμαρτίαν ανθρώπων από το ατελές, αμαρτωλό ανθρώπινο γένος, οι οποίοι θα επίστευαν στην αξία και δύναμι της θυσίας του. Ο Πέτρος υπενθυμίζει στους Χριστιανούς τα εξής: «Ο Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, αφίνων παράδειγμα εις υμάς, δια να ακολουθήσητε τα ίχνη αυτού· όστις “αμαρτίαν δεν έκαμεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού.” . . . Όστις τας αμαρτίας ημών αυτός εβάστασεν εν τω σώματι αυτού επί του ξύλου, δια να ζήσωμεν εν τη δικαιοσύνη αποθανόντες κατά τας αμαρτίας· “με του οποίου την πληγήν ιατρεύθητε”.»—1 Πέτρ. 2:21-24.
9. Τι επρόκειτο να γίνη το αίμα του Ιησού, και γιατί;
9 Η απλή αυτή έννοια του αζύμου άρτου υποστηρίζεται από το νόημα που απέδωσε ο Ιησούς στο ποτήριον του οίνου, του «γεννήματος της αμπέλου.» Τους το έδωσε για να πιουν, και είπε τα εξής: «Τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.» Ο οίνος έτσι ήταν ένα έμβλημα του αίματός του. Ενόσω το αίμα του ήταν μέσα τις φλέβες του ανθρωπίνου σώματός του, εσήμαινε γι’ αυτόν επίγεια ανθρώπινη ζωή στην τελειότητά της. Ο Δημιουργός του σώματος του Ιησού είχε ειπεί πριν από πολύν καιρό: «Η ζωή της σαρκός είναι εν τω αίματι· και εγώ έδωκα αυτό εις εσάς, δια να κάμνητε εξιλέωσιν υπέρ των ψυχών σας επί του θυσιαστηρίου· διότι το αίμα τούτο κάμνει εξιλασμόν υπέρ της ψυχής.» (Λευιτ. 17:11) Η έκχυσις του αίματος του Ιησού εσήμαινε τον θάνατόν του ως ανθρώπου. Επρόκειτο εδώ για ανθρώπινες αμαρτίες, κι επομένως ήταν ανάγκη να ραντισθή στο θυσιαστήριο του Θεού το αίμα μιας τελείας ανθρωπίνης θυσίας, «διότι αδύνατον είναι αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρή αμαρτίας.» (Εβρ. 10:4) Ο Ιησούς εγνώριζε τι έπρεπε να κάμη με το αίμα του, διότι εγνώριζε τον Θείον κανόνα: «Χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις.»—Εβρ. 9:22.
(Ακολουθεί)