«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Θεία Έμπνευσις—Μήπως Απέκλεισε το Ανθρώπινο Στοιχείο;
ΤΟ εδάφιον 2 Τιμόθεον 3:16 λέγει: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος.» Το άγιο πνεύμα ή η ενεργός δύναμις του Θεού εχρησίμευσε ως μέσον ή ενέργεια γι’ αυτή την έμπνευσι, όπως εξήγησε ο απόστολος Πέτρος: «Υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού.» (2 Πέτρ. 1:21) Αναγνωρίζοντας τη λειτουργία του πνεύματος του Θεού επάνω του, ο Βασιλεύς Δαβίδ είπε: «Πνεύμα του Ιεχωβά ελάλησε δι’ εμού, και ο λόγος αυτού ήλθεν επί της γλώσσης μου.»—2 Σαμ. 23:2, ΜΝΚ.
Αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι οι άνδρες που χρησιμοποιήθηκαν για να γράψουν τις Άγιες Γραφές απλώς κατέγραφαν υπαγορευμένο υλικό; Εκτός από το πραγματικό γράψιμο, δεν απαιτείτο άλλη προσπάθεια εκ μέρους των στην έκφρασι του αγγέλματος του Θεού; Το γεγονός ότι ήταν θεόπνευστοι αποκλείει τελείως την προσωπική θέρμη και την ατομικότητα της εκφράσεως;
Μερικά μέρη της Βίβλου περιέλαβαν μόνον καταγραφή πληροφορίας που δόθηκε από τον Θεό. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι Δέκα Εντολές και όλοι οι άλλοι νόμοι και τα διατάγματα της διαθήκης του Θεού με τον Ισραήλ. Εν σχέσει με αυτούς τους νόμους ο προφήτης Μωυσής έλαβε την εντολή: «Γράψον εις σεαυτόν τους λόγους τούτους.»—Έξοδ. 34:27.
Ομοίως, άλλοι προφήται κατά καιρούς έλαβαν για να παραδώσουν ειδικά αγγέλματα. Σε μια περίπτωσι στον προφήτη Ιερεμία ελέχθη: «Ύπαγε και βόησον εις τα ώτα της Ιερουσαλήμ, Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Ενθυμούμαι περί σου την προς σε ευμένειάν μου, εν τη νεότητί σου, την αγάπην της νυμφεύσεώς σου, ότε με ηκολούθεις εν τη ερήμω εν γη ασπάρτω. Ο Ισραήλ ήτο άγιος εις τον Ιεχωβά, απαρχή των γεννημάτων αυτού.» (Ιερ. 2:2, 3) Το άγγελμα αυτό και άλλα κατεγράφησαν αργότερα και αποτέλεσαν μέρος των θεοπνεύστων Γραφών.
Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν άγγελοι για να μεταβιβάσουν θεία αγγέλματα. Στην περίπτωσι αυτών των αγγελμάτων ήταν ομοίως ζήτημα απλώς καταγραφής της πληροφορίας που ενομίζετο. Εν τούτοις, μερικές φορές γίνεται μνεία της επιδράσεως που η αγγελική επίσκεψις είχε στον παρατηρητή. Σχετικά με την αντίδρασι της Μαρίας στην επίσκεψι του αγγέλου Γαβριήλ, ο ιατρός Λουκάς έγραψε: «Εκείνη δε ιδούσα, διεταράχθη διά τον λόγον αυτού· και διελογίζετο οποίος τάχα ήτο ο ασπασμός ούτος.» (Λουκ. 1:29) Έτσι ο Λουκάς έπρεπε να χρησιμοποιήση τα δικά του λόγια για να περιγράψη την αντίδρασι της Μαρίας.
Πληροφορία απεκαλύπτετο συνήθως στους Βιβλικούς συγγραφείς μέσω ονείρων, οράσεων ή εκστάσεων. Τα όνειρα προφανώς ετύπωναν μια εικόνα του αγγέλματος του Θεού ή του σκοπού στη διάνοια του κοιμωμένου ατόμου. Στην περίπτωσι των οράσεων οι σκέψεις του Θεού εντυπώνονταν με εικόνες στη συνειδητή διάνοια. Μερικές από τις οράσεις αυτές δίδονταν όταν τον άτομο είχε πέσει σε έκστασι. Μολονότι συνειδητά, το άτομο προφανώς ήταν τόσον απορροφημένο από την όρασι που έβλεπε στη διάρκεια της εκστάσεως ώστε ξεχνούσε όλα όσα ήσαν γύρω του.
Όταν η πληροφορία μεταβιβαζόταν με όνειρα, οράσεις και εκστάσεις, ο συγγραφεύς έπρεπε να καταβάλη προσπάθεια για να περιγράψη με λόγια γεμάτα σημασία εκείνο που είχε ιδεί. Μια τέτοια περίπτωσις είναι το βιβλίο της Αποκαλύψεως. Η πληροφορία είχε παρουσιασθή στον απόστολο Ιωάννη μέσω του αγγέλου του Θεού με σημεία, και στον Ιωάννη ελέχθη: «Ό,τι βλέπεις, γράψον εις βιβλίον.» (Αποκάλ. 1:1, 11) Ομοίως ο προφήτης Αββακούμ διατάχθηκε: «Γράψον την όρασιν, και έκθεσον αυτήν επί πινακιδίων.» (Αββακ. 2:2) Επομένως ο Ιωάννης, ο Αββακούμ και άλλοι προφανώς έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τις διανοητικές των ικανότητες για να εκλέξουν λέξεις και εκφράσεις για να περιγράφουν τις οράσεις που είδαν.
Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ο Ιεχωβά Θεός, μέσω του πνεύματός του, επέβλεπε και καθοδηγούσε τους συγγραφείς ώστε το τελικό προϊόν να είναι ακριβές και να ταιριάζη επίσης με τον σκοπό του, όπως λέγουν οι Παροιμίες 30:5: «Πας λόγος του Θεού είναι δεδοκιμασμένος.»
Ένα σημαντικό τμήμα της Βίβλου πραγματεύεται ιστορικά γεγονότα, απόψεις συνήθεις στην ανθρώπινη πείρα και πράγματα που βγαίνουν από την πείρα ατόμων, οικογενειών, φυλών και εθνών. Αυτά τα τμήματα ήσαν συχνά προϊόν πολλής προσωπικής ερεύνης εκ μέρους του συγγραφέως. Σχετικά με τις προσπάθειές του, ο ιατρός Λουκάς παρατηρεί: «Διηρεύνησα πάντα εξ αρχής ακριβώς, [διά] να σοι γράψω κατά σειράν.»—Λουκ. 1:3.
Κατόπιν, χρειάσθηκε επίσης πραγματική προσπάθεια για να εκφράση τις σκέψεις με ένα ευχάριστο τρόπο. Ο σοφός συγγραφεύς του βιβλίου Εκκλησιαστής, προφανώς ο Εκκλησιαστής Βασιλεύς Σολομών εσημείωσε: «Επρόσεξε και ηρεύνησε, και έβαλεν εις τάξιν πολλάς παροιμίας. Ο Εκκλησιαστής εζήτησε να εύρη λόγους ευαρέστους· και το γεγραμμένον ήτο ευθύτης, και λόγοι αληθείας.»—Εκκλησ. 12:9, 10.
Το γεγονός ότι κατεβάλλετο σημαντική προσωπική προσπάθεια εξηγεί αναμφιβόλως τους διάφορους τρόπους συγγραφής που είναι εμφανείς στη Βίβλο. Μερικές φορές το προσωπικό βάθος του συγγραφέως αντανακλάται με τρόπο αξιοσημείωτο στην αφήγησι. Τα φυσικά προσόντα των συγγραφέων δυνατόν ακόμη να υπήρξαν ένας παράγων για να εκλεγούν από τον Θεό γι’ αυτή την ιδιαίτερη υπηρεσία των. Εκτός αυτού, ο Ιεχωβά Θεός δυνατόν να ετοίμασε αυτούς τους άνδρες ενωρίτερα για να υπηρετήσουν τον σκοπό του.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν παραδείγματα για να τονίσουν την ατομικότητα των εκφράσεων. Ο Ματθαίος, ένας πρώην φοροσυλλέκτης, ανέφερε ιδιαιτέρως ειδικούς αριθμούς και χρηματικές αξίες. (Ματθ. 17:27· 26:15· 27:3) Και οι εκφράσεις του ιατρού Λουκά αντανακλούν ένα ιατρικό παρελθόν.
Αυτή η ατομικότης στην έκφρασι όχι μόνον προσέθεσε ευχάριστη ποικιλία, αλλ’ εξυπηρέτησε επίσης ένα σκοπό. Επί παραδείγματι, χωρίς αμφιβολία λόγω του ιατρικού του παρελθόντος, ο Λουκάς παρουσιάζει βοηθητικές λεπτομέρειες αναφορικά με τα θαύματα του Ιησού. Μαθαίνομε ότι ο Ιησούς μπορούσε να θεραπεύη, όχι μόνον άτομα με συνηθισμένες περιπτώσεις λέπρας και άλλες ασθένειες, αλλά και μια γυναίκα που κατεθλίβετο από ‘μεγάλον πυρετόν’ και έναν άνδρα ‘πλήρη λέπρας.’—Λουκ. 4:38· 5:12.
Ακόμη και στην καταγραφή όσων εκτίθενται ότι είναι «ο λόγος του Ιεχωβά,» ή μια ωρισμένη «όρασις,» η ατομικότης της εκφράσεως μπορεί επίσης να έχη περιληφθή. Αντί να μεταβιβάζεται λέξις προς λέξιν ο «λόγος» ή το άγγελμα, ίσως μετεβιβάζετο με το να δίδεται στον συγγραφέα μια διανοητική εικών του σκοπού του Θεού, εφόσον ο συγγραφεύς θα μπορούσε κατόπιν να το εκφράση με δικά του λόγια. Αυτό μπορεί να φανή από τα λόγια του συγγραφέως που αναφέρει μερικές φορές όπως «είδε» (μάλλον παρά άκουσε) ‘την όρασιν’ ή ‘τον λόγον του Ιεχωβά.’—Ησ. 13:1· Μιχ. 1:1· Αββακ. 1:1· 2:1, 2.
Έτσι η θεία έμπνευσις δεν απέκλειε το ανθρώπινο στοιχείο. Αυτή η ιδιότης δίνει στο άγγελμα της Βίβλου μια θερμή ελκυστικότητα και ευχάριστη ποικιλία. Η αναγραφή πάλλεται από συγκίνησι. Οι συγγραφείς συχνά περιλαμβάνονταν προσωπικά ή με κάποιον τρόπο επηρεάζονταν από εκείνα που τους είχε ανατεθή να γράψουν. Επομένως, η ζωή περιγράφεται όπως προσωπικά τη νοιώθουν και πώς πράγματι είναι—με τους φόβους, τις απογοητεύσεις, τις λύπες και τις χαρές. Οι Άγιες Γραφές πραγματεύονται για πραγματικούς ανθρώπους, και μας καθιστούν ικανούς να ταυτίσωμε τους εαυτούς μας μαζί των, περιλαμβανομένου και του συγγραφέως. Όπως εμείς, οι άνθρωποι που αναφέρονται στη Βίβλο έκαμαν λάθη και είχαν δοκιμασίες και θλίψεις. Εν τούτοις πολλοί απ’ αυτούς εξεδήλωσαν ακλόνητη πίστι στον Δημιουργό τους και βαθειά αγάπη γι’ αυτόν. Επομένως μπορούμε να ενθαρρυνθούμε από το ωραίο παράδειγμά τους. Και οι σχέσεις του Θεού μαζί τους μας δίνουν βεβαίωσι ότι ενδιαφέρεται για μας ως ανθρώπινα πλάσματα. Πόσο ευγνώμονες μπορούμε να είμεθα στον Ιεχωβά Θεό γι’ αυτό το γεμάτο σημασία υπόμνημα!