Σε Ενότητα με το Φως
«Ο Θεός είναι φως, και σκοτία εν αυτώ δεν υπάρχει ουδεμία. . . . Ο Θεός είναι αγάπη· και όστις μένει εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ.»—1 Ιωάννου 1:5· 4:16.
1. Με ποιον τρόπο ο απόστολος Ιωάννης ευλογήθηκε ιδιαίτερα από τον Ιεχωβά, και γιατί;
Ο ΙΕΧΩΒΑ εχρησιμοποίησε έναν άνθρωπο πλήρως ενδεδειγμένον, για ν’ αποκαλύψη μέσω αυτού μερικές από τις πιο βαθιές και μερικές από τις πιο πολύτιμες και ζωτικές αλήθειες, αλήθειες που φέρνουν τις πιο πλούσιες ευλογίες όταν εκτιμηθούν και κατανοηθούν, αλλά που παράλληλα συνεπιφέρουν μαζί τους τις πιο σοβαρές και διερευνητικές ευθύνες. Ο πλήρως ενδεδειγμένος αυτός άνθρωπος ήταν ο Ιωάννης, ένας ευνοημένος δούλος του Ιεχωβά. Αυτός ήταν ένας από τους «δώδεκα αποστόλους του Αρνίου», ένας από τους προνομιούχους τρεις που ξεχώρισε ο Ιησούς μέσα από τους άλλους μαθητάς του σε ειδικές ευκαιρίες, και εκείνος που απελάμβανε μια μοναδική και στενή σχέσι με τον Ιησούν πάνω από οποιουσδήποτε άλλους που αυτός εγνώρισε όταν ήταν στη γη. Τι έκανε τον Ιωάννη ιδιαίτερα κατάλληλον να χρησιμοποιηθή όπως ακριβώς αναφέραμε; Ας κυττάξωμε στο θείο υπόμνημα και ας ιδούμε.
2. (α) Πώς ο Ιωάννης ήταν πλήρως ενδεδειγμένος να χρησιμοποιηθή έτσι; (β) Τι είδους σχέσις εδημιουργήθη μεταξύ του Ιησού και του Ιωάννου, και επάνω σε ποια βάσι;
2 Ο Ιωάννης ήταν ένας από τους πρώτους τέσσερες που εκλήθησαν από τον Ιησούν να τον ακολουθήσουν. Αυτό σημαίνει ότι είχε το πλεονέκτημα να είναι στην πιο στενή δυνατή επαφή με τον Ιησούν σε όλη τη διακονία του, ακούοντας όλες τις διδασκαλίες του, λαμβάνοντας άμεση εκπαίδευσι για τη διακονία, εκτός του ότι έβλεπε πώς αυτός επολιτεύετο με όλους τους διάφορους τύπους ανθρώπων που συναντούσε και με όλες τις ποικίλες καταστάσεις που είχε ν’ αντιμετωπίση. Αλλά είναι προφανές ότι από πολλές απόψεις ο Ιωάννης απέκτησε μια βαθύτερη διείσδυσι στη διάνοια και στην καρδιά του Ιησού από εκείνην που απέκτησαν οι σύντροφοί του, και όχι μόνο αυτό, αλλά και μια περισσότερο πλήρη και ελεύθερη πρόσοδο στην εμπιστοσύνη και αγάπη του Κυρίου. Αυτή η στενή και φιλική επικοινωνία δεν ωφείλετο βέβαια σε αισθηματικούς λόγους από το ένα ή το άλλο μέρος· αλλά, όπως καθαρά αποκαλύπτεται από τα συγγράμματα του Ιωάννου, εβασίζετο στερεά στην έντονη εκτίμησί του και στην ταχεία του ανταπόκρισι σ’ εκείνο που ήταν υπέρτατο στον ίδιον τον Ιησούν—μια έντονη, δηλαδή, αγάπη για τη δικαιοσύνη, για τον Θεό και για όλα τα άτομα που είχαν κλίσι προς τη δικαιοσύνη, κι ένα εξίσου έντονο μίσος εναντίον του κακού σε όλες τις εκδηλώσεις του. Επάνω στην ίδια βάσι ανεπτύχθη εκείνη η εξαιρετικά στενή φιλία μεταξύ δύο άλλων ανθρώπων, του Δαβίδ και του Ιωνάθαν. Από μέρους του, ο Ιησούς ήταν ταχύς στο να διακρίνη την αληθινή διάθεσι του μαθητού του Ιωάννου και δεν εδίστασε να δείξη, όχι προσωποληψία, αλλά μια δικαιολογημένη προτίμησι και αγάπη και στοργή γι’ αυτόν που ήταν άξιός της. Επομένως εδημιουργήθη μια πολύ στενή επικοινωνία και συναναστροφή μεταξύ αυτών των δύο. Ο Ιωάννης ήταν αληθινά «εν αυτώ», δηλαδή, σε ενότητα με τον αγαπητό του Διδάσκαλο.
3. Είναι το συγγραφικό ύφος του Ιωάννου ασυνήθιστο κάπως, και συντελεί αυτό στην εύκολη μελέτη;
3 Δεν είναι η πρόθεσίς μας να κάμωμε τώρα μια λεπτομερή μελέτη του αγαπητού αποστόλου, αλλά υπενθυμίζομε στους αναγνώστας μας ότι αυτό ήταν το θέμα ενός άρθρου που δημοσιεύθηκε στο τεύχος μας της 1ης Σεπτεμβρίου 1951 (στην Αγγλική). Εν τούτοις, υπάρχει ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που θέλομε να αναφέρωμε προτού αναλάβωμε το κύριο θέμα μας, και αυτό είναι το ασυνήθιστο ύφος συγγραφής ή συνθέσεως του Ιωάννου. Προκύπτει μια δυσκολία στο να λάβωμε εύκολα μια ακριβή και πλήρη εικόνα οποιουδήποτε από τα ποικίλα θέματα που εξετάζει. Δεν φαίνεται να περιορίζη τον εαυτό του σ’ ένα καθωρισμένο σχέδιο, ή προοδευτική επιχειρηματολογία, και να λέγη όλα όσα έχει να πη πάνω σ’ ένα σημείο κάθε φορά, ωσάν να χρησιμοποιούσε τίτλους και υποτίτλους. Όχι· αρχίζει ακολουθώντας μια κατεύθυνσι σκέψεως, που οδηγεί σε μια άλλη, κατόπιν μια άλλη, κατόπιν συχνά επιστρέφει και προσθέτει σε ό,τι έχει ήδη ειπεί πάνω σ’ ένα ωρισμένο θέμα, σαν ένας έμπορος αδαμάντων που εξετάζει ένα πολύτιμο λίθο, στρέφοντάς τον ολόγυρα, αφήνοντας το φως να αντανακλά από τις πολλές του πλευρές. Αυτός είναι ένας λόγος που δεν αναλαμβάνομε μια στίχον προς στίχον μελέτη των όσων έγραψε ο Ιωάννης.
4. Μπορεί να κατηγορηθή η Γραφή σε οποιοδήποτε μέρος της ότι αντιφάσκει προς τον εαυτό της; Πώς μπορούν να εξηγηθούν οι φαινομενικές αντιφάσεις;
4 Μερικοί μπορεί να έλθουν σε πειρασμό να πουν ότι επαναλαμβάνει τα ίδια και αντιφάσκει προς τον εαυτό του· αλλά, όπως αληθεύει μερικές φορές για κείνους που κατηγορούνται έτσι, ο Ιωάννης δεν λέγει πραγματικά δυο φορές το ίδιο πράγμα, αλλά αντικρύζει το θέμα από διαφορετικές απόψεις· όπως, παραδείγματος χάριν, αναφορικά με την αμαρτία. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν δεν έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια δεν είναι εν ημίν.» Αλλά μερικά εδάφια πιο κάτω ο Ιωάννης γράφει: «Τεκνία μου, ταύτα σας γράφω, δια να μη αμαρτήσητε· και εάν τις αμαρτήση, έχομεν παράκλητον προς τον Πατέρα, τον Ιησούν Χριστόν τον Δίκαιον» (1 Ιωάννου 1:8· 2:1) Αρχικά δείχνει ότι θα αμαρτήσωμε, κατόπιν γράφει ωσάν να μπορούμε να αποφύγωμε την αμαρτία· αλλά συνεχίζει για να δείξη ότι θα αμαρτήσωμε λόγω ατελειών, για τον λόγον δε αυτόν μας έχει δοθή ένας παράκλητος. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε τις δηλώσεις αυτές μέσα στα συμφραζόμενά τους. Όταν αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις, ή παραδοξολογίες, απαντώνται μια φορά κάθε τόσο στον λόγον του Θεού, προσεκτική εξέτασις των συμφραζομένου ή του προοπτικού βάθους των γεγονότων, θα λύση τα προβλήματα.
5. (α) Τι πρέπει να θυμούμεθα σχετικά με τα συγγράμματα του Ιωάννου; (β) Πώς συνοψίζονται τα δύο κύρια θέματά του;
5 Η αιτία που ο Ιωάννης έγραψε με τον τρόπο που έγραψε, μπορεί να είναι εν μέρει το ότι εγνώριζε, όταν έγραφε το Ευαγγέλιό του και τις επιστολές του προς το τέλος της μακράς του ζωής και διακονίας, ότι οι αναγνώσται του ήσαν ήδη εξοικειωμένοι με τα θέματα στα οποία αγαπούσε να ενδιατρίβη. Οπωσδήποτε, πρέπει να θυμηθούμε ότι έγραψε υπό την οδηγία του αγίου πνεύματος. Τα συγγράμματά του αποτελούν μέρος του λόγου του Θεού. Επιθυμούμε τώρα ν’ αναλάβωμε μια μελέτη του μέρους αυτού του λόγου του Θεού, ιδιαίτερα των δύο κυρίων θεμάτων που διαλαμβάνουν τα συγγράμματα του Ιωάννου, (1) ότι «ο Θεός είναι φως» και (2) ότι «ο Θεός είναι αγάπη», και τα οποία πραγματεύεται ειδικώς στην πρώτη του επιστολή. Αυτό, εν τούτοις, πρέπει να γίνη σε συνάφεια με το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, διότι τα δύο αυτά είναι πολύ στενά συνυφασμένα.
6. Γιατί δεν πρέπει να διστάζωμε να φιλοδοξούμε μια στενή προσωπική ενότητα με τον Κύριο;
6 Ίσως ακούμε κάποιον να λέγη σ’ αυτό το σημείο: ‘Α ναι, μια τέτοια μελέτη μπορεί να είναι πολύ ωφέλιμη, αλλά κανείς δεν μπορεί πιθανώς να μπη στην ίδια προσωπική και στενή σχέσι με τον Ιησούν, που απελάμβανε ο αγαπητός Ιωάννης.’ Αλλ’ ας μη φθάνωμε πολύ βιαστικά σ’ ένα συμπέρασμα. Βέβαια, δεν μπορούμε να έλθωμε σε μια φυσική επαφή με τον Κύριο, ή ν’ ανακλιθούμε επάνω του, όπως έκανε ο Ιωάννης. Αλλ’ αυτό ήταν μια απλή εξωτερική, προσωρινή εκδήλωσις της πραγματικής εσωτερικής αρμονίας που υπήρχε μεταξύ των δύο. Οπωσδήποτε, οιοδήποτε κέντρισμα ζηλοτυπίας ή λύπης και αν αισθανώμεθα σχετικά με το σημείο αυτό, παρέρχεται όταν παρατηρήσωμε ότι η πρώτη αιτία που αναφέρεται για τη συγγραφή της πρώτης επιστολής του Ιωάννου αναφορικά με την ‘κοινωνίαν μας’ είναι «ίνα η χαρά ημών [η δική του και η δική σας] ᾖ πεπληρωμένη.» Μπορούμε να έχωμε κοινωνία στην ίδια χαρά με τον Ιωάννη. Και μήπως δε μίλησε ο Ιησούς με τον ίδιο σκοπό όταν είπε: «Ταύτα ελάλησα προς εσάς δια να μείνη εν υμίν η χαρά μου, και η χαρά υμών να ήναι πλήρης»; (1 Ιωάννου 1:3, 4, Κριτική Έκδοσις Κειμένου· Ιωάννης 15:11) Ο Ιησούς χωρίς αμφιβολία «ηγάπα» ή «προτιμούσε» τον Ιωάννη, όπως διαβάζομε αρκετές φορές (Ιωάννης 13:23· 21:7, 20· βλέπε και περιθώριον της NW)· αλλ’ αυτό δεν σημαίνει αποκλειστική φιλία με τον Ιωάννη με την κάπως συνήθη ιδιοτελή σημασία της λέξεως αυτής. Δεν είναι ανάγκη να είμεθα διστακτικοί. Πράγματι, υπάρχει κάθε ενθάρρυνσις από τα προηγούμενα να πιστεύωμε ότι κι εμείς επίσης μπορούμε να είμεθα με όμοιο τρόπο «εν αυτώ», δηλαδή, σε ενότητα με τον αγαπητό μας Διδάσκαλο, της οποίας ενότητος η στενότης και το βάθος εξαρτάται από τον καθένα από μας ατομικώς. Πώς μπορεί αυτό να συμβαίνη; Αυτό, με τη σειρά του, εγείρει ένα άλλο σπουδαίο ερώτημα. Είναι τούτο:
ΤΙΝΟΣ ΤΕΚΝΟΝ ΕΙΣΘΕ;
7. (α) Πώς έγινε δεκτός ο Ιησούς όταν ήλθε στον κόσμο; (β) Επάνω σε ποια βάσι έλαβαν μερικοί εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού;
7 Ναι, είναι ένα ερώτημα υιότητος. Στην επιστολή του ο Ιωάννης δεν εξετάζει την υιότητα πριν από το τρίτο κεφάλαιο, αλλά στο Ευαγγέλιό του η υιότης προβάλλει στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου, στη λογική της σειρά. Ο Ιωάννης τονίζει ότι «ο Λόγος», ο μόνος δημιουργικός παράγων ζωής, είχε επίσης ορισθή από τον Θεό να είναι «το φως των ανθρώπων». Ήλθε σ’ ένα σκοτεινό κόσμο, «και ο κόσμος δεν εγνώρισεν αυτόν.» Γιατί; Διότι, όπως εξηγεί ο Ιωάννης στο τέλος της πρώτης του επιστολής, «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται.» Αυτός ακόμη ήλθε «εις τα ίδια», σ’ εκείνους που έπρεπε να τον υποδεχθούν, αλλά δεν τον εδέχθησαν. Ο λαός του, οι Ιουδαίοι, δεν ήθελαν ακριβώς να είναι σε ενότητα μαζί του. Υπήρχαν, εν τούτοις, ατομικές εξαιρέσεις, και σχετικά μ’ αυτές ο Ιωάννης γράφει: «Όσοι δε εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού.». Επάνω σε ποια βάσι αυτό; Πρώτα και κυρίως επειδή ‘επίστευσαν εις το όνομα αυτού.’ Αυτό τονίζει τη σπουδαιότητα της πίστεως για να γίνωμε τέκνα Θεού. Ας βεβαιωθούμε ότι βλέπομε τη σπουδαιότητά της από την ορθή πλευρά, την Γραφική.—Ιωάννης 1:4, 10-12· 1 Ιωάννου 5:19.
8. Πώς τονίζεται στη Γραφή η σπουδαιότης της πίστεως;
8 Όλοι όσοι είναι οικείοι με τη Βίβλο γνωρίζουν πόσο συχνά ο Ιωάννης αναφέρεται στην εντολή ότι τα τέκνα του Θεού πρέπει ν’ αγαπούν το ένα το άλλο, και αναγράφει τα λόγια του Ιησού πάνω σ’ αυτό το θέμα· αλλά δεν το κατέχουν όλοι ότι το να έχωμε πίστι, ιδιαίτερα πίστι στο όνομα του Ιησού, αναφέρεται ως προγενέστερη εντολή. Ο Ιωάννης γράφει: «Και αύτη είναι η εντολή αυτού, το να πιστεύσωμεν εις το όνομα του Υιού αυτού Ιησού Χριστού, και να αγαπώμεν αλλήλους.» (1 Ιωάννου 3:23) Αν κάτι εντέλλεται ο Θεός, αυτό πρέπει να είναι σπουδαίο· πρέπει να είναι μια δίκαιη απαίτησις, κάτι με το οποίον επιφορτιζόμεθα, το οποίον δεν μπορούμε να το μεταχειρισθούμε ελαφρά. Είναι πολύ ισχυρότερο από μια έκκλησι ή προτροπή. Δεν υπάρχει δικαίωμα εκλογής όσον αφορά μια εντολή που προέρχεται από τον Θεό. Αυτή πρέπει να τύχη υπακοής.
9. Πού και πώς εξηγεί η Γραφή την ορθή άποψι της πίστεως εν σχέσει με έργα και υπακοή;
9 Οι Ιουδαίοι ανεγνώρισαν τη σπουδαιότητα της υπακοής στις εντολές του Θεού όπως περιείχοντο στον Νόμον· αλλά έβλεπαν την υπακοή από την εσφαλμένη άποψι. Προσήλωναν την πίστι των επάνω στις δικές των προσπάθειες ν’ αποκτήσουν δικαιοσύνη με το να τηρούν τα έργα του Νόμου· αλλά όταν σε μια περίπτωσι ερώτησαν τον Ιησούν: «Τι να κάμωμεν δια να εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;» ο Ιησούς συνώψισε την όλη απάντησι σε μια πρότασι: «Τούτο είναι το έργον του Θεού, να πιστεύσητε εις τούτον τον οποίον εκείνος απέστειλε.» Ο Παύλος υπεστήριξε το ίδιο ζήτημα στους Γαλάτας, ερωτώντας: «Εξ έργων νόμου ελάβετε το Πνεύμα, ή εξ ακοής της πίστεως;» Κατόπιν προχωρεί για να δείξη «ότι οι όντες εκ πίστεως, ούτοι είναι υιοί του Αβραάμ» και «ευλογούνται μετά του πιστού [πιστεύοντος] Αβραάμ». Τελικά, επάνω ακριβώς στο ζήτημα της υιότητος, ο Παύλος λέγει: «Πάντες είσθε υιοί Θεού δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού . . . διότι πάντες σεις είσθε είς εν Χριστώ Ιησού.» Η πίστις είναι αναγκαία για την απόκτησιν υιότητος. Παραδεχόμεθα ότι τα εδάφια αυτά έχουν την αυστηρή τους εφαρμογή σ’ εκείνους που καλούνται στην ουράνια βασιλεία μαζί με τον Χριστόν Ιησούν, στο «μικρόν ποίμνιον», αλλά η ίδια εξάσκησις πίστεως απαιτείται από τα «άλλα πρόβατα», που μπορούν να μετέχουν στο να προσεύχωνται «Πάτερ ημών», με την ελπίδα ν’ αποκτήσουν αιώνια ζωή επάνω στη γη.—Ιωάννης 6:28, 29· Γαλάτας 3:2, 7-9, 26-28.
10. Είναι η πίστις δώρο για μερικούς, αλλά που το αρνείται ο Θεός σε άλλους, ή είναι κάτι που όλοι μπορούν να το αποκτήσουν;
10 Ένα άλλο σημείο όσον αφορά το ότι η πίστις διατάσσεται σ’ εμάς, είναι τούτο. Ο Θεός ποτέ δεν εκδίδει μια διαταγή που να είναι αδύνατο στο πλάσμα να δείξη υπακοή σ’ αυτή. Υπάρχουν άφθονες αιτίες για εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της εξασκήσεως πίστεως. Δεν υπάρχει δικαιολογία. Αυτή εξαρτάται από τη διάθεσι της καρδιάς, το ‘καλό είδος γης’. Το άτομο είναι υπεύθυνο να ‘στρέψη την πίστι του’ στον Υιόν του Θεού. Αν είναι ανάγκη για τον σκοπόν αυτόν—όπως συχνά συμβαίνει—μπορεί ένας να δοκιμάση αλλαγή καρδιάς, όπως οι δέκα ετεροθαλείς αδελφοί του Ιωσήφ, ή όπως ο νεώτερος υιός, ο άσωτος υιός, που ‘ήλθε εις εαυτόν’.—Ρωμαίους 1:20· Μάρκος 4:8· 1 Ιωάννου 5:10· Γένεσις 44:18-34· Λουκάς 15:17.
11. Πώς προσδιορίζεται κανείς ως τέκνον είτε του Θεού είτε του Διαβόλου;
11 Μπορεί, συνεπώς, να εκτιμηθή ότι το ερώτημα τίνος τέκνον είσθε δεν καθορίζεται καθόλου από τη σαρκική γέννησι ή από απλές ομολογίες. Ούτε αυτό σημαίνει ότι προτού στρέψετε την πίστι σας στον Υιόν του Θεού, είσαστε ένα από τα τέκνα του Διαβόλου. Ένα άτομο δεν προσδιορίζεται είτε ως τέκνον του Θεού είτε ως τέκνον του Διαβόλου παρά όταν δείξη ότι βρίσκεται σε ενότητα είτε με τον ένα είτε με τον άλλον, σ’ ένα καιρό εθνικής ή παγκοσμίου κρίσεως· όταν αποδειχθή από τους καρπούς του ότι είναι ή ένα «δένδρον καλόν» ή ένα «δένδρον σαπρόν»· ή ότι πράττει δικαιοσύνην και αγαπά τους αδελφούς του, ή ότι τους μισεί και ζητεί τη ζωή τους, όπως ο Κάιν.—Ματθαίος 7:15-23· 1 Ιωάννου 3:10-12.
12, 13. Πώς οι Ιουδαίοι, καθώς και ο «Χριστιανισμός», προσκόπτουν στον Χριστόν, και δείχνουν την ανάγκη ποιου πράγματος;
12 Βλέπομε, λοιπόν, ότι μπορούμε ν’ απολαύσωμε ενότητα με τον Θεό μόνο με το να γίνωμε τέκνα του, μέσω πίστεως στον Υιόν του. Αλλά πρέπει να είναι μια φωτισμένη πίστις, που βασίζεται στην αλήθεια, ειδικά στην αλήθεια που αφορά τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι το κεντρικό σημείο, όπως το τονίζει επανειλημμένως ο Ιωάννης. Ας μην προσκόψωμε στον Ιησούν, όπως έκαμαν οι Ιουδαίοι όταν εμφανίσθηκε ως προσφορά περί αμαρτίας, μολονότι υπελόγιζαν ότι θα τον είχαν υποδεχθή ως βασιλέα· ή όπως ο «Χριστιανισμός», που προσκόπτει στον Χριστόν ως τον παρόντα ανάσσοντα βασιλέα, μολονότι υπολογίζει ότι τον δέχεται ως λυτρωτήν του. Η πίστις των δεν είναι μια φωτισμένη πίστις.
13 Αυτό το ζήτημα μιας φωτισμένης πίστεως μας οδηγεί σε εξέτασι της κυρίας λέξεως του θέματος που μελετούμε τώρα—της λέξεως «ΦΩΣ». Τι χαρούμενη λέξις που είναι αυτή!
14. Με ποιον τρόπο το φως χρησιμοποιείται ως σύμβολο στη Γραφή;
14 «Ο Θεός είναι φως,» λέγει ο απόστολος· και στις τέσσερες αυτές σύντομες λέξεις αισθανόμεθα ότι πρέπει να υπάρχη πλούτος σημασίας. (1 Ιωάννου 1:5) Είναι ένας από τους ορισμούς, όχι του ποιος είναι ο Θεός, αλλά του τι είναι. Πώς χρησιμοποιείται στις Γραφές η λέξις «φως»; Σχετικά με το ζήτημα που εξετάζομε προφανώς χρησιμοποιείται ως σύμβολο, που σημαίνει πρωτίστως θεία αλήθεια και τη διαφώτισι που προέρχεται απ’ αυτήν, αλλά περιλαμβάνει επίσης στενά σχετιζόμενα πράγματα, δηλαδή, την εύνοια και την ευλογία του Θεού, ιδιαίτερα την υψίστη ευλογία της αιωνίου ζωής. «Διότι μετά σου είναι η πηγή της ζωής· εν τω φωτί σου θέλομεν ιδεί φως.» Ικετεύομε, λοιπόν, τον Θεό: «Εξαπόστειλον το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά ας με οδηγώσιν· ας με φέρωσιν εις το όρος της αγιότητός σου.» Ναι, πράγματι, το φως που πηγάζει από το πρόσωπο του Ιεχωβά σημαίνει ένα ατελείωτο ρεύμα ευλογιών, όπως ωδηγήθηκε ο Μωυσής να πη στον Ισραήλ: «Ο Ιεχωβά να σε ευλογήση, και . . . να επιλάμψη το πρόσωπον αυτού επί σε.» Αυτές τις ευλογίες μπορούμε να τις απολαύσωμε μόνο με την εξάσκησι μιας φωτισμένης πίστεως, χαίροντας στο πρώτο βέλος φωτός, τη βασική αλήθεια της υπάρξεως του Θεού, και κατόπιν βρίσκοντας ότι «γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Αυτός είναι αληθινά ‘ο Πατήρ των φώτων’, από τον οποίον προέρχεται «πάσα δόσις αγαθή, και παν δώρημα τέλειον».—Ψαλμός 36:9· 43:3· Αριθμοί 6:24, 25, AS· Εβραίους 11:6· Ιάκωβος 1:17.
15. Ποια Γραφική υποστήριξις υπάρχει για να συνδέσωμε τη νίκη με τον Θεόν του φωτός;
15 Τι ακαταμέτρητο πλεονέκτημα απολαμβάνει ο Θεός του φωτός, που αποκαλείται «η Νίκη του Ισραήλ»! (1 Σαμουήλ 15:29, AS, περιθώριον) Σκεφθήτε! Δεν υπάρχει πράγμα ή πρόσωπο, ούτε περίστασις ούτε συνωμοσία, που συλλαμβάνεται στα ενδόμυχα της διανοίας ή ξαφνικά τίθεται σε ενέργεια, που να μπορή να ξεφύγη ή να κρυφθή από αυτή την πανίσχυρη ακτίνα που διαπερά τα πάντα. «Οι οφθαλμοί του Ιεχωβά είναι εν παντί τόπω, παρατηρούντες κακούς και αγαθούς.» «Δεν θέλει νυστάξει, ουδέ θέλει αποκοιμηθή, ο φυλάττων τον Ισραήλ,» και «δεν είναι ουδέν κτίσμα αφανές ενώπιον αυτού, αλλά πάντα είναι γυμνά και τετραχηλισμένα εις τους οφθαλμούς αυτού, προς ον εχομεν να δώσωμεν λόγον.» Ποτέ δεν παύει να είναι άγρυπνος· δεν μπορεί να καταληφθή απροσδόκητα, διότι γνωρίζει και ‘αναγγέλλει το τέλος από της αρχής’. Γι’ αυτόν, η τελική νίκη εναντίον όλων των εχθρών του είναι απόλυτα εξασφαλισμένη, και πάντοτε είναι: εντελώς άφοβος.—Παροιμίαι 15:3, AS· Ψαλμός 121:4· Ησαΐας 46:10· Εβραίους 4:13.
16. Για ποιο επίμαχο ζήτημα ηγέρθη διαπάλη για πρώτη φορά, όπως το εξέφρασε ο Ιησούς;
16 Η νίκη είναι ένα από τα εμπνευσμένα και εμπνέοντα θέματα της Γραφής. Υπήρχε καιρός που δεν εχρειάζετο μια τέτοια λέξις, διότι νίκη σημαίνει την υπερίσχυσι εναντίον ενός εχθρού σε μάχη, ή διαπάλη, για κάποιο επίμαχο ζήτημα που ηγέρθη. Κατά τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε εχθρός, δεν υπήρχε Σατανάς, δεν υπήρχε άρχων του σκότους. Τώρα, όμως, υπάρχει το επίμαχο ζήτημα του φωτός εναντίον του σκότους. Σε αντίθεσι με το φως, το σκότος στέκει ως σύμβολο κυρίως της πλάνης και του ψεύδους και των σκοτιστικών αποτελεσμάτων του, δηλαδή, της πανουργίας και της διαφθοράς, που οδηγούν στο θάνατο. Ο Ιωάννης παραθέτει τη μαρτυρία του Ιησού όσον αφορά το γιατί ηγέρθη το επίμαχο ζήτημα. Ο Ιησούς είπε για τον Διάβολο: «Εκείνος ήτο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει εν τη αληθεία· . . . είναι ψεύστης, και ο πατήρ αυτού του ψεύδους.»—Ιωάννης 8:44· βλέπε επίσης 2 Κορινθίους 11:3.
17. Πώς ο Ιωάννης συνδέει στενά τη ζωή με το φως και τη νίκη;
17 Σ’ αυτό το σημείο είναι ενδιαφέρον να σημειώσωμε πώς ο Ιωάννης, αρχίζοντας το ευαγγέλιό του με την αριστοτεχνική χρήσι συντόμων και βαθιών δηλώσεων, συνδέει στενά τα τρία προηγούμενα θέματα: ζωή, φως και νίκη. Ο Ιωάννης μάς λέγει ότι ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι η οδός, και η αλήθεια [το φως], και η ζωή.» Πρώτα, ο Ιωάννης μάς υπενθυμίζει ότι κάθε ζωή οφείλει την ύπαρξί της στον «Λόγον». Κατόπιν μας λέγει ότι ο Ιησούς, «η ζωή,» είναι «το φως των ανθρώπων». Αυτό σημαίνει ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αποκτήση ο άνθρωπος ζωή είναι να έλθη στο φως και να παραμείνη για πάντα σε ενότητα μαζί του. Τελικά, ο Ιωάννης κάνει να ηχήση ο τόνος της νίκης, λέγοντας: «Και το φως εν τη σκοτία φέγγει, και η σκοτία δεν κατέλαβεν αυτό.» Νίκη του φωτός!—Ιωάννης 1:1-5· 14:6.
18, 19. Ποιο πρώτο βήμα μας φέρνει μέσα στην εικόνα, οδηγώντας μας σε ποια περαιτέρω πράγματα;
18 Προτού εξετάσωμε περαιτέρω πώς το σκότος έκαμε ό,τι μπορούσε για να νικήση το φως στην περίπτωσι του Ιησού, αλλά απέτυχε εντελώς, ας δούμε πώς κι εμείς επίσης μπαίνομε στην εικόνα, εξετάζοντας το ζήτημα αυτό κάτω από τον τίτλο:
ΕΝΤΟΛΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ
19 Όπως αναφέραμε ήδη (παράγρ. 7), γινόμεθα τέκνα του Θεού πιστεύοντας στο όνομα του Ιησού. Με άλλα λόγια, όπως είπε ο Ιησούς, «Πιστεύετε εις το φως [που σημαίνει την αλήθεια], δια να γείνητε υιοί του φωτός.» (Ιωάννης 12:36) Πίστις είναι το πρώτο βήμα που μας φέρνει μέσα στην εικόνα. Κατόπιν τι ακολουθεί; Το ότι εγίναμε «υιοί του φωτός» μας φέρνει τις πιο πλούσιες ευλογίες και προνόμια, τα οποία όμως συνεπιφέρουν μαζί τους διερευνητικές ευθύνες. Για να τις εκτιμήσωμε και να τις αναλάβωμε, πρέπει πρώτα να κατανοήσωμε την εντολή και ευθύνη που ανέλαβε ο Χριστός ως ο πρώτιστος φορεύς του φωτός.
20. Πώς προείπε ο Θεός την εντολή που εδόθη στον Ιησούν, και πώς αυτή εξεπληρώθη;
20 Η διατύπωσις της εντολής του Θεού προς τον Ιησούν ως Δούλον Του, που ανεγράφη πολύ πρωτύτερα, έχει ως εξής: «Εγώ ο Ιεχωβά σε εκάλεσα . . . και θέλω σε καταστήσει . . . φως των εθνών· δια να ανοίξης τους οφθαλμούς των τυφλών, να εκβάλης τους δεσμίους εκ των δεσμών, τους καθημένους εν σκότει εκ του οίκου της φυλακής.» (Ησαΐας 42:1, 6, 7, AS· βλέπε επίσης 49:6, 9) Εξετίμησε ο Ιησούς την εντολή που του ανετέθη; Ακούστε την απάντησί του: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου.» Και ανταπεκρίθη πιστά στην ευθύνη του; Μάλιστα. Επειδή ο Ιησούς επήγε στη Γαλιλαία να κηρύξη, ο απόστολος Ματθαίος παραθέτει και εφαρμόζει στον Ιησούν την προφητεία του Ησαΐα, ότι «ο λαός [της Ζαβουλών και της Νεφθαλείμ] ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα». Κατόπιν λέγει: «Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη και να λέγη, Μετανοείτε· διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» (Ματθαίος 4:15-17) Αλλά πολύ μεγαλύτερη έμφασι παρουσιάζει η μαρτυρία του Ιησού κατά το τέλος της επιγείου ζωής του. Πράγματι, καμμιά έκφρασις δεν βγήκε ποτέ από τα χείλη του με μεγαλύτερη δύναμι όσον αφορά την αποστολή του, από τη διακήρυξι που έκαμε στον Πιλάτο: «Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν.»—Ιωάννης 8:12· 18:37.
21, 22. Η εντολή που δίδεται σ’ εμάς ως «υιούς του φωτός», εκτίθεται εξίσου καθαρά;
21 Συμμερίζονται αρά γε οι ακόλουθοι του Χριστού, οι «υιοί του φωτός», την ίδια εντολή μαζί με την ευθύνη που τη συνοδεύει; Βεβαιότατα. Οι προφητείες του Ησαΐα οι σχετικές με τον «δούλον» συχνά περιλαμβάνουν αυτά τα μέλη του σώματος του Χριστού, στη μεγαλύτερή τους εκπλήρωσι. (Βλέπε, παραδείγματος χάριν, Ησαΐας 43:10) Έχομε, επίσης, τα έντονα λόγια του Κυρίου προς τους μαθητάς του: «Σεις είσθε το φως του κόσμου . . . ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, δια να ίδωσι τα καλά σας έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς.» (Ματθαίος 5:14-16) Και τώρα προσέξτε, παρακαλούμε, τους λόγους του Παύλου, που δείχνουν, τόσο την ευλογία, όσο και την ευθύνη τού να είμεθα σε ενότητα με το φως, και πώς φερόμεθα κατ’ ευθείαν μέσα στην εικόνα. Πρώτον, αναφέρει «την διακονίαν ταύτην», η οποία είναι «το ευαγγέλιον ημών». Κατόπιν εξηγεί γιατί «εις τους απολλυμένους είναι κεκαλυμμένον», δηλαδή, επειδή αυτών «απίστων όντων, ο θεός του κόσμου τούτου ετύφλωσε τον νουν, δια να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός [η διαφώτισις] του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού [της πηγής κάθε φωτός].» Κατόπιν ο Παύλος σφυρηλατεί ένα πάρα πολύ απροσδόκητον δεσμόν με την πρώτη εκείνη μεγάλη εντολή που αντήχησε, «Γενηθήτω φως.» (Γένεσις 1:3) Η εντολή αυτή φαινόταν πως ανεφέρετο μόνο στο κατά γράμμα φως, αλλά ο Παύλος τώρα δίδει πρόσθετη συμβολική σημασία σ’ αυτήν. Λέγει: «Διότι ο Θεός ο ειπών να λάμψη φως εκ του σκότους, είναι όστις έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών, προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού δια του προσώπου του Ιησού Χριστού.»—2 Κορινθίους 4:1-6.
22 Ναι, η αλήθεια, η ένδοξη γνώσις του Θεού, είναι το φως, που αντανακλάται τελείως και πλήρως «δια του προσώπου του Ιησού Χριστού», και είναι εντολή για όλους μας ‘με ανακεκαλυμμένον πρόσωπον να αντανακλώμεν ως κάτοπτρα την δόξαν του Ιεχωβά’ ή, όπως το εξέφρασε ο Πέτρος, να «εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως».—2 Κορινθίους 3:18, NW· 1 Πέτρου 2:9.
23, 24. (α) Ποια άποψις της ευθύνης μας φέρεται υπ’ όψιν μας; (β) Πώς ο Ιωάννης τονίζει την άποψι αυτή;
23 Η κατανόησις της εντολής που έχομε από τον Θεό είναι εκείνη που μας δίνει να εννοήσωμε την πρακτική πλευρά της ευθύνης τού να είμεθα σε ενότητα με το φως. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει την απλή διανοητική συμφωνία μας για το ποια είναι η αλήθεια, μια γαλήνια απλώς αποδοχή του φωτός, όπως μια νωθρή, σκοτεινή επιφάνεια απορροφά όλες τις φωτεινές ακτίνες χωρίς να αντανακλά ή επιστρέφη κάτι. Όχι. Σημαίνει το να είμεθα σαν ένας πολύτιμος λίθος που αντανακλά το φως σε τέτοιο βαθμό ώστε να φαίνεται πως είναι φως που ακτινοβολεί από μέσα του.
24 Η σκέψις για την πρακτική άποψι της ευθύνης μας μάς φέρνει πάλι στην πρώτη επιστολή του Ιωάννου. Μερικοί μπορεί να πουν ότι, από όλους τους συγγραφείς της Βίβλου, ο Ιάκωβος ετόνισε περισσότερο την πρακτική πλευρά· και ότι, αντιθέτως, ο Ιωάννης ήταν ο απόστολος της αγάπης. Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια παρ’ όσον ο ισχυρισμός αυτός. Κάθε φορά που ο Ιωάννης προφέρει μια αλήθεια, την συνοδεύει αμέσως με φανέρωσι τόσο της πρακτικής της εφαρμογής όσο και των τρομερών αποτελεσμάτων μιας αποτυχίας να ενεργήση κανείς σύμφωνα μ’ αυτήν. Προσέξτε, λόγου χάριν, τις παρατηρήσεις που ακολουθούν τη δήλωσί του «ο Θεός είναι φως», δείχνοντας ότι πρέπει όχι μόνο να πιστεύωμε και να αγαπούμε την αλήθεια, αλλά πρέπει και να «πράττωμεν την αλήθειαν». (1 Ιωάννου 1:5, 6) Κανείς δεν θα μπορούσε να χτυπήση πιο σκληρά, να είναι πιο υποβοηθητικός από τον Ιωάννη όταν δείχνη πώς μπορούμε να διακρίνωμε την ταυτότητα εκείνων που αποτελούν τον «αντίχριστον», «εκείνων οίτινες σας πλανώσι.» (1 Ιωάννου 2:18-26) Και στην τρίτη του επιστολή δεν διστάζει να αναφέρη ονομαστικώς κάποιον κακοποιόν φλύαρον, τον Διοτρεφή, συνοδεύοντας τη δήλωσί του με μια γλαφυρή συμβουλή. Δεν θα ήταν πολύ αποτελεσματικό το να προσπαθήση κανείς να κρύψη κάτι από το διεισδυτικό βλέμμα του Ιωάννου.—3 Ιωάννου 9-11.
25. Γιατί είναι τόσο ουσιώδης μια συνεπής πορεία ενεργείας;
25 Πολύ περισσότερα, βέβαια,θα μπορούσαν να λεχθούν για την ευθύνη μας ως «υιών του φωτός», τόσο αναφορικά με το νου και την καρδιά, όσο και με την πορεία της διαγωγής, καθώς επίσης και με τη διακονία μας. Αλλά, επάνω απ’ όλα, πρέπει να ενεργούμε με συνέπεια ‘πράττοντες την αλήθειαν’, ώστε να είμεθα πάντοτε σε ενότητα με τον Θεόν του φωτός, «εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής».—Ιάκωβος 1:17. Βλέπε επίσης Λουκάς 11:33-36· Εφεσίους 5:6-14.
26. Βλέπομε μια στενή σχέσι μεταξύ διαφωτίσεως και αγάπης;
26 Σκεπτόμεθα ότι, με ποιητικό τρόπο, το χαμόγελο της επιδοκιμασίας του ουρανίου Πατρός μας παρομοιάζεται με το θερμό ηλιόφως. (Αριθμοί 6:25, Μο· AS· Knox) Και αυτό είναι αληθινό. Το φως και η αγάπη πηγαίνουν χέρι με χέρι, οδηγώντας μας σε λαμπρή νίκη και κάνοντάς μας αφόβους στην υπηρεσία του Θεού. Αν μας υπεβοήθησε σε μια στενώτερη ενότητα με τον Θεό και τον Υιό του η μελέτη μας πάνω στο θέμα «ο Θεός είναι φως», υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύωμε ότι θα βρούμε περισσότερο ακόμη όφελος εξετάζοντας εκείνον τον άλλον ορισμόν τού τι είναι ο Θεός, δηλαδή, «ο Θεός είναι αγάπη.»—1 Ιωάννου 4:16.