Μια Θεία Άποψις για τα Χρέη
Ο ΘΕΟΣ της δικαιοσύνης, ο Ιεχωβά, δεν βλέπει με επιδοκιμασία τα άτομα που δεν εξοφλούν τα χρέη τους. Ο Θεόπνευστος ψαλμωδός είπε τα εξής: «Δανείζεται ο ασεβής και δεν αποδίδει.» (Ψαλμ. 37:21) Ο απόστολος Παύλος, εκθέτοντας τη Χριστιανική άποψι σχετικά μ’ αυτό, προέτρεψε: «Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν ειμή το να αγαπάτε αλλήλους.»—Ρωμ. 13:8.
Το άτομο, λοιπόν, που επιθυμεί να έχη την επιδοκιμασία του Θεού, πρέπει να είναι ευσυνείδητο ως προς την απόδοσι των χρημάτων που δανείζεται και να εξοφλή σύντομα τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες που λαμβάνει. Γι’ αυτό τον σκοπό, πρέπει να προσέξη να μην αναλαμβάνη μεγαλύτερα οικονομικά βάρη από εκείνα που ήδη έχει. Αλλιώς, θα φθάση σε μια κατάστασι οπότε δεν θα μπορή ν’ αντιμετωπίση τις υποχρεώσεις του. Επί πλέον, η εξόφλησις των χρεών δεν πρέπει να καθυστερήται. Θα ήταν πολύ παράλογο και αχάριστο εκ μέρους ενός ατόμου ν’ αναβάλη την πληρωμή και να χρησιμοποιή ένα σημαντικό μέρος των εισοδημάτων του σε σπάταλες διασκεδάσεις, πολυτέλειες ή δαπανηρές διακοπές.
Μερικοί άνθρωποι μπορεί να σκέπτωνται ότι η ευθύνη δεν είναι τόσο μεγάλη όταν χρωστούν σ’ ένα συγγενή η φίλο. Αλλά αυτή η έλλειψις ευσυνειδησίας, δεν δείχνει ότι το άτομο επωφελείται με ιδιοτελή τρόπο από μια οικογενειακή ή φιλική σχέσι;
Πραγματικά, το άτομο που παραμελεί την πληρωμή των οφειλών του στους άλλους, παραλείπει να δείξη αγάπη. Αποστερεί τους άλλους από την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που δικαιωματικά τους ανήκουν. Αυτό μπορεί ν’ αποβή και προς δική τους βλάβη. Εξετάστε, παραδείγματος χάριν, την κατάστασι των ατόμων που έχουν ελεύθερα επαγγέλματα—των ιατρών, των δικηγόρων, των ηλεκτρολόγων, των ξυλουργών, και λοιπά. Καθώς εκτελούν την εργασία των, δημιουργούνται έξοδα. Οι πληρωμές που λαμβάνουν για τις υπηρεσίες των πρέπει να καλύπτουν αυτά τα έξοδα και να είναι επαρκείς ώστε να εξοικονομούν τ’ αναγκαία. Αν, λοιπόν, πολλοί άνθρωποι παραλείπουν να τους πληρώσουν, αυτοί οι επαγγελματίες ίσως να μην μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν τα έξοδά τους, και τα πράγματα μπορεί να φθάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε ν’ αναγκασθούν να εγκαταλείψουν την εργασία τους. Προφανώς, εκείνοι που στερούν τους άλλους από τα μέσα διαβιώσεώς των, δεν δείχνουν αγάπη.
Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο απόστολος Ιωάννης το διεσαφήνισε αυτό όταν έγραψε στους Χριστιανούς; «Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού είναι ανθρωποκτόνος· και εξεύρετε ότι πας ανθρωποκτόνος δεν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν εαυτώ. Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έβαλε· και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλωμεν τας ψυχάς ημών. Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;»—1 Ιωάν. 3:15-17.
Αν αυτός ο ενδεής αδελφός δεν ελάμβανε βοήθεια από κάποια άλλη πηγή, θα πέθαινε αν εστερείτο των αναγκαίων για μια πολύ μακρά περίοδο χρόνου. Εκείνος, λοιπόν, που ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός και αρνείται να σπεύση σε βοήθεια του αδελφού του θα ήταν ένοχος μιας μορφής εγκληματικής αμελείας. Ομοίως, αν οι Χριστιανοί επωφελούντο από έναν ομόπιστό τους και αναβάλλουν χωρίς λόγο την εξόφλησι των χρεών τους, θα εγίνοντο ένοχοι κατά το ότι εξανάγκασαν το άτομο αυτό να χάση την εργασία του. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήση σοβαρά οικονομικά προβλήματα γι’ αυτόν, που θα τον έφεραν σε μια κατάστασι ενδείας. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα λέγαμε ότι εκείνοι που αρνήθηκαν να πληρώσουν τα χρέη τους έκαναν ένα πολύ μισητό πράγμα στον αδελφό τους;
Οι ευσυνείδητοι Χριστιανοί δεν προσπαθούν ν’ αποκομίσουν οφέλη για τους εαυτούς των με βάσι τις πνευματικές σχέσεις τους. Αναγνωρίζουν ότι αυτό θα ήταν ‘αισχροκέρδεια.’ (1 Τιμ. 3:8) Από τις Γραφές μαθαίνομε ότι αυτή η απληστία μπορεί να θέση σε κίνδυνο την υπόστασι ενός ατόμου απέναντι του Ιεχωβά Θεού. Αυτό καταδεικνύεται καλά στην περίπτωσι του βοηθού του Ελισσαιέ, του Γιεζεί. Μέσω του Ελισσαιέ, ο αρχηγός του Συριακού στρατού Νεεμάν θεραπεύθηκε από αηδή λέπρα. Δείχνοντας εκτίμησι για το ότι εθεραπεύθηκε, ο Νεεμάν ήθελε να προσφέρη ένα δώρο στον προφήτη. Αλλά ο Ελισσαιέ αρνήθηκε να το δεχθή, διότι δεν ήθελε ν’ αποκομίση κέρδος από τη θεόδοτη προφητική υπηρεσία του και από τις ικανότητες που συνεδέοντο μ’ αυτήν. Ο Γιεζεί, όμως, επεθύμισε με απληστία εκείνο που είχε αρνηθή ο Ελισσαιέ και έλαβε δώρο από τον Νεεμάν με ψεύτικες δικαιολογίες. Ως αποτέλεσμα τούτου, με την εκδήλωσι της κρίσεως του Ιεχωβά, ο Γιεζεί επατάχθη με λέπρα.—2 Βασ. 5:15, 20-23, 27.
Επομένως, αν η πλεονεξία είναι η αιτία για την οποία ένα άτομο δεν μπόρεσε να εξοφλήση τα χρέη του, αυτό μπορεί να επιφέρη κατάκρισι εναντίον του. Η Αγία Γραφή μάς προειδοποιεί ότι ‘οι πλεονέκται δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού.’ (1 Κορ. 6:10) Αυτή η πλεονεξία θα σημάνη απώλεια του δώρου της αιώνιου ζωής. Τι τίμημα!
Ως Χριστιανοί, λοιπόν, πρέπει να είμεθα τίμιοι στις συναλλαγές μας με άλλους. Πρέπει να καθοδηγούμεθα από τις επόμενες αρχές: «Πάντα όσα αν θέλητε να κάμνωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, ούτω και σεις κάμνετε εις αυτούς.» (Ματθ. 7:12) «Ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως.» (Γαλ. 6:10) Αν, λοιπόν, θέλωμε να είναι οι άλλοι ευσυνείδητοι ως προς τις πληρωμές των χρεών τους, δεν πρέπει εμείς να δείχνωμε το ορθό παράδειγμα; Πρέπει να ενδιαφερώμεθα ιδιαίτερα να κάνωμε το καλό στους Χριστιανούς αδελφούς μας, χωρίς να επαναπαυώμεθα στην καλωσύνη των όταν πρόκειται να πληρώσωμε εκείνο που τους οφείλομε.
Θα ήταν σφάλμα να φρονούν οι Χριστιανοί ότι, σε εμπορικά ζητήματα, οι ομόπιστοί των είναι υποχρεωμένοι να τους κάνουν ιδιαίτερες χάρες και εύνοιες. Αλλ’ αν κάποιος δείξη μια ιδιαίτερη χάρι, ο άλλος πρέπει να τη βλέπη με εκτίμησι. Οι Χριστιανοί θέλουν να παίρνουν οι αδελφοί τους οτιδήποτε δικαιούνται να λάβουν. Η συμβουλή του αποστόλου Παύλου στους Χριστιανούς δούλους εκθέτει μια ωραία κατευθυντήριο γραμμή: «Οι δε έχοντες πιστούς κυρίους ας μη καταφρονώσιν αυτούς, διότι είναι αδελφοί, αλλά προθυμότερον ας δουλεύωσι, διότι είναι πιστοί και αγαπητοί οι απολαμβάνοντες την ευεργεσίαν.» (1 Τιμ. 6:2) Η ευσυνειδησία ενός Χριστιανού να πληρώνη τα χρέη που οφείλει στους ομοπίστους του θα ήταν βέβαια σε αρμονία με αυτή τη νουθεσία.
Είθε ο τρόπος που χειριζόμεθα τα χρέη μας ν’ αποκαλύψη ότι διεξάγομε τις υποθέσεις μας σε αρμονία με τις Γραφικές αρχές. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η εκουσία παράλειψις να πληρώσωμε εκείνο που οφείλομε στους άλλους αποτελεί εκδήλωσι πονηρίας. Ο Ύψιστος ποτέ δεν θα επιβλέψη με επιδοκιμασία εκείνους οι οποίοι, λόγω απληστίας ή ιδιοτέλειας, δεν φροντίζουν για τις υποχρεώσεις των. Μόνο αν είμεθα βέβαιοι ότι ‘εις μηδένα δεν οφείλομε μηδέν ειμή το ν’ αγαπώμεν αλλήλους,’ μπορούμε ν’ αναμένωμε την ευλογία του Ιεχωβά.