Θεός Αγάπης
Η ΓΡΑΦΗ χαρακτηρίζει τον Ιεχωβά ως ‘Θεόν της αγάπης’. «Ο Θεός είναι αγάπη», έγραψε ο απόστολος Ιωάννης. Ο δε Μωυσής ανέγραψε: «Ιεχωβά, Ιεχωβά ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός.»—2 Κορ. 13:11· 1 Ιωάν. 4:8· Έξοδ. 34:6, ΜΝΚ.
Αλλά μερικοί αντιλέγουν: Ένας Θεός αγάπης ποτέ δεν θα ζητούσε από κάποιον από τους δούλους του να κάμη ό,τι ο Ιεχωβά εζήτησε από τον Αβραάμ. Ποτέ δεν θα ζητούσε να προσφέρη ένας άνθρωπος τον μονογενή του γυιό ως ολοκαύτωμα. Μερικοί έτσι φρονούν, αλλά τι φρονείτε σεις; Αυτό το περιστατικό που αναφέρεται στη Βίβλο αυξάνει την αγάπη σας για τον Ιεχωβά, ή κάνει τον Θεό αποκρουστικό σ’ εσάς;
Είναι για το αιώνιο όφελός μας να καλλιεργούμε εκτίμησι για καθετί που ο Θεός λέγει και πράττει. Επομένως, αντί ν’ αφήνωμε αυτό το γεγονός να μας απομακρύνη από τον Ιεχωβά, πρέπει να ζητούμε ν’ αποκτήσωμε μια καλύτερη κατανόησι του ζητήματος, ώστε αυτό να μας φέρη πλησιέστερα προς τον Θεό με αγάπη. Αν εξετασθή κατάλληλα, αυτό, που ο Ιεχωβά εζήτησε από τον Αβραάμ, όχι μόνο θ’ αυξήση την πίστι μας σ’ αυτόν ως τον Ζωοδότη, αλλά και θα καταδείξη την έκτασι της αγάπης Του προς το ανθρώπινο γένος.
Σύμφωνα με την αφήγησι της Βίβλου, ο Ιεχωβά έδωσε παραγγελία στον Αβραάμ: «Λάβε τώρα τον υιόν σου τον μονογενή, τον οποίον ηγάπησας, τον Ισαάκ, και ύπαγε εις τον τόπον Μοριά, και πρόσφερε αυτόν εκεί εις ολοκαύτωμα, επί ενός των ορέων, το οποίον θέλω σοι ειπεί. . . . Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον τον οποίον είπε προς αυτόν ο Θεός, ωκοδόμησεν εκεί ο Αβραάμ το θυσιαστήριον, και διέθεσε τα ξύλα, και δέσας τον Ισαάκ τον υιόν αυτού, έβαλεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων και εκτείνας ο Αβραάμ την χείρα αυτού, έλαβε την μάχαιραν δια να σφάξη τον υιόν αυτού. Άγγελος δε του Ιεχωβά εφώνησε προς αυτόν εκ του ουρανού, και είπεν, Αβραάμ, Αβραάμ. Ο δε είπεν, Ιδού εγώ. Και είπε, Μη επιβάλης την χείρά σου επί το παιδάριον, και μη πράξης εις αυτό μηδέν· διότι τώρα εγνώρισα ότι συ φοβείσαι τον Θεόν, επειδή δεν ελυπήθης τον υιόν σου τον μονογενή δι’ εμέ.»—Γεν. 22:1-14, ΜΝΚ.
Και γιατί ο Ιεχωβά εζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάση τον γυιό του, και γιατί διατηρείται αυτή η αφήγησις μέσα στη Γραφή; Ο απόστολος Παύλος εχρησιμοποίησε το γεγονός αυτό ως παράδειγμα για να ενθαρρύνη τους ομοίους με αυτόν Χριστιανούς σε πιστότητα. Επανέφερε υπό την προσοχή των την επαγγελία του Ιεχωβά στον Αβραάμ να κάμη ένα μέγα έθνος από τους απογόνους του θαυματουργικά γεννηθέντος αυτού παιδιού του. Ο Παύλος ανέγραψε την υπόσχεσι: «Εν Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα.» (Εβρ. 11:17, 18· Γεν. 12:2, 3· 15:18· 21:12) Αλλά πώς θα μπορούσε να παραχθή ένα τέτοιο έθνος αν ο Ισαάκ ήταν νεκρός; Δεν θα μπορούσε να γίνη αυτό. Κι ωστόσο ο Θεός είπε στον Αβραάμ να σφάξη τον Ισαάκ. Δεν εφαίνετο αυτό ως ασυνεπές από μέρους του Θεού; Ποια ήταν η στάσις του Αβραάμ;
Η Βίβλος δεν αναγράφει τα ενδόμυχα αισθήματα του Αβραάμ καθώς αυτός επορεύετο προς τον τόπον της θυσίας, ή τι αίσθημα τον κατείχε όταν έδενε τον γυιό του πάνω στο θυσιαστήριο και ύψωνε τη μάχαιρά του για να κόψη τον λαιμό του. Μπορεί κανείς μόνο να φαντασθή την αγωνία που πρέπει να τον κατείχε! Εν τούτοις, ο Παύλος ετόνισε ότι ο Αβραάμ είχε εμπιστοσύνη. Μήπως δεν είχε υποσχεθή ο Ιεχωβά να κάμη ένα μέγα έθνος από τον γυιό του τον Ισαάκ; Ναι! Πώς αλλιώς λοιπόν θα μπορούσε ο Θεός να εκπληρώση την υπόσχεσί του παρά με το ν’ αναστήση τον Ισαάκ; Ναι, ο Αβραάμ εσυλλογίσθη «ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη»· όχι, όχι στον νέο κόσμο, αλλά στον ωρισμένο καιρό του Θεού, ώστε να είναι δυνατόν να εκπληρωθή η υπόσχεσίς του για τον Ισαάκ.—Εβρ. 11:19.
Ποιο αποτέλεσμα παρήγαγε ο Παύλος στους εξ Εβραίων Χριστιανούς παραθέτοντας αυτό το γεγονός; Μήπως εκείνοι προσέκοψαν κι απεμακρύνθησαν από τον Ιεχωβά εξ αιτίας αυτού που εζήτησε από τον Αβραάμ να πράξη; Βεβαίως όχι! Η πίστις των ενισχύθη και παρεκινήθησαν να υπηρετούν τον μέγαν Ζωοδότη Ιεχωβά. Έμαθαν απ’ αυτό ότι η υπακοή στον νόμο του Θεού ήταν πιο σπουδαία από τη διαφύλαξι της ζωής, όπως κι ο Ιησούς εδίδαξε: «Όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού, ούτος θέλει σώσει αυτήν.»—Λουκ. 9:24.
Τι πεποίθησι κι εμπιστοσύνη εδίδαξε αυτό το παράδειγμα να έχη ένας στον Ιεχωβά! Ένας Χριστιανός, όταν αντιμετωπίζη και θάνατο ακόμη, ή ίσως χειρότερα, τον θάνατο ενός προσφιλούς του, μπορεί να βασίζεται στον Ιεχωβά, ο δε Ιεχωβά θα τον υποστηρίξη. Ο Παύλος προέτρεψε να θεωρηθή έτσι το παράδειγμα του Αβραάμ. Μιμηθήτε το. Να έχετε την ίδια πίστι που επέδειξε κι εκείνος και θα κερδίσετε την ευαρέσκεια του Ιεχωβά, και την αιώνια αμοιβή της ζωής στον νέο του κόσμο.—Εβρ. 11:6.
Αλλ’ ο Ιεχωβά δεν εζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάση τον γυιό του απλώς για να δοκιμάση την πίστι του. Όχι, στην ενέργεια αυτή ενυπήρχε κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Έκανε μια προφητική εικόνα που κατεδείκνυε, όχι αυτό που θα ήθελε να κάνουν οι ανθρώπινοι γονείς στα τέκνα των, όχι, αλλά, μάλλον, αυτό που ο ίδιος επρόκειτο να κάμη χάριν εκείνων από το ανθρώπινο γένος που θα επίστευαν. Εξεικονίσθη δε αυτό μ’ έναν τρόπο που θα συγκινούσε τις καρδιές των ανθρωπίνων γονέων, έτσι ώστε αυτοί θα κατανοούσαν ότι δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό που έκαμε ο Θεός. Αλλά, μάλλον, όπως εκτίθεται στο κατά Ιωάννην 3:16: «Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» Πόση αγάπη έδειξε; Τόση ώστε κάνει τους ανθρώπους σήμερα να υποχωρούν στη σκέψι του να κάμουν όσο έκαμε ο Θεός.
Αλλ’ ήταν η αγάπη από μέρους του Ιεχωβά που τον έκαμε να προσφέρη τον Υιόν του Ιησούν ως θυσίαν; Ναι, διότι δισεκατομμύρια ανθρωπίνων πλασμάτων, θα εξακολουθούσαν να πεθαίνουν αν δεν ελαμβάνετο κάποια πρόνοια για ν’ απελευθερωθούν από την καταδίκη της αμαρτίας και του θανάτου. Για να τους σώση ο δίκαιος νόμος του Θεού απητείτο να πληρωθή ένα αντίλυτρον. (Δευτ. 19:21· Ψαλμ. 51:5· 49:6, 7) Αντί, λοιπόν, να εγκαταλείψη το ανθρώπινο γένος, ο Ιεχωβά έδωσε στοργικά ό,τι πολυτιμότερο κατείχε, τον μονογενή του Υιό, για να τους σώση από βέβαιο θάνατο. Μήπως αυτό δεν ήταν η υπέρτατη θυσία, η πιο μεγάλη έκφρασις αγάπης; Αν ένας άνθρωπος επρόκειτο να μιμηθή το παράδειγμα του Ιεχωβά, μήπως δεν θα επαινείτο;
Λόγου χάριν, αν μια πυρκαϊά ή μια πλήμμυρα επρόκειτο ν’ απειλήση τη ζωή πολλών ανθρώπων, κι ένας άνθρωπος κι ο γυιός του ήσαν σε θέσι να βοηθήσουν, δεν θα ήταν πράξις αγάπης να κάμουν μια προσπάθεια να σώσουν τους φίλους και τους γείτονας των; Κι αν ο γυιός έχανε τη δική του ζωή στην προσπάθεια του να σώση εκατοντάδες άλλους, δεν θα εθεωρείτο ηρωικό αυτό; Βεβαίως. Η παρά Θεού θυσία του Υιού του, φυσικά, είναι πολύ μεγαλυτέρας αξίας. Επίσης, δεν επρόκειτο να είναι μόνιμη η απώλεια, διότι ο Ιεχωβά αποκατέστησε τη ζωή του Υιού του ανασταίνοντας αυτόν από τους νεκρούς, όπως κι ο Αβραάμ είχε πλήρη εμπιστοσύνη ότι θα έκανε ο Ιεχωβά στον Ισαάκ.
Πώς, λοιπόν, πρέπει το προφητικό αυτό δράμα περί του Αβραάμ να μας κάνη να αισθανώμεθα; Πρώτα, πρέπει να μας διδάξη να είμεθα όπως ο Αβραάμ, ν’ αποδίδωμε στον μέγαν Ζωοδότη μας τυφλή υπακοή. Αυτός είναι ο Πλάστης μας, ακόμη δε κι αν η υπακοή μας στον νόμο του θα κατέληγε σε θάνατό μας, μπορούμε να βασισθούμε μ’ εμπιστοσύνη στη δύναμί του ν’ αποκαταστήση τη ζωή. Ιδιαίτερα, αυτό το γεγονός δεν πρέπει να μας απομακρύνη από τον Ιεχωβά, αλλά πρέπει να μας κάνη να τον αγαπούμε ακόμη περισσότερο, διότι, με όσα μπορούμε ν’ αντιληφθούμε, αυτός μας εβοήθησε να κατανοήσωμε τι έκαμε ο ίδιος προς χάριν μας.