Εσωτερική Αρμονία—Απόδειξις της Θείας Συγγραφής της Βίβλου
«Έστω ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης· καθώς είναι γεγραμμένον, “Δια να δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και να νικήσης όταν κρίνησαι”.»—Ρωμ. 3:4.
1. Γιατί πολλοί έχουν ολίγη εκτίμησι για τη Χριστιανική θρησκεία και τη Γραφή;
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι σε πολλές χώρες γνωρίζουν ολίγα ή τίποτε από τη Γραφή. Αυτό συχνά γίνεται επειδή δεν την έχουν πότε διαβάσει, διότι δεν ανετράφησαν στη Χριστιανική πίστι. Αντιθέτως, έχουν τη δική τους θρησκεία, με τα δικά της ιερά συγγράμματα, που εδιδάχθησαν να τα δέχωνται ως αληθινά. Επομένως, η γνώσις των και η κρίσις των για τη Χριστιανική θρησκεία και τα ιερά της συγγράμματα, την Αγία Γραφή, βασίζονταί σε ό,τι βλέπουν και γνωρίζουν για τη διαγωγή εκείνων που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί είτε των λεγομένων Χριστιανικών εθνών, είτε, ίσως, μίας Χριστιανικής κοινότητος στη χώρα των. Όταν βλέπουν πόσο βαθιά διηρημένος είναι ο «Χριστιανικός κόσμος», όταν βλέπουν πόσο φιλοπόλεμος είναι όταν βλέπουν τις πράξεις του και τις αρχές του σε ζητήματα εμπορίου και ηθικής, δεν είναι παράδοξο ότι έχουν ολίγη μόνο εκτίμησι για τη Χριστιανική θρησκεία και σχηματίζουν πτωχή γνώμη για το βιβλίο της, τη Γραφή. Αλλά είναι μήπως αυτή η έκτασις της μομφής, ή το χειρότερο είδος μομφής, που υφίσταται η Βίβλος;
2. Με ποιον τρόπο πολλοί στον «Χριστιανικό κόσμο αισθάνονται ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους, και δικαιολογείται αυτό;
2 Πολλοί άνθρωποι σε πολλές εκκλησίες του «Χριστιανικού κόσμου» θα ανεγνώριζαν με απροθυμία την κακή εντύπωσι που δίδεται από τον «Χριστιανικό κόσμο» στα διάφορα θέατρα της δραστηριότητός του. Κουνούν θλιβερά το κεφάλι τους για την άγνοια εκείνων που δεν γνωρίζουν τίποτε για τη Γραφή, έχοντας συναίσθησι του μεγάλου πλεονεκτήματος που απολαμβάνουν ανήκοντας σε μια Χριστιανική κοινότητα. «Φυσικά πιστεύομε στον Θεό», λέγουν, «και, δεχόμεθα τη Γραφή ως τον λόγον του Θεού και την εκτιμούμε ανάλογα.» Αυτό το περιοδικό, δεν αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά των, αλλά νομίζομε ότι είναι κατάλληλο και πολύ αξιόλογο να θέσωμε μία ή δύο ερωτήσεις για την πραγματική, τους γνώμη για τη Γραφή.
3. (α) Πώς βλέπει η πλειονότης τη Γραφή, και τι το επροκάλεσε αυτό; (β) Ποια αδυναμία είναι προφανής όσον αφορά την άποψι αυτή;
3 Δέχονται οι άνθρωποι αυτοί πραγματικά, χωρίς επιφύλαξι, ότι ο Θεός είναι πράγματι ο Συγγραφεύς και πλήρως υπεύθυνος για όλα όσα είναι γραμμένα στα εξήντα έξη βιβλία, που περιλαμβάνουν τον αληθή κανόνα της Γραφής, από τη Γένεσι ως την Αποκάλυψι; Ολίγοι, πράγματι, θα έφθαναν ως το σημείο αυτό, ή κάπου, κοντά σ’ αυτό. Η μεγάλη πλειονότης, ακολουθώντας τη γενική τάσι, κάνει μια διάκρισι μεταξύ εκείνου που ονομάζουν Παλαιά Διαθήκη και της Καινής Διαθήκης, προσηλώνοντας την πίστι της σχεδόν εξ ολοκλήρου στην τελευταία, αλλά κάνοντας μικρή χρήσι και έχοντας μικρότερη ακόμη εμπιστοσύνη στην προηγουμένη, εκτός από το ιστορικό και φιλολογικό της ενδιαφέρον. Σε πολλούς, που ανετράφησαν παρακολουθώντας το Κυριακό σχολείο ως παιδιά, ελέχθησαν οι Βιβλικές αφηγήσεις για τον Αδάμ και την Εύα στον κήπο της Εδέμ, και άλλα συμβάντα και θαύματα των αρχαίων εκείνων χρόνων. Τι συμβαίνει όταν μεγαλώνουν; Πάλι ακολουθώντας τη γονική τάσι, θέτουν διανοητικώς αυτά τα πράγματα στην ίδια κατηγορία με τα ωραία παραμύθια της παιδικής των ηλικίας και τα αποπέμπουν. Αλλά μπορούν μήπως τότε να πουν ότι πιστεύουν σε ό,τι ονομάζουν Καινή Διαθήκη, όταν οι πολλές της περικοπές από τις Εβραϊκές Γραφές δίδωνται πάντοτε ως αναμφισβήτητα αληθινές και αυθεντικές, και όταν ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, είπε εμφατικά για τα συγγράμματα εκείνα (το μόνο μέρος της Γραφής που υπήρχε τότε): «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι «αλήθεια»;—Ιωάν. 17:17.
4. Πώς βλέπουν πολλοί τη θεοπνευστία των Γραφών;
4 Αυτό φέρνει προς εξέτασιν το σπουδαίο ερώτημα της θεοπνευστίας της Γραφής. Πλείστοι άνθρωποι στον «Χριστιανικό κόσμο» θεωρούν τη Γραφή ως ένα καλό βιβλίο, Το βιβλίο, σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, και που πρέπει να τυγχάνη μεγίστου σεβασμού λόγω της μεγάλης του ηλικίας. Και συχνά λέγουν ότι είναι θεόπνευστη. Αλλά με ποιόν τρόπο; Μόνο με τον ίδιο τρόπο που λέγεται ότι αι ποιηταί και οι μουσικοί είναι εμπνευσμένοι. Σκέπτονται για έναν Βιβλικό συγγραφέα, τον Ησαΐα, να πούμε, ή τον Δαβίδ, ότι είναι όμοιος μ’ έναν ποιητή, που είναι προικισμένος με τάλαντο, τελείως βυθισμένο σ’ ένα μεγαλειώδες θέμα και συνεπαρμένον απ’ αυτό, ο οποίος ανασύρει και διεγείρει τις δημιουργικές του ικανότητες, έτσι ώστε, όπως λέγεται, υπερβάλλει τον εαυτό του και εμπνέεται να παραγάγη ένα μνημειώδες και αθάνατο αριστούργημα.
5. Πώς η αξίωσις της Γραφής για θεοπνευστία είναι σε αντίθεσι με τη γενική γνώμη όσον αφορά τους συγγραφείς της Βίβλου και το έργον των;
5 Αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα ότι πολλοί αποβλέπουν στη Γραφή ως μια συλλογή βιβλίων γραμμένων από αφωσιωμένους ανθρώπους, μάλλον παρά ως ένα μόνο, αν και σύνθετο έργο γραμμένο υπό την διεύθυνσι ενός μόνο, θείου Συγγραφέως, με την έμπνευσι του αγίου του πνεύματος, ή αοράτου ενεργού δυνάμεως. Η τελευταία άποψις είναι εκείνη που αξιοί η Γραφή η ίδια, λέγοντας ότι «όλη η γραφή είναι θεόπνευστος», και ότι «δεν ήλθε ποτέ προφητεία εκ θελήματος ανθρώπου, αλλ’ υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού.» (2 Τιμ. 3:16· 2 Πέτρ. 2:21) Αλλά πολύ ολίγοι στον «Χριστιανικό κόσμο» θα συμφωνούσαν μ’ έναν τέτοιο ισχυρισμό. Μάλλον, λέγουν ότι θεωρούν τους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης ως ανθρώπους που ψηλαφούσαν για τον Θεό, και βιαστικά προσθέτουν ότι έχομε πολύ απομακρυνθή από τότε. Όχι, δεν λέγουν ότι έχομε πολύ απομακρυνθή από τις ημέρες του Ιησού και των αποστόλων, αλλά η στάσις των απέναντι της Γραφής και ο τρόπος που την μεταχειρίζονται ισοδυναμούν με τούτο. Ασφαλώς δεν την θεωρούν ως σύγχρονο οδηγό για σύγχρονα προβλήματα, αλλά, μάλλον, ως κάτι προς χρησιμοποίησιν για τα ηθικά της μαθήματα και ως έξοχη πηγή καταλλήλων περικοπών.
6. Με ποιον τρόπο πολλοί θέτουν τον εαυτό τους σε μια εσφαλμένη θέσι, και πώς διευκρινίζεται αυτό;
6 Έτσι, αυτοί οι καθ’ ομολογίαν φίλοι της Γραφής, αν και ίσως κατέχουν μια Γραφή και ελεύθερα μιλούν γι’ αυτήν ως λόγον του Θεού, στην πραγματικότητα βρίσκονται σε μια εσφαλμένη θέσι και, κατ’ ουσίαν, αντιλέγουν στον εαυτό τους. Αυτό διευκρινίζεται καλά από την επόμενη, περικοπή ενός Ρωμαιοκαθολικού δημοσιεύματος.a Κάτω από την επικεφαλίδα «Πώς θεωρούν οι Καθολικοί τη Γραφή», διαβάζομε: «Οι Καθολικοί . . . διατηρούν την υψίστη εκτίμησι και σεβασμό για τη Γραφή ως τον εμπνευσμένον λόγον του Θεού, και την θεωρούν ως θησαυρόν μοναδικής αξίας.» Ποια εξοχώτερη έκφρασι εμπιστοσύνης θα μπορούσατε να θέλετε; Αλλά περιμένετε! Η επόμενη πρότασης λέγει: «Αλλ’ αυτοί [οι Καθολικοί] θεωρούν ότι η Γραφή δεν υπήρξε ποτέ πρόθεσις να είναι ο μόνος και επαρκής Κανών Πίστεως, εν μέρει μεν επειδή δεν είναι επαρκώς εξαντλητική έκθεσις όλης της διδαχής του Χριστού, εν μέρει δε επειδή οι εκφράσεις της διδασκαλίας της δεν είναι πάντοτε σαφείς και χρειάζονται αυθεντική ερμηνεία.» Με υπονομευμένη τώρα την εμπιστοσύνη σας στη Γραφή, σας λέγεται έπειτα ότι η αυθεντία της Καθολικής εκκλησίας είναι το θεόθεν παρεχόμενο μέσον για τη διαφύλαξι της πλήρους διδασκαλίας του Χριστού για πάντα. Με άλλα λόγια, όχι στη φωνή του λόγου του Θεού, αλλά, μάλλον, στη φωνή της Καθολικής εκκλησίας πρέπει να δίδεται προσοχή ως στη φωνή που έχει πλήρες και τελικό κύρος.
7. Ποια υπονομευτική επιρροή ασκείται στον «Χριστιανικό κόσμο», καταλήγοντας σε τι;
7 Εξετάσαμε το σημείο αυτό κάπως εν εκτάσει, έτσι ώστε οι πολλοί αναγνώσται μας να μπορέσουν σαφώς να εκτιμήσουν την αληθινή θέσι τόσο πολλών που μιλούν για τη Γραφή ως λόγον του Θεού, ενώ, με την πραγματική τους έλλειψι πίστεως και αποδοχής, κάνουν να έλθη περισσότερη βλάβη και μομφή εναντίον της Γραφής από μέρους των παρά από μέρους και εκείνων ακόμη που είναι φανερά μη Χριστιανοί ή ομολογούν ότι είναι αθεϊσταί. Αυτή η υπονομευτική επιρροή είναι ασφαλώς μια από τις κύριες αιτίες για την αδιαφορία που αντιμετωπίζουν συχνά οι μάρτυρες του Ιεχωβά, όταν προσπαθούν να εγείρουν ενδιαφέρον για τη μόνη ελπίδα του ανθρωπίνου γένους, το Βιβλικό άγγελμα της βασιλείας του Θεού, το μόνο φάρμακο για όλα τα τρομερά προβλήματα της εποχής μας. Αυτή η αδιαφορία πηγάζει από την έλλειψι πραγματικής εμπιστοσύνης σ’ εκείνο, που είναι η μόνη βάσις και θεμέλιο της Χριστιανικής πίστεως, δηλαδή, στον αληθινό και δίκαιο λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή.
8. Πώς βεβαιώνεται καλά η θεία Συγγραφή της Βίβλου, περιλαμβάνοντας ποιες απόψεις;
8 Σκοπεύομε, λοιπόν, να εξετάσωμε ωρισμένες γραμμές μαρτυρίας, που δίνουν ουσιώδη απόδειξι της θεοπνευστίας της Γραφής, δείχνοντας ακαταμάχητα ένα μόνο, θείον Συγγραφέα. Μια από τις κύριες γραμμές μαρτυρίας είναι ο θαυμαστός τρόπος, με τον οποίον εκατοντάδες Βιβλικών προφητειών έχουν ήδη εκπληρωθή και εκπληρώνονται μπροστά στα ίδια μας τα μάτια σ’ αυτούς τους ‘χαλεπούς καιρούς’. (2 Τιμ. 3:1, Κείμενον) Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο σ’ αυτό το πεδίον μελέτης είναι το γεγονός ότι ο Ιεχωβά προείδε και προείπε τόσο πολλά, όχι μόνο όσον αφορά τον λαό του, εκείνους που είναι σε αρμονία μαζί του, αλλά και όσον αφορά εκείνους που είναι εκτός αρμονίας μαζί του. Αυτό περιλαμβάνει προφητείες που μιλούν για την πορεία των παγκοσμίων δυνάμεων, την ύψωσί των και την πτώσι των.b Σ’ αυτό προστίθεται το γεγονός ότι ο Ιεχωβά έκαμε να εκπληρωθούν αυτές οι προφητείες χωρίς πίεσι, χωρίς παρέμβασι στην ελευθέρα θέλησι ακόμη και των εχθρών του. Προσθέστε σε τούτο την εκπληκτική ακρίβεια των διαφόρων χρονικών χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται σ’ αυτό.
9. Ποια άλλη γραμμή μαρτυρίας μπορεί να εξετασθή, καθιστώντας μας ικανούς ν’ αντιμετωπίσωμε ποια πρόκλησι;
9 Αυτά τα πράγματα αποτελούν ό,τι θα μπορούσε να ορισθή αντικειμενική μελέτη του λόγου του Θεού, και κατ’ επανάληψιν υπήρξαν το κύριο θέμα άρθρων του περιοδικού αυτού, αναμφιβόλως δε θα εξακολουθήσουν να είναι, με το θέλημα του Ιεχωβά. Σ’ αυτή την παρούσα συζήτησι, όμως, σκοπεύομε να εξετάσωμε ωρισμένη υποκειμενική μαρτυρία, δηλαδή, όπως βρίσκεται στα περιεχόμενα της ίδιας της Βίβλου. Το μεγάλο ερώτημα είναι, Μπορούμε πιθανώς να πούμε ότι η Γραφή στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια συλλογή ανθρωπίνων εγγράφων, γραμμένων υπό την επιρροή ανθρωπίνης εμπνεύσεως; Είναι η θεωρία αυτή βάσιμη, ευσταθεί πραγματικά; Ή θα εύρωμε, λαμβάνοντάς την στο λογικό της συμπέρασμα, ότι η θεωρία αυτή είναι απολύτως αβάσιμη, και όχι περισσότερο ανθεκτική από ένα μαγκάλι νυκτερινού φρουρού γεμάτο από αναμμένα κάρβουνα; Με άλλα λόγια, μπορεί ν’ αποδειχθή ότι υπάρχει μια εσωτερική αρμονία σε όλες τις Γραφές, μια αρμονία και μια αντίληψις πραγμάτων τόσο ισχυρή και πέρα από ανθρώπινη προέλευσι, ώστε να αποκλείεται εντελώς η δυνατότης τού ν’ αποδοθούν τα συγγράμματα αυτά σε απλούς ανθρώπους, έστω και ευλαβείς;
10. (α) Στη συγγραφή των Γραφών, ποιοί σπουδαίοι παράγοντες προβάλλουν; (β) Μπορούν οι Βιβλικοί συγγραφείς να κατηγορηθούν κατάλληλα για συμπαιγνία;
10 Προτού αναλάβωμε την πρώτη μας γραμμή μαρτυρίας, θέλομε να τονίσωμε τρεις σπουδαίους παράγοντας όσον αφορά τις Γραφές. Πρώτον, τον παράγοντα χρόνον. Ο Μωυσής, ο πρώτος από τους θεοπνεύστους συγγραφείς, άρχισε να γράφη όχι αργότερα από το 1513 π.Χ., και ο Ιωάννης, ο τελευταίος συγγραφεύς συνεπλήρωσε τον Βιβλικό κανόνα περίπου το 98 μ.Χ. Έτσι η Βίβλος χρειάσθηκε περίπου 1600 χρόνια για να γραφή. Κρατείτε το αυτό στο νου. Δεύτερον, υπήρξαν πάνω από τριάντα πέντε άνθρωποι, όλοι Εβραίοι, που εχρησιροποιήθησαν για να γράψουν τη συλλογή των εξήντα έξη βιβλίων της Γραφής. Τρίτον, πολλά από τα γραφόμενά των, ειδικά όταν κατέγραφαν προφητεία, διετυπώθησαν σε πολύ εικονική και συμβολική γλώσσα, συχνά πέρα από την κατανόησι των συγγραφέων των ίδιων. Όπως είπε ο Δανιήλ σε μια περίπτωσι: «Και εγώ ήκουσα, αλλά δεν ενόησα», και, στην ερώτησί του, ελέχθη: «Οι λόγοι είναι κεκλεισμένοι και εσφραγισμένοι, έως του εσχάτου καιρού.» Τι συμπεραίνομε από αυτούς τους τρεις παράγοντας, δηλαδή, ότι χρειάσθηκαν 1600 περίπου χρόνια σε τριάντα πέντε ανθρώπους για να συμπληρώσουν τα γραφόμενά των, συχνά διατυπωμένα σε εικονική γλώσσα; Βέβαια, τούτο: ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν μπορούσαν καθόλου να έχουν βάλει τα κεφάλια των μαζί, ώστε να κάμουν όλα εκεί μέσα να ταιριάζουν. Δεν μπορούσε να υπάρξη συμπαιγνία, αλλά, μάλλον κάθε δυνατότης συγκρούσεως, ειδικά επειδή, όπως θα ιδούμε, δεν έγραψαν όλοι από την ίδια άποψι.—Δαν. 12:8, 9. (Βλέπε επίσης 1 Πέτρου 1:10-12.)
Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ—ΠΩΣ ΔΙΕΤΗΡΗΘΗ ΖΩΝΤΑΝΗ
11. (α) Από ποια πλευρά προτιθέμεθα να εξετάσωμε τη Βιβλική προφητεία; (β) Αναφέρατε τις περιστάσεις και τη διατύπωσι της πρώτης προφητείας.
11 Η πρώτη γραμμή μαρτυρίας που θέλομε να εξετάσομε είναι αναφορικά με τον τρόπο, με τον οποίο η προφητεία, ειδικά η πρώτη προφητεία, διετηρήθη ζωντανή σε όλη τη Γραφή. Θυμηθήτε ότι δεν κυττάζομε τόσο στην εκπλήρωσι της προφητείας, όσο στον τρόπο, με τον οποίο οι Βιβλικοί συγγραφείς, από την αρχή ως το τέλος, διετήρησαν το θέμα των και την αντίληψι των πραγμάτων, όπως σχετίζεται με τον σκοπό του Θεού. Η πρώτη προφητεία είναι μια σύντομη προφητεία, και, με την ίδια της τη διατύπωσι, κατέχει προφανώς μια βασική θέσι. Εδόθη όταν ο Ιεχωβά Θεός προέφερε κρίσι, μετά την εκούσια παρακοή του Αδάμ και της Εύας όταν ήσαν στην Εδέμ, με την υποκίνησι του όφεως, ο οποίος εχρησιμοποιήθη ως όργανον κάποιου αοράτου. Ο Θεός, αφού εξέφερε κρίσι εναντίον του ίδιου του όφεως, επροχώρησε και είπε: «Και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σού και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.»—Γεν. 3:15.
12. Ποιοι χαρακτήρες περιελαμβάνοντο σ’ αυτή την προφητεία και, ανθρωπίνως ειπείν, πώς και μόνο μπορούσε αυτή να τηρηθή ζωντανή;
12 Υπάρχουν τέσσερες χαρακτήρες, που αναφέρονται σ’ αυτή την προφητεία, δηλαδή, (1) ο όφις, (2) το σπέρμα του, (3) η γυναίκα, και (4) το σπέρμα της. Τίποτε δεν ελέχθη για το πώς ή πότε θα εξεπληρώνετο, ή ποιοι τελικά θα προσδιωρίζοντο ως εκείνοι που αντιστοιχούν στους τέσσερες εκείνους χαρακτήρες. Τώρα, αν οι Γραφές δεν ήσαν κάτι περισσότερο από ανθρώπινη συγγραφή, θα ήρχετο κατ’ ανάγκην ως επακόλουθο, χωρίς αμφισβήτησι, ότι ο μόνος τρόπος για να τηρηθή ζωντανή αυτή η αρχική προφητεία, θα ήταν το να την επαναλάβουν και να την μεγεθύνουν οι επόμενοι Βιβλικοί συγγραφείς, ώσπου θα μπορούσαν να δείξουν πώς το όλον ζήτημα εξετελέσθη. Ασφαλώς συμφωνούμε ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι απλώς λογικό.
13. (α) Τι βλέπομε ως προς τα αποτελέσματα, όταν θέσωμε αυτή τη θεωρία σε δοκιμή; (β) Με ποιους τρόπους η Αποκάλυψις, κεφάλαιο δωδέκατο, συνδέεται με την προφητεία της Γενέσεως 3:15;
13 Πολύ καλά. Ας θέσωμε τη θεωρία αυτή σε δοκιμή. Πού, είτε στα υπόλοιπα συγγράμματα του Μωυσέως είτε σ’ εκείνα του επομένου Βιβλικού συγγραφέως, ή του επομένου, βρίσκετε μια άλλη προφητεία που ν’ αναφέρη τους τέσσερες εκείνους χαρακτήρες; Ερευνήστε σε όλες τις Εβραϊκές Γραφές και δεν θα εύρετε μια τέτοια προφητεία. Συνεχίστε ερευνώντας μέσα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, και πάλι δεν θα εύρετε μια τέτοια προφητεία, όχι, όχι ώσπου να φθάσετε στο τελευταίο βιβλίο, την Αποκάλυψι. Εκεί, στο δωδέκατο κεφάλαιο, βρίσκομε μια προφητεία που σαφώς συνδέεται με αυτή την πρώτη που εδόθη περίπου χίλια εξακόσια χρόνια προηγουμένως. Εκεί διαβάζομε για έναν όφιν, τώρα μεγαλωμένο, να το πούμε έτσι, σ’ έναν ‘μέγαν κόκκινον δράκοντα’, αν και αργότερα στο ίδιο κεφάλαιο προσδιορίζεται ως «ο όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος, και ο Σατανάς.» Όπως θα εύρωμε, αναφέρεται επίσης το σπέρμα του όφεως. Εκεί, επίσης, πάρα πολύ ζωηρά περιγράφεται η γυνή της Εδεμικής προφητείας, και, ιδού! φαίνεται πραγματικά να γεννά το υποσχεμένο σπέρμα. Η συντριβή του όφεως, εν μέρει, περιγράφεται επίσης στο ότι βίαια «ερρίφθη εις την γην», και αι άγγελοι του μαζί του. Τελικά, στο τελευταίο εδάφιο (17), αναφέρεται η αποφασιστική προσπάθεια του όφεως (ή δράκοντος) να κεντήση, μ’ ένα δευτερεύοντα τρόπο, την πτέρνα του σπέρματος της γυναικός.—Αποκάλ. 12:1-3, 5, 9, 17.
14. Μπορεί να λεχθή ότι ο Ιωάννης ο ίδιος προσπαθούσε να διευκρινίση το μυστήριο αυτής της πρώτης προφητείας;
14 Τώρα η προσοχή μας εφιστάται σε κάτι άλλο αξιοσημείωτο. Μολονότι αυτό το όραμα συνδέεται στενά με την προφητεία που εδόθη στην Εδέμ, δεν μπορεί να λεχθή ότι ο Ιωάννης, ο οποίος κατέγραψε το όραμα, έδειχνε εσκεμμένως πώς η προφητεία εξετελείτο και έδινε την κατανόησί της. Πώς θα μπορούσε να γίνη αυτό, όταν αυτό το όραμα, καθώς και το υπόλοιπο αυτού του βιβλίου, είναι σε εξόχως συμβολική γλώσσα; Καθώς δηλώνεται στα εισαγωγικά λόγια, αυτή ήταν μια αποκάλυψις που εδόθη από τον Θεό στον Ιησού Χριστό, ο οποίος «εφανέρωσεν αυτά . . . εις τον δούλον αυτού Ιωάννην.» (Αποκάλ. 1:1) Αν ελαμβάναμε στο λογικό της συμπέρασμα τη θεωρία της ανθρωπίνης συγγραφής της Βίβλου, θα έπρεπε να πούμε ότι ο Ιωάννης πρέπει να εσκέφθη μέσα του, ‘Α! αυτή η πρώτη προφητεία ποτέ δεν διευκρινίσθη· πρέπει να έχω μια όρασι γι’ αυτήν!’ Φυσικά όχι. Δεν θα μπορούσε να υπάρξη πιο παράλογος υπαινιγμός.
15. Από ποιες απόψεις μπορούν οι Γραφές να παρομοιωθούν μ’ ένα αστυνομικό διήγημα;
15 Η αλήθεια είναι ότι η Γραφή μπορεί κάλλιστα να παρομοιωθή από μερικές απόψεις προς ένα αστυνομικό διήγημα. Γνωρίζετε πιθανόν τη μέθοδο που χρησιμοποιείται συχνά σ’ αυτό το είδος της φιλολογίας. Το μεγάλο πρόβλημα τίθεται νωρίς, συνήθως ένα έγκλημα που διεπράχθη από κάποιο άγνωστο πρόσωπο· έπειτα, καθώς διαβάζετε, η διάνοιά σας είναι άγρυπνη σε κάθε δυνατή νύξι, αληθινή ή ψευδή. Στο τέλος το πρόβλημα λύεται και, μέσω του μεσάζοντος μυστικού αστυνόμου, επαναφέρεσθε πίσω, να το πούμε έτσι, και σας δείχνονται όλες οι νύξεις που ο συγγραφεύς είχε προσεκτικά φυτέψει και επιδέξια κρύψει στην ανάπτυξι της πλοκής. Το αποτέλεσμα είναι ότι θαυμάζετε για την ευφυΐα του συγγραφέως που μπόρεσε να κατασκευάση ολόκληρο τον σκελετό, κρατώντας, όμως, τη λύσι τόσο καλά κρυμμένη ως το τέλος.
16. Πώς μπορεί να χρησιμοποιηθή τέτοια εξεικόνισις όσον αφορά τη Γραφή, οδηγώντας σε ποια αποτελέσματα;
16 Μπορούμε να κάμωμε το ίδιο με τη Γραφή σ’ αυτό ακριβώς το θέμα που εξετάζομε. Μπορούμε, ούτως ειπείν, να συλλέξωμε μερικές από τις νύξεις που είναι φυτευμένες σε όλη τη Γραφή, αποδεικνύοντας πέρα από οποιαδήποτε σκιά αμφιβολίας ότι μπορούσε να υπάρχη μόνο η μία Αριστοτεχνική Διάνοια πίσω από όλα αυτά τα ιερά συγγράμματα. Αναφέρομε μόνο ολίγα αυτή τη φορά, αλλά όσο περισσότερο μελετούμε τη μαρτυρία με λεπτομέρειες, τόσο περισσότερο θαυμάζομε για τον ευφυή τρόπο με τον οποίον ο συγγραφεύς εκράτησε αυτή την πρώτη προφητεία ζωντανή, αν και κρυμμένη από τη γενική θέα. Ακόμη περισσότερο θαυμάζομε για τη θαυμαστή και ένδοξη έκβασι που καθωρίσθη γι’ αυτή την πρώτη προφητεία, και η οποία προκαλεί την εγκάρδια εκτίμησι και ευγνωμοσύνη μας.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ
17. (α) Ποιος προσδιορίζεται ως το σπέρμα της γυναικός; (β) Με ποιους τρόπους προσδιορίζεται Εκείνος περαιτέρω, πράγμα που καταλήγει σε τι;
17 Από τους τέσσερες χαρακτήρες σ’ αυτή την αρχική προφητεία, το σπέρμα της γυναικός έτυχε της μεγίστης προσοχής. Αυτό δεν είναι εκπληκτικό, αφού οι Γραφές οι ίδιες του δίνουν την πιο εξέχουσα θέσι, και όταν επίσης μαθαίνουμε ποιο είναι πραγματικά αυτό το υποσχεμένο σπέρμα. Ναι, δεν είναι κανείς άλλος από τον υποσχεμένο Μεσσία, τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι, όχι μόνο το προειπωμένο Σπέρμα αυτής της Εδεμικής προφητείας, αλλά είναι επίσης το Σπέρμα το υποσχεμένο στον Αβραάμ, μέσω του οποίου «θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης.» Είναι, επίσης, Εκείνος, που προελέχθη ότι θα ήρχετο μέσω της γραμμής Δαβίδ και θα κληρονομούσε τον θρόνο του και μάλιστα έναν μεγαλύτερο θρόνο, ουράνιο θρόνο. Η πραγματική γενεαλογία του Ιησού ανιχνεύεται πίσω ως τον Αδάμ από τον Ευαγγελιστή Λουκά, που την ανιχνεύει μέσω του Ιούδα, στον οποίον είχε δοθή η υπόσχεσις ότι «δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον (βασιλική κυριαρχία] εκ του Ιούδα . . . εωσού έλθη ο Σηλώ.» Ο τρόπος με τον οποίο διεφυλάχθη η γραμμή αυτή και μπορεί να ανιχνευθή προς τα κάτω ως την άφιξι του Ιησού στην πρώτη του έλευσι και έπειτα, όπως δείχνει η Αποκάλυψις, κεφάλαιο δωδέκατο, ως τη δευτέρα του έλευσι για τη μεγαλύτερη εκπλήρωσι της Εδεμικής προφητείας, αποτελεί μια από τις πιο θελκτικές μελέτες του λόγου του Θεού. Οικοδομεί, επίσης, εμπιστοσύνη στην ένδοξη έκβασί της, όχι μόνο στη συντριβή κάθε κακού στον ουρανό και στη γη, αλλά και στη βεβαιότητα εκείνης της διακυβερνήσεως της Βασιλείας ‘νέων ουρανών και νέας γης’, οπότε όλοι μπορούν να ευλογηθούν μαθαίνοντας πώς ν’ αποδίδουν πλήρη υπακοή, και οπότε «και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον.»—Γέν. 22:18· 49:10· Λουκ. 3:23-38· Πράξ. 2:34-36· Γαλ. 3:16· Αποκάλ. 21:1-4.
18. (α) Ποιος πρώτος προσδιώρισε την ταυτότητα του όφεως και του σπέρματος του, και πότε; (β) Ποια σπουδαία αρχή απεκαλύφθη και εφηρμόσθη τότε;
18 Οι επόμενοι δύο χαρακτήρες, ο όφις και το σπέρμα του, δεν προσδιωρίσθησαν με όνομα πριν από τέσσερες χιλιάδες χρόνια και πλέον αφότου ο Θεός είχε απαγγείλει κρίσι στην Εδέμ. Αυτός είναι μακρός χρόνος για να τηρηθή σε αβεβαιότητα ένα μυστικό. Ο ίδιος ο Ιησούς ήταν εκείνος που το απεκάλυψε. Μερικοί θα μπορούσαν να πουν ότι δεν ήταν δύσκολο να εικάση κανείς ποιος ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε τον όφιν ως στόμα, αλλά ποιος θα εμάντευε ορθώς την ταυτότητα του σπέρματος του όφεως; Ο Ιησούς το απεκάλυψε αυτό, όχι με έργο εικασίας, αλλά φανερώνοντας μια πολύ σπουδαία αρχή, επάνω στην οποία εργάζεται ο Θεός. Οι άνθρωποι πάντοτε υπολογίζουν την οικογένεια, ή τον λαό, στον οποίον ανήκουν ως διεπόμενον από πραγματική καταγωγή μέσω γεννήσεως. Δεν γνωρίζουν άλλον τρόπο. Οι Ιουδαίοι το έκαμαν αυτό, όταν οι ηγέται των, οι Φαρισαίοι, αμφισβητούσαν εκείνο που είπε ο Ιησούς, και ισχυρίσθησαν: «Σπέρμα του Αβραάμ είμεθα, και δεν εγείναμεν δούλοι εις ουδένα πώποτε.» Ο Ιησούς απεκρίθη: «Εξεύρω ότι είσθε σπέρμα του Αβραάμ· αλλά ζητείτε να με θανατώσητε.» Προωθώντας το επιχείρημα στο λογικό του συμπέρασμα και δείχνοντας ότι η διάθεσις της καρδιάς είναι ο πρώτιστος παράγων, ο Ιησούς τελικά είπε σ’ αυτούς: «Σεις είσθε εκ πατρός του διαβόλου, και τας επιθυμίας του πατρός σας θέλετε να πράττητε. Εκείνος ήτο απ’ αρχής [στην Εδέμ] ανθρωποκτόνος.»—Ιωάν. 8:33-44.
19. Ακολουθώντας αυτή την αρχή, πώς βοηθούμεθα περαιτέρω από τη Γραφή να ανιχνεύσωμε και προσδιορίσουμε το σπέρμα του όφεως;
19 Έχοντας αυτή τη γνώσι, ή νύξι, μπορούμε τώρα να επιστρέψομε δια μέσου των Εβραϊκών Γραφών και να δούμε πώς ο Διάβολος έχει, από την αρχή, αναπτύξει το σπέρμα του, εκείνους που μπορούσε να χρησιμοποιήση ως όργανά του, με το πνεύμα του φόνου στις καρδιές των. Ο πρώτος επάνω στη γη ήταν «ο Κάιν [ο οποίος] ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού.» Η ανάπτυξις συνεχίσθη στους θρησκευτικούς ηγέτας της εποχής του Ιησού, και πάλι εξακολουθεί στην εποχή μας, οπότε το ίδιο πνεύμα φονικής εχθρότητος εκδηλώνεται συχνά από την ίδια τάξι προς τους ακολούθους εκείνους του Ιησού που ευπειθώς κηρύττουν «το ευαγγέλιον της βασιλείας». Πρέπει, επίσης, να εκτιμήσωμε ότι ο Σατανάς ή Διάβολος οικοδόμησε την οργάνωσί του και ανέπτυξε το σπέρμα του μεταξύ εκείνων των αγγέλων στον ουρανό που αντέγραψαν το παράδειγμα της απειθείας του. Καθώς αποκαλύπτει ο Πέτρος: «Ο Θεός δεν εφείσθη αγγέλους αμαρτήσαντας.» Αυτοί είναι εκείνοι που αναφέρονται στην Αποκάλυψι 12:9, οι οποίοι ερρίφθησαν στη γη με τον ηγέτην των, μετά τη μάχη στον ουρανό.—1 Ιωάν. 3:12· Ματθ. 24:9, 14· Ιωάν. 16:2· 2 Πέτρ. 2:4.
20. Εν όψει αυτής της αρχής, ποιο ζωτικό μάθημα διδάσκεται με αυτήν;
20 Σταματούμε εδώ για να κατανοήσομε το μάθημα, ότι το να έχη κανείς την εύνοια του Θεού δεν εξαρτάται από κάποιο τυχαίο συμβάν γεννήσεως, ή από ένωσι με κάποια επίγεια οργάνωσι, έστω και αν ισχυρίζεται ότι είναι της Χριστιανικής θρησκείας. Ο Ιησούς εξέθεσε τον απλούν κανόνα: «Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με· ο δε αγαπών με, θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου.» Ο Ιωάννης έδωσε σχόλια σύμφωνα με τούτο όταν έγραψε: «Εν τούτω γνωρίζονται τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Πας όστις δεν πράττει δικιαιοσύνην, δεν είναι εκ του Θεού, ουδέ όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού.»—Ιωάν. 14:21· 1 Ιωάν. 3:10.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜΙΚΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ
21. Ποια θα μπορούσαμε φυσικά να νομίσωμε ότι ήταν η «γυναίκα» της Γενέσεως 3:15, και πώς συνάγεται αυτό;
21 Υπάρχει ένας ακόμη χαρακτήρ προς εξέτασιν σ’ αυτή την αρχική προφητεία, δηλαδή, η γυναίκα, η μητέρα του υποσχεμένου σπέρματος. Ποια είναι αυτή; Ή, όπως λέγουν οι Γάλλοι όταν τίθεται ένα πρόβλημα που περιλαμβάνει κάποιο άγνωστο πρόσωπο: «Cherchez la femme» (Ζητήσατε την γυναίκα). Ανθρωπίνως ειπείν, αυτός είναι ο πιο δύσκολος χαρακτήρ που πρέπει να προσδιορίσουμε. Δεν υπάρχουν προφανείς νύξεις. Πράγματι, όταν απηγγέλθη η κρίσις, υπήρχε μόνο μια γυναίκα στην εικόνα στην επίγεια σκηνή, και αυτή ήταν η ίδια η Εύα. Έτσι, όχι εκπληκτικά, αν και εντελώς ανάξια, εσκέφθη προφανώς ότι αυτή ήταν η γυναίκα στην οποίαν ανεφέρετο η προφητεία, όπως δείχνουν τα λόγια της όταν εγέννησε τον πρωτότοκο της γυιό Κάιν: «Απέκτησα άνθρωπον δια του Ιεχωβά.» Αλλά, όχι, πρέπει να κυττάξωμε προς μια άλλη κατεύθυνσι για μια γυναίκα που είναι αγία, την οποίαν ο Ιεχωβά με χαρά θα χρησιμοποιούσε ως άξιο μέσον για έναν τέτοιο ιερό σκοπό.—Γεν. 4:1, ΜΝΚ.
22. Για τον προσδιορισμό της ταυτότητος της γυναικός, ποια καθοδηγία δίδεται (α) στην Αποκάλυψι 12:1, (β) στην Αποκάλυψι 12:5 και (γ) στην Αποκάλυψι 12:17;
22 Στρέφοντας πάλι στην Αποκάλυψι, κεφάλαιο δωδέκατο, βλέπομε ότι σ’ αυτή τη γυναίκα, αν και δεν κατονομάζεται, δίδεται μια περιγραφή που στρέφει πράγματι την προσοχή μας προς μια διαφορετική διεύθυνσι. Ακόμη και στο πρώτο εδάφιο του κεφαλαίου αυτού, όπου φαίνεται «ενδεδυμένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής, και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα», η διάνοιά μας αμέσως υψώνεται πολύ πιο πάνω από κάθε σκέψι για μια επίγεια γυναίκα του ανθρωπίνου γένους, περιλαμβανομένης και της Μαρίας, της μητρός του ανθρωπίνου βρέφους Ιησού. Περαιτέρω, το πέμπτο εδάφιο δείχνει τον πραγματικό καιρό της γεννήσεως, ότι είναι ο καιρός της ενθρονίσεως του υποσχεμένου σπέρματος, που το περιοδικό αυτό συχνά απέδειξε στις σελίδες του ότι έλαβε χώραν στον ουρανό το 1914 (μ.Χ.). Επιπρόσθετα, το εδάφιο δέκατο έβδομο αυτού του κεφαλαίου δείχνει ότι η γυναίκα αυτή είναι, επίσης, η μητέρα των ‘λοιπών του σπέρματος αυτής’, δηλαδή, του υπολοίπου της αληθούς εκκλησίας που βρίσκεται ακόμη επάνω στη γη, αφού ο Διάβολος και οι άγγελοι του απεβλήθησαν από τον ουρανό. Αυτός ο προσδιορισμός της ταυτότητος των «λοιπών» επιβεβαιώνεται από τον Παύλο, όταν εξηγή ότι τα μέλη της αληθινής εκκλησίας αποτελούν μέρος του σπέρματος του Αβραάμ, λέγοντας: «Εάν δε ήσθε του Χριστού, άρα είσθε σπέρμα του Αβραάμ.»—Γαλ. 3:29.
23. Πώς μας βοηθούν η εξεικόνισις και οι αντιστοιχίες του Παύλου στην προς Γαλάτας επιστολή 4:21-31, οδηγώντας μας σε ποιο συμπέρασμα;
23 Λέγεται μήπως ότι αυτοί οι αληθινοί Χριστιανοί έχουν μια μητέρα; Ναι, και εδώ είναι η ζωτική νύξις. Ο Παύλος, λίγο μετά την παραπάνω δήλωσι στην επιστολή του, προχωρεί για να εξηγήση μια «αλληγορία», που περιλαμβάνει δύο γυναίκες και δύο διαθήκες και δύο πόλεις. Θα μπορούσατε να σκεφθήτε, Η πλοκή πυκνώνει! αλλά, όταν συλλάβωμε τις αντιστοιχίες του Παύλου, βρισκόμαστε καλά στο δρόμο της λύσεως του προβλήματός μας. Πρώτα, αναφέρει τη δούλη Άγαρ, τη μητέρα του γυιού του Αβραάμ Ισμαήλ. Η Άγαρ αντιστοιχεί προς τη διαθήκη του νόμου, που εγκαινιάσθη στο Όρος Σινά και συνήφθη με τον κατά σάρκα Ισραήλ, και η οποία διαθήκη ‘εγέννησε προς δουλείαν’, κάτω από τους δεσμευτικούς όρους της. Το Όρος Σινά, λέγει ο Παύλος, αντιστοιχεί με την πόλι Ιερουσαλήμ της εποχής του, η οποία είναι «εις δουλείαν μετά των τέκνων αυτής [των Ιουδαίων]». Αντιθέτως, η άλλη γυναίκα, η «ελευθέρα», είναι η Σάρρα, η μητέρα του Ισαάκ. Η Σάρρα αντιστοιχεί προς την Αβρααμιαία διαθήκη, η οποία παράγει την αληθινή εκκλησία, τον πνευματικόν Ισραήλ, κεφαλή της οποίας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Η εκκλησία, που είναι το «σώμα του Χριστού», άρχισε να παράγεται στην Πεντηκοστή, ως μέρος του «σπέρματος του Αβραάμ», μέσω του οποίου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. Έτσι ο Παύλος, γράφοντας ως μέλος του σπέρματος του Αβραάμ, λέγει στα όμοιά του μέλη: «Η δε άνω Ιερουσαλήμ είναι ελευθέρα [όπως η Σάρρα], ήτις είναι μήτηρ πάντων ημών.»—Γαλ. 3:16-18, 26-29· 4:21-31· Γεν. 22:18.
24. Όταν μια γυναίκα συνδέεται με μια πόλι στην προφητεία, τι υποδηλούται;
24 Παρετηρήσατε ότι ο Παύλος συνέδεσε τις δύο εκείνες γυναίκες με δύο πόλεις; Αυτό είναι σπουδαίο. Όταν μια γυναίκα συνδέεται με μια πόλι στην προφητεία, αυτό δείχνει ότι εκείνο που συμβολίζεται με αυτήν είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα πλάσμα, είτε επίγειο είτε ουράνιο. Δείχνει μια οργάνωσι διότι μια πόλις είναι κατάλληλο σύμβολο ενός λαού που ζη μαζί κάτω από μια στενά ωργανωμένη διάταξι. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα όταν η πόλις είναι πρωτεύουσα, όπως στην περίπτωσι της Ιερουσαλήμ, ή Σιών, η οποία ήταν το εθνικόν κέντρον κυβερνήσεως και αληθινής λατρείας, με τον θρόνο και τον ναό κείμενα εκεί. Έτσι μπορούμε να εκτιμήσωμε ότι η «άνω Ιερουσαλήμ» το ‘Όρος Σιών, και πόλις Θεού ζώντος, η επουράνιος Ιερουσαλήμ’, είναι στην πραγματικότητα η θεοκρατική, παγκόσμια οργάνωσις του Ιεχωβά, η οποία οργάνωσις εσυμβολίζετο επίσης από την «γυναίκα» της Εδεμικής προφητείας.—Εβρ. 12:22.
25. Πώς βλέπομε το ίδιο πράγμα σχετικά με την οργάνωσι του Σατανά;
25 Παρεμπιπτόντως, και για ισχυρή επιβεβαίωσι των ανωτέρω, αναφέρομε ότι η σύνδεσις μιας γυναικός με μια πόλι χρησιμοποιείται, επίσης, στη Γραφή για να εξεικονίση την οργάνωσι του Σατανά, όταν διαβάζωμε για μια γυναίκα, που περιγράφεται ως η «πόρνη, η μεγάλη», και που ονομάζεται «Βαβυλών η Μεγάλη», στην όρασι δε του Ιωάννου ειδικά αναφέρεται: «Η γυνή την οποίαν είδες, είναι η πόλις η μεγάλη [Βαβυλών].» (Αποκάλ. 17:1, 18) Εντούτοις, το Γένεσις 3:15 δεν αναφέρει κάποια γυναίκα για τον Όφιν.
26, 27. (α) Ποιες περαιτέρω βοηθητικές παραπομπές βρίσκονται στην προφητεία του Ησαΐα; (β) Ποια σπουδαία πληροφορία δίδεται εκεί, συμπληρώνοντας ποια εικόνα;
26 Αν και πολλές από τις παραπομπές, ή νύξεις, βρίσκονται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, όλες έχουν τις ρίζες των στις Εβραϊκές Γραφές. Εις απόδειξιν τούτου, βρίσκομε ότι ο Παύλος, αφού εξηγεί την προηγούμενη «αλληγορία», υποστηρίζει την εξήγησί του παραθέτοντας περικοπή από την προφητεία του Ησαΐα, η οποία εγράφη 800 περίπου χρόνια πριν από την εποχή του Παύλου. Στην προς Γαλάτας επιστολή 4:27, ο Παύλος λέγει: «Διότι είναι γεγραμμένον, “Ευφράνθητι στείρα η μη τίκτουσα, . . . διότι τα τέκνα της ερήμου είναι πλειότερα παρά τα τέκνα της εχούσης τον άνδρα”.» Παραθέτει από τον Ησαΐα 54:1. Παρατηρώντας τα συμφραζόμενα, βρίσκομε ότι ο Ησαΐας, αφού λέγει πώς η Σιών θα ηλευθερώνετο και θ’ αποκαθίστατο στην εύνοια του Ιεχωβά, κατόπιν παρομοιάζει αυτή την πόλι με γυναίκα που ήταν στείρα, αλλά προσκαλείται να χαρή πολύ, διότι της γίνεται υπόσχεσις για πολλούς γυιούς. Ποιος είναι ο ανήρ της, ο πατήρ αυτών των πολλών γυιών; Αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Ο προφήτης εμπνέεται να γράψη: «Διότι ο ανήρ σου είναι ο Ποιητής σου· το όνομα αυτού είναι, ο Ιεχωβά των δυνάμεων . . . Διότι ο Ιεχωβά σε εκάλεσεν ως γυναίκα.» Κατόπιν ο προφήτης, σφυρηλατεί πάλι τον ίδιο κρίκο, και παρομοιάζει αυτήν την ‘τεθλιμμένην γυναίκα’ προς μια πόλι, της οποίας τα «θεμέλια» και ο «περίβολος» επανατίθενται «εκ λίθων εκλεκτών», και φθάνει σε αποκορύφωμα με τη μεγαλειώδη υπόσχεσι: «Πάντες δε οι υιοί σου θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Ιεχωβά, και θέλει είσθαι μεγάλη η ειρήνη των υιών σου.»—Ησ. 52:1, 2· 54:1-6, 11-13, ΜΝΚ.
27 Έτσι εμείς τώρα έχομε μπροστά στη διανοητική μας όρασι μια πλήρη και έξοχη εικόνα εκείνου που απεικονίσθη με την προφητεία που ανηγγέλθη στην Εδέμ, με τους τέσσερες χαρακτήρες της, και με την προσθήκη του Αγίου, του ιδίου του Ιεχωβά, ο οποίος πληροί τον ρόλο του συζύγου εν σχέσει με τη γυναίκα, τη μητέρα του υποσχεμένου σπέρματος.
28. Τι μπορεί τώρα να λεχθή ως προς το ότι οι Γραφές είναι απλώς ανθρώπινα έγγραφα, και πώς μπορούμε να απαντήσωμε στους κριτικούς του «Χριστιανικού κόσμου»;
28 Ποιος θα πη ότι ο Ησαΐας, γράφοντας όπως έγραψε, εφύτευε εν επιγνώσει μια κρυμμένη νύξι που θ’ αποτελούσε ένα ζωτικό κρίκο στον προσδιορισμό της ταυτότητος των κυρίων χαρακτήρων της Εδεμικής προφητείας, όταν κατωνόμαζε τον «άνδρα» της γυναικός, ή πόλεως; Πράγματι, θα μπορούσαμε να ερωτήσωμε, Πόσοι από εκείνους που νομίζουν ότι οι Γραφές είναι απλά ανθρώπινα έγγραφα γραμμένα με ανθρώπινη έμπνευσι, εννοούν καθόλου τη σημασία των όσων εξετάσαμε; Από όλους τους λαμπρούς λογίους και σχολιαστάς του «Χριστιανικού κόσμου» υπάρχει έστω και ένας που μπόρεσε να λύση αυτό το ζήτημα και να προσδιορίση την ταυτότητα αυτής της προφητικής γυναικός που γεννά το υποσχεμένο σπέρμα; Αν όχι, τότε δεν χρειάζεται καθόλου να ταρασσώμεθα από τις δυσμενείς κρίσεις και επικρίσεις που διατυπώνονται από τους ομιλητάς του «Χριστιανικού κόσμου» ως προς την αυθεντικότητα και θεία προέλευσι της Αγίας Γραφής. Άφοβα μπορούμε να πούμε: «Έστω ο Θεός αληθής», έχοντας υπερτάτη πεποίθησι ότι αυτός ‘θα δικαιωθή εν τοις λόγοις του και θα νικήση όταν κρίνηται’.—Ρωμ. 3:4.
29. (α) Σε ποιον οφείλεται κάθε τιμή για την κατανόησι της Γραφής; (β) Ποιοι χρησιμοποιούνται από τον Ιεχωβά για να διανέμουν πνευματικές αλήθειες, και πώς γίνεται αυτό;
29 Η κατανόησις από μας αυτών των πραγμάτων δεν οφείλεται στον εαυτό μας. Όλη η τιμή οφείλεται στον Ιεχωβά, μέσω του Χριστού Ιησού. Ο απόστολος το τονίζει αυτό όταν λέγη στους Χριστιανούς αδελφούς του: «Ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, . . . Αλλά τα μωρά του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός, δια να καταισχύνη τους σοφούς . . . Αλλά σεις είσθε εξ αυτού [του Θεού] εν Χριστώ Ιησού, όστις εγεννήθη εις ημάς σοφία από Θεού.» Καθώς ο Ιεχωβά, μέσω του αγγέλου, υπεσχέθη στον Δανιήλ, στον ‘έσχατον καιρόν’ «ουδείς εκ των ασεβών θέλει νοήσει· αλλ’ οι συνετοί θέλουσι νοήσει.» Σε συμφωνία με τούτο, και ενεργώντας ως ο αντιπρόσωπος του Πατρός του, ο Ιησούς υπεσχέθη στην προφητεία του για τη ‘συντέλεια του αιώνος’, ότι θα εφανέρωνε τον «πιστόν και φρόνιμον δούλον», μιλώντας συλλογικά για το υπόλοιπο των αληθινών ακολούθων του της ουράνιας τάξεως, και ότι θα τον ‘καθίστα επί πάντων των υπαρχόντων αυτού’. Με άλλα λόγια, αυτή η τάξις του πιστού δούλου, δεχόμενη χωρίς επιφύλαξι ολόκληρη τη Γραφή ως τον εμπνευσμένον Λόγον του Θεού και τα μέλη της γεμάτα αυτά τα ίδια με το πνεύμα του Θεού και οδηγούμενα απ’ αυτό, χρησιμοποιούνται από τον Θεό, που ενεργεί μέσω του Χριστού Ιησού, για να διανέμουν τις πνευματικές αλήθειες, την «τροφήν εν καιρώ».—1 Κορ. 1:26-31· Δαν. 12:9, 10· Ματθ. 24:45-47.
[Υποσημειώσεις]
a Τι Είναι η Καθολική Εκκλησία και Τι Διδάσκει, υπό Ε. Ρ. Χουλ, S. J.
b Για απόδειξι διαβάστε «Γενηθήτω το Θέλημά Σου επί της Γης», που εξεδόθη από την Εταιρία Σκοπιά το 1958.