Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Σύμφωνα με το εδάφιο Ματθαίος 2:23, ποιά προφητεία των Εβραϊκών Γραφών προείπε ότι ο Ιησούς «Ναζωραίος θέλει ονομασθή»;
Ο Ιωσήφ, η Μαρία κι ο νεαρός Ιησούς εγκατεστάθησαν στη Ναζαρέτ αφού εδαπάνησαν λίγο χρονικό διάστημα στην Αίγυπτο κι επέστρεψαν στην Παλαιστίνη. Ο Ματθαίος μάς λέγει: «Ο δε [Ιωσήφ] εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού, και ήλθεν εις γην Ισραήλ. Ακούσας δε ότι ο Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτού, εφοβήθη να υπάγη εκεί· αποκαλυφθείς δε Θεόθεν κατ’ όναρ, ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας. Και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ· δια να πληρωθή το ρηθέν δια των προφητών, ότι Ναζωραίος θέλει ονομασθή.»—Ματθ. 2:21-23.
Το ότι ο Ιησούς ωνομάσθη Ναζωραίος προφανώς αναφέρεται στο ότι εφηρμόσθη σ’ αυτόν η Εβραϊκή λέξις νέτσερ. Αυτή η λέξις σημαίνει «κλάδος» ή «βλαστός». Εχρησιμοποιήθη προφητικώς για τον Ιησού στο βιβλίον του Ησαΐα 11:1, που λέγει : «Και θέλει εξέλθει ράβδος εκ του κορμού του Ιεσσαί, και κλάδος θέλει αναβή εκ των ριζών αυτού.» Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το όνομα Ναζαρέτ, της γενετείρας του Ιησού, προφανώς προέρχεται από την ίδια αυτή Εβραϊκή λέξι νέτσερ, και σημαίνει «Κλαδούπολις».
Ενώ, λοιπόν, φαίνεται ότι δεν μπορεί να παρατεθή ειδική μνεία των Εβραϊκών Γραφών, που να λέγη ότι ο Μεσσίας θα εκαλείτο Ναζωραίος, η προφητεία του Ησαΐα 11:1 περί «κλάδου» εξεπληρώθη στον Ιησού Χριστό. Πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν και η σημασία του ονόματος Ναζαρέτ. Αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στο να προσδώσουν το στοιχείον της αληθείας στη θεόπνευστη δήλωσι του Ματθαίου, στο εδάφιο Ματθαίος 2:23 ότι, σύμφωνα με την προφητεία, ο Ιησούς «Ναζωραίος θέλει ονομασθή.»
● Πώς μπορούν να εναρμονισθούν τα εδάφια 1 Σαμουήλ 31:4 και 2 Σαμουήλ 1:10, τα οποία φαινομενικώς αντιφάσκουν μεταξύ των;—Α. Γκ., Γαλλία.
Το 1 Σαμουήλ 31:4 λέγει τα εξής: «Και είπεν ο Σαούλ προς τον οπλοφόρον αυτού, Σύρε την ρομφαίαν σου, και διαπέρασόν με δι’ αυτής, δια να μη έλθωσιν ούτοι οι απερίτμητοι και με διαπεράσωσι, και με εμπαίξωσι. Πλην ο οπλοφόρος αυτού δεν ήθελε, διότι εφοβείτο σφόδρα. Όθεν έλαβεν ο Σαούλ την ρομφαίαν, και έπεσεν επ’ αυτήν.» Στο 2 Σαμουήλ 1:10 έχομε τους λόγους ενός Αμαληκίτου, ο οποίος απευθύνεται προς τον Δαβίδ, ισχυριζόμενος ότι εφόνευσε τον Βασιλέα Σαούλ κατά παράκλησίν του, και λέγει: «Εστάθην λοιπόν επ’ αυτόν, και εθανάτωσα αυτόν επειδή ήμην βέβαιος ότι δεν ηδύνατο να ζήση αφού έπεσε.»
Λίγη σκέψις θα κάμη το ζήτημα τελείως σαφές. Από το ένα μέρος έχομε τη θεόπνευστη αναγραφή, πάρα πολύ πιθανώς από τους προφήτας Νάθαν και Γαδ, που μας λέγουν πώς ακριβώς πέθανε ο Βασιλεύς Σαούλ. Τα αναφέρουν ως ένα γεγονός. Από το άλλο μέρος έχομε τον ισχυρισμό ενός ειδωλολάτρου, ενός αγνώστου νεαρού Αμαληκίτου, ο οποίος αντιφάσκει προς τη θεία αναγραφή. Υπάρχει κανείς λόγος ν’ αμφιβάλλωμε για τους λόγους του νεαρού ειδωλολάτρου; Ναι, υπάρχει, διότι είναι λογικό να συμπεράναμε ότι προσπαθούσε να εξασφαλίση την εύνοια του Δαβίδ με το να παρουσιάζεται ως ο φονεύς εκείνου, ο οποίος ζητούσε ν’ αφαίρεση τη ζωή του Δαβίδ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Εκείνο που είπε, επομένως, ήταν ένα εσκεμμένο ψεύδος. Εν τούτοις, αντί να κερδίση την εύνοια του Δαβίδ, εξήγειρε την οργή του Δαβίδ ώστε διέταξε τη σφαγή του νέου δια τον λόγον ότι εφόνευσε τον κεχρισμένον του Ιεχωβά.—2 Σαμ. 1:15, 16.
● Είναι κατάλληλο για ένα αφιερωμένο Χριστιανό μάρτυρα του Ιεχωβά να εργάζεται στην υπηρεσία μιας θρησκευτικής οργανώσεως του «Χριστιανικού κόσμου» ή οποιουδήποτε άλλου τμήματος της Βαβυλώνος της Μεγάλης;
Για να προσδιορισθή η απάντησις σ’ αυτό, καλό είναι να έχωμε υπ’ όψι τη σαφή εντολή που έδωσε ο Ιεχωβά στον λαό του όσον αφορά ολόκληρη την αυτοκρατορία της ψευδούς θρησκείας. Αυτή η θρησκευτική αυτοκρατορία λέγεται Βαβυλών η Μεγάλη, διότι είναι πολύ μεγαλύτερη σε έκτασι από την αρχαία Βαβυλώνα, αλλά φέρει όλα τ’ αποτυπώματα του αρχαίου εκείνου τόπου λατρείας σε αντίθεσι προς τον Ιεχωβά. Σχετικά με αυτή, τα εδάφια της Αποκαλύψεως 18:4, 5 προτρέπουν τα εξής: «Εξέλθετε εξ αυτής, ο λαός μου, δια να μη συγκοινωνήσητε εις τας αμαρτίας αυτής, και να μη λάβητε εκ των πληγών αυτής· διότι αι αμαρτίαι αυτής έφθασαν έως του ουρανού, και ενεθυμήθη ο Θεός τα αδικήματα αυτής.»
Τώρα, πώς θα μπορούσε ένας αφιερωμένος Χριστιανός μάρτυς του Ιεχωβά να εργασθή ευσυνείδητα για μια οργάνωσι, της οποίας η όλη λειτουργία είναι σε αντίθεσι προς τον Ιεχωβά Θεό; Ο Ιεχωβά Θεός λέγει ότι, απ’ αυτή την άποψι, αυτά τα ψευδή Χριστιανικά συστήματα έχουν ένα αρχείο αμαρτίας που συνεσωρεύθη κι έφθασε ως τον ουρανό. Εψεύσθησαν περί Θεού, απεμάκρυναν τους λαούς από τις στοργικές του προμήθειες για ζωή και, αντιθέτως, ευλόγησαν τα έθνη στη σφαγή των κατοίκων της γης. Ποιος θέλει να συνεισφέρη το έργον των χειρών του στη λειτουργία μιας τέτοιας αυτοκρατορίας που δεν τιμά τον Θεό;
Αν ένα άτομο, που ομολογεί ότι είναι αφιερωμένος Χριστιανός μάρτυς του Ιεχωβά, εδέχετο να εργασθή στην άμεση υπηρεσία μιας τέτοιας θρησκευτικής οργανώσεως, θα εγίνετο, στην πραγματικότητα, ένα μέρος της οργανώσεως εκείνης. Αν ένας εγνώριζε τι εσήμαινε αυτό το πράγμα και το έκανε οπωσδήποτε, τι άλλο θα συμπεραίναμε εμείς πάρα ότι αυτός ήταν ένας αποστάτης και θα έπρεπε ν’ αποκοπή από τη Χριστιανική εκκλησία; Εν τούτοις, είναι πιθανό να εργάζεται κάποιος σ’ έναν κοσμικό εμπορικό εργοδότη, κι ο εργοδότης αυτός μπορεί τακτικά να χειρίζεται εργασία για εκκλησιαστικά κτήματα. Τώρα, είναι αληθές ότι ένας που κάνει τέτοια εργασία είναι πραγματικά στην υπηρεσία ενός εμπορικού οίκου, αλλά, δεχόμενος εργασίαν αυτού του τύπου ως τακτικής ενασχολήσεως, δείχνει ότι δεν είναι ένας ώριμος Χριστιανός, και γι’ αυτό, μολονότι θα μπορούσε να του επιτρέπεται να δίνη δελτίο έργου ως ευαγγελιζόμενος της Βασιλείας, δεν θα μπορούσε να είναι ένας υπηρέτης, στον οποίον ν’ αποβλέπουν οι λοιποί της εκκλησίας ως ένα παράδειγμα προς μίμησιν. Αν ο εμπορικός οίκος κατά καιρούς μόνο χειρίζεται εργασία για ένα θρησκευτικό ίδρυμα, πράγμα πού συμβαίνει σε πολλά είδη εργασιών, ένας δεν θα ήταν ακατάλληλος ως υπηρέτης στην εκκλησία, επειδή εδέχθη τέτοια εργασία, εκτός αν αυτό καθίστατο αιτία προσκόμματος στους άλλους της εκκλησίας. Αλλά κι εδώ ακόμη, ίσως να μπορέση να κάμη με τον εργοδότη του διευθετήσεις ώστε αυτός να του αναθέση άλλες εργασίες, ή μπορεί, για λόγους συνειδήσεως, να προτιμήση να αναζητήση εργασία που δεν έχει διόλου εμπορικές επαφές με ψευδείς θρησκευτικές οργανώσεις.—1 Πέτρ. 3:16.
Βεβαίως, όμως, κανένας Χριστιανός μάρτυς του Ιεχωβά, που ξέρει τι λέγει η Γραφή για την ιστορία της Βαβυλώνος της Μεγάλης, θα έκλειε ο ίδιος προσωπικά συμφωνία για εργασία, είτε για τακτικό είτε για συμπτωματικό έργον, με μια ψευδή θρησκευτική οργάνωσι. Κι αν υπάρχη κάποιος που το έκαμε αυτό, χωρίς να έχη κατανόησι της σοβαρότητος του πράγματος, οφείλει για να διατηρή μια καθαρή συνείδησι ενώπιον του Θεού και ορθή στάσι με την οργάνωσί του, πρέπει να διορθώση την κατάστασι όσο το δυνατόν ταχύτερα.—2 Κορ. 6:16, 17.
Μολονότι είναι αληθές ότι κατά καιρούς είναι δύσκολο να βρεθή εργασία σ’ αυτό το παλιό σύστημα πραγμάτων, κι ένας μπορεί να πιέζεται από οικονομική άποψι, αν είμεθα πιστοί στον Ιεχωβά Θεό, μπορούμε να έχωμε πεποίθησι ότι Αυτός θα εξακολουθήση ν’ απαντά στις προσευχές μας και να ευλογή τις προσπάθειες μας ν’ αποκτήσωμε «τον άρτον ημών τον επιούσιον».—Λουκ. 11:3· Ματθ. 6:25-34· Ψαλμ. 37:25.