Απελευθέρωσις για Ακεραιότητα Απέναντι του Θεού
«Μη συμπεριλάβης μετά αμαρτωλών την ψυχήν μου, και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου· εις των οποίων τας χείρας είναι ανομία, και η δεξιά αυτών πλήρης δώρων. Αλλ’ εγώ θέλω περιπατεί εν τη ακεραιότητί μου.»—Ψαλμ. 26:9-11, ΜΝΚ.
1. Ποια είναι τα πολλά πράγματα, από τα οποία θέλομε ν’ απελευθερωθούμε;
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ! Υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα που θέλομε ν’ απελευθερωθούμε απ’ αυτά—οι θλίψεις και οι ταλαιπωρίες οι αδικίες και οι καταπιέσεις, η άγνοια και οι αβεβαιότητες, οι κίνδυνοι της ειρήνης και της ευτυχίας, η απελπισία και ο θάνατος και όλες οι ανεπιθύμητες, κακές συναναστροφές ενός καταρρέοντος παλαιού κόσμου!
2. Πότε και πώς θα έλθη αυτή η απελευθέρωσις, και πώς θα εξασφαλισθή και θα διαφυλαχθή το ευτυχές μέλλον;
2 Πόσο μεγαλειώδες είναι, λοιπόν, το ότι η απελευθέρωσις από όλα αυτά τα πράγματα έρχεται στην εποχή μας! Αυτό θα σημαίνη το να φερθή σε ένδοξη πραγματοποίησι ένας δίκαιος νέος κόσμος. Στον καιρό του, που πλησιάζει γοργά, ο Δημιουργός του ουρανού και της γης θα ανακουφίση το ανθρώπινο γένος από αυτόν τον παλαιό κόσμο και όλες τις συμφορές του. Θ’ αντικαταστήση τον παλαιό κόσμο μ’ ένα εντελώς νέο κόσμο, στον οποίον η γη θα είναι ευλογημένη με χαρά και υγεία, δικαιοσύνη και ανύψωσι, γνώσι και εμπιστοσύνη, ειρήνη, ασφάλεια, ελπίδα, τελειότητα ζωής και όλες τις καλές συναναστροφές που θα μπορούσε κάνεις να επιθυμήση. Για την εξασφάλισι και διαφύλαξι αυτής της ευτυχούς καταστάσεως στη γη, θα υπάρχη η παντοδύναμη ουράνια κυβέρνησις στα χέρια του αγαπητού Υιού του Δημιουργού. Πριν από πολύν καιρό, όταν ήταν στη γη ως τέλειος άνθρωπος, ο Υιός του εδίδαξε εκείνους που ήλπιζαν για ένα νέο κόσμο, να προσεύχωνται στον ουράνιο Πατέρα του: «Ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.»—Ματθ. 6:9, 10.
3. Ως ανταμοιβή για ποιο πράγμα έρχεται η απελευθέρωσίς μας, και επί πόσον καιρό υπήρξε η απαίτησις αυτή ζήτημα ενδιαφέροντος;
3 Η απελευθέρωσις οποιουδήποτε από μας από αυτόν τον παλαιό κόσμο και τις συμφορές του έρχεται ως ανταμοιβή από τον Θεό και Δημιουργό του νέου κόσμου. Αλλ’ ως ανταμοιβή για ποιο πράγμα; Διότι ζούμε με πιστότητα σ’ Αυτόν ως τον ένα ζώντα και αληθινό Θεό· διότι αδίστακτα υπακούομε σ’ αυτόν ως τον Υπέρτατον Άρχοντα ολοκλήρου του σύμπαντος· και διότι σταθερά διατηρούμεθα καθαροί από αυτόν τον διεφθαρμένο παλαιό κόσμο και ζούμε σύμφωνα με τους κανόνες του για ζωή στον δίκαιο νέο του κόσμο. Με άλλα λόγια, διότι κρατούμε ακεραιότητα απέναντι του Θεού. Σήμερα πολύ λίγοι άνθρωποι επάνω στη γη γνωρίζουν τι είναι ακεραιότης. Ποτέ δεν υπήρξαν πολλά άτομα ακεραιότητος επάνω στη γη. Όμως η ακεραιότης είναι κάτι που υπήρξε αντικείμενον συζητήσεων από πολύ παλαιούς καιρούς. Είναι ένα επιθυμητό πράγμα, για το οποίο ο Υπέρτατος Θεός ενδιαφέρθηκε από τον καιρό που εδημιούργησε τον πρώτον άνδρα και τη γυναίκα σχεδόν πριν από έξη χιλιάδες χρόνια.
4. Πώς η ακεραιότης έγινε πρόβλημα για όλους εμάς, και ποιο ευτυχές παράδειγμα έχομε του πώς ο Θεός μας ανταμείβει γι’ αυτήν με απελευθέρωσι;
4 Αυτό το πρώτο ζεύγος, ο Αδάμ και η Εύα, δεν εκράτησαν την ακεραιότητά των απέναντι του Θεού. Έφθειραν την τελειότητά των παραβαίνοντας τον νόμον του και έτσι αμαρτάνοντας. Από αυτούς εγεννηθήκαμε όλοι ατελείς και επιρρεπείς προς την αμαρτία. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που έκαμε την ακεραιότητα ένα τέτοιο πρόβλημα για όλους εμάς. Χίλια εξακόσια χρόνια πριν από τη Χριστιανική εποχή, στον καιρό που η Αίγυπτος γινόταν παγκόσμια δύναμις, ο Θεός παρατηρούσε προσεκτικά την ανθρώπινη οικογένεια, ζητώντας ανθρώπους ακεραιότητος. Εκεί στη Μέση Ανατολή ή στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ασίας, είδε έναν άνθρωπο του είδους αυτού. Το όνομα του ανθρώπου ήταν Ιώβ. Ο Θεός, λοιπόν, είπε στον πρώτιστον εχθρό του, τον Σατανά ή Διάβολο: «Έβαλες τον νουν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν, και απεχόμενος από κακού; και έτι κρατεί την ακεραιότητα αυτού, αν και με παρώξυνας κατ’ αυτού, δια να εξολοθρεύσω αυτόν άνευ αιτίας.» (Ιώβ 2:3) Παρ’ όλα όσα ο Σατανάς ή Διάβολος έκαμε στον δούλον του Θεού Ιώβ, ο άνθρωπος αυτός εκράτησε την ακεραιότητά του, την άμεμπτη ζωή του, την τελειότητα της αφοσιώσεώς του προς τον Θεό. Ανταμείβοντας ο Θεός τον Ιώβ, τον απηλευθέρωσε από τους διωγμούς του Σατανά ή Διαβόλου. Επομένως, ο Ιώβ είναι ενθαρρυντικό παράδειγμα του πώς ο Θεός μπορεί να απελευθερώση και απελευθερώνει ανθρώπους από τον πονηρό θεό του παλαιού αυτού κόσμου, τον Σατανά ή Διάβολο, ανταμείβοντάς τους για την ακεραιότητά των απέναντι του Δημιουργού των Ιεχωβά Θεού.—Ιακ. 5:11.
5. Τι είδους άρχοντα έθεσε ο Θεός στην κυβέρνησι του Νέου Κόσμου, και ποια εικόνα έδωσε ενός τέτοιου εκλεκτού άρχοντος;
5 Αφού ο Ιεχωβά Θεός απεφάσισε να ιδρύση κυβέρνησι που να διοική τον δίκαιο νέο του κόσμο, πρέπει να περιμένωμε ότι θα έθετε έναν άρχοντα ακεραιότητος επάνω στο θρόνο αυτής της κυβερνήσεως του Νέου Κόσμου. Ώμοσε ότι θα το κάμη αυτό. Πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου, μας έδωσε μια εικόνα τούτου. Στη Μέση Ανατολή, στο κρίσιμο σημείο μεταξύ Ασίας και Αφρικής, ίδρυσε μια εξεικονιστική βασιλεία και έθεσε επάνω στο θρόνο της έναν άνδρα αποδεδειγμένης ακεραιότητος. Ένα άσμα μιλεί για την εκλογή από τον Θεό αυτού του ανθρώπου, ο οποίος κάποτε ήταν ποιμενόπαις, και λέγει: «Εξέλεξε Δαβίδ τον δούλον αυτού, και ανέλαβεν αυτόν εκ των ποιμνίων των προβάτων· εξόπισθεν των θηλαζόντων προβάτων έφερεν αυτόν, δια να ποιμαίνη Ιακώβ τον λαόν αυτού, και Ισραήλ την κληρονομίαν αυτού· και εποίμανεν αυτούς κατά την ακεραιότητα της καρδίας αυτού· και δια της συνέσεως των χειρών αυτού ωδήγησεν αυτούς.» (Ψαλμ. 78:70-72) Ως άρχων του εκλεκτού έθνους του Θεού ο Βασιλεύς Δαβίδ πάντοτε προσπαθούσε να κρατή την καρδιά του καθαρή, νομοταγή και πιστή προς τον Θεό τον Δημιουργό μας. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Δαβίδ ήταν ένας καλός άρχων. Ως τοιούτος εχρησιμοποιήθη για να εξεικονίση Εκείνον που ο Θεός καθιστά άρχοντα της κυβερνήσεως του δικαίου Νέου Κόσμου, τον ουράνιον Υιόν του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν.
6, 7. (α) Τι προσπάθησε ο Δαβίδ σκληρά να κάμη όσον αφορά τον εαυτό του; (β) Γιατί ο Δαβίδ ήταν πρόθυμος να κριθή από τον Θεό, και ποια ήταν η απόφασίς του;
6 Επειδή ήταν πιστός στον Θεό, ο Δαβίδ είχε πολλούς εχθρούς, ανθρώπους που είχαν κακή καρδιά, υποκριτάς ανθρώπους που αγαπούσαν το ψεύδος. Αυτοί οι κακοποιοί φρονούσαν ότι προσεβάλλοντο επειδή ο Βασιλεύς Δαβίδ δεν επροτίμησε να κάνη συντροφιά μαζί τους και να εξομοιώση μ’ αυτούς τον εαυτό του. Συνεπώς, προσπάθησαν σκληρά να τον αποστρέψουν από την οδό της αμέμπτου διαγωγής και της αθωότητος απέναντι του Θεού, έτσι ώστε ο Βασιλεύς Δαβίδ να οδηγηθή στη λατρεία του πονηρού Θεού του παλαιού αυτού κόσμου. Αλλ’ ο Δαβίδ ένοιωθε μέσα του ότι ήταν αληθινός και τίμιος στις προσπάθειές του να περιπατή άμεμπτα ενώπιον του Θεού.
7 Ήταν, συνεπώς, πρόθυμος να εμφανισθή ενώπιον του θρόνου της κρίσεως του Θεού και να εξετασθή ως προς τις αγνές, τίμιες προθέσεις του και τις πιστές του προσπάθειες να λατρεύη τον Ιεχωβά μόνον ως Θεόν και να υπηρετή μόνον Αυτόν ως τον Υπέρτατον Κυρίαρχον ολοκλήρου του σύμπαντος. Αυτή η προθυμία να κριθή από το θείο δικαστήριο, φανερώνεται στα εξής λόγια του Δαβίδ: «Κρίνον με, Ιεχωβά· διότι εγώ περιεπάτησα εν ακεραιότητί μου· και επί τον Ιεχωβά ήλπισα, και δεν θέλω σαλευθή. Εξέτασόν με, Ιεχωβά, και δοκίμασόν με· δοκίμασον τους νεφρούς μου [ή, τας βαθυτέρας συγκινήσεις μου] και την καρδίαν μου. Διότι το έλεος σου είναι έμπροσθεν των οφθαλμών μου· και περιεπάτησα εν τη αληθεία σου.» Άσχετα με το τι έκαναν άλλοι άνθρωποι, άσχετα με την εναντίωσι και τον διωγμό που επέφεραν οι εχθροί του, ο Βασιλεύς Δαβίδ ήταν διατεθειμένος να προχωρήση αποδίδοντας την ολόκαρδη αφοσίωσί του στον Ιεχωβά Θεό. Με διάθεσι προσευχής έλεγε: «Αλλ’ εγώ θέλω περιπατεί εν ακεραιότητί μου· λύτρωσόν με, και ελέησόν με. Ο πους μου ίσταται εν τη ευθύτητι· εν εκκλησίαις θέλω ευλογεί τον Ιεχωβά.»—Ψαλμ. 26:1-3, 11, 12, ΜΝΚ.
8. (α) Τι πραγματικά οφείλομε στον Θεό, και γιατί; (β) Με τι, λοιπόν, πρέπει να περιπατούμε, και πώς μόνο μπορούμε να το κάμωμε αυτό;
8 Σήμερα, που είμεθα τόσο κοντά στο τέλος του παλαιού αυτού κόσμου, αν επιθυμούμε να απολυτρωθούμε και να δούμε την εύνοια του Θεού με το να προστατευθούμε στη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου του Αρμαγεδδώνος και να διατηρηθούμε ζωντανοί στον νέο του κόσμο, πρέπει κι εμείς επίσης να περιπατούμε με ακεραιότητα απέναντι του Θεού, όπως και ο Δαβίδ. Δεν οφείλομε μήπως ακεραιότητα προς τον Θεό, ο οποίος είναι ο Δημιουργός μας και ο οποίος υπόσχεται ότι θα είναι ο αιώνιος Διατηρητής μας στον δίκαιο νέο του κόσμο; Ναι, διότι αυτός μας έχει δώσει τη ζωή μας και, σύμφωνα με τους σκοπούς του που τους απεκάλυψε στην Αγία Γραφή, μας έδωσε κάτι για να ζούμε γι’ αυτό. Τι; Τον υποσχεμένον εκείνο νέο κόσμο οπό την τελεία κυβέρνησι του Υιού του Ιησού Χριστού. Το να περιπατούμε με ακεραιότητα απέναντι του Δημιουργού και Διατηρητού μας δεν μπορεί να γίνη με κανέναν άλλον τρόπο παρά με το να περιπατούμε σύμφωνα με την αλήθεια και τις αρχές που Αυτός εκθέτει για μας στον γραπτό του λόγο. Γνωρίζομε ότι όλη η κτίσις του κινείται και λειτουργεί σύμφωνα με νόμους, τους οποίους αυτός καθώρισε. Αναμφιβόλως, λοιπόν, αυτός είναι Θεός αρχών σε όλα τα πράγματα. Για να κερδίσωμε την εύνοιά του για μια ευτυχισμένη ζωή στον ατελεύτητο νέο του κόσμο, πρέπει ν’ αποδειχθούμε άτομα ακεραιότητος.
9. Πρέπει, επομένως, να είμεθα άτομα ποιων αρχών;
9 Εν τούτοις, για να το κάμωμε αυτό, δεν μπορούμε να είμεθα άτομα που έχομε τις δικές μας εδραιωμένες αρχές. Πρέπει να είμεθα λαός των αρχών του Θεού. Με τούτο δεν εννοούμε τα στοιχειώδη πράγματα, δηλαδή, τις βασικές ή θεμελιώδεις διδασκαλίες του γραπτού λόγου του Θεού, όπως εκείνες που αναφέρονται στην προς Εβραίους επιστολή 5:12: «Πάλιν έχετε χρείαν του να σας διδάσκη τις τα αρχικά στοιχεία των λόγων του Θεού.»
10. (α) Τι ειδικώς εννοούμε με τον όρον «αρχές» εδώ; (β) Από αυτή την άποψι, τι είπαν ο Ιάκωβος και ο Παύλος στους Χριστιανούς;
10 Πρέπει να θυμώμαστε ότι μια αρχή είναι επίσης ένας καθωρισμένος κανών ενεργείας, ένας διέπων νόμος διαγωγής, ένας κανών διαγωγής που σταθερά κατευθύνει την ενέργεια ενός άτομου, μια πεποίθησις ή στάσις που ασκεί κατευθύνουσαν επιρροή στη ζωή ή στη συμπεριφορά. (Ουέμπστερ) Επειδή μια αρχή σημαίνει έτσι μια εύτακτη ζωή, ο Ιάκωβος μπορούσε να πη στον απόστολο Παύλο: «Περιπατείς ευτάκτως [«στοιχείς», Κείμενον] και συ φυλάττων τον νόμον.» (Πράξ. 21:24, ΜΝΚ) Ο ίδιος ο Παύλος επίσης μπορούσε να πη στους αδελφούς του εν Χριστώ: «Πλην εις εκείνο εις το οποίον εφθάσαμεν, ας περιπατώμεν ευτάκτως [στοιχώμεν, Κείμενον] κατά τον αυτόν κανόνα»· και, «όσοι περιπατήσωσιν ευτάκτως [στοιχήσουσι, Κείμενον] κατά τον κανόνα τούτον, ειρήνη επ’ αυτούς και έλεος, και επί τον Ισραήλ του Θεού.» (Φιλιππησ. 3:16· Γαλ. 6:16) Το να ζούμε σύμφωνα με τις αρχές του Θεού απαιτεί να περιπατούμε εύτακτα, σε αρμονία με τους κανόνες που αυτός καθώρισε για την καθοδηγία μας και τη διακυβέρνησί μας. Ο Υιός του, Ιησούς Χριστός, όταν ήταν στη γη, μας έδωσε ένα τέλειο παράδειγμα ζωής σύμφωνης με τις αρχές του Ιεχωβά Θεού, του Πατρός του. Συνεπώς, προειδοποιούμεθα να μην περιπατούμε «κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ουχί κατά Χριστόν. Διότι εν αυτώ [τω Χριστώ] κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς.»—Κολ. 2:8, 9.
ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
11. (α) Γιατί οι αρχές του Θεού πρέπει να εφαρμοσθούν σε όλα τα πλάσματα; (β) Πώς όλοι μας εγίναμε πολύ υποκείμενοι στο πάθος;
11 Όταν κρατούμε την ακεραιότητά μας με το να σκεπτώμεθα, να μιλούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις αρχές ή τους κανόνες διαγωγής που προέρχονται από τον Ιεχωβά, είμεθα πραγματικά θεοκρατικοί. Ο Ιεχωβά είναι ο ένας και μόνος Θεοκράτης, με την έννοια ότι είναι ο υπέρτατος Θεός Άρχων. Επάνω σε όλα τα πλάσματα και πράγματα στον ουρανό και στη γη άρχει και ασκεί εξουσία επειδή είναι ο μόνος ζων και αληθινός Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς οι αρχές του ή κανόνες διαγωγής και διακυβερνήσεως πρέπει να εφαρμοσθούν σε όλα τα νοήμονα πλάσματα, ανθρώπινα και πνευματικά. Ως Δημιουργός μας, έκαμε τον πρώτον άνθρωπον Αδάμ τέλειον κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Ο τέλειος άνθρωπος ανεμένετο ευλόγως ότι θα ήταν άτομο αρχών όπως και ο ουράνιος Πατήρ του, και όχι ότι θα εξουσιάζετο ή θα υπεκινείτο από απλό ένστικτο ή από απλά αισθήματα της σαρκός του. Όταν η σύζυγος του Αδάμ εξηπατήθη από τον αρχικόν Όφιν Σατανάν, ο Αδάμ ενήργησε αντιθεοκρατικά προτιμώντας ν’ αρέση στην πλανεμένη σύζυγο και να μένη προσκολλημένος σ’ αυτήν μάλλον παρά ν’ αρέση στον ουράνιο Πατέρα του και να μένη προσκολλημένος στον νόμο Του με ακεραιότητα ή τελειότητα διαγωγής. Μέσω του Αδάμ, όλοι οι απόγονοί του, μαζί κι εμείς σήμερα, υπέστημεν μεγάλη πτώσι από τις αρχές, και εγίναμε πολύ υποκείμενοι στο πάθος. Με τούτο δεν εννοούμε ακριβώς το σεξουαλικό πάθος, όπως εκδηλώνεται μεταξύ άρρενος και θήλεος, αλλά μια έντονη περιπάθεια για οτιδήποτε που μας κάνει να αισθανώμεθα καλά ή που αποβλέπει ιδιοτελώς στα προσωπικά μας συμφέροντα και στην ευχαρίστησί μας χωρίς να λαμβάνωμε υπ’ όψι το θέλημα του Θεού.
12. (α) Τι είδους αρχές είναι οι αρχές του Θεού; (β) Τι διευθέτησι έκαμε ο Θεός, ώστε η γνώσις των αρχών του να μη χαθή για τους ανθρώπους;
12 Ο Θεός δεν απομακρύνεται από τις αρχές του για να ευχαριστήση τα πλάσματά του. Οι αρχές του είναι τέλειες και αμετάβλητες, και σε όλες αυτές λαμβάνονται υπ’ όψιν η αγάπη του, η δικαιοσύνη του, η σοφία του και η δύναμίς του. Οι ηθικές και θρησκευτικές αρχές του δεν είναι γνωστές ούτε αναγνωρίζονται από τους ανθρώπους γενικά, διότι αυτοί ακολουθούν τη φιλοσοφία και τις αρχές του παλαιού αυτού κόσμου. Για να μη χαθή η γνώσις των αρχών Του, αλλά να μπορέσουν να την αποκτήσουν όλοι όσοι αγαπούν τις δίκαιες αρχές, ο μέγας Θεοκράτης Ιεχωβά κατηύθυνε να καταγραφούν οι αρχές του στις Ιερές του Γραφές. Εκεί μπορούν να αναγινώσκωνται και να μελετώνται. Στο έτος 1513 πριν από τη Χριστιανική εποχή, ο Θεός ο ίδιος, με τη δύναμί του, έγραψε δέκα βασικές αρχές επάνω σε λίθινες πλάκες. Τις έδωσε στον προφήτη του Μωυσή, για να τις επιδείξη και να τις διδάξη ο Μωυσής στους αδελφούς του, στο έθνος Ισραήλ. Προσέθεσε πολλές άλλες αρχές στη σειρά των νόμων που έδωσε στο έθνος μέσω του μεσίτου του Μωυσέως. Μέσω μεταγενεστέρων προφητών ο Ιεχωβά Θεός διεκήρυξε πολλές άλλες αρχές καθώς και προφητείες για το μέλλον. Η συγγραφή αυτής της ιερής ιστορίας και αυτών των αρχών και των προφητειών παρήγαγε τις Άγιες Γραφές, τις οποίες κάποτε μόνο οι Ιουδαίοι ή Ισραηλίται κατείχαν. Οι Γραφές αυτές ήσαν επίσης τα μόνα ιερά συγγράμματα που κατείχε η Χριστιανική εκκλησία στην αρχή της υπάρξεώς της στο έτος 33 της Χριστιανικής εποχής.
13. Σύμφωνα με το 2 Τιμόθεον 3:16, 17, τι είδους βιβλίο είναι οι Άγιες Γραφές, και ποια θέσι πρέπει να δίδωμε στα περιεχόμενά της, όπως έδειξε ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι;
13 Έχοντας αυτά τα ιερά συγγράμματα υπ’ όψιν, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης· δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.» (2 Τιμ. 3:16, 17) Αυτό σημαίνει ότι οι Άγιες Γραφές είναι βιβλίο αρχών. Οι αναγεγραμμένες αρχές της αποτελούν ένα καθοδηγητικόν κανόνα και μια δικαία δύναμι για τους Χριστιανούς που βρίσκονται σ’ αυτόν τον δίχως αρχές ή από αντιθεοκρατικές αρχές διεπόμενο παλαιό κόσμο. Για ν’ αποκτήσωμε ζωή σε οποιοδήποτε μέρος του νέου κόσμου του Θεού είναι ανάγκη να θέσωμε τις αρχές και εντολές του γραπτού λόγου του Θεού πιο πάνω από εκείνες του παλαιού αυτού κόσμου υπό τον Σατανά, τον θεόν του αιώνος τούτου (2 Κορ. 4:4, Κείμενον) Ας σημειωθή από όλους ότι ο Χριστιανός απόστολος Πέτρος και οι συναπόστολοί του ήσαν εκείνοι που διεκήρυξαν αυτόν τον κανόνα ενεργείας. Όταν το ανώτατο θρησκευτικό δικαστήριο της Ιερουσαλήμ διέταξε τον Πέτρο και τους άλλους αποστόλους να παύσουν να κηρύττουν τις θεμελιώδεις διδασκαλίες της Χριστιανοσύνης που είχαν μάθει προσφάτως, όλοι αυτοί οι απόστολοι απήντησαν στο θρησκευτικό δικαστήριο: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους. Ο Θεός των πατέρων ημών ανέστησε τον Ιησούν, τον οποίον σεις εθανατώσατε κρεμάσαντες επί ξύλου. Τούτον ο Θεός ύψωσε δια της δεξιάς αυτού αρχηγόν και σωτήρα, δια να δώση μετάνοιαν εις τον Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών. Και ημείς είμεθα μάρτυρες αυτού περί των λόγων τούτων, και το πνεύμα δε το άγιον, το οποίον έδωκεν ο Θεός εις τους πειθαρχούντας εις αυτόν.»—Πράξ. 5:29-32.
14. (α) Γιατί οι απόστολοι εκείνοι δεν ήσαν στασιαστικοί ή ανατρεπτικοί απαντώντας και ενεργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο; (β) Τι λοιπόν έκαμαν όσον αφορά την επόμενη διαταγή του ανωτάτου δικαστηρίου;
14 Ο Πέτρος και οι άλλοι Χριστιανοί απόστολοι δεν ήσαν στασιαστικοί ή ανατρεπτικοί απαντώντας και ενεργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήσαν καθ’ ολοκληρίαν θεοκρατικοί διακηρύττοντας ότι ο Θεός είναι ο Άρχων υπεράνω ανθρωπίνων δικαστηρίων και αρχόντων και υπακούοντας στον Θεό ως Υπέρτατον Άρχοντα. Οι πιστοί απόστολοι έτσι έστεκαν υπέρ της πρωτίστης Χριστιανικής αρχής. Κάνοντας τούτο, κρατούσαν την ακεραιότητά των απέναντι του παγκοσμίου Κυριάρχου Ιεχωβά Θεού. Το θρησκευτικό δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίση την αρχή αυτή και έδειξε την άρνησί του τιμωρώντας τους αποστόλους: «Και προσκαλέσαντες τους αποστόλους, έδειραν, και παρήγγειλαν να μη λαλώσιν εν τω ονόματι του Ιησού, και απέλυσαν αυτούς.» Μήπως ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι υπήκουσαν σ’ αυτή τη διαταγή του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου; Ο γραπτός λόγος του Θεού μάς δίνει την απάντησι, λέγοντας: «Εκείνοι λοιπόν ανεχώρουν από προσώπου του συνεδρίου χαίροντες, ότι υπέρ του ονόματος αυτού ηξιώθησαν να ατιμασθώσι. Και πάσαν ημέραν εν τω ιερώ και κατ’ οίκον δεν έπαυον διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι τον Ιησούν Χριστόν.»—Πράξ. 5:40-42.
15. (α) Πώς ο Θεός, πολύ πριν από τον Πέτρο, εξέθεσε αυτή την ίδια αρχή μέσω του Μωυσέως; (β) Πώς η αρχή που διέπει τη δήλωσι αυτή επανεξετέθη από τον Ιησού Χριστό σ’ έναν που ερωτούσε;
15 Από τότε μπορεί να έχουν περάσει δεκαεννέα αιώνες, αλλά ό,τι είπαν ο Πέτρος και οι συναπόστολοί του στο θρησκευτικό δικαστήριο τότε, στέκει ως κυβερνώσα αρχή σήμερα. Πολύ πριν από την εποχή του Πέτρου, ο Θεός ο ίδιος είχε διακηρύξει αυτή την ίδια αρχή μέσω του προφήτου του Μωυσέως στο έθνος Ισραήλ, με τα εξής λόγια: «Δεν θέλεις προσκυνήσει άλλον θεόν· επειδή ο Ιεχωβά είναι αποκλειστικά αφωσιωμένος εις το όνομά του. Είναι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν.» (Έξοδ. 34:14, ΜΝΚ) Ο νόμος αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς νόμους που περιέχονται στη γραπτή συμφωνία διαθήκης που ο Θεός έκαμε με τον Ισραήλ. Είναι η έκθεσις μιας αρχής ή κανόνος διαγωγής που είναι αιώνιος και παγκόσμιος και εφαρμόζεται σε όλα τα πλάσματα στον ουρανό και στη γη. Η αρχή αυτή επανεξετέθη από τον Ιησού Χριστό τον ίδιο όταν απήντησε στην ερώτησι, «Διδάσκαλε, ποία εντολή είναι μεγάλη εν τω νόμω;» Ο Ιησούς απήντησε: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.” Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτής, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.” Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.» (Ματθ. 22:35-40, ΜΝΚ) Έτσι μας δηλώνεται η κυρία αρχή που εκτείνεται σε όλες τις Άγιες Γραφές, περιλαμβανομένου του Νόμου και των Προφητών.
16. (α) Εν συγκρίσει με τον εαυτό μας και με τον πλησίον μας, πόσο πρέπει ν’ αγαπούμε τον Θεό; (β) Πώς θα υπήγετο σ’ αυτή την απαίτησι η απάντησις του Ιησού στην ερώτησι για τον δασμό;
16 Ανθρώπινα πλάσματα, που είναι θεοκρατικά στις αρχές των, αγαπούν τον Ιεχωβά ως Θεόν και Άρχοντα ή ως Τον Θεοκράτην. Για να έχωμε την αγάπη του και να ευνοηθούμε με αιώνια ζωή στον νέο του κόσμο, πρέπει να τον αγαπούμε. Σύμφωνα με τη μεγίστη του εντολή, καθώς εξετέθη από τον Υιό του Ιησούν, πρέπει ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά, όχι όπως αγαπούμε τον εαυτό μας ή όπως αγαπούμε τον πλησίον μας. Πρέπει να τον αγαπούμε περισσότερο από τον εαυτό μας ή από τον πλησίον μας, ναι, περισσότερο από ολόκληρο το έθνος των πλησίον μας. Ο Ιησούς είπε ότι πρέπει ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά Θεό με παν ό,τι έχομε. Το γεγονός αυτό μας δίνει μεγαλύτερη κατανόησι του τι εννοούσε ο Ιησούς όταν απήντησε στην παραπειστική ερώτησι, «Είναι συγκεχωρημένον να δώσωμεν δασμόν εις τον Καίσαρα, ή ουχί;» Επειδή το νόμισμα του δασμού είχε εγχαραγμένη επάνω του την εικόνα του Καίσαρος, ο Ιησούς είπε: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (Ματθ. 22:15-21) Τώρα, όσον αφορά αυτούς τους δύο άρχοντας, ποιος είναι εκείνος που έδωσε σ’ εμάς τα πλάσματα την καρδιά μας και την ψυχή μας και τη διάνοιά μας; Μήπως ο πολιτικός Καίσαρ; Ή ο Θεός; Όχι ο Καίσαρ, αλλ’ ο Θεός μάς έδωσε αυτά τα πράγματα που είναι ουσιώδη για τη διανοητική μας ζωή. Επομένως, στον Θεό, και όχι στον Καίσαρα, οφείλομε να αποδώσωμε αυτά τα πράγματα, πράγματα πολύ πιο πολύτιμα και πολύ πιο περιεκτικά από το νόμισμα του δασμού του Καίσαρος.
17. (α) Πώς αποδίδομε τα του Καίσαρος, και πώς τα του Θεού; (β) Σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, ποιο πρέπει να είναι το σύνθημά μας;
17 Είναι κατάλληλο ν’ αποδίδωμε στον Καίσαρα το χρήμα του δασμού του για τις υπηρεσίες που το πολιτικό Κράτος παρέχει στους ακολούθους του Χριστού. Πώς, όμως, μπορούμε ν’ αποδώσωμε τα του Θεού εις τον Θεόν; Με το να υπακούωμε θεοκρατικά στην υπερτάτη εντολή του σύμπαντος, μάλιστα με το ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά, τον δικαιωματικόν Θεόν μας, με όλη μας την καρδιά, την ψυχή και τη διάνοια. Σύμφωνα, λοιπόν, με την θεμελιώδη αρχή των δύο μεγίστων εντολών που εξετέθησαν από τον Ιησού Χριστό, το σύνθημά μας πρέπει να είναι, όχι, Υπέρ Θεού και χώρας, αλλά, Υπέρ του Ιεχωβά και υπέρ του πλησίον μας ωσάν υπέρ του εαυτού μας. Όχι υπέρ του πλησίον μας πρώτα, αλλά υπέρ του Ιεχωβά του Θεού μας πρώτα. Όχι υπέρ του πλησίον μας περισσότερο του εαυτού μας, αλλά υπέρ του Θεού περισσότερο παρά υπέρ του εαυτού μας και του πλησίον μας.
18. (α) Πληρώνοντας φόρο, θεοποιούσε ο Ιησούς τον Καίσαρα Τιβέριον; (β) Πώς ο Ιησούς διέταξε τους ακολούθους του να μη θεοποιούν το Κράτος;
18 Ας μη λησμονούμε ότι ο Ρωμαίος Καίσαρ είχε γίνει θεός επάνω στη γη, είχε θεοποιηθή από τους Ρωμαίους. Αλλά όταν ο Ιησούς Χριστός επλήρωσε τον φόρο στον Καίσαρα ως Ιουδαίος ή Ισραηλίτης κατά σάρκα, δεν ανεγνώριζε έτσι τον Καίσαρα Τιβέριον ως θεόν. Ο Ιησούς δεν εθεοποίησε τον Ρωμαίον αυτοκράτορα ή το πολιτικό Κράτος. Οι ακόλουθοι του Ιησού διατάσσονται απ’ αυτόν να μη θεοποιούν κανένα πολιτικό Κράτος του παλαιού αυτού κόσμου. Η εντολή αυτή εξετέθη από τον Ιησούν τη νύχτα προτού καρφωθή στο ξύλο από τους στρατιώτας της αυτοκρατορίας του Καίσαρος. Τη νύχτα εκείνη ίδρυσε το δείπνον του Κυρίου με τον άρτον και τον οίνον και κατόπιν είπε στους πιστούς αποστόλους του: «Οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτά· και οι εξουσιάζοντες αυτά ονομάζονται ευεργέται. Σεις όμως ουχί ούτως· αλλ’ ο μεγαλήτερος μεταξύ σας, ας γείνη ως ο μικρότερος· και ο προϊστάμενος ως ο υπηρετών. Διότι τις είναι μεγαλήτερος, ο καθήμενος εις την τράπεζαν, ή ο υπηρετών; ουχί ο καθήμενος; αλλ’ εγώ είμαι εν μέσω υμών ως ο υπηρετών.»—Λουκ. 22:25-27.
19. Πώς θα εθεοποιούσαμε τον Καίσαρα ή το Κράτος, και ποια υποχρέωσι στον Ιεχωβά Θεό θα παρεβιάζαμε;
19 Έτσι ο Ιησούς δεν προσπάθησε να θεοποιήση τον εαυτό του, για να μη μιλήσωμε για θεοποίησι του φοροσυλλέκτου Καίσαρος. Οι πιστοί ακόλουθοι του Ιησού πρέπει, για να κρατήσουν ακεραιότητα απέναντι του Ιεχωβά, να μιμηθούν τον Ιησούν με το να εμμένουν στην ίδια αρχή και να μη θεοποιούν τον Καίσαρα, στον οποίον είμεθα απλώς τώρα υποχρεωμένοι να πληρώνωμε φόρους. Οι Χριστοειδείς Χριστιανοί θα παρεβίαζαν την αφιέρωσι του εαυτού των στον Ιεχωβά Θεό θεοποιώντας τον Καίσαρα ή το πολιτικό Κράτος με το να προσφέρουν στον Καίσαρα παν ό,τι έχουν και έτσι να δίδουν στον Καίσαρα τη θέσι του Θεού στη λατρεία των και στην αφοσίωσί των.
ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ
20, 21. (α) Από ποιους εκπληρώνεται σήμερα η εικόνα της Αποκαλύψεως 14:6, και πώς; (β) Μετά την εικόνα αυτή, ποια προειδοποίησις δίδεται εναντίον της θεοποιήσεως του Καίσαρος ή του πολιτικού Κράτους;
20 Πριν από δεκαοκτώ αιώνες και πλέον, η Αποκάλυψις 14:6 προφητικά εξεικόνισε πώς, στην εποχή μας, το «αιώνιον ευαγγέλιον» θα διεκηρύσσετο ως χαροποιές ειδήσεις σε κάθε έθνος, φυλή, γλώσσα και λαόν επάνω στη γη. Έτσι ακριβώς σήμερα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλη τη γη υπακούουν στην εντολή του Ιησού που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 24:14. Ναι, κηρύττουν τα αγαθά νέα ότι η βασιλεία του Θεού ιδρύθη στο 1914 με την ενθρόνισι και στέψι του Χριστού στους ουρανούς. Ως αποτέλεσμα του κηρύγματος αυτού του αιωνίου ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, όλα τα έθνη λαμβάνουν μαρτυρία προτού έλθη το τέλος όλων αυτών των εθνών στον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος. Αφού δίδεται η εικόνα αυτής της διακηρύξεως του αιωνίου ευαγγελίου σε όλα τα έθνη και τους λαούς, παρουσιάζεται μια άλλη προφητική εικόνα στην Αποκάλυψι, κεφάλαιο 14, που προειδοποιεί τους Χριστιανούς να μη θεοποιούν τον Καίσαρα ή το πολιτικό Κράτος. Εκεί διαβάζομε:
21 «Και τρίτος άγγελος ηκολούθησεν αυτούς, λέγων μετά φωνής μεγάλης, Όστις προσκυνεί το θηρίον και την εικόνα αυτού, και λαμβάνει χάραγμα επί του μετώπου αυτού ή επί της χειρός αυτού, και αυτός θέλει πίει εκ του οίνου του θυμού του Θεού, του κεκερασμένου ακράτου εν τω ποτηρίω της οργής αυτού· και θέλει βασανισθή με πυρ και θείον ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του Αρνίου. Και ο καπνός του βασανισμού αυτών αναβαίνει εις αιώνας αιώνων· και δεν έχουσιν ανάπαυσιν ημέραν και νύκτα όσοι προσκυνούσι το θηρίον και την εικόνα αυτού, και όστις λαμβάνει το χάραγμα του ονόματος αυτού. Εδώ είναι η υπομονή των αγίων· εδώ οι φυλάττοντες τας εντολάς του Θεού και την πίστιν του Ιησού.»—Αποκάλ. 14:9-12.
22. Τι είδους ζώο είναι αυτό το «θηρίον», και τι κάνουν σ’ αυτό εκείνοι που δεν αποκτούν σωτηρία;
22 Σύμφωνα με το προηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή, το Αποκάλυψις 13:1-8, το θηρίο αναβαίνει από τη θάλασσα. Δεν είναι όμως θαλάσσιο ζώο, αλλά χερσαίο ζώο, με τα χαρακτηριστικά μιας λεοπαρδάλεως και μιας άρκτου και ενός λέοντος συνδυασμένα. Δεν θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικό ανάμικτο ζώο, διότι αναφέρεται ότι έχει τον θρόνον ενός άρχοντος και ότι φορεί διαδήματα. Μιλεί επίσης βλάσφημα εναντίον του Θεού και του ονόματός του και της κατοικίας του, και εναντίον των κατοίκων του ουρανού, και διεξάγει πόλεμον εναντίον των αγίων του Θεού και αποκτά εξουσία επάνω σε κάθε φυλή, λαόν, γλώσσα και έθνος. Γι’ αυτόν τον λόγο οι ανθρώπινοι κάτοικοι της γης λατρεύουν αυτό το θηρίο, αλλά όλοι όσοι το κάνουν αυτό δεν αποκτούν σωτηρία στον νέο κόσμο του Θεού.
23, 24. Σύμφωνα με τα σχόλια των Ρωμαιοκαθολικών αυθεντιών, τι συμβολίζει το θηρίον της Αποκαλύψεως 13:1;
23 Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα σχόλια για το τι εξεικονίζει στην εποχή μας αυτό το θηρίο, είναι εκείνα των Ρωμαιοκαθολικών αυθεντιών. Στη μετάφρασι που ονομάζεται «Η Νέα Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού», υπό Φ. Α. Σπένσερ, του Τάγματος των Δομινικανών, η οποία εξεδόθη από τον Κ. Ι. Κάλλαν, του ιδίου Τάγματος, και τον Ι. Α. ΜακΧιού, επίσης του ιδίου Τάγματος (1946), η υποσημείωσίς των στο Αποκάλυψις 13:1 λέγει: «Αυτό το πρώτο Θηρίο φαίνεται να παριστάνη πολιτική εξουσία παρατεταγμένη εναντίον της Χριστιανοσύνης.» Μια άλλη μετάφρασις, «Η Νέα Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού μεταφρασμένη από τη Λατινική Βουλγάτα», που εξεδόθη από Καθολικούς Λογίους υπό την Κηδεμονία της Επισκοπικής Επιτροπής της Συναδελφώσεως του Χριστιανικού Δόγματος, το 1941, λέγει στην υποσημείωσί της πάνω στο ίδιο αυτό εδάφιο: «Η εικόνα του πρώτου θηρίου βασίζεται στο έβδομο κεφάλαιο του Δανιήλ. Το θηρίο αυτό είναι η μορφή των βασιλειών του κόσμου, βασιλειών θεμελιωμένων επάνω στο πάθος και στην ιδιοτέλεια, οι οποίες σε κάθε αιώνα ανταγωνίζονται τον Χριστό και ζητούν να καταπιέσουν τους δούλους του Θεού. Η αυτοκρατορική Ρώμη αντιπροσωπεύει αυτή την εξουσία.»
24 Ο Κάθμπερτ Λάττεη, της Εταιρίας του Ιησού, και ο Ιωσήφ Κήτινγκ, της ιδίας Εταιρίας, γενικοί εκδόται της «Μεταφράσεως Ουστμίνστερ των Ιερών Γραφών», Τόμος IV του 1931, λέγουν στην υποσημείωσί τους στο Αποκάλυψις 13:1: «Στην Αποκάλυψι, το ‘θηρίον’ συνδυάζει τις εξουσίες των τεσσάρων διαφόρων ‘θηρίων’ ή αυτοκρατοριών που περιγράφονται από τον Δανιήλ. Συμβολίζει την πολιτική εξουσία, την υλική δύναμι που ο κόσμος θέτει στη διάθεσι του δράκοντος, για να καταθλίψη τους δούλους του Θεού. Η εξουσία αυτή παριστάνεται ως ενσωματωμένη στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.» Ένα ακόμη Ρωμαιοκαθολικό σχόλιο πάνω σ’ αυτό το εδάφιο θα προσθέση τη μαρτυρία του: Η έκδοσις Μώρφυ της Αγίας Γραφής, Μετάφρασις Ντουαί, εγκεκριμένη από τον Ιάκωβον Καρδινάλιον Γκίμπονς και εκδεδομένη από την Εταιρίαν Τζων Μώρφυ, που είναι ο εκδότης της Αγίας Έδρας, λέγει στην υποσημείωσί της: «Αυτό το πρώτο θηρίο με επτά κεφαλές και δέκα κέρατα, είναι ευλόγως η όλη ομάς απίστων, εχθρών και διωκτών του λαού του Θεού, από την αρχή ως το τέλος του κόσμου. Οι επτά κεφαλές είναι επτά βασιλείς, δηλαδή, επτά κύριες βασιλείες αυτοκρατοριών, που έχουν ασκήσει, ή θα ασκήσουν, τυραννική εξουσία επάνω στον λαόν του Θεού· απ’ αυτές, πέντε είχαν τότε πέσει, δηλαδή: η Αιγυπτιακή, η Ασσυριακή, η Χαλδαϊκή,a η Περσική και η Ελληνική μοναρχίες· μία ήταν παρούσα, δηλαδή, η αυτοκρατορία της Ρώμης: και η εβδόμη και κυριώτερη επρόκειτο να έλθη, δηλαδή, ο μέγας Αντίχριστος και η αυτοκρατορία του. Τα δέκα κέρατα μπορούν να νοηθούν ως δέκα μικρότεροι διώκται.»
25. Τι εξεικονίζει, λοιπόν, η λατρεία του θηρίου, και σε ποιους, επομένως, αυτό αποτελεί προειδοποίησι;
25 Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω Ρωμαιοκαθολικά σχόλια, η λατρεία του θηρίου της Αποκαλύψεως 13:1-8 και 14:9 δεν θα μπορούσε να σημαίνη τίποτε ολιγώτερο από τη λατρεία του πολιτικού Κράτους. Το θηρίο δεν συμβολίζει κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα, αλλά τα συνδυάζει ή τα συγχωνεύει όλα σ’ ένα κοσμικό σύστημα. Συνεπώς, αυτή η εικόνα λατρείας του Κράτους εφαρμόζεται σε όλη τη γη, είτε ωρισμένα πολιτικά συστήματα περιλαμβάνονται αμέσως στο συμβολικό «θηρίον», είτε είναι απλώς πολιτικοί σύμμαχοί του. Αυτή, επομένως, είναι μια προειδοποίησις για ανθρώπους σε όλη τη γη, που θέλουν να είναι αληθινοί Χριστιανοί, κι εμείς οι ίδιοι την δεχόμεθα με κάθε σοβαρότητα.
26. Θα κρατήση κανείς την ακεραιότητά του με το ν’ αρνηθή να λατρεύση το θηρίο και να λάβη χάραγμα, και πώς γνωρίζομε σχετικά με τούτο;
26 Θα κρατήση κανείς την ακεραιότητά του απέναντι του Ιεχωβά Θεού με το ν’ αρνηθή να λατρεύση το θηρίο και την εικόνα του και με το ν’ αρνηθή να λάβη χάραγμα στο μέτωπό του ή στο χέρι του; Δεν θα κρατήσουν ακεραιότητα όλοι οι άνθρωποι που απλώς ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί και δεν θα εμμείνουν στην αρχή της λατρείας του μόνου ζώντος και αληθινού Θεού και της αγάπης προς αυτόν με όλη την καρδιά, την ψυχή και τη διάνοια. Το Αποκάλυψις 20:4 αναφέρει ποιοι θα κρατήσουν ακεραιότητα και θα ανταμειφθούν, λέγοντας: «Και είδον τας ψυχάς των πεπελεκισμένων δια την μαρτυρίαν του Ιησού, και δια τον λόγον του Θεού, και οίτινες δεν προσεκύνησαν το θηρίον, ούτε την εικόνα αυτού· και δεν έλαβον το χάραγμα επί το μετώπων αυτών και επί την χείρα αυτών· και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του Χριστού τα χίλια έτη.» Το εδάφιο 6 προσθέτει: «Μακάριος και άγιος όστις έχει μέρος εις την πρώτην ανάστασιν· επί τούτων ο θάνατος ο δεύτερος δεν έχει εξουσίαν, αλλά θέλουσιν είσθαι ιερείς του Θεού και του Χριστού, και θέλουσι βασιλεύσει μετ’ αυτού χίλια έτη.» Αυτοί είναι οι άγιοι που υπομένουν ως το τέλος ενώ τηρούν τις εντολές του Θεού και την πίστι του Ιησού. Σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες έχουν ένα μεγάλο πλήθος συντρόφων καλής θελήσεως.
27. Από τι απελευθερώνονται επειδή κρατούν ακεραιότητα, και σε ποιου την υπηρεσία θυσιάζουν τη ζωή τους;
27 Επειδή κρατούν ακεραιότητα, όλοι αυτοί απελευθερώνονται από το να πιουν τον συμβολικόν ‘οίνον του θυμού του Θεού’ και από το να ‘βασανισθούν με [συμβολικόν] πυρ και θείον ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του Αρνίου’. Αρνούνται να υποταχθούν στην πίεσι που εξασκείται για να κάμη τους ανθρώπους να παραβιάσουν την αρχή της αποκλειστικής αφοσιώσεως στον Θεόν μόνο, όπως προελέχθη στην Αποκάλυψι 13:15-17. Θυσιάζουν τη ζωή τους για τον Θεόν και το Αρνίον, τον Ιησού Χριστό, και όχι στην υπηρεσία του θηρίου και της εικόνος του. Το θηρίο αυτό, αντιπροσωπευόμενο από την έκτη κεφαλή του, εθανάτωσε τον Ιησού Χριστό και κατόπιν κατεδίωξε τους αληθινούς Χριστιανούς σε όλη την αυτοκρατορία του, εκτελώντας τους με τον πέλεκυν ή βασανίζοντάς τους και θανατώνοντάς τους με άλλους σκληρούς τρόπους. Τα σύγχρονα υπολείμματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εξακολουθούν να εκδηλώνουν το ίδιο φαύλο πνεύμα απέναντι των Χριστοειδών Χριστιανών .
28. Σε ποιου την υπηρεσία ήταν ο εκατόνταρχος Κορνήλιος όταν η Χριστιανοσύνη αρχικά τον επλησίασε, και παρητήθη από τη στρατιωτική υπηρεσία αφού εβαπτίσθη;
28 Ο Κορνήλιος ως «εκατόνταρχος εκ του τάγματος του λεγομένου Ιταλικού», ήταν στην υπηρεσία της έκτης κεφαλής του θηρίου όταν η Χριστιανοσύνη αρχικά τον επλησίασε. Δεν ήταν έξω στη στρατιωτική υπηρεσία, αλλά προσηύχετο στο σπίτι του στην Καισάρεια όταν ένας άγγελος του Θεού εμφανίσθηκε σε όραμα και του είπε να στείλη για να καλέση τον απόστολο Πέτρο. Επίσης, στο σπίτι του Κορνηλίου εκήρυξε ο Πέτρος έπειτα από τέσσερες ημέρες, προς αυτόν και τους συγγενείς του και τους στενούς φίλους του. Κάτω από αυτές ακριβώς τις περιστάσεις ο Θεός εξέχυσε το πνεύμα του επάνω στον Κορνήλιο και τους άλλους που επίστεψαν το άγγελμα μαζί του. Κατόπιν διαταγής του Πέτρου, ο Κορνήλιος και οι άλλοι νέοι πιστοί εβαπτίσθησαν στο νερό όπως ακριβώς είχαν βαπτισθή με άγιο πνεύμα. (Πράξ. 10:1-48) Τι έκαμε ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έπειτα απ’ αυτό, αν παρητήθη από τη στρατιωτική του υπηρεσία ως Ρωμαίου εκατοντάρχου ή όχι, το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων δεν αναφέρει.
29. (α) Αν ο Πέτρος είχε διδάξει τον Κορνήλιο να παραιτηθή, τι θα μπορούσε να είχε συμβή; (β) Για απ’ ευθείας οδηγίες, τι θα είχε συμβή στην Αγία Γραφή;
29 Αναμφισβήτητα, κάτω από την ενέργεια του αγίου πνεύματος του Θεού, ο Κορνήλιος εφήρμοσε στις προσωπικές του υποθέσεις και σχέσεις τις αρχές της Χριστιανοσύνης, τις οποίες συνεζήτησε με τον Πέτρο «ημέρας τινάς» έπειτα απ’ αυτό. Ο Κορνήλιος δεν ήταν ένας περιτετμημένος Ιουδαίος, και, ως Ρωμαίος εκατόνταρχος, δεν διεξήγε θεοκρατικό πόλεμο όπως ο Ιησούς ο υιός του Ναυή και ο Δαβίδ ο φονεύς του γίγαντος Γολιάθ πολλούς αιώνες πρωτύτερα. (Ιησ. Ναυή 10:1-11:23· 1 Σαμ. 17:4-54· 2 Σαμ. 8:6-14) Αν ο Πέτρος είχε ειπεί στον Κορνήλιο να παραιτηθή, θα τον κατηγορούσαν ότι εμποδίζει το στρατιωτικό πρόγραμμα της έκτης κεφαλής του «θηρίου» και θα μπορούσε να θανατωθή γι’ αυτή την ενέργεια αντί να κηρύττη το άγγελμα του Θεού χωρίς συμβιβασμό ή διακοπή. Ομοίως, αν ο γραπτός λόγος του Θεού, ιδιαίτερα η λεγομένη Καινή Διαθήκη, που εγράφη από Χριστιανούς υπό έμπνευσιν, είχε απ’ ευθείας ειπεί στους αφιερωμένους Χριστιανούς τι ακριβώς θα έπρεπε να κάμουν αν αντιμετώπιζαν την πρόσκλησι στη στρατιωτική υπηρεσία για την έκτη και την εβδόμη κεφαλή του συμβολικού θηρίου, η Αγία Γραφή, χωρίς αμφιβολία, θα είχε απαγορευθή ή προγραφή σε κάθε χώρα υπό τον έλεγχον του «θηρίου», ιδιαίτερα για τις οδηγίες της όσον αφορά το στρατιωτικό ζήτημα.
30. Ποια βοήθεια, λοιπόν, δίδουν οι Άγιες Γραφές στους Χριστιανούς σ’ αυτό το ζήτημα, και ποιος πρέπει ν’ αναλάβη την ευθύνη μιας αποφάσεως;
30 Μέσα στη σοφία, λοιπόν, του Ιεχωβά Θεού, οι θεόπνευστες Άγιες Γραφές του απέχουν από το να δίδουν άμεση νουθεσία. Οι Γραφές του απλώς εκθέτουν τις θεοκρατικές αρχές που πρέπει να κυβερνούν τους Χριστιανούς και κατόπιν αφήνουν στους αφιερωμένους Χριστιανούς, όπως ο Κορνήλιος, να εφαρμόσουν σταθερά τις αρχές αυτές στην προσωπική τους περίπτωσι, υπό ιδίαν των ευθύνην, ώστε να διακρατήσουν ακεραιότητα απέναντι του Θεού. Εκτός από την εξήγησι του ποιες είναι οι αληθινές Γραφικές Χριστιανικές αρχές που περιέχονται στον λόγον του Θεού, κανείς Χριστιανός ως άτομον ή σώμα Χριστιανών δεν έχει τη θεία εντολή ή την ευθύνη να διδάξη άλλους Χριστιανούς απ’ ευθείας τι να πράξουν σ’ αυτό το ζήτημα. Ο καθένας πρέπει ν’ αποφασίση μόνος του τι θα πράξη.
[Υποσημειώσεις]
a Ή, Βαβυλωνιακή.