ΕΤΟΣ
Η κύρια εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «έτος» είναι η λέξη σανάχ, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «επαναλαμβάνω· ξανακάνω» και, όπως η αντίστοιχη λέξη ἐνιαυτός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, μεταδίδει την ιδέα ενός χρονικού κύκλου. Στη γη, η επανάληψη των εποχών αποτελεί το ορατό σημείο της ολοκλήρωσης των ετήσιων περιόδων. Οι εποχές, με τη σειρά τους, καθορίζονται από τις περιστροφές της γης γύρω από τον ήλιο. Κατά συνέπεια, ο Δημιουργός προμήθευσε τα μέσα για τη μέτρηση του χρόνου ανά έτη θέτοντας τη γη στην προσδιορισμένη τροχιά της, με τον άξονά της κεκλιμένο προς το επίπεδο της περιφοράς της γύρω από τον ήλιο. Οι τακτικές φάσεις της σελήνης αποτελούν επίσης έναν εύκολο τρόπο για την υποδιαίρεση του έτους σε μικρότερες περιόδους. Τα γεγονότα αυτά υποδηλώνονται από τις πρώτες κιόλας σελίδες του Γραφικού υπομνήματος.—Γε 1:14-16· 8:22.
Από την αρχή ακόμη, ο άνθρωπος χρησιμοποίησε αυτά τα θεόδοτα μέσα για τον προσδιορισμό του χρόνου, μετρώντας το χρόνο ανά έτη υποδιαιρούμενα σε μήνες. (Γε 5:1-32) Οι περισσότεροι αρχαίοι λαοί χρησιμοποιούσαν ένα έτος αποτελούμενο από 12 σεληνιακούς μήνες. Το κοινό σεληνιακό έτος έχει 354 ημέρες, οι δε μήνες του διαρκούν 29 ή 30 ημέρες, ανάλογα με την εμφάνιση κάθε νέας σελήνης. Επομένως, αυτό το έτος είναι κατά 11 1⁄4 ημέρες μικρότερο από το αληθές ηλιακό έτος που έχει διάρκεια 365 1⁄4 ημέρες (365 ημέρες 5 ώρες 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα).
Στην Εποχή του Νώε. Η πρώτη μνεία του τρόπου με τον οποίο υπολόγιζαν οι αρχαίοι τη διάρκεια ενός έτους ανάγεται στην εποχή του Νώε. Είναι προφανές ότι ο Νώε διαιρούσε το έτος σε 12 μήνες των 30 ημερών. Στα εδάφια Γένεση 7:11, 24 και 8:3-5 το «ημερολόγιο» που κρατούσε ο Νώε δείχνει ότι 150 ημέρες ισοδυναμούσαν με πέντε μήνες. Στην αφήγηση αυτή αναφέρονται άμεσα ο δεύτερος, ο έβδομος και ο δέκατος μήνας του έτους του Κατακλυσμού. Κατόπιν, μετά το δέκατο μήνα και την πρώτη του ημέρα, ακολουθεί μια περίοδος 40 ημερών και δύο περίοδοι των 7 ημερών η καθεμιά, δηλαδή συνολικά 54 ημέρες. (Γε 8:5-12) Μεσολαβεί επίσης ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα από τότε που ο Νώε έστειλε το κοράκι μέχρι τότε που έστειλε το περιστέρι για πρώτη φορά. (Γε 8:6-8) Παρόμοια, υποδηλώνεται άλλη μια απροσδιόριστη περίοδος μετά την τρίτη και τελευταία φορά που έστειλε το περιστέρι, όπως αναφέρει το εδάφιο Γένεση 8:12. Στο επόμενο εδάφιο αναφέρεται η πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα του επόμενου έτους. (Γε 8:13) Η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο Νώε ή οι προγενέστεροί του για να εναρμονίσουν το έτος που αποτελούνταν από μήνες των 30 ημερών με το ηλιακό έτος δεν αποκαλύπτεται.
Αίγυπτος και Βαβυλώνα. Στην αρχαία Αίγυπτο το έτος αποτελούνταν από 12 μήνες των 30 ημερών, ενώ προστίθεντο πέντε επιπλέον ημέρες ετησίως για να εναρμονιστεί το έτος με το ηλιακό έτος. Οι Βαβυλώνιοι, από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιούσαν το σεληνιακό έτος αλλά πρόσθεταν έναν 13ο μήνα, που ονομαζόταν Βεαδάρ, σε συγκεκριμένα έτη ώστε να συμπίπτουν οι εποχές με τους μήνες στους οποίους αντιστοιχούσαν φυσιολογικά. Ένα τέτοιο έτος ονομάζεται σεληνοηλιακό έτος, και προφανώς είναι άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο από το αληθές ηλιακό έτος, ανάλογα με το αν το σεληνιακό έτος έχει 12 ή 13 μήνες.
Ο Μετώνιος Κύκλος. Κάποια στιγμή αναπτύχθηκε το σύστημα της προσθήκης ενός εμβόλιμου, ή 13ου, μήνα εφτά φορές κάθε 19 έτη, οπότε το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν το ίδιο με 19 αληθή ηλιακά έτη. Ο κύκλος αυτός ονομάστηκε Μετώνιος από τον αρχαίο Έλληνα μαθηματικό Μέτωνα του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ.
Οι Εβραίοι. Η Αγία Γραφή δεν αναφέρει αν οι Εβραίοι εφάρμοσαν εξαρχής αυτό το σύστημα για να εναρμονίσουν το σεληνιακό έτος τους με το ηλιακό έτος. Το γεγονός ότι τα καταγραμμένα ονόματα των σεληνιακών μηνών τους συνδέονται με τις εποχές φανερώνει ότι όντως έκαναν κάποιου είδους εναρμόνιση. Δύο φορές το χρόνο το κέντρο του ήλιου τέμνει τον ισημερινό, και σε εκείνες τις περιπτώσεις η ημέρα και η νύχτα είναι παντού ίσης διάρκειας (περίπου 12 ώρες φως και 12 ώρες σκοτάδι). Αυτές οι δύο χρονικές στιγμές ονομάζονται εαρινή, ή αλλιώς ανοιξιάτικη, ισημερία και φθινοπωρινή ισημερία. Λαβαίνουν χώρα γύρω στις 21 Μαρτίου και στις 23 Σεπτεμβρίου κάθε σύγχρονου ημερολογιακού έτους. Οι ισημερίες θα μπορούσαν λογικά να είναι το μέσο που τους επέτρεπε να παρατηρούν πότε οι σεληνιακοί μήνες προηγούνταν κατά πολύ από τις συναφείς εποχές, άρα και ο οδηγός για το πότε έπρεπε να κάνουν την αναγκαία προσαρμογή προσθέτοντας έναν εμβόλιμο μήνα.
Στην αρχαιότητα τα έτη άρχιζαν και τελείωναν το φθινόπωρο, ενώ ο πρώτος μήνας ξεκινούσε γύρω στα μέσα του σημερινού Σεπτεμβρίου. Το γεγονός αυτό εναρμονίζεται με την Ιουδαϊκή παράδοση, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία του ανθρώπου έλαβε χώρα το φθινόπωρο. Εφόσον στην Αγία Γραφή καταγράφεται η ηλικία του Αδάμ σε έτη (Γε 5:3-5), είναι λογικό να ξεκίνησε ο υπολογισμός της τον καιρό της δημιουργίας του, και αν αυτό συνέβη πράγματι το φθινόπωρο, τότε μπορεί να εξηγηθεί σε κάποιον βαθμό η αρχαία συνήθεια να αρχίζουν το νέο έτος τη συγκεκριμένη εποχή. Επιπλέον, όμως, ένα τέτοιο έτος θα ταίριαζε πολύ με την αγροτική ζωή των ανθρώπων, ειδικά σε εκείνο το μέρος της γης όπου ήταν συγκεντρωμένοι και οι προκατακλυσμιαίοι και οι πρώτοι μετακατακλυσμιαίοι λαοί. Το έτος ολοκληρωνόταν με την τελική περίοδο του θερισμού και άρχιζε με το όργωμα και τη σπορά γύρω στις αρχές του δικού μας Οκτωβρίου.
Θρησκευτικό και πολιτικό έτος. Ο Θεός άλλαξε την αρχή του έτους για το έθνος του Ισραήλ τον καιρό της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, ορίζοντας ότι το έτος θα έπρεπε να αρχίζει με το μήνα Αβίβ, ή αλλιώς Νισάν, την άνοιξη. (Εξ 12:1-14· 23:15) Ωστόσο, το φθινόπωρο κάθε χρονιάς εξακολούθησε να σηματοδοτεί την αρχή του πολιτικού ή γεωργικού έτους τους. Έτσι λοιπόν, στο εδάφιο Έξοδος 23:16 η Γιορτή της Συγκομιδής, η οποία λάβαινε χώρα το φθινόπωρο κατά το μήνα Εθανίμ—τον έβδομο μήνα του θρησκευτικού ημερολογίου—αναφέρεται ότι τηρούνταν “όταν έβγαινε ο χρόνος”, και στο εδάφιο Έξοδος 34:22 λέγεται ότι τηρούνταν «στην αλλαγή του έτους». Παρόμοια, οι διατάξεις σχετικά με τα Ιωβηλαία έτη δείχνουν ότι αυτά άρχιζαν το φθινοπωρινό μήνα Εθανίμ.—Λευ 25:8-18.
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος (του πρώτου αιώνα Κ.Χ.) λέει ότι το θρησκευτικό έτος (που άρχιζε την άνοιξη) χρησιμοποιούνταν σε σχέση με τις θρησκευτικές γιορτές αλλά ότι το αρχικό πολιτικό έτος (που άρχιζε το φθινόπωρο) εξακολούθησε να χρησιμοποιείται σε σχέση με τις αγοραπωλησίες και άλλες καθημερινές υποθέσεις. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Α΄, 81 [iii, 3]) Αυτό το διπλό σύστημα θρησκευτικού και πολιτικού έτους γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, μετά την απελευθέρωση των Ιουδαίων από τη Βαβυλώνα. Η πρώτη ημέρα του Νισάν, ή Αβίβ, σηματοδοτούσε την αρχή του θρησκευτικού έτους, ενώ η πρώτη ημέρα του Τισρί, ή Εθανίμ, σηματοδοτούσε την αρχή του πολιτικού έτους. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μήνας που ήταν ο πρώτος στο ένα ημερολόγιο γινόταν ο έβδομος στο άλλο.—Βλέπε ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ.
Ημερολόγιο συνδεδεμένο με γιορτές. Τα ορόσημα κάθε έτους ήταν οι τρεις μεγάλες εορταστικές περίοδοι τις οποίες είχε ορίσει ο Ιεχωβά Θεός: το Πάσχα (μετά το οποίο ακολουθούσε η Γιορτή των Άζυμων Άρτων) στις 14 Νισάν, η Γιορτή των Εβδομάδων, ή Πεντηκοστή, στις 6 Σιβάν και η Γιορτή της Συγκομιδής (μετά την Ημέρα της Εξιλέωσης) στις 15-21 Εθανίμ. Η Γιορτή των Άζυμων Άρτων συνέπιπτε με το θερισμό του κριθαριού, η Πεντηκοστή συνέπιπτε με το θερισμό του σιταριού και η Γιορτή της Συγκομιδής συνέπιπτε με τη γενική συγκομιδή στο τέλος του γεωργικού έτους.
Τα σαββατιαία και τα Ιωβηλαία έτη. Υπό τη διαθήκη του Νόμου κάθε έβδομο έτος ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης για τη γη, σαββατιαίο έτος. Η περίοδος ή εβδομάδα εφτά ετών ονομαζόταν “σάββατο ετών”. (Λευ 25:2-8) Κάθε 50ό έτος ήταν Ιωβηλαίο έτος ανάπαυσης, κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι οι Εβραίοι δούλοι απελευθερώνονταν και όλες οι κληρονομικές ιδιοκτησίες γης επιστρέφονταν στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους.—Λευ 25:10-41· βλέπε ΣΑΒΒΑΤΙΑΙΟ ΕΤΟΣ.
Μέθοδος υπολογισμού της διακυβέρνησης των βασιλιάδων. Στα ιστορικά αρχεία της Βαβυλώνας, η πρακτική που ακολουθούνταν συνήθως ήταν να υπολογίζουν τα βασιλικά έτη ενός βασιλιά ως πλήρη έτη αρχίζοντας από την 1η Νισάν. Οι μήνες κατά τους οποίους ο βασιλιάς πιθανόν να είχε ήδη αρχίσει να βασιλεύει πριν από την 1η Νισάν θεωρούνταν ότι αποτελούσαν το έτος της ανάρρησής του, αλλά πιστώνονταν ιστορικά, δηλαδή αποδίδονταν, στα πλήρη βασιλικά έτη του προκατόχου του. Αν, όπως υποδηλώνει η Ιουδαϊκή παράδοση, το σύστημα αυτό ακολουθούνταν στον Ιούδα, τότε, όταν η Αγία Γραφή αναφέρει ότι οι βασιλιάδες Δαβίδ και Σολομών βασίλεψαν ο καθένας «σαράντα χρόνια», οι βασιλείες αυτές καλύπτουν πλήρεις περιόδους 40 ετών.—1Βα 1:39· 2:1, 10, 11· 11:42.
Στις Προφητείες. Στις προφητείες η λέξη «έτος» χρησιμοποιείται συχνά με ειδική έννοια ως το ισοδύναμο 360 ημερών (12 μήνες των 30 ημερών). (Απ 11:2, 3) Ονομάζεται επίσης “καιρός”, και μερικές φορές μία «ημέρα» συμβολίζει ένα έτος.—Απ 12:6, 14· Ιεζ 4:5, 6.