Πόσο Ακριβές Είναι το Ιουδαϊκό Ημερολόγιο;
ΣΥΜΦΩΝΑ με το Ιουδαϊκό ημερολόγιο, η Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 1993 ήταν η εορταστική ημέρα για το Ρος Χασανά. Σύμφωνα με την παράδοση, το σοφάρ, δηλαδή η σάλπιγγα από κέρατο κριού, ήχησε τότε για να διακηρύξει τον ερχομό του νέου έτους. Αυτό το έτος είναι το 5754 (Ιουδαϊκό ημερολόγιο) και διαρκεί από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου 1994.
Ευθύς αμέσως, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια διαφορά 3.760 ετών ανάμεσα στην Ιουδαϊκή μέτρηση του χρόνου και στο Δυτικό, ή Γρηγοριανό, ημερολόγιο το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως τώρα. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά; Επίσης, πόσο ακριβές είναι το Ιουδαϊκό ημερολόγιο;
Προσδιορισμός του Σημείου Έναρξης
Κάθε σύστημα μέτρησης του χρόνου πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο σημείο έναρξης ή αναφοράς. Για παράδειγμα, ο Χριστιανικός κόσμος μετρά το χρόνο από το έτος στο οποίο θεωρείται ότι γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός. Οι ημερομηνίες από τότε και έπειτα αναφέρεται ότι βρίσκονται στη Χριστιανική εποχή. Συνήθως ορίζονται με τη συντομογραφία μ.Χ., δηλαδή «μετά Χριστόν», κάτι ανάλογο του λατινικού άνο ντόμινι (anno Domini [A.D.]) που σημαίνει «στο έτος του Κυρίου». Οι ημερομηνίες πριν από αυτή την περίοδο σημειώνονται με π.Χ., «προ Χριστού».a Παρόμοια οι Κινέζοι που ακολουθούν την παράδοση μετρούν το χρόνο από το έτος 2698 Π.Κ.Χ., με την έναρξη της βασιλείας του μυθικού Χουάνγκ-Τι, του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Επομένως, η ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1994 σημείωσε την έναρξη του κινεζικού σεληνιακού έτους 4692. Τι θα πούμε, όμως, για το Ιουδαϊκό ημερολόγιο;
Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια (The Jewish Encyclopedia) δηλώνει: «Η παρούσα μέθοδος την οποία συνήθως χρησιμοποιούν οι Εβραίοι για να καταγράφουν την ημερομηνία ενός γεγονότος είναι το να δηλώνουν τον αριθμό των ετών που έχουν περάσει από τη δημιουργία του κόσμου». Αυτό το σύστημα, που είναι γνωστό ανάμεσα στους Εβραίους ως η Εποχή της Δημιουργίας, έφτασε στο σημείο να χρησιμοποιείται ευρέως περίπου τον ένατο αιώνα Κ.Χ. Γι’ αυτό, στις ημερομηνίες του Ιουδαϊκού ημερολογίου συνήθως προτάσσεται ο προσδιορισμός Α.Μ. Αυτό αντιστοιχεί στην έκφραση άνο μούντι (anno mundi), η οποία είναι μια συντομευμένη μορφή της έκφρασης αμπ κρεατιόνε μούντι (ab creatione mundi), που σημαίνει «από τη δημιουργία του κόσμου». Εφόσον το τρέχον έτος είναι το Α.Μ. 5754, σύμφωνα με αυτό το σύστημα μέτρησης του χρόνου, η «δημιουργία του κόσμου» θεωρείται ότι έλαβε χώρα πριν από 5.753 χρόνια. Ας δούμε πώς καθορίζεται αυτό.
«Εποχή της Δημιουργίας»
Η Ενκικλοπέντια Τζουντάικα (Encyclopaedia Judaica, 1971) δίνει την παρακάτω εξήγηση: «Σύμφωνα με διάφορους ραβινικούς υπολογισμούς η ‘Εποχή της Δημιουργίας’ άρχισε το φθινόπωρο ενός από τα έτη που μεσολάβησαν από το 3762 ως το 3758 Π.Κ.Χ. Από το 12ο αιώνα Κ.Χ., όμως, έγινε αποδεκτό ότι η ‘Εποχή της Δημιουργίας’ άρχισε το 3761 Π.Κ.Χ. (για να ακριβολογούμε, στις 7 Οκτ. εκείνου του έτους). Αυτός ο υπολογισμός βασίζεται σε συγχρονισμούς μεταξύ χρονολογικών στοιχείων που διατυπώνονται στην Αγία Γραφή και υπολογισμών που βρίσκονται σε αρχαία μεταβιβλικά Ιουδαϊκά συγγράμματα».
Το σύστημα της χρονολόγησης από «τη δημιουργία του κόσμου» ουσιαστικά βασίζεται σε ραβινικές ερμηνείες του Βιβλικού υπομνήματος. Λόγω της πεποίθησης που έχουν ότι ο κόσμος και το καθετί σε αυτόν δημιουργήθηκε σε έξι κατά γράμμα 24ωρες ημέρες, ραβίνοι λόγιοι, καθώς και λόγιοι του Χριστιανικού κόσμου, θεωρούν ότι η δημιουργία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, έλαβε χώρα το ίδιο έτος με το έτος της δημιουργίας του κόσμου. Εντούτοις, αυτό κάθε άλλο παρά ακριβές είναι.
Το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης αρχίζει με την εξής δήλωση: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Κατόπιν συνεχίζει περιγράφοντας τα όσα έκανε ο Θεός σε έξι διαδοχικές «ημέρες» προκειμένου να μετατρέψει τη γη από μια ‘άμορφη και έρημη’ κατάσταση σε μια κατάλληλη κατοικία για τους ανθρώπους. (Γένεσις 1:1, 2) Εκατομμύρια χρόνια μπορεί να παρεμβλήθηκαν ανάμεσα σε αυτά τα δυο στάδια. Επιπλέον, οι δημιουργικές ημέρες δεν ήταν 24ωρες περίοδοι, σαν να περιορίζονταν οι δραστηριότητες του Δημιουργού από τέτοια όρια. Το γεγονός ότι μια «ημέρα» σε αυτά τα συμφραζόμενα μπορεί να διαρκεί περισσότερο από 24 ώρες καταδεικνύεται από το εδάφιο Γένεσις 2:4, το οποίο αναφέρεται σε όλες τις δημιουργικές περιόδους ως μία ‘ημέρα’. Πολλές χιλιάδες χρόνια πέρασαν από την πρώτη δημιουργική ημέρα μέχρι την έκτη, οπότε δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Το να τοποθετεί κάποιος χρονικά τη δημιουργία του Αδάμ στον ίδιο καιρό με εκείνον της δημιουργίας των υλικών ουρανών και της γης δεν είναι ούτε Γραφικό ούτε επιστημονικό. Ωστόσο, πώς καθορίστηκε το ότι η «Εποχή της Δημιουργίας» άρχισε το 3761 Π.Κ.Χ.;
Η Βάση για τη Χρονολόγηση
Δυστυχώς, τα περισσότερα Ιουδαϊκά συγγράμματα στα οποία βασίστηκαν οι υπολογισμοί τούς οποίους εξετάζουμε δεν υπάρχουν πια. Αυτό που μένει είναι ένα έργο περί χρονολόγησης το οποίο αρχικά ονομαζόταν Σέντερ Ολάμ (Seder ʽOlam, [Τάξη του Κόσμου]). Το σύγγραμμα αυτό αποδίδεται στο λόγιο του Ταλμούδ Γιόζε μπεν Χαλαφτά, ο οποίος έζησε το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Αυτό το έργο (το οποίο αργότερα ονομάστηκε Σέντερ Ολάμ Ραμπά [Seder ʽOlam Rabbah] για να ξεχωρίζει από το μεσαιωνικό χρονικό με τίτλο Σέντερ Ολάμ Ζουτά [Seder ʽOlam Zuṭa]) παρέχει μια χρονολογική ιστορία από τον Αδάμ μέχρι την Ιουδαϊκή εξέγερση εναντίον της Ρώμης υπό τον ψευδομεσσία Μπαρ Κόκμπα, η οποία έλαβε χώρα το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Πώς απέκτησε ο συγγραφέας αυτές τις πληροφορίες;
Ενώ ο Γιόζε μπεν Χαλαφτά προσπάθησε να ακολουθήσει την αφήγηση της Αγίας Γραφής, πρόσθεσε τις δικές του ερμηνείες όπου το κείμενο δεν ήταν κατηγορηματικό όσον αφορά τις ημερομηνίες που περιλαμβάνονταν. «Σε πολλές περιπτώσεις, . . . έδωσε τις ημερομηνίες σύμφωνα με την παράδοση, και εκτός αυτού παρενέβαλε τα λόγια και τα χαλακότ [παραδόσεις] προγενέστερων ραβίνων, καθώς και συγχρόνων του», λέει Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια. Άλλοι είναι λιγότερο ευγενικοί στις εκτιμήσεις τους. Το Βιβλίο της Ιουδαϊκής Γνώσης (The Book of Jewish Knowledge) υποστηρίζει: «Αυτός μέτρησε από την Εποχή της Δημιουργίας και, ανάλογα, όρισε φανταστικές ημερομηνίες για διάφορα Ιουδαϊκά γεγονότα τα οποία θεωρούνταν ότι είχαν λάβει χώρα από τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, μέχρι τον Μέγα Αλέξανδρο». Αλλά πώς ακριβώς επηρέασαν την ακρίβεια και την αυθεντικότητα της Ιουδαϊκής χρονολόγησης αυτές οι ερμηνείες και οι παρεμβολές; Ας δούμε.
Παραδόσεις και Ερμηνείες
Σύμφωνα με τη ραβινική παράδοση, ο Γιόζε μπεν Χαλαφτά υπολόγισε ότι ο δεύτερος ναός της Ιερουσαλήμ διήρκεσε συνολικά 420 χρόνια. Αυτό βασίστηκε στη ραβινική ερμηνεία της προφητείας του Δανιήλ σχετικά με τις «εβδομήκοντα εβδομάδες», που είναι 490 χρόνια. (Δανιήλ 9:24) Αυτή η περίοδος χρόνου εφαρμόστηκε στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της καταστροφής του πρώτου ναού και της ερήμωσης του δεύτερου. Λαβαίνοντας υπόψη τα 70 χρόνια της εξορίας στη Βαβυλώνα, ο Γιόζε μπεν Χαλαφτά έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος ναός διήρκεσε 420 χρόνια.
Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία σκοντάφτει σε ένα σοβαρό πρόβλημα. Τόσο το έτος της πτώσης της Βαβυλώνας (539 Π.Κ.Χ.) όσο και εκείνο της καταστροφής του δεύτερου ναού (70 Κ.Χ.) αποτελούν γνωστές ιστορικές ημερομηνίες. Επομένως, η περίοδος για το δεύτερο ναό θα έπρεπε να είναι 606 χρόνια και όχι 420 χρόνια. Ορίζοντας μόνο 420 χρόνια για αυτή την περίοδο, η Ιουδαϊκή χρονολόγηση πέφτει έξω κατά 186 χρόνια.
Η προφητεία του Δανιήλ δεν αφορά το πόσο διάστημα θα παρέμενε ο ναός της Ιερουσαλήμ. Απεναντίας, προείπε τον καιρό κατά τον οποίο θα εμφανιζόταν ο Μεσσίας. Η προφητεία δείχνει ξεκάθαρα ότι «από της εξελεύσεως της προσταγής τού να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ έως του Χριστού του ηγουμένου [θα υπήρχαν] εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο». (Δανιήλ 9:25, 26) Ενώ τα θεμέλια του ναού τέθηκαν το δεύτερο έτος της επιστροφής των Ιουδαίων από την εξορία (536 Π.Κ.Χ.), ‘η εξέλευση της προσταγής’ να ανοικοδομηθεί η πόλη της Ιερουσαλήμ δεν έλαβε χώρα παρά μόνο ‘το εικοστό έτος του Αρταξέρξη του βασιλιά’. (Νεεμίας 2:1-8) Ακριβής κοσμική ιστορία αποδεικνύει ότι το 455 Π.Κ.Χ. ήταν εκείνο το έτος. Μετρώντας προς τα εμπρός 69 «εβδομάδες», δηλαδή 483 χρόνια, ερχόμαστε στο 29 Κ.Χ. Αυτός ήταν ο καιρός της εμφάνισης του Μεσσία, κατά το βάφτισμα του Ιησού.b
Ένα άλλο σημείο της ραβινικής ερμηνείας το οποίο οδήγησε στο να δημιουργηθεί μια μεγάλη διαφορά στην Ιουδαϊκή χρονολόγηση αφορά τον καιρό της γέννησης του Αβραάμ. Οι ραβίνοι πρόσθεσαν τα έτη των διαδοχικών γενεών που καταγράφονται στα εδάφια Γένεσις 11:10-26 και όρισαν 292 χρόνια για την περίοδο που μεσολάβησε από τον Κατακλυσμό μέχρι τη γέννηση του Αβραάμ (Άβραμ). Ωστόσο, το πρόβλημα έγκειται στη ραβινική ερμηνεία του εδαφίου 26, το οποίο λέει: «Έζησεν ο Θάρα εβδομήκοντα έτη, και εγέννησε τον Άβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν». Από αυτό, η Ιουδαϊκή παράδοση συμπεραίνει ότι ο Θάρα ήταν 70 χρονών όταν γεννήθηκε ο Αβραάμ. Εντούτοις, το εδάφιο δεν λέει συγκεκριμένα ότι ο Θάρα γέννησε τον Αβραάμ σε ηλικία 70 χρονών. Απεναντίας, απλώς λέει ότι γέννησε τρεις γιους αφού έγινε 70 χρονών.
Για να βρούμε τη σωστή ηλικία του Θάρα κατά τη γέννηση του Αβραάμ, το μόνο που χρειάζεται είναι να συνεχίσουμε την ανάγνωση της Βιβλικής αφήγησης. Από τα εδάφια Γένεσις 11:32–12:4, μαθαίνουμε ότι, μετά το θάνατο του Θάρα σε ηλικία 205 χρονών, ο Αβραάμ και η οικογένειά του άφησαν τη Χαράν σύμφωνα με εντολή του Ιεχωβά. Τότε ο Αβραάμ ήταν 75 χρονών. Επομένως, ο Αβραάμ πρέπει να είχε γεννηθεί όταν ο Θάρα ήταν 130 χρονών, και όχι όταν ήταν 70 χρονών. Συνεπώς, η περίοδος από τον Κατακλυσμό μέχρι τη γέννηση του Αβραάμ ήταν 352 χρόνια, αντί για 292 χρόνια. Εδώ η Ιουδαϊκή χρονολόγηση σφάλλει κατά 60 χρόνια.
Ένα Θρησκευτικό Κατάλοιπο
Τέτοια σφάλματα και αντιφάσεις στο Σέντερ Ολάμ Ραμπά και σε άλλα Ταλμουδικά έργα περί χρονολόγησης έχουν προκαλέσει πολλή αμηχανία και αρκετή συζήτηση ανάμεσα σε Εβραίους λογίους. Αν και έχουν γίνει πολλές απόπειρες για να συμβιβαστεί αυτή η χρονολόγηση με γνωστά ιστορικά γεγονότα, αυτές δεν ήταν ολοκληρωτικά επιτυχείς. Γιατί όχι; «Το ενδιαφέρον τους δεν ήταν τόσο ακαδημαϊκό όσο θρησκευτικό», παρατηρεί η Ενκικλοπέντια Τζουντάικα. «Η παράδοση έπρεπε να υποστηριχτεί με κάθε θυσία, ιδιαίτερα ενόψει της ύπαρξης διαφωνούντων αιρετικών». Αντί να εξαλείψουν τη σύγχυση που προκαλείται από τις παραδόσεις τους, μερικοί Εβραίοι λόγιοι προσπάθησαν να δυσφημήσουν τις Βιβλικές αφηγήσεις. Άλλοι προσπάθησαν να βρουν υποστήριξη από Βαβυλωνιακούς, Αιγυπτιακούς και Ινδουιστικούς μύθους και παραδόσεις.
Κατά συνέπεια, οι ιστορικοί δεν θεωρούν πια την «Εποχή της Δημιουργίας» σοβαρό σημείο αναφοράς σε σχέση με τη χρονολόγηση. Λίγοι Εβραίοι λόγιοι θα προσπαθούσαν να την υπερασπιστούν, και ακόμη και έγκυρα συγγράμματα, όπως είναι Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια και η Ενκικλοπέντια Τζουντάικα, παίρνουν γενικά αρνητική θέση απέναντί της. Επομένως, η παραδοσιακή Ιουδαϊκή μέθοδος μέτρησης του χρόνου από τη δημιουργία του κόσμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβής από την άποψη της Βιβλικής χρονολόγησης, του εκτυλισσόμενου προφητικού χρονοδιαγράμματος του Ιεχωβά Θεού.
[Υποσημειώσεις]
a Τόσο οι Βιβλικές όσο και οι ιστορικές αποδείξεις καταδεικνύουν ότι η γέννηση του Ιησού Χριστού έλαβε χώρα το έτος 2 π.Χ. Για λόγους ακρίβειας, λοιπόν, πολλοί προτιμούν να χρησιμοποιούν τους προσδιορισμούς Κ.Χ. (Της Κοινής μας Χρονολογίας) και Π.Κ.Χ. (Πριν από την Κοινή μας Χρονολογία), και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι ημερομηνίες στα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά.
b Για λεπτομέρειες, βλέπε Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 2, σελίδες 614-616, 900-902 (στην αγγλική), καθώς και το βιβλίο ‘Όλη η Γραφή Είναι Θεόπνευστη και Ωφέλιμη’, Μελέτη Αριθμός 3, παράγραφος 18, τα οποία είναι έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά· επίσης Σκοπιά 1 Οκτωβρίου 1992, σελίδα 11, παράγραφοι 8-11.