ΕΛΑΜ
(Ελάμ).
1. Ένας από τους πέντε γιους του Σημ από τους οποίους κατάγονταν “οικογένειες, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στις χώρες τους, σύμφωνα με τα έθνη τους”. (Γε 10:22, 31· 1Χρ 1:17) Τα ονόματα των γιων του Ελάμ δεν αναφέρονται, αλλά το όνομα του ίδιου προσδιορίζει τόσο έναν λαό όσο και μια περιοχή στο νοτιοανατολικό σύνορο της Μεσοποταμίας.
Ιστορικά, το όνομα Ελάμ αναφερόταν σε μια περιοχή του σημερινού Χουζεστάν στο νοτιοδυτικό Ιράν. Περιλάμβανε την εύφορη πεδιάδα που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κάτω Κοιλάδας του Τίγρη, η οποία ποτιζόταν από τους ποταμούς Καρούν και Καρχέχ, και προφανώς εκτεινόταν στις ορεινές περιοχές που περιέβαλλαν αυτή την πεδιάδα Β και Α, παρότι αυτά τα δύο σύνορα είναι εκείνα για τα οποία είμαστε λιγότερο βέβαιοι. Σε αυτές τις ορεινές περιοχές πιστεύεται ότι βρισκόταν μια περιοχή με το όνομα Ανσάν, η οποία σύμφωνα με επιγραφές αποτελούσε από πολύ παλιά τμήμα του Ελάμ. Το Ελάμ, λοιπόν, το οποίο βρισκόταν στο έσχατο ανατολικό άκρο της Εύφορης Ημισελήνου, κατείχε κατά κάποιον τρόπο μεθόρια θέση, δεδομένου ότι ήταν μια από τις περιοχές όπου ο σημιτικός πληθυσμός, που σε γενικές γραμμές ήταν ο επικρατέστερος τοπικά, συγκρουόταν ή αναμειγνυόταν με φυλές που κατάγονταν από άλλους γιους του Νώε, πρωτίστως της ιαφεθιτικής γραμμής.
Οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι ονόμαζαν τη γη του Ελάμ ελαμτού, ενώ οι Έλληνες κλασικοί συγγραφείς την ονόμαζαν Ελυμαΐδα και σε κάποιες περιπτώσεις «Σουσιανή»—όνομα προερχόμενο από την πόλη Σούσα η οποία κάποτε ήταν προφανώς η πρωτεύουσα του Ελάμ. Υπό την Περσική Αυτοκρατορία, τα Σούσα ήταν βασιλική πόλη (Νε 1:1· Εσθ 1:2), η οποία βρισκόταν επί των εμπορικών οδών που οδηγούσαν προς τα ΝΑ αλλά και βόρεια, προς το ιρανικό υψίπεδο. Η προσπάθεια για την απόκτηση του ελέγχου αυτών των οδών έκανε το Ελάμ αντικείμενο συχνών εισβολών από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους ηγεμόνες.
Γλώσσα. Αναφερόμενα στο Ελάμ, τα εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα υποστηρίζουν γενικά ότι ο συγγραφέας της Γένεσης καταχώρισε τον Ελάμ υπό τον Σημ μόνο από πολιτική ή γεωγραφική άποψη εφόσον, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ο λαός του Ελάμ δεν ήταν σημιτικός. Την άποψη αυτή τη βασίζουν στον ισχυρισμό ότι η γλώσσα των Ελαμιτών δεν ήταν σημιτική. Ωστόσο, η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι αρχαιότερες επιγραφές που βρέθηκαν στη γεωγραφική ζώνη η οποία προσδιορίζεται ως Ελάμ «δεν είναι παρά κατάλογοι αντικειμένων που απεικονίζονται γραφικά πάνω σε πήλινες πινακίδες, ενώ δίπλα στο κάθε αντικείμενο αναγράφεται ο αριθμός των αντικειμένων ο οποίος και υποδηλώνεται από ένα απλό σύστημα αρίθμησης με γραμμές, κύκλους και ημικύκλια . . . Τα περιεχόμενά τους τη συγκεκριμένη αυτή εποχή είναι καθαρά οικονομικού ή διοικητικού χαρακτήρα». (Σημιτική Γραφή [Semitic Writing], του Τζ. Ρ. Ντράιβερ, Λονδίνο, 1976, σ. 2, 3) Αυτές οι επιγραφές θα μπορούσαν λογικά να χαρακτηριστούν «ελαμιτικές» μόνο με την έννοια ότι βρέθηκαν στην περιοχή του Ελάμ.
Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα όσων αντιτίθενται στην καταχώριση του Ελάμ μαζί με τους σημιτικούς λαούς βασίζονται κυρίως σε μεταγενέστερες επιγραφές σφηνοειδούς γραφής χρονολογούμενες από μια αρκετά προχωρημένη περίοδο της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ., καθώς και στο μνημείο της Μπεχιστούν (του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ.) το οποίο περιέχει παράλληλα κείμενα στην αρχαία περσική, στην ακκαδική και στην «ελαμιτική». Οι σφηνοειδείς επιγραφές που αποδίδονται στους Ελαμίτες λέγεται ότι είναι γραμμένες σε «συγκολλητική» γλώσσα (τύπος γλώσσας στην οποία ρίζες των λέξεων συνενώνονται για το σχηματισμό σύνθετων λέξεων—ένα χαρακτηριστικό που τη διαχωρίζει από τις κλιτές γλώσσες). Οι φιλόλογοι δεν έχουν κατορθώσει να συνδέσουν αυτή την «ελαμιτική» γλώσσα με κάποια άλλη γνωστή γλώσσα.
Καθώς αξιολογούμε τις παραπάνω πληροφορίες, πρέπει να θυμόμαστε ότι η γεωγραφική ζώνη στην οποία συγκεντρώθηκαν με την πάροδο του χρόνου οι απόγονοι του Ελάμ μπορεί κάλλιστα να κατοικούνταν από άλλους λαούς πριν από την εγκατάσταση των Ελαμιτών εκεί ή ακόμη και παράλληλα με αυτούς, όπως ακριβώς οι αρχαίοι μη σημιτικής καταγωγής Σουμέριοι κατοικούσαν στη Βαβυλωνία. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ([Encyclopædia Britannica], 1959, Τόμ. 8, σ. 118) δηλώνει: «Ολόκληρη η χώρα [που ονομάζεται Ελάμ] κατοικούνταν από διάφορες φυλές, οι οποίες ως επί το πλείστον μιλούσαν συγκολλητικές διαλέκτους, αν και οι δυτικές περιφέρειες κατοικούνταν από Σημίτες».—Τα πλάγια γράμματα δικά μας· ΧΑΡΤΗΣ και ΠΙΝΑΚΑΣ, Τόμ. 1, σ. 329.
Το γεγονός ότι οι επιγραφές σφηνοειδούς γραφής που βρέθηκαν στην περιοχή του Ελάμ δεν αποδεικνύουν από μόνες τους ότι οι πραγματικοί Ελαμίτες αρχικά ήταν μη σημιτικής καταγωγής μπορεί να φανεί από πολλά αρχαία ιστορικά παραδείγματα που μπορούμε να παραθέσουμε σχετικά με λαούς οι οποίοι είχαν υιοθετήσει διαφορετική γλώσσα από τη δική τους εξαιτίας της επικράτησης ή της διείσδυσης ξένων στοιχείων. Παρόμοια, υπάρχουν παραδείγματα αρχαίων λαών που, εκτός από τη δική τους γλώσσα, χρησιμοποιούσαν συγχρόνως και μια άλλη γλώσσα για τις εμπορικές συναλλαγές και τις διεθνείς επαφές τους, κάτι που συνέβη και με την αραμαϊκή, η οποία έγινε η διεθνής γλώσσα συναλλαγών για πολλούς λαούς. Οι «Χετταίοι» του Καράτεπε έγραψαν δίγλωσσες επιγραφές (προφανώς τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ.) στη «χετταϊκή» ιερογλυφική γραφή και στην αρχαία φοινικική. Περίπου 30.000 πήλινες πινακίδες από την εποχή του Πέρση Βασιλιά Δαρείου Α΄ βρέθηκαν στην Περσέπολη, βασιλική πόλη των Περσών. Ήταν γραμμένες κυρίως στην επονομαζόμενη «ελαμιτική» γλώσσα. Ωστόσο, η Περσέπολη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαμιτική πόλη.
Ένα περαιτέρω στοιχείο που δείχνει ότι είναι άσοφο να θεωρήσουμε τον πίνακα των εθνών που παρουσιάζεται στο 10ο κεφάλαιο της Γένεσης καθαρά γεωγραφικό και όχι γενεαλογικό είναι η μορφή κάποιων γλυπτών που λαξεύτηκαν για Ελαμίτες βασιλιάδες και τα οποία οι αρχαιολόγοι ανάγουν σε πολύ αρχαία εποχή, την εποχή του Σαργών Α΄ (τη διακυβέρνηση του οποίου τοποθετούν στο δεύτερο ήμισυ της τρίτης χιλιετίας). Αυτά τα γλυπτά όχι μόνο απεικονίζουν χαρακτηριστικές ακκαδικές (σημιτικές ασσυροβαβυλωνιακές) μορφές αλλά φέρουν και ακκαδικές επιγραφές.—Το Εικονογραφημένο Λεξικό της Βίβλου (The Illustrated Bible Dictionary), επιμέλεια Τζ. Ντ. Ντάγκλας, 1980, Τόμ. 1, σ. 433.
Ιστορία. Η πρώτη μνεία του Ελάμ ως χώρας ή έθνους στην Αγία Γραφή αφορά την εποχή του Αβραάμ (2018-1843 Π.Κ.Χ.), όταν ο Χοδολλογομόρ, ο “βασιλιάς του Ελάμ”, μαζί με άλλους συμμάχους του βασιλιάδες προέλασε εναντίον ενός χαναανιτικού συνασπισμού βασιλιάδων στην περιοχή της Νεκράς Θαλάσσης. (Γε 14:1-3) Ο Χοδολλογομόρ παρουσιάζεται ως ο ηγέτης αυτής της συμμαχίας και ως επικυρίαρχος των Χαναναίων βασιλιάδων, τους οποίους και τιμώρησε στη συγκεκριμένη περίπτωση. (Γε 14:4-17) Μια τέτοια εκστρατεία, η οποία απαιτούσε ταξίδι πιθανώς 3.200 χλμ. μετ’ επιστροφής, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για τους βασιλιάδες της Μεσοποταμίας ακόμη και εκείνη την αρχαία εποχή. Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. υπήρξε μια τέτοια περίοδος ελαμιτικής κυριαρχίας στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Ένας Ελαμίτης αξιωματούχος ονόματι Κουδούρ-Μαβούκ ο οποίος κατέλαβε την εξέχουσα πόλη Λάρσα (κατά μήκος του Ευφράτη βόρεια της Ουρ) κατέστησε βασιλιά εκεί το γιο του τον Γαράντ-Σιν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τόσο το όνομα του Γαράντ-Σιν όσο και το όνομα του Ριμ-Σιν (αδελφού του Γαράντ-Σιν που τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς) είναι σημιτικά, πράγμα που πιστοποιεί περαιτέρω την ύπαρξη του σημιτικού στοιχείου στο Ελάμ.
Αυτή η περίοδος ελαμιτικής κυριαρχίας στη Βαβυλωνία διαταράχτηκε και τερματίστηκε από τον Χαμουραμπί, και μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ. μπόρεσε το Ελάμ να κατακτήσει τη Βαβυλώνα και να επανεδραιώσει την κυριαρχία του εκεί για μια περίοδο μερικών αιώνων. Πιστεύεται ότι τότε, εκείνη την περίοδο, μεταφέρθηκε η στήλη με τον περίφημο Κώδικα του Χαμουραμπί από τη Βαβυλωνία στα Σούσα, όπου και την ανακάλυψαν οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι.
Το Ελάμ υποβιβάστηκε ξανά σε υποδεέστερη θέση από τον Ναβουχοδονόσορα Α΄ (όχι τον Ναβουχοδονόσορα που μερικούς αιώνες αργότερα κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ), αλλά συνέχισε να συμμετέχει συχνά στην πάλη για την εξουσία ανάμεσα στην Ασσυρία και στη Βαβυλώνα ώσπου τελικά οι Ασσύριοι αυτοκράτορες Σενναχειρείμ και Ασσουρμπανιπάλ (Ασεναφάρ) νίκησαν τις ελαμιτικές δυνάμεις και μετεγκατέστησαν μερικούς από τους Ελαμίτες στις πόλεις της Σαμάρειας. (Εσδ 4:8-10) Επίσης, Ισραηλίτες αιχμάλωτοι εξορίστηκαν στο Ελάμ. (Ησ 11:11) Επιγραφές των Ασσύριων αυτοκρατόρων περιγράφουν ζωηρά αυτή την καθυπόταξη του Ελάμ.
Μετά την πτώση της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας, το Ελάμ φαίνεται ότι περιήλθε υπό ιαφεθιτική (άρια) κυριαρχία. Οι Μήδοι και οι Πέρσες πιστεύεται ότι είχαν εξαπλωθεί στην περιοχή του ιρανικού υψιπέδου αρκετούς αιώνες νωρίτερα, και υπό τον Κυαξάρη οι Μήδοι πολέμησαν μαζί με τους Βαβυλωνίους για την κατάκτηση της ασσυριακής πρωτεύουσας, της Νινευή. Το εδάφιο Δανιήλ 8:2 φαίνεται να υποδεικνύει ότι ακολούθως το Ελάμ έγινε βαβυλωνιακή περιφέρεια. Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις που είχε για το Ελάμ η κατάρρευση της Ασσυρίας, οι Πέρσες προφανώς κατάφεραν να αποσπάσουν από το Ελάμ την περιοχή που λεγόταν Ανσάν, δεδομένου ότι οι Πέρσες ηγεμόνες Τεΐσπης, Κύρος Α΄, Καμβύσης και Κύρος Β΄ έφεραν όλοι τον τίτλο «Βασιλιάς του Ανσάν». Παρότι μερικοί θεωρούν ότι αυτή η κατάκτηση του Ανσάν αποτέλεσε εκπλήρωση της προφητείας του Ιερεμία για το Ελάμ (Ιερ 49:34-39), οι περισσότεροι λόγιοι τοποθετούν την κατάκτηση του Ανσάν από τον Τεΐσπη πολλά χρόνια πριν από την εξαγγελία αυτής της προφητείας, η οποία έγινε γύρω στο 617 Π.Κ.Χ.
Η προειδοποίηση του Ησαΐα στα εδάφια Ησαΐας 22:4-6 προέλεγε ότι Ελαμίτες τοξότες θα συμμετείχαν στην επίθεση εναντίον του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Αναφορικά με τους Ελαμίτες προφητεύτηκε επίσης ότι θα βοηθούσαν τη Μηδία στη λεηλασία της Βαβυλώνας (539 Π.Κ.Χ.). Εκείνον τον καιρό η Μηδία βρισκόταν υπό τη διακυβέρνηση του Πέρση Κύρου Β΄, «Βασιλιά του Ανσάν». (Ησ 21:2) Με αυτόν τον τρόπο, οι Ελαμίτες συνέβαλαν στην απελευθέρωση του Ισραήλ από την εξορία, αλλά λόγω του γεγονότος ότι σε διάφορες περιπτώσεις συνασπίστηκαν με εχθρούς του λαού του Θεού, στον κατάλληλο καιρό το Ελάμ μαζί με τα άλλα έθνη θα αναγκαζόταν να πιει από το ποτήρι της οργής του Θεού και να κατεβεί στον Σιεόλ.—Ιερ 25:17, 25-29· Ιεζ 32:24.
Την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., υπήρχαν και Ελαμίτες ανάμεσα στις χιλιάδες που άκουσαν από τους μαθητές το άγγελμα στη γλώσσα που μιλιόταν τότε στο Ελάμ. (Πρ 2:8, 9) Στο μεταξύ, όμως, σταμάτησαν να υπάρχουν ως έθνος και ως λαός, όπως είχε προλεχθεί στα εδάφια Ιερεμίας 49:34-39.
2. Λευίτης πυλωρός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ και γιος του Μεσελεμία από την οικογένεια των Κορεϊτών.—1Χρ 25:1· 26:1-3.
3. Γιος του Σασάκ και ένας από τους επικεφαλής της φυλής του Βενιαμίν.—1Χρ 8:24, 25, 28.
4. Προγεννήτορας μιας ισραηλιτικής οικογένειας της οποίας 1.254 απόγονοι επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα μαζί με τον Ζοροβάβελ. (Εσδ 2:1, 2, 7· Νε 7:12) Αργότερα μια άλλη ομάδα από 71 άρρενες αυτής της οικογένειας συνόδευσαν τον Έσδρα. (Εσδ 8:7) Μερικοί από τους απογόνους του ήταν ανάμεσα σε εκείνους που συμφώνησαν να αποβάλουν τις αλλοεθνείς συζύγους τους (Εσδ 10:19, 26) και κάποιος εκπρόσωπος της οικογένειας υπέγραψε τη διαθήκη που έγινε στην εποχή του Νεεμία.—Νε 10:1, 14.
5. Κάποιος ο οποίος προσδιορίζεται ως “ο άλλος Ελάμ” και ήταν κεφαλή οικογένειας με τον ίδιο αριθμό απογόνων—1.254—οι οποίοι περιλαμβάνονταν στη συνοδεία του Ζοροβάβελ κατά την επιστροφή στον Ιούδα.—Εσδ 2:31· Νε 7:34.
6. Λευίτης ο οποίος ήταν παρών κατά την εγκαινίαση του τείχους της Ιερουσαλήμ από τον Νεεμία.—Νε 12:27, 42.