ΙΣΜΑΗΛΙΤΗΣ
(Ισμαηλίτης) [Του (Από τον) Ισμαήλ].
Απόγονος του Ισμαήλ, του πρωτότοκου γιου που απέκτησε ο Αβραάμ από την Άγαρ, την Αιγύπτια υπηρέτρια της Σάρρας. (Γε 16:1-4, 11) Αργότερα, ο Ισμαήλ παντρεύτηκε μια Αιγύπτια από την οποία απέκτησε 12 γιους (τον Νεβαϊώθ, τον Κηδάρ, τον Αδβεήλ, τον Μιβσάμ, τον Μισμά, τον Δουμά, τον Μασσά, τον Αδάδ, τον Θεμά, τον Ιετούρ, τον Ναφίς και τον Κεδημά), τους αρχηγούς των διαφόρων ισμαηλιτικών φυλετικών ομάδων. (Γε 21:21· 25:13-16) Επομένως, από φυλετική άποψη, οι Ισμαηλίτες ήταν στην αρχή κατά το ένα τέταρτο Σημίτες και κατά τα τρία τέταρτα Χαμίτες.
Όπως είχε υποσχεθεί ο Θεός, οι Ισμαηλίτες έγιναν ένα «μεγάλο έθνος» που “δεν μπορούσε να αριθμηθεί λόγω του πλήθους του”. (Γε 17:20· 16:10) Αλλά αντί να εγκατασταθούν κάπου μόνιμα (έχτισαν λίγες πόλεις), προτιμούσαν τη νομαδική ζωή. Ο ίδιος ο Ισμαήλ ήταν «όμοιος με ζέβρα», δηλαδή άνθρωπος ο οποίος περιπλανιόταν αδιάκοπα στην έρημο Φαράν ζώντας από το τόξο και τα βέλη του. Παρόμοια και οι απόγονοί του ήταν ως επί το πλείστον σκηνίτες Βεδουίνοι, ένας λαός που μετακινούνταν στη Χερσόνησο του Σινά «μπροστά στην Αίγυπτο», δηλαδή Α της Αιγύπτου και κατά μήκος της βόρειας Αραβίας μέχρι την Ασσυρία. Είχαν τη φήμη μαχητικού, πολεμοχαρούς λαού με δύστροπο χαρακτήρα, όπως ακριβώς είχε λεχθεί και για τον πατέρα τους τον Ισμαήλ: «Το χέρι του θα είναι εναντίον όλων, και το χέρι όλων θα είναι εναντίον του».—Γε 16:12· 21:20, 21· 25:16, 18.
Για τους Ισμαηλίτες λέγεται ακόμη: «Μπροστά σε όλους τους αδελφούς του εγκαταστάθηκε [εβρ., ναφάλ]». (Γε 25:18) Ανάλογα, οι Μαδιανίτες και οι σύμμαχοί τους λέγεται ότι «είχαν κατακλύσει [νοφελίμ, μετοχή του ναφάλ] την κοιλάδα», η οποία αποτελούσε ισραηλιτικό έδαφος, ώσπου η ομάδα του Γεδεών τούς έτρεψε σε φυγή με τη βία. (Κρ 7:1, 12) Επομένως, όποτε οι Ισμαηλίτες “εγκαθίσταντο” σε μια περιοχή, φαίνεται ότι το έκαναν αυτό με την πρόθεση να μη φύγουν από εκεί αν δεν εκδιώκονταν με τη βία.
Με την πάροδο του χρόνου είναι πολύ πιθανό ότι έλαβε χώρα επιγαμία μεταξύ των Ισμαηλιτών και των απογόνων του Αβραάμ μέσω της Χετούρας (Γε 25:1-4), με αποτέλεσμα να έρθουν σε ύπαρξη οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών της Αραβίας. Εφόσον ο Ισμαήλ και ο Μαδιάμ ήταν ετεροθαλείς αδελφοί, οποιαδήποτε επιγαμία των απογόνων τους, με τη συνεπαγόμενη ανάμειξη του αίματος, των συνηθειών, των γνωρισμάτων και των ασχολιών τους, θα μπορούσε να έχει αποτελέσει το έναυσμα για να χρησιμοποιούνται οι όροι «Ισμαηλίτες» και «Μαδιανίτες» εναλλάξ, όπως γίνεται φανερό από την περιγραφή του καραβανιού που πούλησε τον Ιωσήφ ως δούλο στην Αίγυπτο. (Γε 37:25-28· 39:1) Στις ημέρες του Γεδεών, τα στίφη που εισέβαλλαν στον Ισραήλ χαρακτηρίζονταν ταυτόχρονα Μαδιανίτες και Ισμαηλίτες, ένα δε από τα διακριτικά γνωρίσματα των τελευταίων ήταν οι χρυσοί κρίκοι που φορούσαν στη μύτη τους.—Κρ 8:24· παράβαλε Κρ 7:25 και 8:22, 26.
Η εχθρότητα που έτρεφε ο Ισμαήλ για τον Ισαάκ φαίνεται ότι μεταδόθηκε στους απογόνους του, μάλιστα μέχρι του σημείου να μισούν αυτοί τον Θεό του Ισαάκ, δεδομένου ότι ο ψαλμωδός, απαριθμώντας εκείνους «που έχουν μεγάλο μίσος» για τον Ιεχωβά, συγκαταλέγει σε αυτούς και τους Ισμαηλίτες. (Ψλ 83:1, 2, 5, 6) Ωστόσο, είναι φανερό ότι υπήρχαν εξαιρέσεις. Υπό την οργανωτική διευθέτηση που θέσπισε ο Δαβίδ, ο Οβίλ, ο οποίος χαρακτηρίζεται Ισμαηλίτης, ήταν υπεύθυνος για τις καμήλες του βασιλιά.—1Χρ 27:30, 31.
Ο Μωάμεθ (περ. 570-632 Κ.Χ.), ο ιδρυτής του Ισλάμ, ισχυριζόταν ότι ήταν Ισμαηλίτης απόγονος του Αβραάμ.