-
ΠετεφρήςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΠΕΤΕΦΡΗΣ
(Πετεφρής) [αιγυπτιακής προέλευσης· άλλος τύπος του Ποτιφερά].
Αιγύπτιος αυλικός και αρχηγός της σωματοφυλακής του Φαραώ. Υπήρξε κύριος του Ιωσήφ για κάποιο διάστημα και, όπως φαίνεται, ήταν πλούσιος άνθρωπος. (Γε 37:36· 39:4) Ο Πετεφρής αγόρασε τον Ιωσήφ από τους περιοδεύοντες Μαδιανίτες εμπόρους και, παρατηρώντας πόσο καλός υπηρέτης ήταν, τελικά τον διόρισε επιστάτη όλου του σπιτικού και του αγρού του, τα οποία ο Ιεχωβά ευλόγησε χάρη στον Ιωσήφ.—Γε 37:36· 39:1-6.
-
-
ΠετεφρήςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
Ο τίτλος «αυλικός» που προσδίδεται στον Πετεφρή αποδίδει την εβραϊκή λέξη σαρίς, «ευνούχος», η οποία στην ευρύτερη έννοιά της σήμαινε έναν θαλαμηπόλο, αυλικό ή έμπιστο αξιωματούχο του θρόνου. Ο “αυλικός [σαρίς] που είχε εξουσία πάνω στους άντρες τους πολεμιστές” όταν έπεσε η Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. ήταν αναμφίβολα ένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος, όχι ένα ευνουχισμένο άτομο με ελλιπή ανδρισμό. (2Βα 25:19) Έτσι και ο Πετεφρής ήταν στρατιωτικός, αρχηγός της σωματοφυλακής, καθώς και έγγαμος άντρας—στοιχεία που δείχνουν ότι δεν ήταν ευνούχος με την πιο συνηθισμένη έννοια.
-