ΚΑΪΝ
(Κάιν) [Κάτι που Ήρθε σε Ύπαρξη].
Το πρώτο παιδί που γεννήθηκε στη γη από το αρχικό ανθρώπινο ζευγάρι, τον Αδάμ και την Εύα.
Μετά τη γέννηση του Κάιν, η Εύα είπε: «Έφερα σε ύπαρξη έναν άνθρωπο με τη βοήθεια του Ιεχωβά». (Γε 4:1) Πίστευε άραγε ότι ίσως η ίδια ήταν εκείνη η προειπωμένη γυναίκα που θα έφερνε σε ύπαρξη το σπέρμα μέσω του οποίου θα ερχόταν απελευθέρωση; (Γε 3:15) Αν πίστευε κάτι τέτοιο, έκανε μεγάλο λάθος. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσε δικαιολογημένα να πει ότι ο Κάιν είχε έρθει σε ύπαρξη «με τη βοήθεια του Ιεχωβά» επειδή ο Θεός δεν είχε αφαιρέσει τις αναπαραγωγικές δυνάμεις από τους αμαρτωλούς Αδάμ και Εύα και επειδή, όταν απήγγειλε την καταδίκη της, ο Θεός είχε πει ότι εκείνη θα “γεννούσε παιδιά”, ακόμη και αν αυτό θα γινόταν με πόνους.—Γε 3:16.
Ο Κάιν έγινε καλλιεργητής της γης και, «αφού πέρασε κάποιος καιρός», ο ίδιος και ο νεότερος αδελφός του ο Άβελ έφεραν κάποιες προσφορές και τις παρουσίασαν στον Ιεχωβά, νιώθοντας την ανάγκη να κερδίσουν την εύνοια του Θεού. Ωστόσο, ο Θεός «δεν είδε με καμιά εύνοια» την προσφορά του Κάιν η οποία αποτελούνταν από «μερικούς καρπούς της γης». (Γε 4:2-5· παράβαλε Αρ 16:15· Αμ 5:22.) Παρότι μερικοί επισημαίνουν ότι όσον αφορά την προσφορά του Κάιν δεν λέγεται ότι αποτελούνταν από τους εκλεκτότερους καρπούς, ενώ για την προσφορά του Άβελ αναφέρεται συγκεκριμένα ότι αποτελούνταν από τα «πρωτότοκα του ποιμνίου του, και μάλιστα τα κομμάτια του πάχους τους», το πρόβλημα δεν ήταν η ποιότητα των γεννημάτων που πρόσφερε ο Κάιν. Όπως τονίζει το εδάφιο Εβραίους 11:4, από την προσφορά του Κάιν έλειπε το κίνητρο της πίστης, το οποίο έκανε ευπρόσδεκτη τη θυσία του Άβελ. Το γεγονός ότι ο Θεός δεν είδε με εύνοια την προσφορά του Κάιν μπορεί επίσης να οφείλεται στο ότι η προσφορά του ήταν αναίμακτη, ενώ του Άβελ αντιπροσώπευε την έκχυση ζωής.
Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διάκριση μεταξύ της επιδοκιμασμένης και της αποδοκιμασμένης προσφοράς δεν αναφέρεται, αλλά αναμφίβολα ήταν προφανής τόσο στον Κάιν όσο και στον Άβελ. Ο Ιεχωβά, ο οποίος διαβάζει την καρδιά του ανθρώπου (1Σα 16:7· Ψλ 139:1-6), γνώριζε την εσφαλμένη στάση του Κάιν, και το γεγονός ότι Αυτός απέρριψε τη θυσία του Κάιν είχε ως αποτέλεσμα να γίνει απόλυτα έκδηλη αυτή η εσφαλμένη διάθεση. Ο Κάιν άρχισε τώρα να παράγει φανερά τα «έργα της σάρκας»: «έχθρες, έριδα, ζήλια, ξεσπάσματα θυμού». (Γα 5:19, 20) Ο Ιεχωβά υπέδειξε στον κατηφή άντρα ότι θα μπορούσε να υπάρξει εξύψωση για αυτόν, αν απλώς στρεφόταν στο να κάνει το καλό. Θα μπορούσε να ταπεινωθεί ώστε να μιμηθεί το επιδοκιμασμένο παράδειγμα του αδελφού του, αλλά επέλεξε να αγνοήσει τη συμβουλή του Θεού, που του συνιστούσε να επιβληθεί στην αμαρτωλή επιθυμία η οποία “καιροφυλακτούσε στην πόρτα”, λαχταρώντας να τον κυριεύσει. (Γε 4:6, 7· παράβαλε Ιακ 1:14, 15.) Αυτή η ασεβής πορεία αποτέλεσε «το δρόμο του Κάιν».—Ιου 11.
Έπειτα από αυτό, ο Κάιν είπε στον αδελφό του: «Ας πάμε στον αγρό». (Γε 4:8) (Μολονότι αυτές οι λέξεις δεν υπάρχουν στο Μασοριτικό κείμενο, αρκετά εβραϊκά χειρόγραφα περιέχουν εδώ το σημάδι της παράλειψης, ενώ η σαμαρειτική Πεντάτευχος, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, η συριακή Πεσίτα, καθώς και κείμενα της Παλαιάς Λατινικής περιλαμβάνουν αυτές τις λέξεις ως λόγια του Κάιν προς τον Άβελ.) Στον αγρό ο Κάιν επιτέθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που διέπραξε φόνο. Επομένως, μπορούσε να λεχθεί για αυτόν ότι «προερχόταν από τον πονηρό», ο οποίος είναι ο πατέρας των ανθρωποκτόνων καθώς και του ψέματος. (1Ιω 3:12· Ιωα 8:44) Η αναισθησία με την οποία απάντησε ο Κάιν στον Ιεχωβά όταν εκείνος τον ρώτησε πού ήταν ο Άβελ αποτελούσε επιπρόσθετη απόδειξη της στάσης του—δεν επρόκειτο για έκφραση μετάνοιας ή τύψεων, αλλά για μια ψευδή, απότομη απάντηση: «Δεν ξέρω. Φύλακας του αδελφού μου είμαι εγώ;»—Γε 4:9.
Το γεγονός ότι ο Θεός καταδίκασε τον Κάιν σε εκτόπιση από τη γη σήμαινε προφανώς την εκδίωξή του από τα περίχωρα του κήπου της Εδέμ, ενώ παράλληλα η κατάρα που είχε δοθεί ήδη στη γη επρόκειτο να επιταθεί στην περίπτωση του Κάιν, ώστε η γη δεν θα απέδιδε όταν αυτός θα την καλλιεργούσε. Ο Κάιν εξέφρασε τη λύπη του για την αυστηρότητα της τιμωρίας που του επιβλήθηκε και εκδήλωσε ανησυχία για την πιθανότητα που υπήρχε να τον εκδικηθεί κάποιος για το φόνο του Άβελ, αλλά ούτε και τότε εκδήλωσε ειλικρινή μετάνοια. Ο Ιεχωβά «όρισε ένα σημείο για τον Κάιν» ώστε να αποτρέψει τη θανάτωσή του, αλλά το υπόμνημα δεν λέει ότι αυτό το σημείο ή σημάδι τοποθετήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο πάνω στο σώμα του Κάιν. Πιθανώς το «σημείο» ήταν η ίδια η επίσημη διακήρυξη του Θεού, την οποία οι άλλοι γνώριζαν και τηρούσαν.—Γε 4:10-15· παράβαλε εδ. 24 όπου ο Λάμεχ κάνει λόγο για αυτή τη διακήρυξη.
Ο Κάιν εκτοπίστηκε «στη γη της Φυγής στα ανατολικά της Εδέμ», παίρνοντας μαζί του τη σύζυγό του, μια κόρη ή εγγονή του Αδάμ και της Εύας που δεν κατονομάζεται. (Γε 4:16, 17· παράβαλε 5:4, επίσης την πολύ μεταγενέστερη περίπτωση του Αβραάμ ο οποίος παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Σάρρα, Γε 20:12.) Μετά τη γέννηση του γιου του, του Ενώχ, ο Κάιν «ασχολήθηκε με το χτίσιμο μιας πόλης», στην οποία έδωσε το όνομα του γιου του. Με τα σημερινά δεδομένα, αυτή η πόλη ίσως να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα οχυρωμένο χωριό, και το υπόμνημα δεν αναφέρει πότε ολοκληρώθηκε. Οι απόγονοί του κατονομάζονται εν μέρει, και σε αυτούς περιλαμβάνονται άντρες που διακρίθηκαν στη νομαδική κτηνοτροφία, στο παίξιμο μουσικών οργάνων και στη σφυρηλάτηση μεταλλικών εργαλείων, καθώς και κάποιοι που ήταν γνωστοί για την πολυγαμία και το βίαιο χαρακτήρα τους. (Γε 4:17-24) Η γραμμή του Κάιν τερματίστηκε με τον παγγήινο Κατακλυσμό των ημερών του Νώε.