ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Στις αρχαίες βασιλικές αυλές της Ανατολής, η πρόσβαση στην παρουσία του μονάρχη ήταν εφικτή μόνο εφόσον τηρούνταν οι καθιερωμένοι κανονισμοί και κατόπιν σχετικής άδειας του μονάρχη. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ένας μεσάζων αναλάμβανε να παρουσιάσει εκείνους που επιθυμούσαν ακρόαση από τον ηγεμόνα και να εγγυηθεί για τη γνησιότητα των διαπιστευτηρίων τους. Το να μπει κανείς απρόσκλητος στην εσωτερική αυλή του Πέρση Βασιλιά Ασσουήρη σήμαινε θάνατο, όμως η Βασίλισσα Εσθήρ, όταν διακινδύνευσε τη ζωή της για να εξασφαλίσει πρόσβαση στην παρουσία του βασιλιά, έγινε δεκτή με ευμένεια. (Εσθ 4:11, 16· 5:1-3) Οι ενέργειες και τα λόγια των αδελφών του Ιωσήφ δείχνουν παραστατικά πόσο προσεκτικοί ήταν να μην προσβάλουν τη βασιλική παρουσία, δεδομένου ότι ο Ιούδας είπε στον Ιωσήφ: «Είσαι το ίδιο με τον Φαραώ». (Γε 42:6· 43:15-26· 44:14, 18) Συνεπώς, η εξασφάλιση πρόσβασης ενώπιον ενός επίγειου ηγεμόνα, ο οποίος δεν ήταν παρά ατελής άνθρωπος, ήταν συνήθως κάτι πολύ δύσκολο και αποτελούσε σπάνιο προνόμιο.
Η Ιερότητα της Παρουσίας του Θεού. Παρότι ο Παύλος δήλωσε στην Αθήνα ότι ο Θεός «δεν είναι μακριά από τον καθένα μας» (Πρ 17:27), και μολονότι ολόκληρος ο Λόγος Του, η Αγία Γραφή, δείχνει ότι η πρόσβαση σε Αυτόν είναι εφικτή, όποιος Τον πλησιάζει πρέπει παράλληλα να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις και να έχει τη θεϊκή άδεια ή επιδοκιμασία Του. Το όραμα του Δανιήλ για το μεγαλοπρεπές ουράνιο δικαστήριο του “Παλαιού των Ημερών”, στον οποίο “απέκτησε πρόσβαση ο γιος του ανθρώπου” καθώς «τον έφεραν μπροστά σε Εκείνον», δείχνει παραστατικά την αξιοπρέπεια, το σεβασμό και την τάξη που συνδέονται με την παρουσία του Υπέρτατου Κυρίαρχου του σύμπαντος. (Δα 7:9, 10, 13, 14· παράβαλε Ιερ 30:21.) Η αφήγηση στα εδάφια Ιώβ 1:6 και 2:1 υποδηλώνει ότι και οι αγγελικοί γιοι του Θεού επίσης προσκαλούνται στην άμεση παρουσία του σε καθορισμένες περιστάσεις, η δε εμφάνιση του Σατανά ανάμεσά τους πρέπει λογικά να έγινε μόνο με άδεια από τον Υπέρτατο.
Ο άνθρωπος, ο οποίος έχει πλαστεί κατά την εικόνα και την ομοίωση του Δημιουργού του όντας προικισμένος ως έναν βαθμό με τις θεϊκές ιδιότητες και έχοντας την ευθύνη της φροντίδας για τον πλανήτη Γη και για τη ζωική του κτίση, χρειαζόταν να βρίσκεται σε επικοινωνία με τον Θεό και Πατέρα του. (Γε 1:26, 27) Η επικοινωνία αυτή περιγράφεται στα εδάφια Γένεση 1:28-30· 2:16, 17.
Ως τέλεια πλάσματα, και άρα χωρίς σύμπλεγμα ενοχής ή συναίσθηση αμαρτίας, ο Αδάμ και η Εύα μπορούσαν αρχικά να πλησιάζουν τον Θεό και να συζητούν μαζί Του δίχως να νιώθουν την ανάγκη για κάποιον μεσολαβητή ανάμεσα στους ίδιους και στον Δημιουργό τους—σαν παιδιά που πλησιάζουν τον πατέρα τους. (Γε 1:31· 2:25) Το αμάρτημα και ο στασιασμός τους τούς στέρησαν αυτή τη σχέση, επισύροντας τη θανατική καταδίκη. (Γε 3:16-24) Το αν επιχείρησαν αργότερα να πλησιάσουν τον Θεό δεν αναφέρεται.
Μέσω Πίστης, Δίκαιων Έργων και Θυσιών. Η αφήγηση σχετικά με την προσπάθεια που έκαναν ο Κάιν και ο Άβελ να πλησιάσουν τον Θεό μέσω προσφορών δείχνει ότι η πίστη και τα δίκαια έργα αποτελούσαν προϋποθέσεις για την απόκτηση πρόσβασης στον Θεό. Ως εκ τούτου, ο Κάιν αποκλείστηκε από τη θεϊκή αποδοχή, την οποία θα είχε μόνο αν “στρεφόταν στο να κάνει το καλό”. (Γε 4:5-9· 1Ιω 3:12· Εβρ 11:4) Μεταγενέστερα, η αρχή που έγινε την εποχή του Ενώς «να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά» δεν φαίνεται να ήταν ειλικρινής (Γε 4:26), δεδομένου ότι ο επόμενος άνθρωπος πίστης που μνημονεύεται μετά τον Άβελ δεν είναι ο Ενώς αλλά ο Ενώχ, ο οποίος «περπατούσε με τον αληθινό Θεό», πράγμα που δείχνει ότι η προσέγγισή του ήταν αποδεκτή. (Γε 5:24· Εβρ 11:5) Ωστόσο, η προφητεία του Ενώχ, η οποία είναι καταγραμμένη στα εδάφια Ιούδα 14, 15, δείχνει ότι στις ημέρες του αφθονούσε η ασέβεια προς τον Θεό.—Βλέπε ΕΝΩΣ.
Η δίκαιη και άμεμπτη πορεία του Νώε μεταξύ των συγχρόνων του τού εξασφάλισε πρόσβαση στον Θεό και επιβίωση. (Γε 6:9-19) Μετά τον Κατακλυσμό ο Νώε πλησίασε τον Θεό μέσω μιας θυσίας, όπως είχε κάνει και ο Άβελ, και έτσι ευλογήθηκε και ενημερώθηκε για περαιτέρω απαιτήσεις που θα έφερναν τη θεϊκή επιδοκιμασία, καθώς και για τη διαθήκη που σύναψε ο Θεός με κάθε σάρκα εγγυώμενος ότι δεν επρόκειτο να ξανασυμβεί στο μέλλον παγγήινος κατακλυσμός. (Γε 8:20, 21· 9:1-11) Η έκφραση «ο Ιεχωβά, ο Θεός του Σημ», προφανώς δείχνει ότι αυτός ο γιος είχε αποκτήσει θέση μεγαλύτερης εύνοιας ενώπιον του Θεού από ό,τι οι δύο αδελφοί του.—Γε 9:26, 27.
Η ιεροσύνη του Μελχισεδέκ. Αν και ο Νώε εκτέλεσε ιερατική υπηρεσία στο θυσιαστήριο για λογαριασμό της οικογένειάς του, δεν αναφέρεται ότι υπήρχε, μέχρι την εποχή του Μελχισεδέκ, κάποιος «ιερέας» που να μεσολαβεί υπέρ των ανθρώπων προκειμένου να πλησιάζουν τον Θεό. Η ιεροσύνη του Μελχισεδέκ αναγνωρίστηκε από τον Αβραάμ, ο οποίος «του έδωσε ένα δέκατο από το καθετί». (Γε 14:18-20) Ο Μελχισεδέκ παρουσιάζεται ως προφητικός τύπος του Χριστού Ιησού στα εδάφια Εβραίους 7:1-3, 15-17, 25.
Πώς πλησίαζαν τον Θεό άλλοι πατριάρχες. Η σχέση που είχε ο Αβραάμ με τον Θεό τού παρείχε τις προϋποθέσεις να αποκληθεί “φίλος του Θεού” (Ησ 41:8· 2Χρ 20:7· Ιακ 2:23), η δε πίστη του και η υπακοή του, σε συνδυασμό με το ότι πλησίαζε σεβάσμια τον Θεό μέσω θυσιαστηρίων και προσφορών, εξαίρονται ως η βάση για αυτή τη φιλία. (Γε 18:18, 19· 26:3-6· Εβρ 11:8-10, 17-19) Ο Αβραάμ εισήλθε σε σχέση διαθήκης με τον Θεό. (Γε 12:1-3, 7· 15:1, 5-21· 17:1-8) Η περιτομή δόθηκε ως σημείο αυτού του γεγονότος και για κάποιο διάστημα ήταν απαίτηση για τη θεϊκή αποδοχή. (Γε 17:9-14· Ρω 4:11) Η θέση του Αβραάμ τού παρείχε τις προϋποθέσεις να κάνει δεήσεις ακόμη και για λογαριασμό άλλων (Γε 20:7), ωστόσο ο βαθύς σεβασμός του ενώπιον της παρουσίας του Ιεχωβά ή του εκπροσώπου του είναι πάντοτε έκδηλος. (Γε 17:3· 18:23-33) Ο Ιώβ, μακρινός συγγενής του Αβραάμ, υπηρετούσε ως ιερέας για την οικογένειά του, προσφέροντας ολοκαυτώματα για αυτούς (Ιωβ 1:5), και μάλιστα έκανε δέηση για λογαριασμό των τριών “φίλων” του και «ο Ιεχωβά δέχτηκε το πρόσωπο του Ιώβ».—Ιωβ 42:7-9.
Ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, κληρονόμοι της υπόσχεσης που δόθηκε στον Αβραάμ, πλησίαζαν τον Θεό επικαλούμενοι «το όνομα του Ιεχωβά» με πίστη, αλλά και χτίζοντας θυσιαστήρια και παρουσιάζοντας προσφορές.—Εβρ 11:9, 20, 21· Γε 26:25· 31:54· 33:20.
Ο Μωυσής έλαβε από τον άγγελο του Θεού την οδηγία να μην πλησιάσει την καιόμενη βάτο και διατάχθηκε να βγάλει τα σανδάλια του, διότι στεκόταν σε «άγιο έδαφος». (Εξ 3:5) Ως ο διορισμένος εκπρόσωπος του Θεού στο έθνος του Ισραήλ, ο Μωυσής είχε με μοναδικό τρόπο πρόσβαση στην παρουσία του Ιεχωβά ενόσω ζούσε, καθώς ο Ιεχωβά τού μιλούσε «στόμα με στόμα». (Αρ 12:6-13· Εξ 24:1, 2, 12-18· 34:30-35) Όπως ο Μελχισεδέκ, έτσι και ο Μωυσής υπήρξε προφητικός τύπος του Χριστού Ιησού.—Δευ 18:15· Πρ 3:20-23.
Τονίζεται η σπουδαιότητα της επιδοκιμασμένης πρόσβασης. Ο Ιεχωβά, προτού δώσει τη διαθήκη του Νόμου, ζήτησε από ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ να αγιάσουν επί τρεις ημέρες τον εαυτό τους, πλένοντας τα ενδύματά τους. Τοποθετήθηκαν όρια για την πρόσβαση και κανένας, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, δεν έπρεπε να αγγίξει το Όρος Σινά, επί ποινή θανάτου. (Εξ 19:10-15) Τότε ο Μωυσής «έφερε το λαό έξω από το στρατόπεδο για να συναντήσουν τον αληθινό Θεό» και τους έβαλε να σταθούν στους πρόποδες του βουνού. Κατόπιν, ανέβηκε στο βουνό για να λάβει τους όρους της διαθήκης μέσα σε βροντές και αστραπές, καπνό και φωτιά, καθώς και σαλπίσματα. (Εξ 19:16-20) Ο Μωυσής διατάχθηκε να μην αφήσει “τους ιερείς και το λαό να παραβιάσουν τα όρια για να ανεβούν προς τον Ιεχωβά, ώστε αυτός να μην ξεσπάσει πάνω τους”. (Εξ 19:21-25) «Οι ιερείς» για τους οποίους γίνεται λόγος εδώ ήταν πιθανώς ένας εξέχων άντρας από κάθε οικογένεια του Ισραήλ, και με αυτή τους την ιδιότητα “πλησίαζαν τον Ιεχωβά”, όπως ο Ιώβ, για λογαριασμό της οικογένειάς τους.
Υπό τη Διαθήκη του Νόμου. Με βάση τη διαθήκη του Νόμου τέθηκε σε ισχύ μια διευθέτηση η οποία παρείχε πρόσβαση στον Θεό σε ατομικό και εθνικό επίπεδο μέσω ενός διορισμένου ιερατείου και με νομικά θεσπισμένες θυσίες, σε συνάρτηση με την ιερή σκηνή της μαρτυρίας και αργότερα με το ναό. Οι γιοι του Λευίτη Ααρών υπηρετούσαν ως ιερείς για λογαριασμό του λαού. Για τους άλλους, ακόμη και για τους Λευίτες που δεν ανήκαν στη γραμμή του Ααρών, η κατάληξη θα ήταν θάνατος αν τολμούσαν να πλησιάσουν στο θυσιαστήριο ή στα ιερά σκεύη για να προσφέρουν τέτοια υπηρεσία. (Λευ 2:8· Αρ 3:10· 16:40· 17:12, 13· 18:2-4, 7) Οι ιερείς έπρεπε να ανταποκρίνονται σε αυστηρές απαιτήσεις, όσον αφορά τόσο τη σωματική όσο και την τελετουργική καθαρότητα, και να έχουν αποδεκτή αμφίεση όταν πλησίαζαν στο θυσιαστήριο ή στον «άγιο τόπο». (Εξ 28:40-43· 30:18-21· 40:32· Λευ 22:2, 3) Οποιαδήποτε ασέβεια ή παραβίαση των θεϊκών οδηγιών για την πρόσβαση στον Κυρίαρχο Θεό επέσυρε την ποινή του θανάτου, όπως στην περίπτωση δύο γιων του ίδιου του Ααρών. (Λευ 10:1-3, 8-11· 16:1) Από ολόκληρο το έθνος, μόνο ο Ααρών και όσοι τον διαδέχθηκαν ως αρχιερείς μπορούσαν να εισέλθουν στα Άγια των Αγίων ενώπιον της κιβωτού της διαθήκης, η οποία συνδεόταν με την παρουσία του Ιεχωβά. Ακόμη και στον αρχιερέα, όμως, η είσοδος επιτρεπόταν μόνο μία ημέρα του έτους, την Ημέρα της Εξιλέωσης. (Λευ 16:2, 17) Σε αυτή την προνομιούχα θέση ο Ααρών προεικόνιζε τον Χριστό Ιησού ως Αρχιερέα του Θεού.—Εβρ 8:1-6· 9:6, 7, 24.
Κατά την αφιέρωση του ναού στην Ιερουσαλήμ, ο Βασιλιάς Σολομών πλησίασε τον Ιεχωβά για λογαριασμό του έθνους. Προσευχήθηκε να είναι τα μάτια του Ιεχωβά ανοιγμένα ημέρα και νύχτα προς τον οίκο όπου είχε θέσει το όνομά Του και να εισακούει Αυτός τις παρακλήσεις του βασιλιά, του έθνους, καθώς και των αλλοεθνών που θα συνταυτίζονταν με τον Ισραήλ—οποιουδήποτε θα “προσευχόταν προς αυτόν τον οίκο”. Επομένως, όλοι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στον Ιεχωβά, από το βασιλιά ως τον πιο ασήμαντο στο έθνος.—2Χρ 6:19-42.
Στον Ισραήλ, όταν επρόκειτο για ζητήματα που επηρέαζαν ολόκληρο το έθνος, η πρόσβαση στον Θεό γινόταν μέσω του βασιλιά ή κάποιου ιερέα ή προφήτη. Το Ουρίμ και το Θουμμίμ του αρχιερέα χρησιμοποιούνταν σε ορισμένες περιπτώσεις για να εξακριβωθεί η θεϊκή κατεύθυνση. (1Σα 8:21, 22· 14:36-41· 1Βα 18:36-45· Ιερ 42:1-3) Η παραβίαση του νόμου του Ιεχωβά αναφορικά με τον ορθό τρόπο προσέγγισης επέσυρε τιμωρία, όπως στην περίπτωση του Οζία (2Χρ 26:16-20), και μπορούσε να καταλήξει σε πλήρη διακοπή της επικοινωνίας με τον Θεό, όπως στην περίπτωση του Σαούλ. (1Σα 28:6· 1Χρ 10:13) Το ότι ο Ιεχωβά δεν επέτρεπε καμιά επιπολαιότητα αναφορικά με την Κυρίαρχη Παρουσία του και με τα αντικείμενα που σχετίζονταν με αυτήν καταδεικνύεται από την περίπτωση του Ουζά, του γιου του Αβιναδάβ, ο οποίος έπιασε την κιβωτό της διαθήκης για να την κρατήσει στη θέση της, με αποτέλεσμα “να ανάψει ο θυμός του Ιεχωβά εναντίον του Ουζά και να τον πατάξει ο αληθινός Θεός εκεί για αυτή την ανευλαβή πράξη”.—2Σα 6:3-7.
Οι τελετουργίες και οι θυσίες δεν επαρκούσαν. Παρότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λατρεία του Ιεχωβά εξελίχθηκε από λατρεία τελετουργιών και θυσιών σε λατρεία ηθικών απαιτήσεων, τα στοιχεία πιστοποιούν εντελώς το αντίθετο. Οι τελετουργίες και οι θυσίες από μόνες τους ουδέποτε επαρκούσαν, αλλά αποτελούσαν απλώς ενδεικτική νομική βάση για την πρόσβαση στον Θεό. (Εβρ 9:9, 10) Σε τελική ανάλυση, ο ίδιος ο Ιεχωβά αποφάσιζε ποιον θα δεχτεί. Γι’ αυτό, το εδάφιο Ψαλμός 65:4 δηλώνει: «Ευτυχισμένος είναι εκείνος τον οποίο εκλέγεις και φέρνεις κοντά για να κατοικεί στις αυλές σου». Η πίστη, η δικαιοσύνη, η ευθυκρισία, η απουσία ενοχής αίματος, η φιλαλήθεια και η υπακοή στο ρητό θέλημα του Θεού τονίζονταν συνεχώς ως τα διαπιστευτήρια που απαιτούνταν για να έχει κάποιος πρόσβαση στον Θεό, ώστε στο βουνό του Ιεχωβά να ανεβαίνει, όχι απλώς όποιος φέρνει δώρα στον Παγκόσμιο Κυρίαρχο, αλλά «όποιος είναι αθώος στα χέρια και καθαρός στην καρδιά». (Ψλ 15:1-4· 24:3-6· 50:7-23· 119:169-171· Παρ 3:32· 21:3· Ωσ 6:6· Μιχ 6:6-8) Όταν αυτές οι ιδιότητες έλειπαν, οι θυσίες, η νηστεία, ακόμη και οι προσευχές γίνονταν απεχθείς και άνευ αξίας στα μάτια του Θεού. (Ησ 1:11-17· 58:1-9· 29:13· Παρ 15:8) Όταν κάποιος υπέπιπτε σε αδικοπραγία, έπρεπε πρώτα να εκδηλώσει συντετριμμένο πνεύμα και καταθλιμμένη καρδιά προτού του επιτραπεί η πρόσβαση. (Ψλ 51:16, 17) Το ιερατικό αξίωμα δεν εξασφάλιζε ευμενή αποδοχή από τον Θεό αν οι ιερείς περιφρονούσαν το όνομά του και πρόσφεραν μη αποδεκτές θυσίες.—Μαλ 1:6-9.
Η πρόσβαση στον Θεό περιγράφεται επίσης σαν την παρουσία κάποιου ενώπιον δικαστηρίου και την προσέλευσή του ενώπιον του δικαστή για κρίση. (Εξ 22:8· Αρ 5:16· Ιωβ 31:35-37· Ησ 50:8) Στα εδάφια Ησαΐας 41:1, 21, 22 ο Ιεχωβά καλεί τις εθνότητες να πλησιάσουν, παρουσιάζοντας τη διαφιλονικούμενη υπόθεσή τους και τα επιχειρήματά τους, για να κριθούν από αυτόν.
Βάση για Πρόσβαση υπό τη Νέα Διαθήκη. Η διευθέτηση της διαθήκης του Νόμου, που περιλάμβανε θυσίες ζώων ως εξεικονιστική νομική βάση, έστρεφε την προσοχή σε μια ανώτερη βάση για την απόκτηση πρόσβασης στον Θεό. (Εβρ 9:8-10· 10:1) Αυτή επιτεύχθηκε με τη νέα διαθήκη, μέσω της οποίας όλοι “θα γνώριζαν τον Ιεχωβά, από τον μικρότερο ως και τον μεγαλύτερό τους”. (Ιερ 31:31-34· Εβρ 7:19· 8:10-13) Ως ο μοναδικός Μεσίτης εκείνης της νέας διαθήκης, ο Χριστός Ιησούς έγινε «η οδός». Ο ίδιος είπε: «Κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού». (Ιωα 14:6, 13, 14) Ο φραγμός που χώριζε τους Ιουδαίους από τους απερίτμητους Εθνικούς, οι οποίοι δεν συμπεριλαμβάνονταν στην εθνική διαθήκη του Θεού με τον Ισραήλ, αφαιρέθηκε μέσω του θανάτου του Χριστού, ώστε «διαμέσου αυτού εμείς, και οι δύο λαοί, [να] έχουμε την πρόσβαση στον Πατέρα μέσω ενός πνεύματος». (Εφ 2:11-19· Πρ 10:35) Η πίστη στον Θεό ως “μισθαποδότη σε εκείνους που τον αναζητούν ένθερμα” και στο λύτρο αποτελεί προϋπόθεση για ειρηνική πρόσβαση στον Θεό και ευνοϊκή αποδοχή από αυτόν μέσω του Ιησού Χριστού. (Εβρ 11:6· 1Πε 3:18) Εκείνοι που Τον πλησιάζουν μέσω του Χριστού Ιησού ως Αρχιερέα και Μεσολαβητή τους γνωρίζουν ότι ο Χριστός «είναι πάντοτε ζωντανός για να συνηγορεί υπέρ εκείνων» (Εβρ 7:25), και έχοντας πεποίθηση μπορούν να πλησιάζουν «με παρρησία το θρόνο της παρ’ αξία καλοσύνης». (Εβρ 4:14-16· Εφ 3:12) Δεν πλησιάζουν φοβούμενοι μήπως καταδικαστούν. (Ρω 8:33, 34) Εντούτοις, διακατέχονται από θεοσεβή φόβο και δέος όπως επιβάλλεται για αυτή την πρόσβαση στον Θεό, «τον Κριτή όλων».—Εβρ 12:18-24, 28, 29.
Η προσέγγιση του Θεού από μέρους του Χριστιανού περιλαμβάνει θυσίες και προσφορές πνευματικής φύσης. (1Πε 2:4, 5· Εβρ 13:15· Ρω 12:1) Οι υλικοί ναοί και τα χρυσά, ασημένια και πέτρινα ομοιώματα αποδεικνύονται ανώφελα για την προσέγγιση του αληθινού Θεού. (Πρ 7:47-50· 17:24-29· παράβαλε Εφ 2:20-22.) Οι φίλοι του κόσμου είναι εχθροί του Θεού. Αυτός εναντιώνεται στους υπερηφάνους, αλλά οι ταπεινοί που έχουν “καθαρά χέρια” και “αγνή καρδιά” μπορούν να “πλησιάσουν τον Θεό, και αυτός θα πλησιάσει εκείνους”.—Ιακ 4:4-8.
Οι χρισμένοι Χριστιανοί οι οποίοι έχουν κληθεί σε ουράνια ελπίδα έχουν «οδό που οδηγεί στον άγιο τόπο μέσω του αίματος του Ιησού» και, επειδή γνωρίζουν καλά τον «μεγάλο ιερέα [τον] υπεύθυνο για τον οίκο του Θεού», μπορούν να “πλησιάζουν με αληθινή καρδιά έχοντας την πλήρη βεβαιότητα της πίστης”.—Εβρ 10:19-22.
Σχετικά δε με τη σπουδαιότητα του να πλησιάζει κανείς τον Θεό με εμπιστοσύνη, ο ψαλμωδός συνοψίζει εύστοχα το ζήτημα λέγοντας: «Διότι όσοι παραμένουν μακριά σου θα αφανιστούν. Θα κατασιωπήσεις όποιον σε εγκαταλείπει ανήθικα. Όσο για εμένα, όμως, το να πλησιάζω τον Θεό είναι καλό για εμένα. Τον Υπέρτατο Κύριο Ιεχωβά έχω κάνει καταφύγιό μου, για να διακηρύττω όλα τα έργα σου».—Ψλ 73:27, 28· βλέπε ΠΡΟΣΕΥΧΗ.