ΣΤΡΑΤΟΣ
Μεγάλο σώμα αντρών οργανωμένο και εκπαιδευμένο για πόλεμο στην ξηρά. Συνήθως, ο κοινός εβραϊκός όρος τσαβά’ που αποδίδεται «στρατός» χρησιμοποιείται αναφορικά με ανθρώπινες ένοπλες δυνάμεις (Αρ 1:3), αλλά μπορεί επίσης να υποδηλώνει πνευματικά πλάσματα στους ουρανούς (1Βα 22:19) και υλικά ουράνια σώματα. (Δευ 4:19) Η εβραϊκή λέξη χάγιλ, η οποία προφανώς προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «διαρκώ» (Ιωβ 20:21), χρησιμοποιείται αναφερόμενη σε «στρατιωτική δύναμη» και σε «μάχιμη δύναμη» (2Σα 8:9· 1Χρ 20:1), αλλά σημαίνει επίσης «ικανότητα· σφρίγος· αξιοσύνη· πλούτη». (1Χρ 9:13· Δευ 33:11· Παρ 31:29· Ησ 8:4· Ιεζ 28:4) Η εβραϊκή λέξη γκεδούδ σημαίνει «ληστρική ομάδα» ή «στρατεύματα». (2Σα 22:30· 2Χρ 25:9) Από τις τέσσερις λέξεις του πρωτότυπου κειμένου των Ελληνικών Γραφών που αναφέρονται σε ένοπλες δυνάμεις, οι τρεις (στρατιά, στράτευμα και στρατόπεδον) προέρχονται από τη λέξη στρατός, η οποία αναφέρεται βασικά σε στρατοπεδευμένες δυνάμεις, σε αντιδιαστολή με τις δυνάμεις που έχουν παραταχθεί σε γραμμές μάχης. Αυτή η έννοια είναι εμφανής στη λέξη στρατόπεδον που εμπεριέχει το συνθετικό πέδον (έδαφος· γη). (Λου 21:20) Ο όρος παρεμβολή του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου (από τις λέξεις παρά [δίπλα] και βάλλω [ρίχνω]) αναφέρεται κατά κυριολεξία στην ανάπτυξη ή στην παράταξη στρατιωτών σε θέση μάχης. Μπορεί να σημαίνει «στράτευμα», «στρατώνας» ή «στρατόπεδο».—Εβρ 11:34· Πρ 21:34· Απ 20:9.
Από τον καιρό του Αβραάμ, οι υπηρέτες του Ιεχωβά κατά την προχριστιανική εποχή συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις. Όταν ο Ελαμίτης Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του αιχμαλώτισαν τον Λωτ, ανιψιό του Αβραάμ, και το σπιτικό του, ο Αβραάμ συγκέντρωσε το στρατό του που αποτελούνταν από «εκπαιδευμένους άντρες . . . , τριακόσιους δεκαοχτώ δούλους», και μαζί με τους γείτονές του με τους οποίους είχε συνάψει συνθήκη έσπευσε σε καταδίωξη μέχρι τη Δαν, περίπου 200 χλμ. ΒΒΑ. Κατόπιν χώρισε τις δυνάμεις και επιτέθηκε τη νύχτα, μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα στους Βιβλικούς χρόνους.—Γε 14:13-16.
Ο Ισραηλιτικός Στρατός. Πάνω από 400 χρόνια αργότερα, το έθνος του Ισραήλ έφυγε από την Αίγυπτο πολύ βιαστικά, αλλά σε καλά οργανωμένο «σχηματισμό μάχης», πιθανόν σαν πενταμερής στρατός αποτελούμενος από ένα κύριο σώμα, εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή και δύο πτέρυγες. (Εξ 6:26· 13:18) Ο αιγυπτιακός στρατός που τους καταδίωκε αποτελούνταν από «εξακόσια εκλεκτά άρματα και όλα τα άλλα άρματα της Αιγύπτου». Κάθε άρμα μετέφερε συνήθως τρεις άντρες, έναν ηνίοχο και δύο πολεμιστές, πιθανόν τοξότες, αφού το τόξο ήταν το κύριο επιθετικό όπλο των Αιγυπτίων. Τους συνόδευε ιππικό. (Εξ 14:7, 9, 17) Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Β΄, 324 [xv, 3]), οι Αιγύπτιοι «τους καταδίωκαν με εξακόσια άρματα μαζί με πενήντα χιλιάδες ιππείς και διακόσιες χιλιάδες οπλίτες».—Βλέπε ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ.
Λίγο μετά την Έξοδο, οι Ισραηλίτες έδωσαν την πρώτη στρατιωτική τους μάχη ως απελευθερωμένος λαός. Τους επιτέθηκαν οι Αμαληκίτες στη Ρεφιδίμ, στην περιοχή του Όρους Σινά. Υπό την κατεύθυνση του Μωυσή, ο Ιησούς του Ναυή συγκέντρωσε γρήγορα μια πολεμική δύναμη. Η μάχη διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, και, παρότι ο Ισραήλ ήταν άπειρος στην τέχνη του πολέμου, ο Ιεχωβά τού έδωσε τη νίκη.—Εξ 17:8-14.
Περίπου έναν χρόνο μετά την Έξοδο, απαριθμήθηκαν όσοι ήταν στρατεύσιμοι, δηλαδή οι άρρενες από 20 χρονών και πάνω. Σύμφωνα με την απογραφή, ο συνολικός τους αριθμός ήταν 603.550. (Αρ 1:1-3, 45, 46) Μια παρόμοια απαρίθμηση προς το τέλος της οδοιπορίας στην έρημο έδειξε ότι η δύναμη του στρατού είχε μειωθεί ελαφρώς, πέφτοντας στους 601.730 άντρες. (Αρ 26:2, 51) Οι Λευίτες ήταν απαλλαγμένοι από τη στρατιωτική υπηρεσία και επομένως δεν περιλήφθηκαν σε αυτούς τους αριθμούς, αλλά καταμετρήθηκαν ξεχωριστά.—Αρ 1:47-49· 3:14-39· 26:57, 62.
Περιπτώσεις απαλλαγής. Εκτός από τη φυλή του Λευί, απαλλαγή από τη στρατιωτική υπηρεσία έπαιρναν και οι ακόλουθες κατηγορίες ατόμων: (1) ο άντρας που «έχτισε καινούριο σπίτι και δεν το εγκαινίασε», (2) ο άντρας που «φύτεψε αμπέλι και δεν άρχισε να το χρησιμοποιεί», (3) ο άντρας που «αρραβωνιάστηκε γυναίκα και δεν την πήρε», (4) αυτός που παντρεύεται «δεν πρέπει να πάει στο στρατό, [αλλά] . . . πρέπει να παραμείνει απαλλαγμένος στο σπίτι του έναν χρόνο», (5) ο άντρας που «φοβάται και έχει άτολμη καρδιά».—Δευ 20:5-8· 24:5.
Στρατιωτικές διευθετήσεις μετά την κατάκτηση της Χαναάν. Μετά τη γενική εγκατάσταση στη Χαναάν δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανάγκη για μεγάλο μόνιμο στρατό, ενώ οι συνοριακές αψιμαχίες αντιμετωπίζονταν συνήθως από τις εμπλεκόμενες τοπικές φυλές. Όποτε ήταν αναγκαίο να συγκεντρωθεί μια μεγαλύτερη ενιαία πολεμική δύναμη από διάφορες φυλές, ο Ιεχωβά ήγειρε Κριτές για να αναλάβουν την ηγεσία. Το κάλεσμα στα όπλα γινόταν με διάφορους τρόπους: με σαλπίσματα, με αγγελιοφόρους ή με ενδεικτικά σημάδια που στέλνονταν για να παρακινήσουν τους πολεμιστές σε δράση.—Αρ 10:9· Κρ 3:27· 6:35· 19:29· 1Σα 11:7.
Οι πολεμιστές φαίνεται ότι εξασφάλιζαν οι ίδιοι τα όπλα τους: σπαθιά, δόρατα, κοντάρια, σαΐτες, σφεντόνες, τόξα και βέλη. Γενικά είχαν την ευθύνη να εξασφαλίζουν μόνοι τους την τροφή τους, γι’ αυτό και ο Ιεσσαί έστειλε προμήθειες για τους γιους του που υπηρετούσαν στο στρατό του Σαούλ. (1Σα 17:17, 18) Ωστόσο, σε μια περίπτωση, το 10 τοις εκατό των εθελοντών ξεχωρίστηκε ώστε να εξασφαλίσει προμήθειες για τους υπόλοιπους.—Κρ 20:10.
Η παρουσία του Ιεχωβά στο στρατόπεδο του Ισραήλ απαιτούσε αγιότητα, τελετουργική καθαρότητα εκ μέρους των στρατιωτών. (Δευ 23:9-14) Επειδή υπό το Νόμο η σεξουαλική επαφή καθιστούσε έναν άντρα ακάθαρτο μέχρι την επόμενη ημέρα, τόσο ο Δαβίδ όσο και ο Ουρίας απέφευγαν επιμελώς τις σεξουαλικές σχέσεις ενώ ήταν σε υπηρεσία. (Λευ 15:16-18· 1Σα 21:1-6· 2Σα 11:6-11) Οι στρατοί των ειδωλολατρικών εθνών πολλές φορές βίαζαν τις γυναίκες των κατακτημένων πόλεων, αλλά οι στρατιώτες του Ισραήλ δεν το έκαναν αυτό όταν νικούσαν. Ούτε τους επιτρεπόταν να παντρευτούν αιχμάλωτη γυναίκα αν δεν είχε μεσολαβήσει ένας μήνας.—Δευ 21:10-13.
Το αν ο Ισραήλ θα νικούσε τελικά εξαρτόταν από τον Ιεχωβά, ωστόσο η κατάλληλη διοίκηση του στρατού ήταν απαραίτητη. Με αυτή την ευθύνη ήταν επιφορτισμένοι οι διορισμένοι αξιωματικοί, οι χιλίαρχοι και οι εκατόνταρχοι. Στους ιερείς είχε ανατεθεί το να ενθαρρύνουν και να δίνουν την κατεύθυνση και το σκοπό στις εκστρατείες. (Αρ 31:6, 14· Δευ 20:2-4, 9) Στις ημέρες των Κριτών, εκείνος τον οποίο ήγειρε ο Ιεχωβά οδηγούσε προσωπικά το στρατό στη μάχη. Ο κριτής επίσης σχεδίαζε την τακτική και τη στρατηγική. Ανέπτυσσε τις δυνάμεις του με διάφορους τρόπους: τις χώριζε σε μονάδες (συνήθως τρεις), διέταζε αιφνιδιαστική επίθεση, διευθετούσε να στηθεί ενέδρα, εξαπέλυε μετωπική επίθεση, έβαζε τις δυνάμεις να φυλάνε τις διαβάσεις των ποταμών, και ούτω καθεξής.—Ιη 8:9-22· 10:9· 11:7· Κρ 3:28· 4:13, 14· 7:16· 9:43· 12:5.
Υπό τη μοναρχία. Μη ικανοποιημένος με τη θεοκρατική διευθέτηση στην οποία είχαν την ηγεσία οι Κριτές, ο λαός ήθελε να είναι «όπως όλα τα έθνη», έχοντας βασιλιά ο οποίος θα έβγαινε μπροστά από εκείνους και θα διεξήγε τις μάχες τους. (1Σα 8:20) Ο Σαμουήλ, όμως, τους προειδοποίησε ότι ένας τέτοιος βασιλιάς δεν θα πολεμούσε μόνος του, αλλά επρόκειτο να πάρει τους γιους τους και να «τους έχει για τα άρματά του και για ιππείς του, και μερικοί θα τρέχουν μπροστά από τα άρματά του». (1Σα 8:11, 12· βλέπε ΔΡΟΜΕΙΣ.) Ο βασιλιάς ήταν ο στρατάρχης, ενώ ο αρχηγός του στρατεύματος ήταν δεύτερος σε εξουσία.—1Σα 14:50.
Το μέγεθος και η δύναμη του στρατού του Σαούλ ποίκιλλαν ανάλογα με τις ανάγκες. Σε μια περίπτωση αυτός διάλεξε 3.000 άντρες, 1.000 από τους οποίους ήταν υπό τις διαταγές του γιου του, του Ιωνάθαν. (1Σα 13:2) Για ένα άλλο εγχείρημα συγκεντρώθηκαν 330.000 άντρες. (1Σα 11:8) Αλλά σε σύγκριση με τα άκρως μηχανοκίνητα στρατεύματα των Φιλισταίων οι οποίοι, σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο, είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν 30.000 άρματα, 6.000 ιππείς και “λαό που ήταν σε πλήθος σαν τους κόκκους της άμμου”—όπως έκαναν στη Μιχμάς—ο Ισραήλ φαινόταν ανεπαρκώς εξοπλισμένος. «Την ημέρα της μάχης δεν βρισκόταν ούτε σπαθί ούτε δόρυ στο χέρι κάποιου από το λαό», με εξαίρεση τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν.—1Σα 13:5, 22.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, ο στρατός του Ισραήλ βελτιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, τόσο σε μέγεθος όσο και σε αποτελεσματικότητα. Περισσότεροι από 300.000 άντρες εξοπλισμένοι για πόλεμο πήγαν στη Χεβρών και παρέδωσαν τη βασιλεία του Σαούλ στον Δαβίδ. (1Χρ 12:23-38) Στο στρατό του Δαβίδ υπηρετούσαν επίσης μη Ισραηλίτες.—2Σα 15:18· 20:7.
Ο Δαβίδ διατήρησε πολλές από τις παλιότερες οργανωτικές δομές του στρατού, όπως τη θέση του στρατάρχη την οποία κράτησε για τον εαυτό του, το διορισμό στρατιωτικών διοικητών—λόγου χάρη του Ιωάβ, του Αβενήρ και του Αμασά—και την υπαγωγή των χιλίαρχων και των εκατόνταρχων στη δικαιοδοσία αυτών των διοικητών. (2Σα 18:1· 1Βα 2:32· 1Χρ 13:1· 18:15) Ωστόσο, εισήγαγε και κάποιες δικές του καινοτομίες. Ένα σύστημα μηνιαίας υπηρεσίας εκ περιτροπής εξασφάλιζε 12 ομάδες των 24.000 αντρών (συνολικά 288.000 άντρες), έτσι ώστε κάθε στρατιώτης υπηρετούσε κανονικά μόνο έναν μήνα το χρόνο. (1Χρ 27:1-15) Αυτό δεν σημαίνει ότι και οι 24.000 που υπηρετούσαν για έναν μήνα προέρχονταν από την ίδια φυλή, αλλά η κάθε φυλή συνεισέφερε το μερίδιο που της αναλογούσε κάθε μήνα σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Μονάδες ιππικού και αρμάτων. Τα άρματα—υπερυψωμένα οχήματα που έδιναν τη δυνατότητα βολής εν κινήσει—θεωρούνταν ιδιαίτερα πολύτιμα από τους Βαβυλωνίους, τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους για την ταχύτητα και την ευελιξία τους. Γι’ αυτό, αποτέλεσαν κατάλληλο σύμβολο της στρατιωτικής ισχύος των κυριότερων παγκόσμιων αυτοκρατοριών. Υπό τον Δαβίδ, τον σπουδαιότερο στρατιωτικό διοικητή του Ισραήλ, ολόκληρος ο στρατός αποτελούνταν από πεζικάριους που είχαν τα όπλα τους στο χέρι—σπαθί, δόρυ, τόξο ή σφεντόνα. Ο Δαβίδ πρέπει να θυμόταν ότι ο Ιεχωβά είχε συμβουλέψει να μην εμπιστεύεται κανείς στα άλογα για νίκη (Δευ 17:16· 20:1), ότι ο Ιεχωβά «έριξε στη θάλασσα» τα άλογα και τα άρματα του Φαραώ (Εξ 15:1, 4) και ότι ο Ιεχωβά άνοιξε τους καταρράκτες των ουρανών πάνω από τα «εννιακόσια πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια» που διέθετε ο Σισάρα έτσι ώστε “ο χείμαρρος Κισών παρέσυρε” τον εχθρό.—Κρ 4:3· 5:21.
Γι’ αυτό, όπως ο Ιησούς του Ναυή έκοψε τους τένοντες των αλόγων που αιχμαλώτισε και έκαψε τα εχθρικά άρματα, ο Δαβίδ έκανε το ίδιο με τα άλογα που άρπαξε από τον Αδαδέζερ, το βασιλιά της Ζωβά. Έκοψε τους τένοντες όλων αυτών των πολλών αλόγων εκτός από εκατό. (Ιη 11:6-9· 2Σα 8:4) Σε έναν ύμνο ο Δαβίδ εξήγησε ότι οι εχθροί του ασχολούνταν με τα άρματα και τα άλογα, «εμείς, όμως, το όνομα του Ιεχωβά του Θεού μας θα μνημονεύουμε». «Το άλογο είναι απατηλό μέσο για σωτηρία». (Ψλ 20:7· 33:17) Όπως λέει η παροιμία: «Το άλογο ετοιμάζεται για την ημέρα της μάχης, αλλά η σωτηρία ανήκει στον Ιεχωβά».—Παρ 21:31.
Με τη διακυβέρνηση του Σολομώντα γράφτηκε καινούριο κεφάλαιο στα χρονικά του στρατού του Ισραήλ. Η βασιλεία του συγκριτικά ήταν ειρηνική, ωστόσο αυτός πλήθυνε τα άλογα και τα άρματα. (Βλέπε ΑΡΜΑ.) Τα περισσότερα από αυτά τα άλογα τα αγόραζαν και τα εισήγαν από την Αίγυπτο. Χρειάστηκε να χτιστούν ολόκληρες πόλεις σε όλη την επικράτεια για να στεγαστούν αυτές οι νέες στρατιωτικές μονάδες. (1Βα 4:26· 9:19· 10:26, 29· 2Χρ 1:14-17) Ωστόσο, ο Ιεχωβά δεν ευλόγησε ποτέ αυτή την καινοτομία του Σολομώντα και, μετά το θάνατό του και τη διαίρεση του βασιλείου, ο στρατός του Ισραήλ παρήκμασε. Όπως έγραψε μεταγενέστερα ο Ησαΐας: «Αλίμονο σε εκείνους που κατεβαίνουν στην Αίγυπτο για βοήθεια, εκείνους που βασίζονται σε άλογα και θέτουν την εμπιστοσύνη τους σε πολεμικά άρματα, επειδή είναι πολυάριθμα, και σε άτια, επειδή είναι πολύ δυνατά, αλλά δεν απέβλεψαν στον Άγιο του Ισραήλ και τον Ιεχωβά δεν τον αναζήτησαν».—Ησ 31:1.
Στην εποχή του διαιρεμένου βασιλείου. Μετά τη διαίρεση του βασιλείου υπήρχε συνεχής έχθρα ανάμεσα στον Ιούδα και στον Ισραήλ. (1Βα 12:19, 21) Ο διάδοχος του Ροβοάμ, ο Αβιά, είχε μόνο 400.000 άντρες στο στρατό του όταν ο Ιεροβοάμ ήρθε εναντίον του με μια δύναμη 800.000 αντρών. Μολονότι στον κάθε στρατιώτη του νότιου βασιλείου αντιστοιχούσαν δύο του βόρειου, οι άντρες του νότιου βασιλείου είχαν επιτυχία «επειδή στηρίχτηκαν στον Ιεχωβά». Ο Ισραήλ έχασε 500.000 άντρες.—2Χρ 13:3-18.
Εκτός από τη διαφυλετική διαμάχη, υπήρχε και η εξωτερική αντιπαλότητα από τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη. Ο Ισραήλ ήταν αναγκασμένος να διατηρεί μόνιμο στρατό εξαιτίας των τεταμένων σχέσεων με τη Συρία στο βορρά. (2Βα 13:4-7) Και ο Ιούδας επίσης έπρεπε να αντιστέκεται στις εισβολές των ειδωλολατρικών στρατών. Σε κάποια περίπτωση, η Αίγυπτος εισέβαλε στον Ιούδα και πήρε πολλά λάφυρα. (1Βα 14:25-27) Σε μια άλλη περίπτωση, η Αιθιοπία ήρθε εναντίον του Ιούδα με στρατό αποτελούμενο από 1.000.000 άντρες και 300 άρματα. Ο Βασιλιάς Ασά διέθετε δύναμη μόνο 580.000 αντρών αλλά, όταν “επικαλέστηκε τον Ιεχωβά τον Θεό του”, «ο Ιεχωβά έκανε να νικηθούν οι Αιθίοπες», και δεν έμεινε ζωντανός ούτε ένας.—2Χρ 14:8-13.
Όταν πάλι ο Μωάβ, ο Αμμών και οι Αμμωνίμ ανέβηκαν εναντίον του Ιωσαφάτ, εκείνος, παρότι διέθετε δύναμη 1.160.000 αντρών, «προσήλωσε το πρόσωπό του στο να αναζητήσει τον Ιεχωβά», ο οποίος τον διαβεβαίωσε: «Η μάχη δεν είναι δική σας, αλλά του Θεού». (2Χρ 17:12-19· 20:1-3, 15) Σε αυτή την περίπτωση γράφτηκε στρατιωτική ιστορία, καθώς μια χορωδία αποτελούμενη από εκπαιδευμένες φωνές “έβγαινε μπροστά από τους ένοπλους άντρες”, υμνώντας: «Αινείτε τον Ιεχωβά». Οι εχθρικές δυνάμεις έπεσαν σε σύγχυση και αλληλοεξοντώθηκαν.—2Χρ 20:21-23.
Ο Ρωμαϊκός Στρατός. Ο ρωμαϊκός στρατός, που κατά τη διακυβέρνηση του Αυγούστου υπολογίζεται ότι αριθμούσε 300.000 άντρες, ήταν οργανωμένος εντελώς διαφορετικά από τους στρατούς των παλαιότερων αυτοκρατοριών. Το βασικό στοιχείο του ρωμαϊκού στρατιωτικού κατεστημένου ήταν η λεγεώνα. Επρόκειτο για μεγάλη ανεξάρτητη μονάδα η οποία αποτελούσε από μόνη της έναν πλήρη στρατό και όχι ειδικευμένο τμήμα μεγαλύτερης δύναμης. Μερικές φορές οι λεγεώνες πολεμούσαν από κοινού, υπάγοντας ενιαία τους πόρους και τη δύναμή τους σε μια κεντρική διοίκηση, όπως στην περίπτωση κατά την οποία τέσσερις λεγεώνες ενώθηκαν υπό τον Τίτο για την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ. Συνήθως, όμως, κάθε λεγεώνα είχε τη δική της ξεχωριστή αποστολή. Τους λεγεωνάριους πλαισίωναν μη Ρωμαίοι πολίτες από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, οι οποίοι αποτελούσαν τα auxilia (βοηθητικά σώματα) και ήταν πολλές φορές εθελοντές από την τοπική περιφέρεια. Οι βοηθητικοί στρατιώτες, υποστηριζόμενοι από τις λεγεώνες, στάθμευαν κατά μήκος των συνόρων. Όταν κάποιο μέλος των auxilia αποστρατευόταν με τιμητική διάκριση, του χορηγούνταν η ρωμαϊκή υπηκοότητα.
Ο αριθμός των λεγεώνων ποίκιλλε στις διάφορες εποχές, από 25 ή λιγότερες μέχρι και 33. Παρόμοια, ο αριθμός των στρατιωτών σε κάθε λεγεώνα κυμαινόταν περίπου από 4.000 ως 6.000. Τον πρώτο αιώνα η δύναμη αυτή αριθμούσε συνήθως 6.000 άντρες. Γι’ αυτόν το λόγο, η λέξη «λεγεώνα», όπως χρησιμοποιείται στις Γραφές, σημαίνει προφανώς έναν απροσδιόριστο, μεγάλο αριθμό. (Ματ 26:53· Μαρ 5:9· Λου 8:30) Κάθε λεγεώνα είχε το δικό της διοικητή, ο οποίος ήταν υπόλογος μόνο στον αυτοκράτορα, ενώ σε αυτόν υπάγονταν έξι χιλίαρχοι (στρατιωτικοί διοικητές, ΜΝΚ).—Μαρ 6:21· Ιωα 18:12· Πρ 21:32–23:22· 25:23· βλέπε ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ.
Η λεγεώνα χωριζόταν σε δέκα κοόρτεις, ή αλλιώς μονάδες. Παραδείγματος χάρη, οι Γραφές μιλούν για την “ιταλική μονάδα” και τη «μονάδα του Αυγούστου». (Πρ 10:1· 27:1· βλέπε ΜΟΝΑΔΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ.) Όταν πέθανε ο Ηρώδης Αγρίππας, το 44 Κ.Χ., υπήρχαν πέντε κοόρτεις στην Καισάρεια. Η λεγεώνα υποδιαιρούνταν περαιτέρω σε 60 εκατονταρχίες, συνήθως των 100 αντρών η καθεμιά, οι οποίες τελούσαν υπό την ηγεσία ενός εκατόνταρχου (αξιωματικού, ΜΝΚ). Αυτοί οι αξιωματικοί ήταν ιδιαίτερα χρήσιμοι, αφού είχαν την ευθύνη να εκπαιδεύουν τους στρατιώτες. (Ματ 8:5-13· 27:54· Πρ 10:1· 21:32· 22:25, 26· 23:17, 23· 24:23· 27:1, 6, 11, 31, 43· βλέπε ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ.) Σε κάθε λεγεώνα υπήρχαν δέκα αξιωματικοί με ειδικά καθήκοντα οι οποίοι εκτελούσαν χρέη σωματοφύλακα ή ταχυδρόμου, ενίοτε δε και εκτελεστή.—Μαρ 6:27.
Οι ρωμαϊκές λεγεώνες έφεραν ποικίλα λάβαρα και εμβλήματα με ομοιώματα αετών ή κάποιων ζώων, ενώ αργότερα προστέθηκαν ειδώλια του αυτοκράτορα. Σε αυτά τα λάβαρα απέδιδαν θρησκευτική σημασία, τα θεωρούσαν ιερά και άγια μέχρι του σημείου να τα λατρεύουν, και τα φύλαγαν με τη ζωή τους. Για αυτούς τους λόγους οι Ιουδαίοι εναντιώνονταν σφοδρά στην παρουσία τέτοιων αντικειμένων μέσα στην Ιερουσαλήμ.
Οι Αποκαλούμενοι Πρώτοι Χριστιανοί. Οι πρώτοι Χριστιανοί αρνούνταν να υπηρετήσουν στο ρωμαϊκό στρατό, είτε στις λεγεώνες είτε στα auxilia, θεωρώντας αυτή την υπηρεσία εντελώς ασύμβατη με τις διδασκαλίες της Χριστιανοσύνης. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., λέει στο έργο του «Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίον» (110): «Εμείς που έχουμε κορεστεί από πολέμους και αλληλοσφαγές και κάθε είδους κακία, έχουμε ο καθένας μας μετατρέψει σε ολόκληρη τη γη τα πολεμικά μας όπλα—τα σπαθιά μας σε υνιά και τα δόρατά μας σε γεωργικά εργαλεία». (Οι Προ της Συνόδου της Νίκαιας Πατέρες [The Ante-Nicene Fathers], Τόμ. 1, σ. 254) Στην πραγματεία του «Περί στεφάνου (De Corona)» (11), αναλύοντας το «αν ο πόλεμος είναι έστω και κατά το ελάχιστο κατάλληλος για τους Χριστιανούς», ο Τερτυλλιανός (περ. 200 Κ.Χ.) βάσισε στις Γραφές την άποψη ότι ακόμη και η στρατιωτική ζωή είναι αθέμιτη, καταλήγοντας: «Αποκηρύσσω για εμάς τη στρατιωτική ζωή».—Οι Προ της Συνόδου της Νίκαιας Πατέρες, 1957, Τόμ. 3, σ. 99, 100.
«Μια προσεκτική ανασκόπηση όλων των πληροφοριών που υπάρχουν στη διάθεσή μας δείχνει ότι, μέχρι την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου [121-180 Κ.Χ.], κανένας Χριστιανός δεν έγινε στρατιώτης· και κανένας στρατιώτης, αφού έγινε Χριστιανός, δεν παρέμεινε σε στρατιωτική υπηρεσία». (Η Άνοδος της Χριστιανοσύνης [The Rise of Christianity], του Έ. Γ. Μπαρνς, 1947, σ. 333) «Θα γίνει αμέσως φανερό ότι τα στοιχεία για την ύπαρξη έστω και ενός Χριστιανού στρατιώτη ανάμεσα στα έτη 60 και περίπου 165 μ.Χ. είναι άκρως πενιχρά· . . . τουλάχιστον μέχρι τη διακυβέρνηση του Μάρκου Αυρήλιου, κανένας Χριστιανός δεν γινόταν στρατιώτης μετά το βάφτισμά του». (Η Πρώτη Εκκλησία και ο Κόσμος [The Early Church and the World], του Σ. Τζ. Καντού, 1955, σ. 275, 276) «Το δεύτερο αιώνα, η Χριστιανοσύνη . . . είχε πιστοποιήσει την ασυμβατότητα της στρατιωτικής υπηρεσίας με τη Χριστιανοσύνη». (Σύντομη Ιστορία της Ρώμης [A Short History of Rome], των Γκ. Φερέρο και Κ. Μπαρμπαγκάλο, 1919, σ. 382) «Η συμπεριφορά των Χριστιανών ήταν πολύ διαφορετική από τη συμπεριφορά των Ρωμαίων. . . . Εφόσον ο Χριστός είχε κηρύξει την ειρήνη, αρνούνταν να γίνουν στρατιώτες». (Ο Κόσμος μας στη Διάρκεια των Αιώνων [Our World Through the Ages], των Ν. Πλατ και Μ. Τζ. Ντράμοντ, 1961, σ. 125) «Οι πρώτοι Χριστιανοί θεωρούσαν ότι ήταν λάθος να πολεμούν, και δεν υπηρετούσαν στο στρατό ακόμη και όταν η Αυτοκρατορία χρειαζόταν στρατιώτες». (Τα Θεμέλια του Νέου Κόσμου στον Παλιό [The New World’s Foundations in the Old], των Ρ. και Γ. Μ. Γουέστ, 1929, σ. 131) «Οι Χριστιανοί . . . απείχαν από τα δημόσια αξιώματα και τη στρατιωτική υπηρεσία». (Εισαγωγή του εκδότη στο τμήμα «Ο Διωγμός των Χριστιανών στη Γαλατία το 177 μ.Χ.», από το σύγγραμμα Τα Μεγάλα Γεγονότα από Διάσημους Ιστορικούς [The Great Events by Famous Historians], επιμέλεια Ρ. Τζόνσον, 1905, Τόμ. 3, σ. 246) «Ενώ [οι Χριστιανοί] ενστάλαζαν τις αρχές της παθητικής υπακοής, αρνούνταν να έχουν οποιοδήποτε ενεργό μέρος στην πολιτική διοίκηση ή στη στρατιωτική άμυνα της αυτοκρατορίας. . . . Ήταν αδύνατο για τους Χριστιανούς να γίνουν στρατιώτες, δικαστές ή άρχοντες χωρίς να απαρνηθούν ένα ιερότερο καθήκον».—Η Παρακμή και η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (The Decline and Fall of the Roman Empire), του Έντουαρντ Γκίμπον, Τόμ. 1, σ. 416.
Ο Ουράνιος Στρατός. Τα ουράνια στρατεύματα, υπό την έννοια καλά οργανωμένων πολυπληθών συνόλων, αναφέρονται όχι μόνο στα υλικά άστρα αλλά συχνότερα στις ισχυρές στρατιές των αγγελικών πνευματικών πλασμάτων τα οποία τελούν υπό την υπέρτατη διοίκηση του Ιεχωβά Θεού. (Γε 2:1· Νε 9:6) Η έκφραση «ο Ιεχωβά των στρατευμάτων» εμφανίζεται 283 φορές στις Εβραϊκές Γραφές—πρώτη φορά στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 1:3—ενώ η αντίστοιχη έκφραση υπάρχει δύο φορές στις Ελληνικές Γραφές. (Ρω 9:29· Ιακ 5:4· βλέπε ΙΕΧΩΒΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ.) Όταν γίνεται λόγος για τους αγγελικούς πολεμιστές, χρησιμοποιούνται στρατιωτικοί όροι όπως «λεγεώνες», «πολεμικά άρματα», «ιππείς» και τα παρόμοια. (2Βα 2:11, 12· 6:17· Ματ 26:53) Ως προς το μέγεθος, το στρατόπεδο των αόρατων στρατευμάτων του Ιεχωβά περιλαμβάνει «μυριάδες, χιλιάδες επί χιλιάδων», πολεμικά άρματα. (Ψλ 68:17) Πρόκειται για ανίκητη πολεμική δύναμη. «Ο άρχοντας του στρατεύματος του Ιεχωβά» παρουσιάστηκε με γυμνό σπαθί στον Ιησού του Ναυή και του έδωσε οδηγίες για την κατάληψη της Ιεριχώς. (Ιη 5:13-15) Ένας και μόνο άγγελος αυτών των ουράνιων στρατευμάτων θανάτωσε μέσα σε μια νύχτα 185.000 Ασσυρίους. (2Βα 19:35) Όταν ξέσπασε πόλεμος στον ουρανό, ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του έριξαν τον Σατανά και τους δαίμονές του στη γη. (Απ 12:7-9, 12) Επιπλέον, δεν πρόκειται να υπάρξει διαφυγή όταν «τα στρατεύματα . . . στον ουρανό» ακολουθήσουν τον “Βασιλιά βασιλιάδων και Κύριο κυρίων” καθώς αυτός θα καταστρέφει «το θηρίο και τους βασιλιάδες της γης και τα στρατεύματά τους». (Απ 19:14, 16, 19, 21) Ταυτόχρονα, όμως, αυτός ο ισχυρός αόρατος στρατός του Ιεχωβά θα προστατεύει τους πιστούς υπηρέτες του στη γη.—2Βα 6:17· Ψλ 34:7· 91:11· Δα 6:22· Ματ 18:10· Πρ 12:7-10· Εβρ 1:13, 14.
Βλέπε επίσης ΟΠΛΑ, ΠΑΝΟΠΛΙΑ· ΠΟΛΕΜΟΣ· ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ· ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ.