ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Ζήτημα που επιλύεται στο δικαστήριο· δίκη. Η εβραϊκή λέξη που ως επί το πλείστον σχετίζεται με τις δικαστικές υποθέσεις είναι το ρήμα ριβ, το οποίο σημαίνει «μαλώνω· έρχομαι σε διαμάχη· χειρίζομαι δικαστική υπόθεση». (Γε 26:20· Δευ 33:8· Ψλ 43:1) Το παράγωγο ουσιαστικό αποδίδεται «αντιδικία· αμφιλεγόμενη (υπόθεση)· δικαστική υπόθεση». (Εξ 23:2· Δευ 17:8· Ψλ 35:23· Ησ 34:8) Η εβραϊκή λέξη ντιν (κρίση) αποδίδεται ενίοτε «δικαστική υπόθεση· νομική αξίωση· δικαστική διένεξη». (Ιωβ 35:14· Ψλ 140:12· Παρ 22:10) Μεταξύ των υπηρετών του Θεού, μια δικαστική υπόθεση αποσκοπούσε πρωτίστως στην ικανοποίηση των θεϊκών απαιτήσεων και, κατά δεύτερο λόγο, στην απόδοση δικαιοσύνης προς το εμπλεκόμενο άτομο ή άτομα, παράλληλα με την καταβολή αποζημίωσης, όπου αυτή απαιτούνταν. Ο Θεός θεωρούσε ότι περιλαμβανόταν και ο ίδιος στην υπόθεση ακόμη και όταν επρόκειτο για προσωπικά αδικήματα μεταξύ των ανθρώπων, όπως επισημαίνεται στα λόγια του Μωυσή προς τους Ισραηλίτες κριτές στα εδάφια Δευτερονόμιο 1:16, 17.
Στον κήπο της Εδέμ έτυχε χειρισμού μια δικαστική υπόθεση με στόχο να εξακριβωθούν τα γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση και τα ζητήματα που περιλαμβάνονταν σε αυτήν, να κατασταθούν δημοσίως γνωστά, καθώς επίσης να απαγγελθεί η ποινή των παραβατών. Ο Ιεχωβά κάλεσε ενώπιόν του τον Αδάμ και την Εύα για να τους απευθύνει ερωτήσεις. Αν και ο ίδιος γνώριζε τα πάντα, διεξήγαγε ακροαματική διαδικασία, παρουσίασε τις κατηγορίες με σαφήνεια, έφερε στο φως τα γεγονότα μέσω ερωτήσεων και τους παρείχε την ευκαιρία να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Πέτυχε την ομολογία των παραβατών. Στη συνέχεια ο Ιεχωβά εξέδωσε την απόφασή του για το ζήτημα και, με δικαιοσύνη αλλά και παρ’ αξία καλοσύνη, εφάρμοσε το νόμο, εκδηλώνοντας έλεος προς τους αγέννητους απογόνους του Αδάμ και της Εύας με το να αναβάλει προσωρινά την εκτέλεση της θανατικής ποινής των παραβατών.—Γε 3:6-19.
Στην περίπτωση αυτή, ο Ιεχωβά Θεός, ο Υπέρτατος Κριτής, έθεσε το πρότυπο για όλες τις μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες ανάμεσα στο λαό του. (Γε 3:1-24) Ο χειρισμός των δικαστικών υποθέσεων σε αρμονία με τις δικαστικές διατάξεις του Θεού αποσκοπούσε στην εξακρίβωση και στην εξέταση των γεγονότων με στόχο την απόδοση δικαιοσύνης—και όπου ήταν δυνατόν, το μετριασμό της δικαιοσύνης από το έλεος. (Δευ 16:20· Παρ 28:13· παράβαλε Ματ 5:7· Ιακ 2:13.) Σκοπός της όλης διαδικασίας ήταν να παραμένει αμόλυντο το έθνος του Ισραήλ και ταυτόχρονα να υπάρχει πρόνοια για την προσωπική ευημερία των μελών του, καθώς επίσης των πάροικων και των μέτοικων ανάμεσά τους. (Λευ 19:33, 34· Αρ 15:15, 16· Δευ 1:16, 17) Ο Νόμος που δόθηκε στο έθνος εμπεριείχε την προβλεπόμενη διαδικασία για τις αστικές υποθέσεις, αλλά και για τα λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά αδικήματα (συμπεριλαμβανομένων όσων διαπράττονταν ενάντια στον Θεό και στο Κράτος), τις παρεξηγήσεις, τις προσωπικές διαφορές και τις δυσάρεστες καταστάσεις σε ατομικό, οικογενειακό, φυλετικό και εθνικό επίπεδο.
Η Διαδικασία. Σε περιπτώσεις προσωπικής διένεξης, οι εμπλεκόμενοι παροτρύνονταν να αποφεύγουν τους καβγάδες και να διευθετούν τα ζητήματα κατ’ ιδίαν. (Παρ 17:14· 25:8, 9) Αν δεν κατάφερναν να καταλήξουν σε συμφωνία, μπορούσαν να αποταθούν στους δικαστές. (Ματ 5:25) Παρόμοια συμβουλή έδωσε και ο Ιησούς. (Ματ 18:15-17) Δεν υπήρχε κάποια τυπική ή περίπλοκη διαδικασία για το χειρισμό των δικαστικών υποθέσεων, είτε στην εποχή πριν από το Μωσαϊκό Νόμο είτε υπό το Νόμο, μολονότι μετά τη σύσταση του Σάνχεδριν παρεισέφρησε κάποιος τυπικισμός. Παρ’ όλα αυτά, ο χειρισμός των υποθέσεων γινόταν με ευταξία και αποφασιστικότητα. Τόσο οι γυναίκες όσο και οι δούλοι και οι πάροικοι είχαν πρόσβαση στα δικαστήρια ώστε να απονέμεται δικαιοσύνη σε όλους. (Ιωβ 31:13, 14· Αρ 27:1-5· Λευ 24:22) Ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά τη διάρκεια της κατάθεσης εναντίον του και μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δεν φαίνεται να υπήρχε κάποιο αντίστοιχο του εισαγγελέα είτε στα πατριαρχικά είτε στα ισραηλιτικά δικαστήρια. Ούτε θεωρούνταν απαραίτητο να παρίσταται κάποιος συνήγορος υπεράσπισης. Οι διάδικοι δεν κατέβαλλαν δικαστικά έξοδα.
Ο ενάγων είτε για αστικό ζήτημα είτε για εγκληματική πράξη παρουσίαζε την υπόθεσή του ενώπιον των δικαστών. Καλούνταν ο αντίδικος, συγκεντρώνονταν οι μάρτυρες, και η ακροαματική διαδικασία διεξαγόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, τις περισσότερες φορές στις πύλες της πόλης. (Δευ 21:19· Ρθ 4:1) Οι δικαστές υπέβαλλαν ερωτήσεις στους αντιδίκους και εξέταζαν τα αποδεικτικά στοιχεία και τις καταθέσεις των μαρτύρων. Ανακοίνωναν την ετυμηγορία χωρίς καθυστέρηση, εκτός και αν δεν ήταν επαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία ή εκτός και αν το ζήτημα ήταν ιδιαίτερα δυσεπίλυτο, οπότε οι δικαστές παρέπεμπαν την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο. Ποινές όπως η μαστίγωση και η εκτέλεση εφαρμόζονταν αμέσως. Ο Νόμος δεν προέβλεπε τη φυλάκιση. Η κράτηση εφαρμοζόταν μόνο στην περίπτωση που χρειαζόταν να συμβουλευτούν τον Ιεχωβά για τη λήψη της απόφασης.—Λευ 24:12· βλέπε ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ· ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ.
Η ενοχή συνεπαγόταν πάντοτε ποινική ευθύνη. Εξαιρέσεις δεν υπήρχαν. Η ενοχή δεν ήταν δυνατόν να παραβλεφθεί. Όποτε το απαιτούσε ο Νόμος, έπρεπε να επιβληθεί τιμωρία ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταβληθεί αποζημίωση. Κατόπιν, προκειμένου να συνάψει ειρήνη με τον Θεό, ο ένοχος απαιτούνταν να κάνει κάποια προσφορά στο αγιαστήριο. Σε κάθε περίπτωση ενοχής απαιτούνταν εξιλεωτικές θυσίες. (Λευ 5:1-19) Ακόμη και η ακούσια αμαρτία επέφερε ενοχή, και για να υπάρξει εξιλέωση έπρεπε να γίνουν προσφορές. (Λευ 4:1-35) Για ορισμένα αδικήματα, μεταξύ των οποίων η απάτη και η αρπαγή, εφόσον το άτομο μετανοούσε οικειοθελώς και ομολογούσε, έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση, καθώς επίσης να κάνει προσφορά για ενοχή.—Λευ 6:1-7.
Οι Αποδείξεις. Αν κάποιος είχε παραστεί μάρτυρας αποστατικών ενεργειών, στασιασμού, φόνου—πράξεων που μόλυναν τον τόπο—ή κάποιων άλλων σοβαρών αδικημάτων, ήταν υποχρεωμένος να το αναφέρει αυτό και να καταθέσει ό,τι γνώριζε, ειδάλλως υπόκειτο σε θεϊκή κατάρα, η οποία εξαγγελλόταν δημόσια. (Λευ 5:1· Δευ 13:8· παράβαλε Παρ 29:24· Εσθ 6:2.) Εντούτοις, ένας μόνο μάρτυρας δεν αρκούσε για την πιστοποίηση κάποιου ζητήματος. Απαιτούνταν δύο ή περισσότεροι. (Αρ 35:30· Δευ 17:6· 19:15· παράβαλε Ιωα 8:17, 18· 1Τι 5:19· Εβρ 10:28.) Ο Νόμος επέβαλλε στους μάρτυρες να λένε την αλήθεια (Εξ 20:16· 23:7), και σε κάποιες περιπτώσεις ζητούνταν από αυτούς να ορκιστούν. (Ματ 26:63) Αυτό εφαρμοζόταν ιδιαίτερα όταν οι υποψίες στρέφονταν στο μοναδικό μάρτυρα της υπόθεσης. (Εξ 22:10, 11) Εφόσον οι εμπλεκόμενοι σε μια δικαστική υπόθεση, οι οποίοι βρίσκονταν ενώπιον των κριτών ή του αγιαστηρίου για την κρίση ενός ζητήματος, θεωρούνταν ότι στέκονταν ενώπιον του Ιεχωβά, οι μάρτυρες έπρεπε να αναγνωρίζουν ότι ήταν υπόλογοι στον Θεό. (Εξ 22:8· Δευ 1:17· 19:17) Ο μάρτυρας δεν έπρεπε να δεχτεί να δωροδοκηθεί ή να επιτρέψει σε κάποιον πονηρό να τον πείσει να πει αναλήθειες ή να σχεδιάσει βία. (Εξ 23:1, 8) Δεν έπρεπε να επιτρέψει να επηρεαστεί η κατάθεσή του από την πίεση του όχλου ή από τον πλούτο ή τη φτώχεια των διαδίκων. (Εξ 23:2, 3) Ακόμη και η στενότερη συγγένεια δεν έπρεπε να αποτρέψει κάποιον από το να καταθέσει εναντίον ενός πονηρού παραβάτη του νόμου, όπως εναντίον ενός αποστάτη ή στασιαστή.—Δευ 13:6-11· 21:18-21· Ζαχ 13:3.
Όποιος αποδεικνυόταν ψευδομάρτυρας λάβαινε την τιμωρία που θα είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο αν είχε βρεθεί ένοχος. (Δευ 19:17-21) Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες επιβαλλόταν η θανατική ποινή, οι μάρτυρες ήταν υποχρεωμένοι να ρίξουν την πρώτη πέτρα κατά την εκτέλεση του καταδικασμένου. Με αυτόν τον τρόπο, οι μάρτυρες δεσμεύονταν από το νόμο να δείξουν το ζήλο τους για την αληθινή, καθαρή λατρεία και για την εξάλειψη του κακού από τον Ισραήλ. Αυτό το μέτρο λειτουργούσε και ως μέσο αποτροπής της ψευδομαρτυρίας. Μόνο κάποιο πολύ πωρωμένο άτομο θα μπορούσε να διατυπώσει ψευδή κατηγορία, ξέροντας ότι ο ίδιος θα έπρεπε να πρωτοστατήσει στη θανάτωση του κατηγορουμένου.—Δευ 17:7.
Απτές και έμμεσες αποδείξεις. Στην περίπτωση που κάποιος εμπιστευόταν μερικά ζώα στη φροντίδα ενός άλλου, το άτομο που είχε αναλάβει την ευθύνη μπορούσε να προσκομίσει ως απόδειξη το κατασπαραγμένο σώμα ενός ζώου που είχε θανατωθεί από θηρίο, και έτσι απαλλασσόταν από την ποινική ευθύνη. (Εξ 22:10-13) Αν κάποιος σύζυγος κατηγορούσε τη σύζυγό του ότι είχε ισχυριστεί ψευδώς πως ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκαν, ο πατέρας του κοριτσιού μπορούσε να προσκομίσει το μανδύα από το συζυγικό κρεβάτι ως απόδειξη της παρθενίας της και να τον παρουσιάσει ενώπιον των κριτών ώστε να την απαλλάξει από την κατηγορία. (Δευ 22:13-21) Ακόμη και υπό τον πατριαρχικό νόμο, οι απτές αποδείξεις γίνονταν δεκτές σε μερικές περιπτώσεις. (Γε 38:24-26) Οι διάφορες περιστάσεις λαμβάνονταν υπόψη ως αποδείξεις. Αν ένα αρραβωνιασμένο κορίτσι δεχόταν επίθεση μέσα στην πόλη, το να μη φωνάξει θεωρούνταν απόδειξη εκούσιας υποταγής και ενοχής.—Δευ 22:23-27.
Κρυφή μοιχεία. Αν κάποιος άντρας υποψιαζόταν τη σύζυγό του για κρυφή μοιχεία, αλλά εκείνη δεν το ομολογούσε και δεν υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας, μπορούσε να τη φέρει ενώπιον του ιερέα, όπου εκείνη θα κρινόταν από τον Ιεχωβά, ο οποίος έβλεπε και γνώριζε όλα τα γεγονότα. Η εκδίκαση της υπόθεσης δεν έμοιαζε με τις περιπτώσεις της λεγόμενης θεοκρισίας. Η ίδια η διαδικασία δεν περιλάμβανε κάτι που θα έβλαπτε τη γυναίκα ή θα έκανε φανερή είτε την αθωότητα είτε την ενοχή της, αλλά ο Ιεχωβά ήταν εκείνος που έκρινε τη γυναίκα και γνωστοποιούσε την ετυμηγορία του. Αν ήταν αθώα, παρέμενε σώα και αβλαβής και έπρεπε να κατασταθεί έγκυος από το σύζυγό της. Αν ήταν ένοχη, επηρεάζονταν τα αναπαραγωγικά της όργανα και έχανε τη δυνατότητα να μείνει έγκυος. Αν υπήρχαν οι αναγκαίοι δύο μάρτυρες, το ζήτημα δεν θα φερνόταν με αυτόν τον τρόπο ενώπιον του Ιεχωβά, αλλά αυτή θα κηρυσσόταν ένοχη από τους κριτές και θα λιθοβολούνταν μέχρι θανάτου.—Αρ 5:11-31.
Έγγραφα. Χρησιμοποιούνταν διαφόρων ειδών αρχεία ή έγγραφα. Από το σύζυγο απαιτούνταν, σε περίπτωση που έδιωχνε τη σύζυγό του, να της χορηγήσει πιστοποιητικό διαζυγίου. (Δευ 24:1· Ιερ 3:8· παράβαλε Ησ 50:1.) Τηρούνταν γενεαλογικά αρχεία, όπως βλέπουμε ιδιαίτερα στο Πρώτο Χρονικών. Γίνεται μνεία συμβολαίων πώλησης ακίνητης περιουσίας. (Ιερ 32:9-11) Γράφονταν πολλές επιστολές, κάποιες από τις οποίες μπορεί να φυλάχτηκαν και να χρησιμοποιήθηκαν σε δικαστικές υποθέσεις.—2Σα 11:14· 1Βα 21:8-14· 2Βα 10:1· Νε 2:7.
Η Δίκη του Ιησού. Η μεγαλύτερη παρωδία δίκης που έλαβε ποτέ χώρα ήταν η δίκη και η καταδίκη του Ιησού Χριστού. Πριν από τη δίκη του, οι πρωθιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού συνεννοήθηκαν να θανατώσουν τον Ιησού. Συνεπώς, οι δικαστές ήταν προκατειλημμένοι και είχαν ήδη καταλήξει στην ετυμηγορία προτού καν γίνει η δίκη. (Ματ 26:3, 4) Δωροδόκησαν τον Ιούδα για να τους προδώσει τον Ιησού. (Λου 22:2-6) Επειδή οι ενέργειές τους ήταν εσφαλμένες, δεν τον συνέλαβαν στο ναό κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά περίμεναν ωσότου μπορέσουν να δράσουν υπό το κάλυμμα του σκοταδιού, και τότε έστειλαν έναν όχλο οπλισμένο με ρόπαλα και σπαθιά για να τον συλλάβουν σε κάποιο απομονωμένο μέρος έξω από την πόλη.—Λου 22:52, 53.
Κατόπιν οδήγησαν τον Ιησού πρώτα στο σπίτι του πρώην αρχιερέα, του Άννα, ο οποίος ασκούσε ακόμη μεγάλη εξουσία, καθώς την περίοδο εκείνη αρχιερέας ήταν ο γαμπρός του ο Καϊάφας. (Ιωα 18:13) Εκεί, ανέκριναν και χαστούκισαν τον Ιησού. (Ιωα 18:22) Στη συνέχεια, τον πήγαν δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιερέα. Οι πρωθιερείς και ολόκληρο το Σάνχεδριν αναζήτησαν ψευδομάρτυρες. Παρουσιάστηκαν πολλοί τέτοιοι μάρτυρες, αλλά δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στη μαρτυρία τους, εκτός από δύο που διαστρέβλωσαν τα λόγια του Ιησού όπως αυτά αναγράφονται στο εδάφιο Ιωάννης 2:19. (Ματ 26:59-61· Μαρ 14:56-59) Τελικά, ο αρχιερέας όρκισε τον Ιησού να πει αν αυτός ήταν ο Χριστός, ο Γιος του Θεού. Μόλις ο Ιησούς απάντησε καταφατικά και έκανε νύξη της προφητείας του εδαφίου Δανιήλ 7:13, ο αρχιερέας έσκισε τα ενδύματά του και ζήτησε από το δικαστήριο να κρίνει τον Ιησού ένοχο βλασφημίας. Αυτή ήταν και η ετυμηγορία που απαγγέλθηκε, και ο Ιησούς καταδικάστηκε σε θάνατο. Ύστερα από αυτό, τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τον χτύπησαν με τις γροθιές τους, χλευάζοντάς τον, κάτι που αντίκειτο στο Νόμο.—Ματ 26:57-68· Λου 22:66-71· παράβαλε Δευ 25:1, 2 με Ιωα 7:51 και Πρ 23:3.
Έπειτα από αυτή την παράνομη νυχτερινή δίκη, το Σάνχεδριν συνεδρίασε νωρίς το πρωί για να επιβεβαιώσει την κρίση του και για να συσκεφθεί. (Μαρ 15:1) Τώρα οδήγησαν τον Ιησού, δεμένο και πάλι, στο ανάκτορο του κυβερνήτη, στον Πιλάτο, καθόσον οι ίδιοι δήλωσαν: «Δεν είναι νόμιμο να σκοτώσουμε εμείς κανέναν». (Ιωα 18:31) Εδώ κατηγόρησαν τον Ιησού ότι απαγόρευε την πληρωμή φόρων στον Καίσαρα και ότι ισχυριζόταν πως ο ίδιος ήταν Χριστός βασιλιάς. Η βλασφημία κατά του Θεού των Ιουδαίων δεν ήταν κατηγορία που θα λάβαιναν σοβαρά υπόψη οι Ρωμαίοι, σε αντίθεση με το στασιασμό. Ο Πιλάτος, αφού προσπάθησε μάταια να κάνει τον Ιησού να καταθέσει εναντίον του εαυτού του, είπε στους Ιουδαίους ότι δεν έβρισκε κανένα έγκλημα σε αυτόν. Όταν όμως έμαθε ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, τον έστειλε ευχαρίστως στον Ηρώδη, ο οποίος είχε εξουσία στη Γαλιλαία. Ο Ηρώδης ανέκρινε τον Ιησού, ελπίζοντας να δει να εκτελείται από αυτόν κάποιο σημείο, αλλά ο Ιησούς αρνήθηκε να δώσει απαντήσεις. Τότε ο Ηρώδης διέσυρε τον Ιησού, περιπαίζοντάς τον, και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο.—Λου 23:1-11.
Στη συνέχεια ο Πιλάτος προσπάθησε να αφήσει ελεύθερο τον Ιησού σύμφωνα με ένα έθιμο εκείνης της εποχής, αλλά οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν, απαιτώντας να απελευθερωθεί, αντί για τον Ιησού, κάποιος στασιαστής και δολοφόνος. (Ιωα 18:38-40) Γι’ αυτόν το λόγο, ο Πιλάτος διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς, και οι στρατιώτες τον κακομεταχειρίστηκαν άλλη μια φορά. Ακολούθως, ο Πιλάτος έβγαλε τον Ιησού έξω και προσπάθησε να επιτύχει την απελευθέρωσή του, αλλά οι Ιουδαίοι επέμεναν: «Κρέμασέ τον στο ξύλο! Κρέμασέ τον στο ξύλο!» Τελικά, αυτός έδωσε τη διαταγή να κρεμαστεί ο Ιησούς στο ξύλο.—Ματ 27:15-26· Λου 23:13-25· Ιωα 19:1-16.
Ποιους νόμους του Θεού παραβίασαν οι Ιουδαίοι ιερείς με τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τη δίκη του Ιησού Χριστού;
Ακολουθούν μερικοί από τους νόμους του Θεού που παραβίασαν κατάφωρα οι Ιουδαίοι κατά τη δίκη του Χριστού: δωροδοκία (Δευ 16:19· 27:25)· συνωμοσία και διαστρέβλωση της κρίσης και της δικαιοσύνης (Εξ 23:1, 2, 6, 7· Λευ 19:15, 35)· ψευδομαρτυρία με τη συνεργία των κριτών (Εξ 20:16)· απελευθέρωση δολοφόνου (του Βαραββά), πράγμα που επέφερε ενοχή αίματος στους ίδιους και στον τόπο (Αρ 35:31-34· Δευ 19:11-13)· οχλοκρατικές ενέργειες, ή αλλιώς το ότι «ακολούθησαν τους πολλούς για κακό» (Εξ 23:2, 3)· φωνάζοντας να κρεμαστεί ο Ιησούς στο ξύλο, παραβίαζαν το νόμο ο οποίος τους απαγόρευε να ακολουθούν τα νομοθετήματα άλλων εθνών και ο οποίος δεν ανέφερε τίποτα για βασανιστήρια, αλλά προέβλεπε ότι ο εγκληματίας έπρεπε να λιθοβοληθεί ή να θανατωθεί προτού κρεμαστεί στο ξύλο (Λευ 18:3-5· Δευ 21:22)· δέχτηκαν ως βασιλιά, όχι κάποιον ομοεθνή τους, αλλά έναν ειδωλολάτρη (τον Καίσαρα), και απέρριψαν τον Βασιλιά που είχε εκλέξει ο Θεός (Δευ 17:14, 15)· τέλος, ήταν ένοχοι φόνου (Εξ 20:13).