ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ
Ηθική αρτιότητα, πληρότητα, το να είναι κανείς άμεμπτος και άψογος.
Οι εβραϊκές λέξεις που σχετίζονται με την ακεραιότητα (τομ, τουμμάχ, ταμ, ταμίμ) δηλώνουν βασικά αυτό που είναι «ολόκληρο». (Παράβαλε Λευ 25:30· Ιη 10:13· Παρ 1:12.) Η λέξη ταμίμ χρησιμοποιείται αρκετές φορές αναφερόμενη στη σωματική αρτιότητα και στην απουσία ελαττωμάτων, παραδείγματος χάρη, σε σχέση με τα ζώα που προσφέρονταν ως θυσία. (Εξ 12:5· 29:1· Λευ 3:6) Ωστόσο, οι λέξεις αυτές αναφέρονται συχνότερα στην ηθική αρτιότητα, στο να είναι κανείς άμεμπτος.
Όταν εφαρμόζεται στον Θεό, η λέξη ταμίμ μπορεί να μεταφραστεί κατάλληλα «τέλειος», όπως όταν περιγράφει τις ενέργειες και τα έργα του Ιεχωβά, την οδό, τη γνώση και το νόμο του. (Δευ 32:4· Ιωβ 36:4· 37:16· Ψλ 18:30· 19:7) Όλες αυτές οι θεϊκές ιδιότητες και εκδηλώσεις φανερώνουν τόσο απαράμιλλη πληρότητα και ολότητα, και είναι τόσο άρτιες και απαλλαγμένες από ελαττώματα ή σφάλματα, ώστε προσδιορίζουν ξεκάθαρα την Πηγή τους ως τον έναν αληθινό Θεό.—Ρω 1:20· βλέπε ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ.
Η Σημασία της Ακεραιότητας του Ανθρώπου. Σε κάποιες περιπτώσεις, η εβραϊκή λέξη τομ μεταδίδει απλώς την ιδέα του έντιμου κινήτρου, της αθωότητας όσον αφορά την κακή πρόθεση. (Παράβαλε Γε 20:5, 6· 2Σα 15:11.) Αλλά αυτές οι συγγενικές εβραϊκές λέξεις περιγράφουν κυρίως την ακλόνητη αφοσίωση στη δικαιοσύνη. Η Βιβλική χρήση τους και τα Βιβλικά παραδείγματα τονίζουν ότι η αδιάρρηκτη αφοσίωση προς ένα πρόσωπο, τον Ιεχωβά Θεό, καθώς και προς το ρητό θέλημα και το σκοπό του, αποτελεί πορεία ζωτικής σημασίας.
Περιλαμβάνεται στο υπέρτατο ζήτημα. Στο πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι δόθηκε η ευκαιρία να εκδηλώσει ακεραιότητα στην Εδέμ. Ο περιορισμός σχετικά με το δέντρο της γνώσης έθετε σε δοκιμή την αφοσίωσή τους προς τον Δημιουργό τους. Υπό την πίεση της εξωγενούς επιρροής που δέχτηκαν από τον Αντίδικο του Θεού και από την έκκληση που έκανε αυτός στην ιδιοτέλεια, ενέδωσαν στην ανυπακοή. Η ντροπή που αισθάνθηκαν, η απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν τον Δημιουργό τους και οι υπεκφυγές με τις οποίες απάντησαν στις ερωτήσεις του—όλα αυτά κατέδειξαν ότι δεν είχαν κρατήσει ακεραιότητα. (Παράβαλε Ψλ 119:1, 80.) Προφανώς, όμως, δεν ήταν οι πρώτοι που διέρρηξαν την ακεραιότητά τους, εφόσον το πνευματικό πλάσμα το οποίο τους οδήγησε σε στασιαστική πορεία το είχε κάνει ήδη αυτό.—Γε 3:1-19· παράβαλε την πορεία του με τη θρηνωδία που απαγγέλλεται κατά του βασιλιά της Τύρου στα εδ. Ιεζ 28:12-15· βλέπε ΣΑΤΑΝΑΣ.
Ο στασιασμός του Σατανά, ο οποίος είχε το ορατό του ξεκίνημα στην Εδέμ, ήγειρε ένα ζήτημα παγκόσμιας σπουδαιότητας—το κατά πόσον είναι δικαιωματική η κυριαρχία του Θεού πάνω σε όλα τα πλάσματά του, το κατά πόσον εκείνος έχει το δικαίωμα να απαιτεί πλήρη υπακοή από αυτά. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε το ποιος ήταν ανώτερος σε δύναμη, αλλά επρόκειτο για ζήτημα ηθικής φύσης, το ζήτημα αυτό δεν μπορούσε να επιλυθεί απλώς με την άσκηση δύναμης, λόγου χάρη με το να συντρίψει και να εξαφανίσει ο Θεός αμέσως τον Σατανά και το ανθρώπινο ζευγάρι. Το γεγονός αυτό μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί έχει επιτραπεί στην πονηρία και στον πρωταίτιό της, τον Σατανά, να παραμένουν τόσον καιρό. (Βλέπε ΠΟΝΗΡΙΑ.) Εφόσον ο Αντίδικος του Θεού στράφηκε κατ’ αρχάς στους ανθρώπους για στήριξη και επικρότηση της στασιαστικής του πορείας (ενώ τα πρώτα στοιχεία για συμπαράταξη πνευματικών γιων του Θεού με τον Σατανά δεν εμφανίζονται παρά μόνο κάποια στιγμή πριν από τον Κατακλυσμό· Γε 6:1-5· παράβαλε 2Πε 2:4, 5), αυτό κατέστησε το θέμα της ακεραιότητας του ανθρώπου προς το υπέρτατο θέλημα του Θεού ουσιώδες μέρος του όλου ζητήματος (μολονότι αυτή καθαυτή η κυριαρχία του Ιεχωβά δεν εξαρτάται από την ακεραιότητα των πλασμάτων του). Απόδειξη τούτου αποτελεί η περίπτωση του Ιώβ.
Ιώβ. Ο Ιώβ, ο οποίος προφανώς έζησε στο διάστημα που μεσολάβησε από το θάνατο του Ιωσήφ ως τον καιρό του Μωυσή, περιγράφεται ως άνθρωπος «άμεμπτος [εβρ., ταμ] και ευθύς, [που] φοβόταν τον Θεό και απομακρυνόταν από το κακό». (Ιωβ 1:1· βλέπε ΙΩΒ.) Το γεγονός ότι η ακεραιότητα του ανθρώπου αποτελεί μέρος του ζητήματος που δημιουργήθηκε μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και του Σατανά προκύπτει σαφώς από τις ερωτήσεις που απηύθυνε ο Θεός στον Αντίδικό του σχετικά με τον Ιώβ, όταν ο Σατανάς εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας αγγελικής σύναξης στις ουράνιες αυλές. Ο Σατανάς καταλόγισε εσφαλμένο κίνητρο στη λατρεία που απέδιδε ο Ιώβ στον Θεό, ισχυριζόμενος ότι ο Ιώβ δεν υπηρετούσε τον Θεό από αγνή αφοσίωση, αλλά για ιδιοτελή οφέλη. Με αυτόν τον τρόπο αμφισβήτησε την ακεραιότητα του Ιώβ προς τον Θεό. Παρότι του επιτράπηκε να στερήσει από τον Ιώβ τα αμέτρητα αποκτήματά του, ακόμη δε και τα παιδιά του, ο Σατανάς δεν μπόρεσε να διαρρήξει την ακεραιότητα του Ιώβ. (Ιωβ 1:6–2:3) Κατόπιν ισχυρίστηκε ότι ο Ιώβ ήταν διατεθειμένος να υποστεί, αλλά από ιδιοτέλεια, την απώλεια των αποκτημάτων και των παιδιών του, αρκεί να έσωζε τον εαυτό του. (Ιωβ 2:4, 5) Στη συνέχεια, ενώ ο Ιώβ πληττόταν από μια οδυνηρή, βασανιστική ασθένεια, και ενώ η ίδια του η σύζυγος προσπαθούσε να τον μεταπείσει, και ενώ επίσης δεχόταν κακόπιστη κριτική και προσβολές από κάποιους φίλους που κακοπαρίσταναν τους κανόνες και τους σκοπούς του Θεού (Ιωβ 2:6-13· 22:1, 5-11), η απάντησή του ήταν πως δεν επρόκειτο να αρνηθεί ότι υπήρξε ακέραιος. «Ώσπου να εκπνεύσω δεν θα απομακρύνω την ακεραιότητά μου από εμένα! Κρατώ τη δικαιοσύνη μου και δεν θα την αφήσω· η καρδιά μου δεν θα με ονειδίσει για καμιά από τις ημέρες μου». (Ιωβ 27:5, 6) Διακρατώντας ακεραιότητα, απέδειξε τον Αντίδικο του Θεού ψεύτη.
Οι προκλητικές δηλώσεις του Σατανά στην περίπτωση του Ιώβ δείχνουν ότι κατά την άποψή του όλοι είναι δυνατόν να παρασυρθούν και να απομακρυνθούν από το πλευρό του Θεού, ότι κανείς δεν υπηρετεί με καθαρά ανιδιοτελές κίνητρο. Συνεπώς, οι άνθρωποι, καθώς και οι πνευματικοί γιοι του Θεού, έχουν το αξιοσημείωτο προνόμιο να συμβάλλουν στη δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά, ακολουθώντας πορεία ακεραιότητας προς αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο, αγιάζουν επίσης το όνομά του. Εκείνοι που είναι “άμεμπτοι στην οδό τους φέρνουν ευχαρίστηση” στον Ιεχωβά.—Παρ 11:20· αντιπαράβαλε αυτό με την εσφαλμένη άποψη που προωθούσε ο Ελιφάς στα εδ. Ιωβ 22:1-3.
Βάση για θεϊκή κρίση. Η ευνοϊκή κρίση εκ μέρους του Θεού εξαρτάται από το αν το πλάσμα ακολουθεί πορεία διακράτησης ακεραιότητας. (Ψλ 18:23-25) Όπως έγραψε ο Βασιλιάς Δαβίδ: «Ο Ιεχωβά θα βγάλει δικαστική απόφαση για τους λαούς. Κρίνε με, Ιεχωβά, ανάλογα με τη δικαιοσύνη μου και ανάλογα με την ακεραιότητα που έχω μέσα μου. Ας λάβει τέλος, παρακαλώ, η κακία των πονηρών και ας εδραιώσεις τον δίκαιο». (Ψλ 7:8, 9· παράβαλε Παρ 2:21, 22.) Ο Ιώβ, ενόσω υπέφερε, εξέφρασε την πεποίθηση ότι “[ο Ιεχωβά] θα τον ζύγιζε σε ακριβή ζυγαριά, και θα γνώριζε ο Θεός την ακεραιότητά του”. (Ιωβ 31:6) Κατόπιν ο Ιώβ απαριθμεί αρκετές καταστάσεις από την πραγματική ζωή οι οποίες, αν ίσχυαν για εκείνον, θα φανέρωναν έλλειψη ακεραιότητας.—Ιωβ 31:7-40.
Τι περιλαμβάνει η διακράτηση ακεραιότητας στην περίπτωση των ατελών ανθρώπων;
Εφόσον όλοι οι άνθρωποι είναι ατελείς και αδυνατούν να ανταποκριθούν τέλεια στους κανόνες του Θεού, είναι προφανές ότι η ακεραιότητά τους δεν σημαίνει τελειότητα πράξεων ή λόγων. Αντίθετα, οι Γραφές δείχνουν ότι σημαίνει ολοκληρωτική ή πλήρη αφοσίωση της καρδιάς. Ο Δαβίδ, λόγω αδυναμίας, διέπραξε μερικά σοβαρά αδικήματα αλλά, παρ’ όλα αυτά, “περπάτησε με ακεραιότητα καρδιάς” (1Βα 9:4), διότι δέχτηκε τον έλεγχο και διόρθωσε την οδό του. Με αυτόν τον τρόπο απέδειξε ότι η καρδιά του εξακολουθούσε να διατηρεί γνήσια αγάπη για τον Ιεχωβά Θεό. (Ψλ 26:1-3, 6, 8, 11) Όπως είπε αργότερα ο ίδιος στο γιο του τον Σολομώντα: «Γνώρισε τον Θεό του πατέρα σου και υπηρέτησέ τον με πλήρη καρδιά και με ψυχή γεμάτη ευχαρίστηση· διότι ο Ιεχωβά ερευνάει όλες τις καρδιές και διακρίνει κάθε τάση των σκέψεων». Εντούτοις, η καρδιά του Σολομώντα «δεν ήταν πλήρης απέναντι στον Ιεχωβά τον Θεό του, όπως ήταν η καρδιά του Δαβίδ του πατέρα του».—1Χρ 28:9· 1Βα 11:4· η λέξη «πλήρης» σε αυτά τα δύο εδάφια προέρχεται από μια άλλη εβραϊκή λέξη, τη λέξη σαλέμ, όπως στο εδ. 1Βα 15:14.
Επομένως, η ακεραιότητα δεν περιορίζεται σε κάποια μεμονωμένη πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν εφαρμόζεται μόνο σε ζητήματα καταφανώς «θρησκευτικά». Για τον υπηρέτη του Θεού, η ακεραιότητα αποτελεί οδό ζωής, στην οποία “περπατάει” επιζητώντας συνεχώς να μαθαίνει ποιο είναι το θέλημα του Ιεχωβά. (Ψλ 119:1-3) Ο Δαβίδ ποίμανε το έθνος του Ισραήλ «σύμφωνα με την ακεραιότητα της καρδιάς του», τόσο όσον αφορά τα ζητήματα που σχετίζονταν άμεσα με τη λατρεία του Ιεχωβά, αλλά και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν τις κυβερνητικές υποθέσεις. Επιθυμούσε επίσης να είναι τέτοιου είδους άνθρωποι όσοι τον περιέβαλλαν και όσοι τον διακονούσαν—άνθρωποι ακεραιότητας που “περπατούσαν σε άψογη οδό”. (Ψλ 78:72· 101:2-7) “Αποδεικνύεται κανείς άψογος” ενώπιον του Θεού ύστερα από μια περίοδο χρόνου, όπως συνέβη με τον Νώε, τον Αβραάμ και άλλους.—Γε 6:9· 17:1· 2Σα 22:24.
Η ακεραιότητα απαιτεί ασυμβίβαστη οσιότητα προς τον Θεό και προσκόλληση στη δικαιοσύνη, όχι μόνο υπό ευνοϊκές συνθήκες ή περιστάσεις, αλλά υπό όλες τις συνθήκες και πάντοτε. Αφού ο ψαλμωδός τονίζει ότι μόνο όποιος διακρατεί ακεραιότητα και “λέει την αλήθεια μέσα στην καρδιά του” είναι αποδεκτός από τον Ιεχωβά, αναφέρει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος «ορκίστηκε σχετικά με κάτι που είναι κακό για τον εαυτό του, και όμως δεν το αλλάζει», πράγμα που σημαίνει ότι, ακόμη και αν κάτι για το οποίο έχει συμφωνήσει επίσημα αποδειχτεί ολοφάνερα επιζήμιο για τα προσωπικά του συμφέροντα, εκείνος παραμένει συνεπής στη συμφωνία του. (Ψλ 15:1-5· αντιπαράβαλε Ρω 1:31· 1Τι 1:10.) Η ακεραιότητα γίνεται, επομένως, ιδιαίτερα έκδηλη όταν η αφοσίωση ενός ατόμου δοκιμάζεται και αυτός δέχεται πιέσεις να εγκαταλείψει τη δίκαιη πορεία του. Παρότι κάποιος μπορεί να γίνει περίγελος από τους εναντιουμένους (Ιωβ 12:4· παράβαλε Ιερ 20:7) ή αποδέκτης των πικρών τους λόγων (Ψλ 64:3, 4) και στόχος μίσους και βίαιου διωγμού (Παρ 29:10· Αμ 5:10), ή μπορεί να ασθενεί ή να αντιμετωπίζει βασανιστικές αντιξοότητες, πρέπει να «κρατάει την ακεραιότητά του» όπως ο Ιώβ, ανεξαρτήτως του κόστους.—Ιωβ 2:3.
Μια τέτοια πορεία διακράτησης ακεραιότητας είναι εφικτή, όχι χάρη στην προσωπική ηθική δύναμη του ατόμου, αλλά μόνο μέσω βαθιάς πίστης και εμπιστοσύνης στον Ιεχωβά και στη σωτήρια ισχύ Του. (Ψλ 25:21) Ο Θεός υπόσχεται ότι θα είναι «ασπίδα» και «οχυρό», φυλάττοντας την οδό εκείνων που περπατούν με ακεραιότητα. (Παρ 2:6-8· 10:29· Ψλ 41:12) Το συνεχές ενδιαφέρον που δείχνουν αυτοί σχετικά με το πώς θα κερδίσουν την επιδοκιμασία του Ιεχωβά χαρίζει σταθερότητα στη ζωή τους και τους δίνει την ικανότητα να ακολουθούν ευθεία πορεία προς το στόχο τους. (Ψλ 26:1-3· Παρ 11:5· 28:18) Αν και, όπως παρατήρησε απορημένος ο Ιώβ, ο άμεμπτος μπορεί να υποφέρει εξαιτίας της διακυβέρνησης του πονηρού και μπορεί να πεθάνει μαζί με τον πονηρό, ο Ιεχωβά παρέχει τη διαβεβαίωση ότι γνωρίζει τη ζωή εκείνου που είναι άψογος και εγγυάται ότι η κληρονομιά ενός τέτοιου ανθρώπου θα παραμείνει, ότι το μέλλον του θα είναι ειρηνικό και ότι αυτός θα αποκτήσει καλά πράγματα. (Ιωβ 9:20-22· Ψλ 37:18, 19, 37· 84:11· Παρ 28:10) Όπως και στην περίπτωση του Ιώβ, αυτό που προσδίδει πραγματική αξία σε κάποιον και τον καθιστά αξιοσέβαστο είναι η ακεραιότητά του, όχι ο πλούτος του. (Παρ 19:1· 28:6) Τα παιδιά τέτοιων γονέων είναι προνομιούχα και θεωρούνται ευτυχισμένα (Παρ 20:7), καθώς λαμβάνουν μέσω της υποδειγματικής ζωής του πατέρα τους ένα υπέροχο κληροδότημα και έχουν μερίδιο στο καλό του όνομα και στο σεβασμό που κέρδισε εκείνος.
Εκτός από τα παραδείγματα του Ιώβ και του Δαβίδ, οι Εβραϊκές Γραφές περιέχουν πολλά άλλα παραδείγματα ανθρώπων ακεραιότητας. Ο Αβραάμ εκδήλωσε ακλόνητη οσιότητα προς τον Θεό όντας διατεθειμένος να θυσιάσει το γιο του τον Ισαάκ. (Γε 22:1-12) Ο Δανιήλ και οι τρεις σύντροφοί του αποτελούν εξαίρετα παραδείγματα ακεραιότητας υπό δοκιμή, τόσο κατά τη νεότητά τους όσο και αργότερα. (Δα 1:8-17· 3:13-23· 6:4-23) Στο 11ο κεφάλαιο της επιστολής προς τους Εβραίους, ο απόστολος Παύλος παραθέτει έναν μακρύ κατάλογο ανθρώπων των προχριστιανικών χρόνων, οι οποίοι μέσω πίστης εκδήλωσαν ακεραιότητα υπό πολυποίκιλες δύσκολες περιστάσεις.—Υπόψη κυρίως εδ. 33-38.
Η Ακεραιότητα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Αν και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δεν υπάρχει συγκεκριμένη λέξη για την «ακεραιότητα», η εν λόγω έννοια διαποτίζει ολόκληρο αυτό το τμήμα της Γραφής. Ο Γιος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, έθεσε το εξοχότερο παράδειγμα ακεραιότητας και ύψιστης εμπιστοσύνης στη δύναμη και στη φροντίδα του ουράνιου Πατέρα του. Ως εκ τούτου, «τελειοποιήθηκε» για τη θέση που θα καταλάμβανε ως Αρχιερέας, καθώς και ως Χρισμένος Βασιλιάς της ουράνιας Βασιλείας, θέση ανώτερη από του Δαβίδ. (Εβρ 5:7-9· 4:15· 7:26-28· Πρ 2:34, 35) Η ακεραιότητα εμπεριέχεται στην εντολή την οποία ο Ιησούς ξεχώρισε ως τη μεγαλύτερη από όλες—το να αγαπάει κανείς τον Ιεχωβά Θεό με όλη του την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμη. (Ματ 22:36-38) Μια άλλη εντολή του έλεγε: «Πρέπει, επομένως, να είστε τέλειοι, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος». (Ματ 5:48) Και αυτή τόνιζε επίσης ότι πρέπει να είναι κανείς πλήρως αφοσιωμένος στη δικαιοσύνη. (Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, οι λέξεις που αναφέρονται στην τελειότητα μεταδίδουν την ιδέα αυτού που έχει “γίνει πλήρες” και, συνεπώς, προσεγγίζουν τη σημασία των εβραϊκών λέξεων που εξετάστηκαν ήδη.)
Οι διδασκαλίες του Ιησού έδιναν έμφαση στην αγνότητα της καρδιάς, στην προσήλωση των βλέψεων και των προθέσεων, στην απουσία υποκρισίας—ιδιότητες που όλες χαρακτηρίζουν την ακεραιότητα. (Ματ 5:8· 6:1-6, 16-18, 22, 23· Λου 11:34-36) Ο απόστολος Παύλος ενδιαφερόταν όσο ο Δαβίδ και άλλοι προγενέστεροι υπηρέτες του Θεού να αποδειχτεί άμεμπτος και άψογος. Ήταν ελεύθερος από κάθε κατηγορία για διαφθορά ή δολιότητα στη διακονία του και σε όλες τις συναλλαγές του με τους άλλους.—2Κο 4:1, 2· 6:3-10· 8:20, 21· 1Θε 1:3-6.
Η εγκαρτέρηση στη θεόδοτη αποστολή παρά την εναντίωση και η διακράτηση υπομονής παρά τις στερήσεις, το διωγμό και τα παθήματα χάριν της προσκόλλησης σε μια πορεία θεοσεβούς αφοσίωσης προσδιόριζαν επίσης τον Παύλο και άλλους πρώτους Χριστιανούς ως ανθρώπους ακεραιότητας.—Πρ 5:27-41· 2Κο 11:23-27.