ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΓΗΣ
Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι αναγνωρισμένα τα περιουσιακά δικαιώματα που έχουν οι ιδιοκτήτες ή κάτοχοι γης (εβρ., μπε‛αλίμ, κατά κυριολεξία, ιδιοκτήτες). Ο Αβραάμ διαπραγματεύτηκε με τον Εφρών τον Χετταίο την απόκτηση κάποιου τόπου ταφής για τη σύζυγό του τη Σάρρα, και τελικά αγόρασε έναν αγρό αντί συγκεκριμένου ποσού, η δε συναλλαγή επισφραγίστηκε ενώπιον των κατοίκων της πόλης. (Γε 23:1-20) Κατά τη διάρκεια μιας πείνας στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ αγόρασε για τον Φαραώ εκτάσεις από τους Αιγύπτιους ιδιοκτήτες γης σε αντάλλαγμα για τροφή. (Γε 47:20-26) Ο Ιώβ, ο πιστός υπηρέτης του Θεού, ο οποίος κατοικούσε στη γη του Ουζ, κατείχε κληρονομήσιμη περιουσία που περιλάμβανε αναμφίβολα και γη, περιουσία την οποία μεταβίβασε στους γιους και στις κόρες του. (Ιωβ 1:4· 42:15) Εντούτοις, ο Ιεχωβά είναι ο Υπέρτατος Ιδιοκτήτης Γης, και η πολιτεία του καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι είναι υπόλογοι σε αυτόν για το πώς χρησιμοποιούν την ιδιοκτησία του.—Ψλ 24:1· 50:10-12.
Στον Ισραήλ. Όταν ο Ιεχωβά έφερε τον Ισραήλ στη Χαναάν, άσκησε το δικαίωμα που είχε ως Κύριος και Ιδιοκτήτης ολόκληρης της γης να εκδιώξει τους Χαναναίους, οι οποίοι ήταν στην ουσία καταπατητές. (Ιη 3:11· 1Κο 10:26) Η περίοδος κατά την οποία ο Θεός ανεχόταν την κατοχή της γης από αυτούς είχε λήξει. Μολονότι ο Θεός είχε υποσχεθεί εκείνη τη γη στο σπέρμα του Αβραάμ 450 και πλέον χρόνια νωρίτερα, είχε πει στον ίδιο: «Το σφάλμα των Αμορραίων [όρος που χρησιμοποιείται μερικές φορές για όλες τις χαναανιτικές φυλές] δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη». (Γε 15:7, 8, 12-16) Συνεπώς, όπως είπε ο Χριστιανός μάρτυρας Στέφανος στους Ιουδαίους, ο Θεός «δεν του έδωσε [του Αβραάμ] καμιά κληρονομική ιδιοκτησία σε αυτήν, ούτε μια πατημασιά· αλλά υποσχέθηκε να του τη δώσει ως ιδιοκτησία, και έπειτα από αυτόν στο σπέρμα του, ενώ ως τότε δεν είχε παιδί».—Πρ 7:5.
Ο Ισραήλ δεν έπρεπε να διεξάγει επεκτατικούς πολέμους με σκοπό να συνεχίσει να μεγαλώνει την επικράτειά του καταλαμβάνοντας την ιδιοκτησία των γύρω εθνών. Ο Ιεχωβά προειδοποίησε τον Ισραήλ ότι έπρεπε να σεβαστεί τα περιουσιακά δικαιώματα ορισμένων εθνών στα οποία εκείνος είχε παραχωρήσει γη. Αυτά τα έθνη ήταν ο Εδώμ, ο Μωάβ και ο Αμμών, που συγγένευαν με τους Ισραηλίτες μέσω του Ησαύ (ο Εδώμ) και μέσω του Λωτ (ο Μωάβ και ο Αμμών).—Δευ 2:4, 5, 9, 19.
Η Υποσχεμένη Γη αποτελούσε παρακαταθήκη. Ο Ιεχωβά Θεός είπε ακόμη και στο λαό του Ισραήλ, στους οποίους είχε δώσει τη γη για να την απολαμβάνουν ως ιδιοκτησία τους, ότι δεν ήταν εκείνοι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες της γης, αλλά ότι αυτή τους είχε δοθεί απλώς ως παρακαταθήκη. Σχετικά με την πώληση των οικογενειακών αγροκτημάτων, ο ίδιος είπε: «Η γη, λοιπόν, δεν πρέπει να πουλιέται για πάντα, επειδή η γη είναι δική μου. Διότι εσείς είστε πάροικοι και μέτοικοι από τη δική μου άποψη». (Λευ 25:23) Ο Θεός είχε αποπέμψει τους Χαναναίους από τη γη λόγω των αηδιαστικών συνηθειών τους. Προειδοποίησε επίσης τον Ισραήλ ότι θα τους αφαιρούσε όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας και ότι θα τους εκδίωκε από τη γη αν ακολουθούσαν τέτοιες συνήθειες, και όταν αργότερα το έπραξαν αυτό, οδηγήθηκαν στην εξορία. (Λευ 18:24-30· 25:18, 19· 26:27-33· Ιερ 52:27) Έπειτα από 70 χρόνια ερήμωσης της γης τους—από το 607 ως το 537 Π.Κ.Χ.—ο Θεός εκδήλωσε έλεος και τους αποκατέστησε, αλλά αυτή τη φορά τελούσαν υπό την κυριαρχία των Εθνικών. Τελικά, το 70 Κ.Χ. οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν εντελώς την Ιερουσαλήμ και διασκόρπισαν το λαό της.
Σε εθνικό επίπεδο, χορηγήθηκαν στις φυλές τμήματα της γης ή πόλεις μέσα στα όρια άλλων φυλών. Οι ιερείς και οι Λευίτες είχαν πόλεις με βοσκότοπους. (Ιη 15-21) Κατόπιν, σε φυλετικό επίπεδο παραχωρήθηκαν στις οικογένειες εδαφικές κληρονομιές. Τα μερίσματα αυτά γίνονταν μικρότερα καθώς οι οικογένειες διαιρούσαν περαιτέρω τις εδαφικές τους κληρονομιές λόγω αριθμητικής αύξησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επισταμένη καλλιέργεια και χρήση της γης. Οι κληρονομιές δεν επιτρεπόταν να μεταβιβάζονται από τη μία φυλή στην άλλη. Για να αποτραπεί αυτό, οι γυναίκες που κληρονομούσαν γη (επειδή δεν είχαν εν ζωή αδελφούς) έπρεπε να παντρεύονται εντός της φυλής ώστε να κρατήσουν την κληρονομιά τους.—Αρ 36:1-12.
Αν κάποιος πέθαινε χωρίς να έχει γιο, ο αδελφός του (ή, αν δεν υπήρχαν αδελφοί, ο πλησιέστερος συγγενής) μπορούσε να παντρευτεί τη χήρα του για να αποκτήσει απόγονο από εκείνη. Όποιος παντρευόταν τη χήρα μπορούσε επίσης να εξαγοράσει την κληρονομιά του νεκρού, αν αυτή είχε πουληθεί. (Ρθ 4:9, 10, 13-17) Ο πρωτότοκος της γυναίκας δεν έπαιρνε το όνομα του πραγματικού του πατέρα, αλλά του πρώτου συζύγου της χήρας, κρατώντας έτσι στην κατοχή του την εδαφική κληρονομιά και διατηρώντας ζωντανό το όνομα εκείνου του άντρα επί της κληρονομιάς του στον Ισραήλ.—Δευ 25:5, 6.
Το Ιωβηλαίο έτος. Ο Θεός είχε πει στον Ισραήλ: «Κανείς δεν πρέπει να φτωχύνει ανάμεσά σου». (Δευ 15:4, 5) Το Ιωβηλαίο έτος, για όσο διάστημα τηρήθηκε, δεν άφηνε το έθνος να καταντήσει να αποτελείται μόνο από δύο τάξεις—τους πάμπλουτους και τους πάμφτωχους. Κάθε 50ό έτος (υπολογιζόμενο από τότε που ο Ισραήλ εισήλθε στη Χαναάν), κάθε άνθρωπος επέστρεφε στην κληρονομιά του και κάθε έκταση γης την οποία είχε πουλήσει έπρεπε να του επιστραφεί. Λόγω αυτού του νόμου, η τιμή της γης μειωνόταν χρόνο με το χρόνο καθώς πλησίαζε το Ιωβηλαίο. Στην ουσία, ο αγοραστής κατά μία έννοια απλώς μίσθωνε τη γη, η δε τιμή εξαρτόταν από το πόσες σοδειές μεσολαβούσαν μέχρι το Ιωβηλαίο έτος. (Λευ 25:13-16, 28) Ακόμη και ο αγοραστής μιας ξένης κληρονομιάς δεν την κατείχε απαραιτήτως μέχρι το Ιωβηλαίο. Αν ο αρχικός ιδιοκτήτης αποκτούσε αρκετά χρήματα, μπορούσε να εξαγοράσει τη γη. Επιπλέον, οποιοσδήποτε εξαγοραστής (στενός συγγενής) μπορούσε να την εξαγοράσει για τον αρχικό ιδιοκτήτη.—Λευ 25:24-27.
Δεν ήταν δυνατόν να εξαναγκαστεί κάποιος να πουλήσει την ιδιοκτησία του. Ούτε ίσχυε στον Ισραήλ η αρχή της απαλλοτρίωσης. Αυτό φάνηκε παραστατικά από την άρνηση του Ναβουθέ να πουλήσει έναν αγρό από την κληρονομική ιδιοκτησία του στον Βασιλιά Αχαάβ.—1Βα 21:1-4, 17-19· παράβαλε Ιεζ 46:18.
Οι Λευίτες. Για την προστασία των Λευιτών, οι αγροί τους δεν μπορούσαν να πουληθούν. Αυτό ίσχυε επειδή οι Λευίτες δεν κατείχαν αυτοτελή εδαφική κληρονομιά—τους είχαν δοθεί μόνο σπίτια στις Λευιτικές πόλεις και οι βοσκότοποι γύρω από αυτές. Αν ένας Λευίτης πουλούσε το σπίτι που κατείχε σε κάποια Λευιτική πόλη, το δικαίωμα εξαγοράς παρέμενε για αυτόν και στο Ιωβηλαίο, το αργότερο, το σπίτι τού επιστρεφόταν.—Λευ 25:32-34.
Καθώς η παραγωγική γη καρποφορούσε, ο Μεγάλος Ιδιοκτήτης όλης της γης δεν έπρεπε να τίθεται στο περιθώριο. Με τη διευθέτηση των δεκάτων, το ένα δέκατο της παραγωγής έπρεπε να χρησιμοποιείται για να συντηρούνται οι Λευίτες ώστε να μπορούν να εκτελούν τα σπουδαία καθήκοντά τους σε σχέση με τη λατρεία του Ιεχωβά, πράγμα που ωφελούσε πνευματικά όλο τον Ισραήλ.—Αρ 18:21-24· Δευ 14:22-29.
Το αγιαστήριο. Το αγιαστήριο του Ιεχωβά μπορούσε επίσης να γίνει κάτοχος γης μέσω αγρών που “αγιάζονταν” για τον Ιεχωβά. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή των συγκεκριμένων αγρών πήγαινε στο αγιαστήριο για όσο διάστημα είχε καθορίσει ο ιδιοκτήτης ή κάτοχός τους. (Λευ 27:16-19) Αν ο αγρός τον οποίο είχε “αγιάσει” ο ιδιοκτήτης δεν εξαγοραζόταν, αλλά πουλιόταν σε άλλον, τότε κατά το Ιωβηλαίο αυτός ο αγρός γινόταν μόνιμη ιδιοκτησία του αγιαστηρίου. (Λευ 27:20, 21) Επίσης, αγροί “αφιερωμένοι” στο αγιαστήριο από τους ιδιοκτήτες τους παρέμεναν μόνιμη ιδιοκτησία του αγιαστηρίου.—Λευ 27:28.
Στη Χριστιανική Εκκλησία. Η Αγία Γραφή διασαφηνίζει ότι τα ατομικά περιουσιακά δικαιώματα αναγνωρίζονταν στη Χριστιανική εκκλησία. Κατά την ίδρυση της εκκλησίας, την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., πολλοί Ιουδαίοι και προσήλυτοι στην Ιουδαϊκή θρησκεία από άλλες χώρες είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή. Μεγάλος αριθμός από τους παρισταμένους άκουσαν την ομιλία του Πέτρου και πίστεψαν στον Χριστό. (Πρ 2:1, 5, 9-11, 41, 42, 47) Τα άτομα αυτά παρέμειναν για να μάθουν περισσότερα. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, πουλούσαν εθελοντικά τα αποκτήματά τους και μοίραζαν τα έσοδα για να βοηθήσουν αυτούς τους επισκέπτες και άλλους απόρους. Είχαν «τα πάντα κοινά». (Πρ 2:44-46) Δεν επρόκειτο για σοσιαλισμό ή κομμουνισμό. Οι Χριστιανοί μοιράζονταν εθελοντικά τα υπάρχοντά τους με σκοπό τη βοήθεια όσων ενδιαφέρονταν για τα καλά νέα και την περαιτέρω διάδοσή τους.
Αργότερα, για παρόμοιους λόγους, και εν μέρει εξαιτίας του διωγμού των Χριστιανών από τους άρχοντες της Ιερουσαλήμ, αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε με την κατεύθυνση του πνεύματος και την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού. Οι Χριστιανοί πουλούσαν αγρούς και παρέδιδαν τα έσοδα στους αποστόλους, οι οποίοι διαχειρίζονταν το πρόγραμμα παροχής βοήθειας. (Πρ 4:31-37) Εντούτοις, κάθε Χριστιανός ήταν κύριος της δικής του περιουσίας και τα δικαιώματά του ήταν απαραβίαστα. Δεν ήταν υποχρεωμένος να καταθέσει την περιουσία του σε ένα κοινό ταμείο. Κάτι τέτοιο θεωρούνταν προνόμιο, όχι καθήκον. Αυτοί οι γενναιόδωροι Χριστιανοί εμφορούνταν και υποκινούνταν από το σωστό κίνητρο.
Ωστόσο, ο Ανανίας και η Σαπφείρα έκαναν μια υποκριτική επίδειξη προκειμένου να αποσπάσουν έπαινο και τιμή από τους ανθρώπους. Σχεδίασαν δόλια από κοινού να πουλήσουν έναν αγρό και να δώσουν μόνο μέρος των εσόδων στους αποστόλους, ισχυριζόμενοι ότι είχαν προσφέρει γενναιόδωρα όλο το κτήμα τους. Ο Πέτρος, με την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος, διέκρινε τι έκαναν. Δεν τους είπε: “Γιατί δεν μας δώσατε όλα τα χρήματα που πήρατε για τον αγρό;” σαν να ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο. Απεναντίας, είπε: «Ανανία, γιατί σου έδωσε ο Σατανάς την τόλμη να φερθείς απατηλά στο άγιο πνεύμα και να κατακρατήσεις μυστικά κάποιο ποσό από το αντίτιμο του αγρού; Δεν παρέμενε δικό σου όσο παρέμενε σε εσένα, και δεν συνέχιζε να είναι κάτω από τον έλεγχό σου αφού πουλήθηκε; Γιατί έβαλες σκοπό μέσα στην καρδιά σου να κάνεις μια πράξη όπως αυτή; Φέρθηκες απατηλά, όχι σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό».—Πρ 5:1-4.
Περίπου τρεις ώρες αργότερα, μπήκε μέσα η Σαπφείρα χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί και ισχυρίστηκε το ίδιο. Τότε ο Πέτρος αποκρίθηκε: «Γιατί συμφωνήσατε να θέσετε σε δοκιμή το πνεύμα του Ιεχωβά;» (Πρ 5:7-9) Η αμαρτία τους ήταν ότι είπαν ψέματα στον Ιεχωβά, εμπαίζοντας τον ίδιο και την εκκλησία του, σαν να μην την κατηύθυνε το πνεύμα του Θεού. (Γα 6:7) Δεν ήταν αναγκασμένοι να αποχωριστούν την περιουσία τους, όπως θα συνέβαινε αν ίσχυε κάποια μορφή κοινοκτημοσύνης.
Ο Ιεχωβά Πρέπει να Αναγνωρίζεται ως Ιδιοκτήτης. Εφόσον ο Ιεχωβά είναι ο Ιδιοκτήτης όλης της γης, ο επίγειος κάτοχος γης πρέπει να σέβεται την ιδιοκτησία του και να τη χρησιμοποιεί κατάλληλα. Ειδάλλως, η γη του θα καταστραφεί και στο τέλος ο ίδιος θα τη χάσει οριστικά. (Παρ 24:30-34) Ακόμη και τα έθνη πρέπει να αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός. (Ησ 24:1-6· Ιερ 23:10) Τελικά, όσοι αγνοούν αυτή την αρχή θα καταστραφούν και οι ίδιοι.—Απ 11:18.
Επιπλέον, όταν κάποιος αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης, δεν προσπαθεί να αποκτήσει γη με άπληστο ή αθέμιτο τρόπο. (Παρ 20:21· 23:10, 11) Όταν ο Ισραήλ απομακρύνθηκε από το νόμο του Θεού, Εκείνος εξέφερε καταδίκη εναντίον ορισμένων, λέγοντας: «Αλίμονο σε αυτούς που ενώνουν σπίτι με σπίτι και σε εκείνους που προσαρτούν αγρό σε αγρό ώσπου να μην υπάρχει πια χώρος, και έτσι εσείς κατοικείτε μόνοι σας στο μέσο της γης!»—Ησ 5:8· Μιχ 2:1-4.
Από την άλλη πλευρά, ο Ιησούς είπε: «Ευτυχισμένοι είναι οι πράοι, επειδή αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». (Ματ 5:5· Ψλ 37:9, 22, 29) Δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται στον Θεό: «Ας έρθει η βασιλεία σου. Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη». (Ματ 6:10) Υπό την κυριαρχία της Βασιλείας του ίδιου του Μεγάλου Ιδιοκτήτη Γης, εκείνοι που με πιστότητα θα κατέχουν γη ως παρακαταθήκη δοσμένη από αυτόν θα γευτούν την πλήρη χαρά της ιδιοκτησίας με απόλυτη ασφάλεια. Ο Θεός δήλωσε ποιες συνθήκες θεωρεί κατάλληλες όσον αφορά την ιδιοκτησία γης, όταν έδωσε προφητείες αποκατάστασης διά στόματος του Ησαΐα και του Μιχαία. Αυτές οι προφητείες είναι ενδεικτικές της κατάστασης που θα φέρει εκείνος όταν θα “γίνεται το θέλημά του πάνω στη γη”. Ο Θεός είπε σχετικά με το λαό του: «Θα χτίσουν σπίτια και θα κατοικήσουν· θα φυτέψουν αμπέλια και θα φάνε τον καρπό τους. Δεν θα χτίζουν αυτοί και άλλος να κατοικεί· δεν θα φυτεύουν αυτοί και άλλος να τρώει». «Και θα κάθονται ο καθένας κάτω από το κλήμα του και κάτω από τη συκιά του, και δεν θα υπάρχει κανείς που να τους κάνει να τρέμουν».—Ησ 65:21, 22· Μιχ 4:4· βλέπε ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ.