ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ
[εβρ., ντουχιφάθ].
Ο τσαλαπετεινός (έποψ ο κοινός [Upupa epops]), που έχει περίπου το μέγεθος λεπτού περιστεριού, είναι ένα πουλί με σχεδόν κανελί χρώμα και με ευδιάκριτες και εναλλασσόμενες λευκές και μαύρες λωρίδες στις φτερούγες και στη ράχη του. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του είναι ένα λοφίο αποτελούμενο από πούπουλα, το καθένα από τα οποία καταλήγει σε μια λευκή μπορντούρα με μαύρη άκρη—το λοφίο ξεκινάει από τη βάση του μακριού, λεπτού, κυρτού ράμφους και φτάνει ως το πίσω μέρος του κεφαλιού. Μολονότι η εξωτερική του εμφάνιση είναι πολύχρωμη και φανταχτερή, ο τσαλαπετεινός είναι πολύ ακάθαρτος ως προς τη φωλιά του και τις συνήθειές του. Τα έντομα που τρώει τα βρίσκει σκάβοντας με το αιχμηρό ράμφος του, όχι μόνο στο έδαφος, αλλά και σε σωρούς από κοπριά και σε άλλες ακαθαρσίες. Η φωλιά του αναδίδει μια δυσάρεστη οσμή που δημιουργείται από τις εκκρίσεις των λιπωδών αδένων του και μυρίζει, επίσης, άσχημα επειδή δεν την καθαρίζει από τα περιττώματα. Γι’ αυτό, αν και δεν είναι αρπακτικό ούτε νεκροφάγο πουλί, ο τσαλαπετεινός περιλαμβανόταν στον κατάλογο των πουλιών που ήταν ακάθαρτα για τροφή σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο.—Λευ 11:13, 19· Δευ 14:12, 18.
Ο τσαλαπετεινός, που συναντάται σε όλη τη νότια Ασία, στην Αφρική και σε τμήματα της Ευρώπης, μεταναστεύει στην Παλαιστίνη στις αρχές Μαρτίου και μένει εκεί ωσότου πλησιάσει ο χειμώνας, οπότε κατευθύνεται νότια, προς την Αίγυπτο και άλλα μέρη της βόρειας Αφρικής.
Οι σύγχρονες μεταφράσεις δεν ταυτίζουν πια αυτό το πουλί με την καλημάνα (σχοίνικλος ο κοινός [Vanellus vanellus]), όπως έκανε η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου. (Λευ 11:19· Δευ 14:18) Οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα και της λατινικής Βουλγάτας θεώρησαν ότι επρόκειτο για “τον τσαλαπετεινό” (ἔποψ, Ο΄· upupa, Vg), η δε συριακή και η αραβική ονομασία του τσαλαπετεινού (συριακή, κακούφα· αραβική, χουδούντου) υποστηρίζουν επίσης αυτή την ταύτιση.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η εβραϊκή ονομασία του τσαλαπετεινού (ντουχιφάθ) αποσκοπεί στο να περιγράψει την παράξενη φωνή αυτού του πουλιού, που μοιάζει κάπως με του περιστεριού, όπως συμβαίνει σαφώς με την ονομασία του στις άλλες προαναφερθείσες γλώσσες. Κατ’ άλλους, η συγκεκριμένη ονομασία παράγεται από το εβραϊκό ρήμα το οποίο σημαίνει «κοπανίζω» (παράβαλε Αρ 11:8), λόγω της συνήθειας που έχει ο τσαλαπετεινός να σκάβει στο έδαφος για να βρει την τροφή του.
[Εικόνα στη σελίδα 1147]
Τσαλαπετεινός, όμορφο πουλί με ακάθαρτες συνήθειες