ΒΑΛΑΚ
(Βαλάκ) [Έχει Φέρει Ερήμωση].
Βασιλιάς του Μωάβ το 15ο αιώνα Π.Κ.Χ. και λάτρης του Βάαλ. Ήταν γιος του Σεπφώρ. Ο λαός του Βαλάκ φοβήθηκε και καταλήφθηκε από «νοσηρό τρόμο» όταν είδε τι είχε κάνει ο Ισραήλ στους Αμορραίους. Σε συνεργασία με τον Μαδιάμ, ο Βαλάκ έστειλε ανθρώπους του στην πόλη Φεθώρ, κοντά στον ποταμό Ευφράτη, να πουν στον Βαλαάμ να έρθει από τη Μεσοποταμία και να καταραστεί τον Ισραήλ χρησιμοποιώντας «μαγική δύναμη», με την ελπίδα ότι αυτό θα του έδινε στρατιωτική υπεροχή. (Αρ 23:21) «Δες!» είπε ο Βαλάκ στον Βαλαάμ, «[οι Ισραηλίτες] κάλυψαν τη γη ως εκεί που μπορεί να δει κανείς και κατοικούν ακριβώς μπροστά μου». Στην αρχή ο Βαλαάμ αρνήθηκε να πάει, αλλά όταν ο Βαλάκ έστειλε μια πιο τιμημένη αντιπροσωπεία αρχόντων και πρόσφερε μεγαλύτερη αμοιβή, ο άπληστος προφήτης τελικά δέχτηκε να πάει, με την άδεια του Ιεχωβά. Όταν ο Βαλαάμ έφτασε στην όχθη του Αρνών, ο Βαλάκ τον επέπληξε: «Γιατί δεν ήρθες σε εμένα [από την αρχή]; Δεν μπορώ στ’ αλήθεια να σε τιμήσω;»—Αρ 22:2-37.
Ο Βαλάκ πήγε τον Βαλαάμ σε τρία υψώματα από όπου θα μπορούσε να δει το πλήθος του Ισραήλ. Σε καθένα από αυτά τα υψώματα ο Βαλάκ, σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε, έχτισε εφτά θυσιαστήρια πάνω στα οποία θυσίασε εφτά ταύρους και εφτά κριάρια ακολουθώντας την ίδια διαδικασία προσφοράς θυσιών. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις τοποθεσίες ο Βαλαάμ, αντί να καταραστεί τον Ισραήλ, τον ευλόγησε.—Αρ 22:41–24:9· Μιχ 6:5.
Τότε «ο θυμός του Βαλάκ άναψε εναντίον του Βαλαάμ». Ο Βαλάκ χτύπησε τα χέρια του οργισμένος και αναφώνησε: «Για να αναθεματίσεις τους εχθρούς μου σε κάλεσα, και εσύ τους ευλόγησες στο έπακρο τρεις φορές μέχρι τώρα. Και τώρα φύγε γρήγορα για τον τόπο σου». Αλλά προτού φύγει, ο προφήτης της Φεθώρ προείπε ότι το Μεσσιανικό «άστρο» επρόκειτο να ξεπροβάλει από το σπέρμα του Ιακώβ.—Αρ 24:10-17· Ιη 24:9, 10· Κρ 11:25.
Τα γεγονότα που επακολούθησαν δείχνουν ότι, επιπρόσθετα, ο Βαλαάμ “δίδαξε τον Βαλάκ να βάλει σκάνδαλο μπροστά στους γιους του Ισραήλ, δηλαδή το να φάνε πράγματα που είχαν θυσιαστεί στα είδωλα και να πορνεύσουν”.—Απ 2:14· Αρ 25:1-18.