ΑΝΤΙΛΟΠΗ
[εβρ., ντισόν].
Μηρυκαστικό το οποίο έχει χωρισμένη την οπλή και αναφέρεται μόνο στο εδάφιο Δευτερονόμιο 14:5, όπου περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τα ζώα που επιτρεπόταν να τρώνε οι Ισραηλίτες. Επικρατεί αβεβαιότητα ως προς το ποιο είναι το ζώο στο οποίο αναφέρεται η εβραϊκή λέξη ντισόν.
Συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι η αντιλόπη άδαξ (άδαξ η στικτή [Addax nasomaculatus]), που εξακολουθεί να ζει στις ερήμους της βόρειας Αφρικής, αντιστοιχεί με το ζώο που ονομάζεται ντισόν στις Εβραϊκές Γραφές. Αυτή η αντιλόπη έχει ύψος περίπου 1 μ. στους ώμους. Οι πλατιές οπλές της, που η καθεμιά τους χωρίζεται σε δύο τμήματα, της δίνουν την αξιοθαύμαστη δυνατότητα να διανύει αποστάσεις πάνω στη χαλαρή άμμο της ερήμου, όπου επιβιώνει χωρίς νερό επί πολύ μεγάλα διαστήματα. Τα απλωτά κέρατα αυτού του ζώου είναι σπειροειδή και διαγράφουν από μιάμιση μέχρι σχεδόν τρεις στροφές, ενώ το μήκος της καμπύλης τους είναι περίπου 1 μ. Αν εξαιρέσουμε την κοιλιά, την ουρά, το οπίσθιο τμήμα και τα σημάδια του προσώπου της, τα οποία παραμένουν πάντα λευκά, το χρώμα αυτής της αντιλόπης σκουραίνει το χειμώνα—ενώ αρχικά έχει την απόχρωση της άμμου, γίνεται καστανωπό. Μια άλλη πιθανότητα είναι να εννοείται ο αραβικός όρυξ (αντιλόπη η σπαθόκερως [Oryx leucoryx]), μια αντιλόπη που ζει επίσης στην έρημο.