ΓΑΛΑ
Προϊόν των θηλυκών θηλαστικών για τη διατροφή των μικρών τους. Χρησιμοποιείται ως τροφή και από τους ανθρώπους γενικά. (Γε 18:8· Κρ 4:19· 5:25) Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «γάλα» αναφέρεται συνήθως στο φρέσκο γάλα και διαχωρίζεται γενικά από τα τυροπήγματα, το τυρί και το βούτυρο. (Δευ 32:14· 2Σα 17:29· Ιωβ 10:10· Παρ 27:27) Ωστόσο, δεν γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στο αγελαδινό γάλα και στο πρόβειο ή το κατσικίσιο. (Ιεζ 25:4· 1Κο 9:7) Το ξινόγαλο ή το πηγμένο γάλα το αναμείγνυαν συχνά με μέλι και το θεωρούσαν δροσιστικό ποτό. Ο Δαβίδ πήρε «δέκα μερίδες γάλα» («τυρί», Vg) για το «χιλίαρχο» όταν πήγε φαγητό στους αδελφούς του στο στρατόπεδο. Αυτές οι μερίδες μπορεί να είχαν τη μορφή φρέσκου τυριού. Η μετάφραση του Ρόδερχαμ λέει «δέκα φέτες μαλακού τυριού».—1Σα 17:17, 18.
Γιατί απαγόρευε ο Νόμος να βράζουν το κατσικάκι στο γάλα της μητέρας του;
Ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευε να βράζουν το κατσικάκι στο γάλα της μητέρας του. (Δευ 14:21) Αυτή η απαγόρευση αναφέρεται δύο φορές σε σχέση με την προσφορά των πρώτων καρπών στον Ιεχωβά.—Εξ 23:19· 34:26.
Θεωριολογείται ότι αυτή η συνήθεια είχε παγανιστικές, ειδωλολατρικές ή μαγικές προεκτάσεις. Ωστόσο, επί του παρόντος δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την άποψη.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, αυτό το νομοθέτημα τονίζει πως υπάρχει μια κατάλληλη και πρέπουσα τάξη για τα πράγματα, στην οποία πρέπει να προσκολλάται κανείς. Ο Θεός προμήθευσε το γάλα της μητέρας για τη διατροφή του μικρού της. Η χρήση του γάλακτος για να βράσουν σε αυτό το μικρό της και να το ετοιμάσουν για τροφή θα απέβαινε προς βλάβη του μικρού και θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που είχε υπόψη του ο Θεός όταν προμήθευσε το γάλα.
Μια τρίτη εκδοχή είναι ότι αυτή η εντολή δόθηκε για να προαγάγει τη συμπόνια. Κάτι τέτοιο συμβάδιζε με άλλες εντολές που απαγόρευαν τη θυσία ενός ζώου αν αυτό δεν είχε μείνει πρώτα με τη μητέρα του τουλάχιστον εφτά ημέρες (Λευ 22:27), τη σφαγή ενός ζώου και του μικρού του την ίδια ημέρα (Λευ 22:28) ή το να πάρει κάποιος από μια φωλιά και τη μητέρα και τα αβγά ή τους νεοσσούς της (Δευ 22:6, 7).
Το Γάλα στις Προφητείες. Αναφορικά με τον Εμμανουήλ είχε προλεχθεί: «Λόγω της άφθονης παραγωγής γάλακτος, αυτός θα τρώει βούτυρο· επειδή βούτυρο και μέλι θα τρώει όποιος απομείνει στο μέσο του τόπου». Αυτή η κατάσταση θα ήταν αποτέλεσμα της ερήμωσης του Ιούδα από τους Ασσυρίους. Εξαιτίας της ερήμωσης, η γη, που προηγουμένως καλλιεργούνταν, θα γέμιζε αγριόχορτα. Συνεπώς, όσοι θα απέμεναν εκεί θα έπρεπε να συντηρούνται κατά κύριο λόγο με γαλακτοκομικά προϊόντα και άγριο μέλι. Εφόσον θα υπήρχε άφθονη βοσκή, τα ζώα που θα είχαν μείνει ζωντανά θα παρήγαν άφθονο γάλα για τον πληθυσμό ο οποίος θα είχε μειωθεί δραστικά.—Ησ 7:20-25· παράβαλε 37:30-33.
Μεταφορική Χρήση. Το γάλα μνημονεύεται συχνά με μεταφορικό ή αλληγορικό τρόπο. (Γε 49:12· Ασμ 5:12· Θρ 4:7) Οι πόροι των εθνών και των λαών αποκαλούνται γάλα. (Ησ 60:16) Η Υποσχεμένη Γη περιγράφεται επανειλημμένα ως γη «όπου ρέει το γάλα και το μέλι», κάτι που υποδηλώνει αφθονία, καρποφορία και ευημερία λόγω της ευλογίας του Ιεχωβά. (Εξ 3:8· Δευ 6:3· Ιη 5:6· Ιερ 11:5· Ιεζ 20:6· Ιωλ 3:18) Ο ποιμένας στο Άσμα Ασμάτων είπε για την αγαπημένη του Σουλαμίτισσα ότι είχε μέλι και γάλα κάτω από τη γλώσσα της, υποδηλώνοντας προφανώς ότι η γλώσσα της εξέφραζε ευχάριστα λόγια.—Ασμ 4:11.
Εφόσον το γάλα προάγει τη φυσική ανάπτυξη σε ωριμότητα, τα στοιχειώδη Χριστιανικά δόγματα παρομοιάζονται με «γάλα» για πνευματικά νήπια, το οποίο τα ενδυναμώνει να αναπτυχθούν μέχρι του σημείου να μπορούν να αφομοιώνουν «στερεή τροφή», τις βαθύτερες πνευματικές αλήθειες. (1Κο 3:2· Εβρ 5:12-14) Ο απόστολος Πέτρος, μιλώντας σε Χριστιανούς, λέει: «Σαν νεογέννητα βρέφη να αναπτύξετε λαχτάρα για το ανόθευτο γάλα του λόγου». Για ποιο σκοπό; Προκειμένου να αυξηθούν όχι απλώς σε ωριμότητα αλλά «προς σωτηρία», δηλαδή προκειμένου να καταστήσουν βέβαιη για τον εαυτό τους την κλήση τους και την εκλογή τους. (1Πε 2:2· 2Πε 1:10) Στο εδάφιο Ησαΐας 55:1, ο Θεός καλεί όσους διψούν πνευματικά να αγοράσουν αυτό το πνευματικό «γάλα» το οποίο προάγει την ανάπτυξη και το οποίο μπορούν να λάβουν, μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του, «χωρίς χρήματα και χωρίς αντίτιμο».