ΒΑΤΟΜΟΥΡΙΑ, ΒΑΤΟΣ
[εβρ. κείμενο, ’ατάδ, μπαρκανίμ, χέδεκ, σενέχ· ελλ. κείμενο, βάτος].
Η βατομουριά, ή βάτος, είναι φυτό με ξυλώδη, αγκαθωτό βλαστό. Αυτές οι ονομασίες μπορεί να εφαρμόζονται σε διάφορα παρόμοια φυτά.
Η εβραϊκή λέξη ’ατάδ εξηγείται ως βατομουριά ή ράμνος (Rhamnus) στο Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης ([A Hebrew and English Lexicon of the Old Testament] 1980, σ. 31), των Μπράουν, Ντράιβερ και Μπριγκς. Ο ράμνος της Παλαιστίνης (Rhamnus palaestina) είναι ένας αραιός θάμνος, ύψους περίπου 1 ως 2 μ., με κλαδάκια γεμάτα αιχμηρά, δυνατά αγκάθια. Μολονότι συναντάται κυρίως στις χαμηλότερες, θερμότερες περιοχές της χώρας, φύεται και στις ορεινές περιοχές, όπως στην Ιερουσαλήμ. Ο Βάλτερ Μπαουμγκάρτνερ ταυτίζει το φυτό ’ατάδ με την αραμιά, ή αλλιώς λύκιο το ευρωπαϊκό (Lycium europaeum), έναν αγκαθωτό θάμνο που φτάνει σε ύψος γύρω στο 1 ως 2 μ., βγάζει μικρά βιολετί λουλούδια και οι καρποί του είναι μικρές, στρογγυλές, κόκκινες εδώδιμες ράγες.—Εβραϊκό και Αραμαϊκό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης (Hebräisches und Aramäisches Lexikon zum Alten Testament), Λέιντεν, 1967, σ. 36· βλέπε ΑΓΚΑΘΙ.
Η βατομουριά μνημονεύεται ιδιαίτερα στην αφήγηση των εδαφίων Κριτές 9:8-15, στην οποία το ελαιόδεντρο, η συκιά και το κλήμα αντιπαραβάλλονται με το εν λόγω ταπεινό φυτό. Όπως διασαφηνίζεται στο υπόλοιπο κεφάλαιο, τα πολύτιμα αυτά φυτά συμβολίζουν άξια άτομα, όπως ήταν οι 70 γιοι του Γεδεών οι οποίοι δεν επιζήτησαν να γίνουν βασιλιάδες των υπόλοιπων Ισραηλιτών, ενώ η βατομουριά, που χρησιμεύει μόνο ως καύσιμη ύλη, αντιπροσωπεύει τη βασιλεία του Αβιμέλεχ, του δολοφόνου όλων των άλλων γιων του Γεδεών, των αδελφών του, πλην ενός. (Κρ 9:1-6, 16-20) Η υπόδειξη που περιλαμβάνεται στα λόγια του Ιωθάμ, σύμφωνα με την οποία τα άλλα συμβολικά δέντρα καλούνται να ζητήσουν καταφύγιο στη σκιά της βατομουριάς, ήταν οπωσδήποτε ειρωνική, διότι η χαμηλή βατομουριά προφανώς δεν μπορούσε να κάνει ίσκιο για δέντρα, ιδίως για τους επιβλητικούς κέδρους που αναφέρονται.
Ο Ιωθάμ προειδοποίησε ότι μπορεί να έβγαινε φωτιά από τη βατομουριά “και να κατέτρωγε τους κέδρους του Λιβάνου”, υπονοώντας ίσως την ευκολία με την οποία μπορεί να πιάσει φωτιά αυτό το ξερό και άφυλλο φυτό τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Το εδάφιο Ψαλμός 58:9 αναφέρει επίσης ότι τα βάτα χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη.
Η εβραϊκή λέξη ’ατάδ εμφανίζεται επίσης ως τοπωνύμιο στο εδάφιο Γένεση 50:10.
Ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν τον εβραϊκό όρο μπαρκανίμ (βάτοι) με ένα φυτό που προσδιορίζεται από κάποιο συγγενικό αραβικό ουσιαστικό, με το είδος Centaurea scoparia, ένα συνηθισμένο αγκαθωτό φυτό με αιχμηρές κορυφές. Ο Γεδεών χρησιμοποίησε μπαρκανίμ όταν τιμώρησε τους άντρες της Σοκχώθ επειδή είχαν αρνηθεί να δώσουν ψωμί στους πεινασμένους στρατιώτες του κατά τη μάχη του εναντίον των Μαδιανιτών.—Κρ 8:6, 7, 16.
Η εβραϊκή λέξη χέδεκ (βάτος) έχει θεωρηθεί ότι προσδιορίζει το φυτό Solanum coagulans, έναν αγκαθωτό θάμνο. (Θησαυρός της Γλώσσας της Αγίας Γραφής [Thesaurus of the Language of the Bible], μερική επιμέλεια Μ. Ζ. Καντάρι, Ιερουσαλήμ, 1968, Τόμ. 3, σ. 88) Χρησιμοποιώντας τη λέξη χέδεκ, το εδάφιο Παροιμίες 15:19 παρομοιάζει το δρόμο του τεμπέλη με φράχτη από βάτους, προφανώς με την έννοια ότι ο τεμπέλης οραματίζεται ή φαντάζεται δυσκολίες και ακανθώδη προβλήματα σε οποιοδήποτε εγχείρημα, και με αυτή την πρόφαση δεν προχωρεί καθόλου. Η ηθική παρακμή του έθνους του Ισραήλ έκανε τον προφήτη Μιχαία να πει για το λαό ότι «ο καλύτερος από αυτούς είναι σαν βάτος [εβρ., κεχέδεκ], ο πιο ευθύς από αυτούς είναι χειρότερος από αγκάθινο φράχτη», εννοώντας προφανώς ότι ακόμη και ο καλύτερος των Ισραηλιτών ήταν τόσο επιβλαβής για εκείνους που είχαν δοσοληψίες μαζί του όσο είναι μια αγκαθωτή βάτος ή ένας αγκάθινος φράχτης για όποιον πλησιάζει πολύ κοντά.—Μιχ 7:4.
Η καιόμενη βάτος με την οποία ο άγγελος του Ιεχωβά τράβηξε την προσοχή του Μωυσή και μέσα από την οποία μίλησε μαζί του θεωρείται ότι ήταν κάποιο είδος αγκαθωτού θάμνου (εβρ., σενέχ). (Εξ 3:2-5· Δευ 33:16) Αναφερόμενοι σε αυτό το περιστατικό, οι Χριστιανοί συγγραφείς των Ελληνικών Γραφών χρησιμοποίησαν στο πρωτότυπο κείμενο τη λέξη βάτος. (Μαρ 12:26· Λου 20:37· Πρ 7:30, 35) Μερικοί λεξικογράφοι συνδέουν αυτόν τον αγκαθωτό θάμνο (σενέχ) με τη βάτο την ιερά (Rubus sanctus), η οποία είναι διαδεδομένη σε όλη τη Συρία και σε μεγάλο μέρος της Παλαιστίνης. Ωστόσο, στη σημερινή εποχή αυτή δεν συναντάται αυτοφυής στη Χερσόνησο του Σινά. Γι’ αυτό, άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για κάποιο είδος ακακίας, επειδή αυτά τα αγκαθωτά, πολλές φορές θαμνώδη δέντρα είναι ευρέως διαδεδομένα σε ολόκληρη την περιοχή του Σινά. Εντούτοις, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα για ποιο φυτό πρόκειται.