ΣΑΚΟΣ, ΣΑΚΙ
Οι σάκοι και τα σακιά, που κατασκευάζονταν από διάφορα δέρματα και υφάσματα, χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως θήκες για τη φύλαξη διαφόρων πραγμάτων όπως σιτηρά και τρόφιμα, πέτρινα ζύγια, τιμαλφή, σβόλοι χρυσού και ασημιού και, σε μεταγενέστερες περιόδους, νομίσματα. Ειδικά η λέξη «σάκος» προσδιορίζει το χοντρό ύφασμα από το οποίο έφτιαχναν τέτοιες θήκες. Συνήθως το ύφασμα αυτό ήταν από σκούρες τρίχες κατσικιού.—Απ 6:12· Ησ 50:3.
Η ελληνική λέξη «σάκος» προέρχεται από την εβραϊκή λέξη σακ η οποία, παρότι στην Αγία Γραφή αναφέρεται κυρίως στο συγκεκριμένο ύφασμα (Λευ 11:32), χρησιμοποιείται επίσης—όπως και η λέξη «σάκος» σήμερα—για να προσδιορίσει τις θήκες από αυτό το ύφασμα στις οποίες έβαζαν τρόφιμα και σιτηρά. (Γε 42:25, 27, 35· Ιη 9:4) Η λέξη ’αμτάχαθ του εβραϊκού κειμένου (παράγωγο ενός ρήματος που σημαίνει «απλώνω» [Ησ 40:22]) χρησιμοποιείται για τα σακιά που είχαν οι αδελφοί του Ιωσήφ όταν τον επισκέφτηκαν στην Αίγυπτο και φαίνεται ότι είναι λίγο πολύ συνώνυμη της λέξης σακ. Ίσως αναφέρεται περισσότερο στο σχήμα του σακιού παρά στο υλικό κατασκευής του.—Γε 42:27, 28· 43:18-23.
Όταν ο Δαβίδ ετοιμαζόταν να αναμετρηθεί με τον Γολιάθ, έβαλε πέντε πέτρες στο ποιμενικό του «σακίδιο» (εβρ., κελί), το οποίο εικάζεται ότι έμοιαζε με ταγάρι που το κρεμούσαν διαγωνίως από τον ώμο και συνήθως το έφτιαχναν από ακατέργαστα δέρματα ζώων. (1Σα 17:40, 49) Η λέξη που χρησιμοποιεί εδώ το εβραϊκό κείμενο έχει πολύ ευρεία έννοια και, τις περισσότερες φορές, αναφέρεται απλώς σε κάποιο πήλινο, ξύλινο, μεταλλικό ή δερμάτινο σκεύος ή δοχείο.—Λευ 6:28· 11:32, 33· Αρ 31:20· 1Βα 10:21.
Ο Σύριος αξιωματικός Νεεμάν έδωσε στον άπληστο Γιεζί «μέσα σε δύο σάκους [εβρ., χαριτίμ] δύο τάλαντα ασήμι, μαζί με δύο αλλαξιές ενδύματα, . . . και τους έδωσε σε δύο υπηρέτες του για να τους μεταφέρουν». Εφόσον το τάλαντο ισοδυναμούσε περίπου με 34 κιλά, είναι προφανές ότι ένας τέτοιος σάκος (χαρίτ) πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος και γερός ώστε να μπορεί να χωρέσει ένα τάλαντο και μια αλλαξιά ενδύματα. Επομένως, όταν ήταν γεμάτος, είχε περίπου τόσο βάρος όσο μπορούσε να μεταφέρει ένας άντρας μόνος του. (2Βα 5:23) Ωστόσο, η ίδια λέξη αναφέρεται επίσης στα «πουγκιά» που χρησιμοποιούσαν ως εξάρτημα του πολυτελούς στολισμού τους οι υπεροπτικές κόρες της Σιών.—Ησ 3:16, 22.
Υπήρχε επίσης ο σάκος (εβρ., κις) των εμπόρων, ο οποίος έμοιαζε αναμφίβολα με αυτόν που εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής μέχρι πρόσφατα. Κρίνοντας από αυτούς τους μεταγενέστερους τύπους, οι εν λόγω σάκοι πρέπει να ήταν φτιαγμένοι από βαμβακερό ύφασμα, από εύκαμπτα βούρλα ή από δέρμα. Στους σάκους αυτούς οι έμποροι κουβαλούσαν τα ζύγια που χρειάζονταν για τις επαγγελματικές συναλλαγές, κατά τις οποίες έπρεπε να ζυγίζουν προϊόντα, σιτηρά ή πολύτιμα μέταλλα. Αναφερόμενος στο κις, ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευε τις απατηλές επιχειρηματικές μεθόδους, λέγοντας: «Δεν πρέπει να έχεις στο σάκο σου δύο ειδών ζύγια». (Δευ 25:13) Μέσω του προφήτη του, ο Ιεχωβά ρώτησε: «Μπορώ να είμαι ηθικά καθαρός με πονηρή ζυγαριά και με σάκο που περιέχει απατηλά πέτρινα ζύγια;» (Μιχ 6:11· Παρ 16:11) Το κις χρησιμοποιούνταν επίσης ως «σάκος» ή «πουγκί» για τη μεταφορά χρημάτων και πολύτιμων αγαθών.—Παρ 1:13, 14· Ησ 46:6.
Η λέξη τσερώρ του εβραϊκού κειμένου παράγεται από ένα ρήμα που σημαίνει «τυλίγω» (Εξ 12:34) και προσδιορίζει ένα συνηθισμένο είδος θήκης που την έδεναν με σχοινί ή κορδόνι, είτε ως «δέμα» (Γε 42:35) είτε ως «σακούλι» στο οποίο έσφιγγαν και έδεναν μόνο το άνοιγμα. (Παρ 7:20· Ασμ 1:13) Φαίνεται ότι τα χρήματα που έπαιρναν από το κιβώτιο όπου τοποθετούνταν οι συνεισφορές του ναού τα έδεναν σε τέτοια δέματα, τα οποία αναμφισβήτητα θα περιείχαν ίσες ποσότητες. (2Βα 12:10) Στην αρχαιότητα, όταν διεκπεραιώνονταν επαγγελματικές συναλλαγές στις οποίες περιλαμβάνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά, τα κομμάτια μετάλλου μερικές φορές ζυγίζονταν και τοποθετούνταν σε τέτοια δέματα ή σακούλια, ενώ στη συνέχεια ο κόμπος σφραγιζόταν. Κατόπιν, αν ήθελαν οι συναλλασσόμενοι, το σακούλι μπορούσε να περάσει από τον έναν στον άλλον με τη βεβαιότητα ότι περιείχε την καθορισμένη ποσότητα. Η ανέπαφη σφραγίδα, λοιπόν, αποτελούσε εγγύηση για την ποσότητα του ασημιού, του χρυσού ή όποιου άλλου μετάλλου περιείχε το σακούλι. Ο Ιώβ χρησιμοποιεί προφανώς ένα τέτοιο σχήμα λόγου στο εδάφιο Ιώβ 14:17, όταν λέει στον Θεό: «Σφραγισμένη σε σακούλι είναι η ανταρσία μου και βάζεις κόλλα στο σφάλμα μου». Η Αβιγαία εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο Ιεχωβά θα προστάτευε τον Δαβίδ, λέγοντας πως, όταν θα τον καταδίωκε κάποιος εχθρός, η ψυχή του θα ήταν «τυλιγμένη στο σάκο της ζωής κοντά στον Ιεχωβά τον Θεό» του.—1Σα 25:29.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές γίνεται λόγος για «σακίδιο τροφίμων» (ΜΝΚ) ή «σακί» (AT, RS, ΒΑΜ). (Ματ 10:10· Λου 9:3) Η λέξη πήρα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου ορίζεται στο Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν ([Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words] 1981, Τόμ. 4, σ. 196), ως «ταξιδιωτικός δερμάτινος σάκος ή σακίδιο για τη μεταφορά προμηθειών».—Βλέπε ΣΑΚΙΔΙΟ ΤΡΟΦΙΜΩΝ.
Στα εδάφια Ιωάννης 12:6· 13:29 η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου αναφέρει ότι ο Ιούδας κρατούσε ένα «σακί». Ωστόσο, οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις αποδίδουν τη λέξη γλωσσόκομον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου ως «κουτί» ή «κουτί με χρήματα». Αυτή η λέξη, που αναφερόταν αρχικά στη θήκη όπου φύλαγαν το επιστόμιο ενός πνευστού οργάνου, κατέληξε να δηλώνει ένα μικρό κουτί πολλαπλών χρήσεων, μεταξύ των οποίων και η φύλαξη χρημάτων. Οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη για να περιγράψουν το κιβώτιο που αναφέρεται στα εδάφια 2 Χρονικών 24:8, 10. Για το «πουγκί» (Λου 10:4) ή τα «πουγκιά της ζώνης» (Ματ 10:9), βλέπε ΠΟΥΓΚΙ.
Ένδυση με Σάκο. Ο σάκος ήταν το παραδοσιακό ένδυμα πένθους, βρίσκουμε δε την πρώτη γραπτή μνεία του όταν ο Ιακώβ πένθησε για τον υποτιθέμενο θάνατο του γιου του, του Ιωσήφ, ζώνοντας τους γοφούς του με σάκο. (Γε 37:34· 2Σα 3:31) Ενίοτε οι πενθούντες κάθονταν ή κοιμούνταν πάνω σε σάκο. (2Σα 21:10· Ησ 58:5· Ιωλ 1:13) Οι υπηρέτες του Βεν-αδάδ, θέλοντας να ικετεύσουν τον Αχαάβ για τη ζωή του βασιλιά τους, πήγαν να τον συναντήσουν έχοντας σάκο στην οσφύ τους και σχοινιά στο κεφάλι τους. (1Βα 20:31, 32) Σε κάποιες περιπτώσεις φορούσαν το σάκο κατάσαρκα, έχοντας από πάνω άλλα ρούχα (Ιωβ 16:15· Ησ 32:11· 1Βα 21:27· 2Βα 6:30), ενώ άλλοτε μπορεί απλώς να τον “ζώνονταν” πάνω από τα εσωτερικά ενδύματα.—Ιεζ 7:18· Ιωλ 1:8.
Ως αποτέλεσμα του κηρύγματος του Ιωνά, ο βασιλιάς της Νινευή εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο, όχι μόνο έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμά του όλοι οι κάτοικοι της πόλης και να φορέσουν σάκο, αλλά έπρεπε να σκεπαστούν με σάκο ακόμη και τα «κατοικίδια ζώα».—Ιων 3:6-8.
Οι Εβραίοι προφήτες φορούσαν ενίοτε σάκο, σε αρμονία με τα προειδοποιητικά αγγέλματα και τις εκκλήσεις για μετάνοια που ήταν διορισμένοι να απευθύνουν ή όταν προσεύχονταν εκφράζοντας τη μετάνοια του λαού. (Ησ 20:2· Δα 9:3· παράβαλε Απ 11:3.) Σάκο φορούσαν ο βασιλιάς και ο λαός σε πολύ κρίσιμες στιγμές ή όταν άκουγαν ειδήσεις για κάποια συμφορά.—2Βα 19:1· Ησ 15:3· 22:12.