ΟΥΖΑ
(Ουζά) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Οζίας, που σημαίνει «Ισχύς μου Είναι ο Ιεχωβά»].
1. Μεραρίτης Λευίτης.—1Χρ 6:29.
2. Γιος του Αβιναδάβ, αναμφίβολα Λευίτης. Ο Ουζά και ο αδελφός του ο Αχιώ οδηγούσαν την άμαξα πάνω στην οποία βρισκόταν η κιβωτός της διαθήκης, όταν ο Δαβίδ θέλησε να τη μεταφέρει από το σπίτι τους στην Ιερουσαλήμ. Όταν οι ταύροι που έσερναν την άμαξα παραλίγο να προκαλέσουν ανατροπή, ο Ουζά άπλωσε το χέρι του και έπιασε την Κιβωτό για να την κρατήσει στη θέση της, κάτι για το οποίο ο Ιεχωβά τον πάταξε επί τόπου. Ο Δαβίδ ονόμασε εκείνο το μέρος Φαρές-ουζά, επειδή εκεί ο Ιεχωβά ξέσπασε «εναντίον του Ουζά φέρνοντας ρήξη».—2Σα 6:3-8· 1Χρ 13:7-11.
Παρά τις όποιες καλές προθέσεις που μπορεί να είχε ο Ουζά θέλοντας να μην αφήσει την Κιβωτό να πέσει, η ενέργειά του κρίθηκε ως “ανευλαβής πράξη”. (2Σα 6:7) Αυτό συνέβη επειδή επρόκειτο για εκούσια ανυπακοή. Ο Ιεχωβά είχε προστάξει να μην αγγίξουν επ’ ουδενί την Κιβωτό άτομα που δεν ήταν εξουσιοδοτημένα. Αυτή η προειδοποίηση ήταν ευρέως γνωστή και επέσυρε την ποινή του θανάτου για τους παραβάτες. (Αρ 4:15, 19, 20) Αν είχαν μεταφέρει την Κιβωτό τα εξουσιοδοτημένα άτομα—οι Κααθίτες Λευίτες—με τα κοντάρια στους ώμους τους, σύμφωνα με τις οδηγίες του Θεού, ο θυμός του Θεού δεν θα είχε εξαφθεί.—Εξ 25:13, 14· Αρ 7:9.