ΒΑΑΛ-ΖΕΒΟΥΛ
(Βάαλ-ζεβούλ) [«Κύριος της Μεγαλοπρεπούς Κατοικίας»· ή, αν έχει γίνει λογοπαίγνιο με τη μη Γραφική εβρ. λέξη ζέβελ (κοπριά), «Κύριος της Κοπριάς»].
Ο Βάαλ τον οποίο λάτρευαν οι Φιλισταίοι στην Ακκαρών. Αποκαλούνταν και «Βάαλ-ζεμπούμπ» που σημαίνει «Ιδιοκτήτης (Κύριος) των Μυγών». Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Εβραίοι συνήθιζαν να αλλάζουν τα ονόματα των ψεύτικων θεών, χρησιμοποιώντας μια παρόμοια λέξη που, όμως, είχε υποτιμητική έννοια. Έτσι λοιπόν, η λέξη «ζεμπούμπ» ίσως είναι παραφθορά του τίτλου «Ζαβούλ» («Άρχοντας») ή Ζεβούλ που έφερε ο Βάαλ, τον οποίο τίτλο συναντάμε στα κείμενα της Ρας Σάμρα. Ωστόσο, μερικοί λόγιοι προβάλλουν την εκδοχή ότι το όνομα Βάαλ-ζεμπούμπ το έδωσαν στο θεό οι λάτρεις του επειδή θεωρούσαν ότι αυτός παρήγε τις μύγες και επομένως ήταν σε θέση να τηρεί υπό έλεγχο αυτή τη μάστιγα που ήταν κοινή στη Μέση Ανατολή. Δεδομένου ότι ο Βάαλ-ζεμπούμπ συνδεόταν με τη χρησμοδοσία, άλλοι υποστηρίζουν ότι θεωρούνταν θεός που χρησμοδοτούσε με βάση το πέταγμα ή το βόμβο μιας μύγας.—2Βα 1:2.
Ο Βασιλιάς Οχοζίας του Ισραήλ έστειλε αγγελιοφόρους να ρωτήσουν τον Βάαλ-ζεβούλ αν επρόκειτο να συνέλθει από το σοβαρό τραυματισμό του ή όχι. Ο Ιεχωβά τον επέπληξε μέσω του Ηλία του προφήτη του με τα εξής λόγια: «Δεν υπάρχει Θεός στον Ισραήλ και στέλνεις να ρωτήσεις τον Βάαλ-ζεβούλ, το θεό της Ακκαρών; Γι’ αυτό, από το ντιβάνι στο οποίο ανέβηκες δεν θα κατεβείς, επειδή εξάπαντος θα πεθάνεις».—2Βα 1:2-8· βλέπε ΒΕΕΛΖΕΒΟΥΛ.