ΜΕΝΑΗΜ
(Μεναήμ) [Αυτός που Παρηγορεί].
Γιος του Γαδεί και βασιλιάς του Ισραήλ επί δέκα χρόνια, περίπου από το 790 Π.Κ.Χ. και έπειτα. Όταν έμαθε ότι ο Σαλλούμ είχε δολοφονήσει τον Βασιλιά Ζαχαρία, ο Μεναήμ πήγε από τη Θερσά στη Σαμάρεια και σκότωσε το δολοφόνο εκεί. Κατόπιν άρχισε να κυβερνάει ο ίδιος. Προφανώς στην αρχή της βασιλείας του, ο Μεναήμ πάταξε τη Θιψά «και όλα όσα ήταν σε αυτήν και την περιοχή της έξω από τη Θερσά, επειδή δεν άνοιξε». Από ό,τι φαίνεται, η πόλη αρνήθηκε να του ανοίξει την πύλη της. (Ο΄, Vg, Sy) Στους κατοίκους επιφύλαξε σκληρή μεταχείριση: «Όλες τις έγκυες γυναίκες της τις έσκισε».—2Βα 15:10, 13-17.
Ο Μεναήμ έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. Προώθησε τη μοσχολατρία και δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του πρώτου βασιλιά του δεκάφυλου βασιλείου. Στη διάρκεια της βασιλείας του εισέβαλε στον Ισραήλ ο Βασιλιάς Πουλ (Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄), και ο Μεναήμ υποχρεώθηκε να πληρώσει σε αυτόν τον Ασσύριο μονάρχη «χίλια τάλαντα ασήμι» ($6.606.000). Το ποσό αυτό το συγκέντρωσε επιβάλλοντας φόρο 50 σίκλων ασημιού σε καθένα από «τους γενναίους και κραταιούς άντρες» του Ισραήλ. Εφόσον ένα τάλαντο ασήμι ισοδυναμούσε περίπου με 3.000 σίκλους, το ασήμι καταβλήθηκε από 60.000 άτομα περίπου. Ο Μεναήμ έδωσε το ασήμι στον Ασσύριο βασιλιά «για να είναι μαζί του τα χέρια εκείνου ώστε να ενισχυθεί η βασιλεία στο δικό του χέρι». Όταν έλαβε αυτό το ποσό, ο Πουλ έφυγε από τη χώρα.—2Βα 15:19, 20.
Ο Μεναήμ κατονομάζεται σε μια επιγραφή του Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ ως «Μεναήμ της Σαμάρειας» (Με-νι-χι-ιμ-με αλΣα-με-ρι-να-α-α) και αναφέρεται εκεί, μαζί με τον Σύριο Βασιλιά Ρεζών (Ρα-χι-α-νου) και τον Βασιλιά Χιράμ (Χι-ρου-ουμ-μου) της Τύρου (όχι τον Χιράμ των ημερών του Δαβίδ), ως ένας άρχοντας από τον οποίο αυτός ο Ασσύριος μονάρχης ισχυρίζεται ότι έλαβε φόρο υποτελείας. (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 282, 283) Ο Μεναήμ πέθανε γύρω στο 781 Π.Κ.Χ., και στο θρόνο του Ισραήλ τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Φεκαΐας.—2Βα 15:22.