ΑΧΑΖ
(Άχαζ) [συντετμημένη μορφή του Ιωάχαζ, που σημαίνει «Είθε να Κρατήσει ο Ιεχωβά· Ο Ιεχωβά Έχει Κρατήσει»].
1. Γιος του Βασιλιά Ιωθάμ του Ιούδα. Ο Άχαζ άρχισε να βασιλεύει σε ηλικία 20 ετών και κυβέρνησε 16 χρόνια.—2Βα 16:2· 2Χρ 28:1.
Εφόσον ο Εζεκίας, ο γιος του Άχαζ, ήταν 25 ετών όταν άρχισε να βασιλεύει, έπεται ότι ο Άχαζ ήταν κάτω των 12 ετών όταν τον απέκτησε. (2Βα 18:1, 2) Μολονότι τα αγόρια εισέρχονται στην εφηβεία σε ηλικία 12 ως 15 ετών σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, σε θερμότερα κλίματα η εφηβεία μπορεί να αρχίσει νωρίτερα. Επίσης, τα γαμήλια ήθη και έθιμα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Το Περιοδικό Σημιτικών Μελετών και Συναφών Θεμάτων (Zeitschrift für Semitistik und verwandte Gebiete, επιμέλεια Ε. Λίτμαν, Λειψία, 1927, Τόμ. 5, σ. 132) ανέφερε ότι ο γάμος μεταξύ παιδιών είναι συχνό φαινόμενο στην Υποσχεμένη Γη ακόμη και σήμερα, και παρέθετε την περίπτωση δύο αγοριών που ήταν αδέλφια, ηλικίας 8 και 12 ετών, τα οποία παντρεύτηκαν—μάλιστα η σύζυγος του μεγαλύτερου πήγαινε στο σχολείο μαζί με το σύζυγό της. Ωστόσο, ένα εβραϊκό χειρόγραφο, η συριακή Πεσίτα και ορισμένα χειρόγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα αναφέρουν στο εδάφιο 2 Χρονικών 28:1 ότι ο Άχαζ άρχισε να βασιλεύει όταν ήταν «είκοσι πέντε χρονών».
Όποια και αν ήταν η ακριβής ηλικία του, ο Άχαζ πέθανε σχετικά νέος και άφησε ένα υπόμνημα συνεχών παραβάσεων. Παρότι στην εποχή του προφήτευσαν δραστήρια και ο Ησαΐας και ο Ωσηέ και ο Μιχαίας, η βασιλεία του στιγματίστηκε από χονδροειδή ειδωλολατρία. Ο Άχαζ, όχι μόνο την ανέχτηκε μεταξύ των υπηκόων του, αλλά συμμετείχε και ο ίδιος προσωπικά και τακτικά σε παγανιστικές θυσίες, φτάνοντας στο σημείο να θυσιάσει στη φωτιά τον ίδιο του το γιο (γιους), στην Κοιλάδα του Εννόμ. (2Βα 16:3, 4· 2Χρ 28:3, 4) Εξαιτίας αυτής της έκλυτης εντρύφησης στην ψεύτικη λατρεία, η διακυβέρνηση του Άχαζ κατακλύστηκε από προβλήματα. Η Συρία και το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ συνασπίστηκαν για να επιτεθούν εναντίον του Ιούδα από το Β, οι Εδωμίτες άδραξαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν από τα ΝΑ και οι Φιλισταίοι εισέβαλαν από τη Δ. Το σημαντικό λιμάνι της Ελάθ στον Κόλπο της Άκαμπα περιήλθε στον έλεγχο των εχθρών. Ο Ζιχρί, κάποιος κραταιός Εφραϊμίτης, σκότωσε έναν γιο και δύο από τους σημαίνοντες άντρες του βασιλιά Άχαζ στη διάρκεια μιας επιδρομής του βόρειου βασιλείου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σφαγή 120.000 αντρών του Ιούδα και την αιχμαλώτιση άλλων 200.000 περίπου. Μόνο με την παρέμβαση του προφήτη Ωδήδ, την οποία υποστήριξαν ορισμένοι επικεφαλής του Εφραΐμ, απελευθερώθηκαν αυτοί οι αιχμάλωτοι για να επιστρέψουν στον Ιούδα.—2Χρ 28:5-15, 17-19· 2Βα 16:5, 6· Ησ 7:1.
Η “τρεμάμενη καρδιά” του Άχαζ θα έπρεπε να είχε ενισχυθεί από το άγγελμα που του μετέφερε ο προφήτης Ησαΐας από τον Θεό, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο Ιεχωβά δεν θα επέτρεπε στο συροϊσραηλιτικό συνασπισμό να καταστρέψει τον Ιούδα και να εγκαταστήσει στο θρόνο κάποιον που δεν ανήκε στη Δαβιδική γραμμή. Όταν, όμως, του ειπώθηκε να ζητήσει σημείο από τον Θεό, ο ειδωλολάτρης Άχαζ αποκρίθηκε: «Δεν θα ζητήσω ούτε θα υποβάλω τον Ιεχωβά σε δοκιμή». (Ησ 7:2-12) Παρ’ όλα αυτά, προλέχθηκε ως σημείο ότι μια κοπέλα θα γεννούσε γιο, τον Εμμανουήλ (Μαζί μας Είναι ο Θεός), και ότι προτού μεγαλώσει το αγόρι, ο συροϊσραηλιτικός συνασπισμός θα έπαυε να αποτελεί απειλή για τον Ιούδα.—Ησ 7:13-17· 8:5-8.
Αναφορικά με τα “εξήντα πέντε χρόνια” του εδαφίου Ησαΐας 7:8, μέσα στα οποία, όπως προφήτευσε ο Ησαΐας, ο Εφραΐμ επρόκειτο να «κατασυντριφτεί», το Σχολιολόγιο Ολόκληρης της Αγίας Γραφής ([Commentary on the Whole Bible] των Τζέιμισον, Φοσέτ και Μπράουν) δηλώνει: «Μια εκτόπιση του Ισραήλ έλαβε χώρα μέσα σε ένα ή δύο χρόνια από τότε [τότε που εξαγγέλθηκε η προφητεία του Ησαΐα], υπό τον Θεγλάθ-φελασάρ (2 Βασιλέων 15:29). Μια άλλη εκτόπιση στη διάρκεια της βασιλείας του Ωσιέ, υπό τον Σαλμανασάρ (2 Βασιλέων 17:1-6), συνέβη περίπου είκοσι χρόνια αργότερα. Αλλά η τελική εκτόπιση που “συνέτριψε” ολοσχερώς τον Ισραήλ ώστε “να μην είναι λαός” και την οποία επακολούθησε η αποίκιση της Σαμάρειας από ξένους έλαβε χώρα υπό τον Εσάρ-αδδών, ο οποίος εξόρισε επίσης τον Μανασσή, το βασιλιά του Ιούδα, στο εικοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του, εξήντα πέντε χρόνια αφότου εξαγγέλθηκε αυτή η προφητεία (πρβλ. Έσδρας 4:2, 3, 10 με 2 Βασιλέων 17:24· 2 Χρονικών 33:11)».
Υποτέλεια στην Ασσυρία και Θάνατος. Ωστόσο, αντί να θέσει πίστη στον Ιεχωβά, ο Άχαζ, φοβούμενος τη συροϊσραηλιτική συνωμοσία, επέλεξε κοντόφθαλμα να δωροδοκήσει τον Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ της Ασσυρίας για να προστρέξει σε βοήθειά του. (Ησ 7:2-6· 8:12) Οποιαδήποτε ανακούφιση έφερε τότε στον Άχαζ ο φιλόδοξος Ασσύριος βασιλιάς, συντρίβοντας τη Συρία και τον Ισραήλ, δεν ήταν παρά προσωρινή. Τελικά «του προξένησε στενοχώρια και δεν τον ενίσχυσε» (2Χρ 28:20), δεδομένου ότι ο Άχαζ είχε τώρα πια επιφέρει στον Ιούδα το βαρύ ζυγό της Ασσυρίας.
Από ό,τι φαίνεται, ο Άχαζ κλήθηκε στη Δαμασκό για να υποβάλει τα σέβη του ως υποτελής βασιλιάς στον Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄, και ενώ βρισκόταν σε εκείνη την πόλη εντυπωσιάστηκε από το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο που υπήρχε εκεί, αντέγραψε το σχέδιό του και ανέθεσε στον ιερέα Ουριγία να κατασκευάσει ένα πανομοιότυπό του και να το τοποθετήσει μπροστά στο ναό της Ιερουσαλήμ. Κατόπιν ο Άχαζ άρχισε να προσφέρει θυσίες σε αυτό το «μεγάλο θυσιαστήριο». Το χάλκινο θυσιαστήριο που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως μεταφέρθηκε κάπου αλλού μέχρι να αποφασίσει ο βασιλιάς τι θα το έκανε. (2Βα 16:10-16) Στο μεταξύ, ο Άχαζ κομμάτιασε μεγάλο μέρος του χάλκινου εξοπλισμού του ναού και άλλαξε τη διάταξη άλλων βασικών χαρακτηριστικών στο χώρο του ναού—όλα αυτά «εξαιτίας του βασιλιά της Ασσυρίας», ίσως για να πληρώσει το βαρύ φόρο υποτελείας που είχε επιβληθεί στον Ιούδα ή πιθανώς για να αποκρύψει μέρος του πλούτου του ναού από τον άπληστο Ασσύριο. Οι πόρτες του ναού έκλεισαν και ο Άχαζ «έφτιαξε θυσιαστήρια για τον εαυτό του σε κάθε γωνιά της Ιερουσαλήμ».—2Βα 16:17, 18· 2Χρ 28:23-25.
Έπειτα από 16 χρόνια κακής διακυβέρνησης και χονδροειδούς αποστασίας ο Άχαζ πέθανε, και μολονότι θάφτηκε «στην Πόλη του Δαβίδ» όπως και οι προπάτορές του (2Βα 16:20), το πτώμα του δεν ενταφιάστηκε στους βασιλικούς τάφους. (2Χρ 28:27) Το όνομά του καταχωρίζεται στις βασιλικές γενεαλογίες.—1Χρ 3:13· Ματ 1:9.
Το όνομα του Άχαζ εμφανίζεται σε μια επιγραφή του Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ με τη μορφή Γιαουχαζί.
2. Δισέγγονος του Ιωνάθαν, του γιου του Βασιλιά Σαούλ.—1Χρ 8:35, 36.