ΙΩΡΑΜ
(Ιωράμ) [συντετμημένη μορφή του Ιεχωράμ, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)»].
1. Ένας από τους δύο ιερείς που εξέλεξε ο Ιωσαφάτ το 934 Π.Κ.Χ., το τρίτο έτος της βασιλείας του, μαζί με σημαίνοντες άρχοντες και Λευίτες, για να γίνουν περιοδεύοντες δάσκαλοι του “βιβλίου του νόμου του Ιεχωβά”.—2Χρ 17:7-9.
2. Γιος του Αχαάβ και της Ιεζάβελ, ο οποίος διαδέχθηκε το μεγαλύτερο αδελφό του τον Οχοζία ως ο δέκατος βασιλιάς του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ γύρω στο 917 Π.Κ.Χ. Βασίλεψε 12 χρόνια. (2Βα 1:17, 18· 3:1· 9:22) Αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ δεν θα πρέπει να συγχέεται με το συνονόματό του βασιλιά του Ιούδα, ο οποίος ήταν γαμπρός του. (Βλέπε Αρ. 3.) Αν και ο Ιωράμ αφαίρεσε την ιερή στήλη του Βάαλ που είχε φτιάξει ο πατέρας του, έπραξε «το κακό στα μάτια του Ιεχωβά», προσκολλούμενος στη μοσχολατρία που είχε καθιερώσει ο Ιεροβοάμ.—1Βα 12:26-29· 16:33· 2Βα 3:2, 3.
Ο Βασιλιάς Ιωσαφάτ του Ιούδα και ο βασιλιάς του Εδώμ συμμετείχαν με τον Ιωράμ σε μια επίθεση εναντίον του Μωάβ, η οποία είχε επιτυχή έκβαση επειδή ο Ιεχωβά παραπλάνησε τον εχθρό με μια οφθαλμαπάτη. Ο προφήτης του Θεού ο Ελισαιέ έδωσε στο στρατόπεδο του Ισραήλ την οδηγία να σκάψουν αυλάκια όπου με θεϊκή πρόνοια θα συγκεντρωνόταν νερό, το οποίο ήταν πολύ αναγκαίο. Το επόμενο πρωί η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στο νερό έκανε τους Μωαβίτες να νομίσουν ότι το νερό ήταν αίμα. Σκεπτόμενοι ότι έγινε αλληλοσφαγή στο στρατόπεδο των τριών συνασπισμένων βασιλιάδων, οι Μωαβίτες μπήκαν να πάρουν τα λάφυρα, μόνο και μόνο, όμως, για να υποστούν μεγάλη σφαγή.—2Βα 3:4-27.
Ο Νεεμάν, ο αρχηγός του στρατεύματος της Συρίας, πήγε στον Ιωράμ για να θεραπευτεί από τη λέπρα του, έχοντας μάλιστα μαζί του γι’ αυτόν το σκοπό μια επιστολή από το βασιλιά της Συρίας. Ο Ιωράμ, νομίζοντας ότι ο Σύριος ηγεμόνας ζητούσε αφορμή για φιλονικία, αναφώνησε: “Θεός είμαι εγώ ο οποίος μπορεί να θανατώνει και να διατηρεί στη ζωή και να θεραπεύει από τη λέπρα;” Ωστόσο, ο Ελισαιέ ζήτησε από τον Ιωράμ να του στείλει τον Νεεμάν, ώστε ο αρχηγός του συριακού στρατεύματος να γνωρίσει ότι ο αληθινός Θεός είχε όντως προφήτη στη χώρα ο οποίος ήταν σε θέση να εκτελεί τέτοιες θεραπείες.—2Βα 5:1-8.
Ο προφήτης του Ιεχωβά ο Ελισαιέ ενημέρωνε επίσης εκ των προτέρων τον Ιωράμ για τα στρατιωτικά σχέδια των Συρίων. (2Βα 6:8-12) Διάφορες επιθέσεις των Συρίων εναντίον του Ισραήλ στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωράμ απέτυχαν με θεϊκή παρέμβαση.—2Βα 6:13–7:20.
Ωστόσο, παρά τις εκδηλώσεις της στοργικής καλοσύνης του Θεού, ο Ιωράμ, μέχρι την ημέρα του θανάτου του, δεν μετανόησε ούτε στράφηκε στον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά. Ο θάνατός του ήρθε αιφνίδια και με απρόσμενο τρόπο. Ο Ιωράμ βρισκόταν στην Ιεζραέλ, αναρρώνοντας από τα τραύματα που του είχαν προξενήσει οι Σύριοι σε μια μάχη. Κάποια στιγμή βγήκε να συναντήσει τον Ιηού, ρωτώντας: «Ειρήνη, Ιηού;» Η αρνητική απάντηση έκανε τον Ιωράμ να τραπεί σε φυγή, αλλά ο Ιηού τον χτύπησε με ένα βέλος διαπερνώντας την καρδιά του. Έτσι εκτελέστηκε «αυτός ο γιος ενός δολοφόνου» (2Βα 6:32), και το πτώμα του ρίχτηκε στο χωράφι του Ναβουθέ.—2Βα 9:14-26.
3. Ο πρωτότοκος γιος του Ιωσαφάτ, ο οποίος σε ηλικία 32 ετών έγινε βασιλιάς του Ιούδα. (2Χρ 21:1-3, 5, 20) Φαίνεται ότι επί μερικά χρόνια ο Ιωράμ συνεργαζόταν κατά κάποιον τρόπο με τον πατέρα του στη βασιλεία. (2Βα 1:17· 8:16) Τα οχτώ χρόνια βασιλείας που του αποδίδονται υπολογίζονται από το 913 Π.Κ.Χ. (2Βα 8:17) Στη διάρκεια αυτών των ετών, λοιπόν, τόσο το βόρειο όσο και το νότιο βασίλειο κυβερνιούνταν από βασιλιάδες με το ίδιο όνομα. Ο Ιωράμ του Ιούδα ήταν επίσης γαμπρός του Ιωράμ του Ισραήλ, δεδομένου ότι είχε παντρευτεί τη Γοθολία, κόρη του Αχαάβ και της Ιεζάβελ και αδελφή του Ιωράμ του Ισραήλ.—2Βα 8:18, 25, 26· βλέπε Αρ. 2 πιο πάνω.
Ο Ιωράμ δεν ακολούθησε τις δίκαιες οδούς του πατέρα του τού Ιωσαφάτ, κάτι που οφειλόταν, τουλάχιστον εν μέρει, στην κακή επιρροή της συζύγου του της Γοθολίας. (2Βα 8:18) Ο Ιωράμ, όχι μόνο δολοφόνησε τους έξι αδελφούς του και μερικούς άρχοντες του Ιούδα, αλλά και έστρεψε τους υπηκόους του μακριά από τον Ιεχωβά σε ψεύτικους θεούς. (2Χρ 21:1-6, 11-14) Ολόκληρη η βασιλεία του στιγματίστηκε τόσο από εσωτερικά προβλήματα όσο και από εξωτερικές διαμάχες. Πρώτα στασίασε ο Εδώμ. Κατόπιν εξεγέρθηκε η Λιβνά εναντίον του Ιούδα. (2Βα 8:20-22) Σε μια επιστολή του προς τον Ιωράμ, ο προφήτης Ηλίας προειδοποίησε: «Δες! ο Ιεχωβά θα καταφέρει ένα μεγάλο πλήγμα στο λαό σου και στους γιους σου και στις συζύγους σου και σε όλα τα αγαθά σου». Και πρόσθεσε: «Θα πάσχεις από πολλές αρρώστιες, από πάθηση των εντέρων σου, μέχρι που τα έντερά σου θα βγουν εξαιτίας της αρρώστιας που θα συνεχίζεται ημέρα με την ημέρα».—2Χρ 21:12-15.
Όλα έγιναν έτσι ακριβώς. Ο Ιεχωβά άφησε τους Άραβες και τους Φιλισταίους να καταλάβουν τη χώρα και να αιχμαλωτίσουν τις συζύγους και τους γιους του Ιωράμ. Επέτρεψε να σωθεί μόνο ο νεότερος γιος του Ιωράμ, ο Ιωάχαζ (αποκαλούμενος και Οχοζίας), αλλά αυτό αποτελούσε παραχώρηση που έγινε μόνο για χάρη της διαθήκης που είχε συνάψει με τον Δαβίδ για Βασιλεία. «Έπειτα από όλα αυτά, ο Ιεχωβά τον έπληξε [τον Ιωράμ] στα έντερά του με μια αρρώστια για την οποία δεν υπήρχε γιατρειά». Δύο χρόνια αργότερα, «τα έντερά του βγήκαν» και τελικά πέθανε. Έτσι τελείωσε η ζωή αυτού του πονηρού ανθρώπου, ο οποίος «έφυγε χωρίς να είναι επιθυμητός». Θάφτηκε στην Πόλη του Δαβίδ, «αλλά όχι στους τάφους των βασιλιάδων». Στη θέση του έγινε βασιλιάς ο Οχοζίας ο γιος του.—2Χρ 21:7, 16-20· 22:1· 1Χρ 3:10, 11.
Στις Ελληνικές Γραφές, το όνομα Ἰωράμ εμφανίζεται στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού σύμφωνα με τον Ματθαίο.—Ματ 1:8.