ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ
Άτομο που λάβαινε ή ισχυριζόταν ότι λάβαινε οράματα από τον Θεό σχετικά με αποκρυμμένα ή μελλοντικά ζητήματα. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «οραματιστής» είναι η λέξη χοζέχ, από το ρήμα χαζάχ, το οποίο σημαίνει «βλέπω· οραματίζομαι». Το ρήμα χαζάχ και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται σε σχέση με τον οραματισμό.—Αρ 24:4· Ησ 1:1· 21:2· 22:1· Ιεζ 13:7· Δα 8:1· βλέπε ΒΛΕΠΩΝ.
Μερικοί οραματιστές ήταν ψευδείς, και ο Θεός αντιτασσόταν σε αυτούς. (Ησ 29:10· Μιχ 3:7) Άλλοι στάλθηκαν από τον Ιεχωβά και μίλησαν στο όνομά του. (2Βα 17:13· 2Χρ 33:18) Ο προσδιορισμός «οραματιστής» εφαρμόζεται σε αρκετά άτομα, συγκεκριμένα στον Αιμάν, στον Ιδδώ, στον Ανανί, στον Γαδ, στον Ασάφ, στον Ιεδουθούν και στον Αμώς. (1Χρ 25:5· 2Χρ 12:15· 19:2· 29:25, 30· 35:15· Αμ 7:12) Ορισμένοι, όπως ο Γαδ και ο Ιδδώ, κατέγραψαν τα οράματά τους ή έγραψαν άλλες αφηγήσεις. (1Χρ 29:29· 2Χρ 9:29· 33:19) Δεν ήταν όλοι οι προφήτες του Ιεχωβά οραματιστές. Ωστόσο, ο Γαδ αποκαλούνταν και “προφήτης” και “οραματιστής του Δαβίδ”, προφανώς επειδή μερικά τουλάχιστον από τα αγγέλματα που έλαβε από τον Θεό μεταδόθηκαν μέσω οραμάτων τα οποία περιείχαν θεϊκές κατευθύνσεις ή συμβουλές για τον Βασιλιά Δαβίδ.—2Σα 24:11· 1Χρ 21:9.