ΑΖΑΡΗΛ
(Αζαρήλ) [Ο Θεός Έχει Βοηθήσει].
1. Ένας από τους κραταιούς άντρες που συντάχθηκαν με τον Δαβίδ στη Σικλάγ.—1Χρ 12:1, 6.
2. Επικεφαλής της 11ης από τις 24 υποδιαιρέσεις των υμνωδών του ναού την εποχή του Δαβίδ. Ονομάζεται επίσης Οζιήλ.—1Χρ 25:1, 4, 18.
3. Γιος του Ιεροάμ και άρχοντας της φυλής του Δαν υπό τη διακυβέρνηση του Δαβίδ.—1Χρ 27:22· 28:1.
4. Ένας από τους απογόνους του Βιννουί οι οποίοι, ύστερα από παρότρυνση του Έσδρα, εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους.—Εσδ 10:19, 38-41, 44.
5. Πατέρας ή πρόγονος του Αμασσαΐ ο οποίος κατοίκησε στην Ιερουσαλήμ όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας. Καταγόταν από τον ιερατικό οίκο του Ιμμήρ.—Νε 11:1, 13.
6. Μουσικός στην πομπή η οποία με επικεφαλής τον Έσδρα βάδισε πάνω στο ανοικοδομημένο τείχος της Ιερουσαλήμ κατά την εγκαινίασή του. Ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 5 πιο πάνω.—Νε 12:31, 36.