ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ
Μολονότι σήμερα η λέξη «τάφος» θεωρείται γενικά ότι δηλώνει ένα όρυγμα που χρησιμοποιείται για την εναπόθεση νεκρού σώματος, οι Εβραίοι και άλλοι λαοί της Ανατολής έθαβαν τους νεκρούς συνήθως σε φυσικές σπηλιές ή σε μνήματα λαξευμένα στο βράχο, δηλαδή σε κρύπτες.
Ο ενταφιασμός του σώματος του νεκρού ήταν πράξη μεγάλης σπουδαιότητας για τους ανθρώπους της Βιβλικής περιόδου. Γι’ αυτό, ο Αβραάμ, ο πρώτος για τον οποίο η Γραφική αφήγηση λέει ευθέως ότι έθαψε κάποιον νεκρό, ήταν διατεθειμένος να δαπανήσει αρκετά χρήματα προκειμένου να αποκτήσει έναν χώρο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα ως τόπος ταφής. (Βλέπε ΑΓΟΡΑ.) Οι Χετταίοι (οι γιοι του Χετ), από τους οποίους έγινε η αγορά, είχαν τους δικούς τους “εκλεκτούς” τόπους ταφής. (Γε 23:3-20) Η σπηλιά που απέκτησε ο Αβραάμ αποτέλεσε οικογενειακό τάφο, στον οποίο αποτέθηκε το σώμα της συζύγου του και, τελικά, το δικό του, καθώς επίσης του Ισαάκ, της Ρεβέκκας, της Λείας και του Ιακώβ. (Γε 25:9· 49:29-32) Ο Ιακώβ επιθυμούσε διακαώς να μη θαφτεί το σώμα του στην Αίγυπτο, αλλά μαζί με τους προπάτορές του. (Γε 47:29-31) Αυτό κατέστησε αναγκαία την ταρίχευση του σώματός του, το οποίο διαφορετικά θα είχε υποστεί σήψη εξαιτίας της ζέστης κατά τη διαδρομή από την Αίγυπτο μέχρι τη σπηλιά Μαχπελάχ. (Γε 50:1-3, 13) Ο Ιωσήφ εξέφρασε παρόμοια επιθυμία. Ως εκ τούτου, ταριχεύτηκε και το δικό του σώμα και τοποθετήθηκε σε φέρετρο, μέχρι τον καιρό της Εξόδου, οπότε και έγινε η μεταφορά του. (Γε 50:24-26· Ιη 24:32) Η επιθυμία τους αυτή συνδεόταν αναμφίβολα με το ότι είχαν την ίδια πίστη στις υποσχέσεις του Θεού και αποτελούσε έκφραση της βεβαιότητάς τους για την τελική εκπλήρωση αυτών των υποσχέσεων.—Εβρ 11:13-22, 39.
Σύμφωνα με το υπόδειγμα που έθεσε ο Αβραάμ, φαίνεται ότι προτιμούνταν οι οικογενειακοί τάφοι. (2Σα 19:34-37) Για τον Γεδεών, τον Σαμψών και τον Ασαήλ λέγεται ότι ο καθένας τους θάφτηκε «στον τάφο του πατέρα του». (Κρ 8:32· 16:31· 2Σα 2:32) Ωστόσο, η συχνή έκφραση “πλάγιασε, ή θάφτηκε, με τους προπάτορές του” δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην εναπόθεση στον ίδιο τάφο, διότι χρησιμοποιείται αναφορικά με ανθρώπους οι οποίοι σαφώς δεν θάφτηκαν στον ίδιο τόπο με τους προπάτορές τους. (Γε 15:15· Δευ 31:16· 32:50· 1Βα 2:10· Πρ 13:36) Επομένως, πρέπει να σημαίνει ότι εισήλθαν και εκείνοι στον Σιεόλ (Άδη), τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Αυτός ο κοινός τάφος αποκαλείται το «σπίτι της σύναξης για όλους τους ζωντανούς».—Ιωβ 30:23.
Ο ενταφιασμός του σώματος κάποιου θεωρούνταν έκφραση στοργικής καλοσύνης, οι δε άντρες της Ιαβείς-γαλαάδ διακινδύνευσαν τη ζωή τους προκειμένου να θάψουν τον Σαούλ και τους γιους του. (1Σα 31:11-13· 2Σα 2:4-6) Η στέρηση ταφής θεωρούνταν συμφορά (Ιερ 14:16), χαρακτηρίζεται δε ως μέσο έκφρασης της θεϊκής απόρριψης για διάφορα άτομα που ακολουθούσαν εσφαλμένη πορεία. (Ιερ 8:1, 2· 9:22· 25:32, 33· Ησ 14:19, 20· παράβαλε Απ 11:7-9.) Το σώμα ενός τέτοιου ατόμου αφηνόταν εκτεθειμένο ως βορά για τα ζώα και τα νεκροφάγα πουλιά. (Ψλ 79:1-3· Ιερ 16:4) Η αξιοθρήνητη εικόνα της Ρεσφά, που αρνούνταν να εγκαταλείψει τα σώματα των νεκρών γιων της—ίσως μάλιστα επί μήνες—ώσπου τελικά επιτράπηκε να θαφτούν, καταδεικνύει έντονα πόσο σπουδαίο θεωρούνταν αυτό το ζήτημα.—2Σα 21:9-14.
Ο νόμος του Ιεχωβά μέσω του Μωυσή προέβλεπε την ταφή ακόμη και των εγκληματιών. (Δευ 21:23· παράβαλε Ιη 8:29.) Ο Αχιτόφελ, αν και αυτόχειρας, είχε ταφή. (2Σα 17:23) Όταν ο Σολομών διέταξε την εκτέλεση του Ιωάβ, έδωσε συγχρόνως οδηγίες και για την ταφή του. (1Βα 2:31) Ο Ιηού σκόπευε να παράσχει ταφή στην πονηρή Ιεζάβελ σεβόμενος το γεγονός ότι ήταν «κόρη βασιλιά», αλλά τον εμπόδισε η εκπλήρωση της προφητείας του Ιεχωβά, σύμφωνα με την οποία αυτή θα γινόταν «κοπριά στην επιφάνεια του χωραφιού».—2Βα 9:10, 34-37· παράβαλε 2Χρ 22:8, 9.
Εκτός από τις περιπτώσεις του Ιακώβ και του Ιωσήφ, φαίνεται ότι οι Ισραηλίτες έθαβαν τους νεκρούς αυθημερόν. Ο γρήγορος ενταφιασμός ήταν απαραίτητος λόγω της ταχύτατης αποσύνθεσης στο συνήθως ζεστό κλίμα των Βιβλικών χωρών. Ο ψεύτης Ανανίας θάφτηκε μέσα σε διάστημα περίπου τριών ωρών μετά το θάνατό του. (Πρ 5:5-10) Επιπλέον, υπό το Μωσαϊκό Νόμο το νεκρό σώμα θεωρούνταν ότι καθιστούσε όσους το άγγιζαν ακάθαρτους για εφτά ημέρες. Μολονότι η βάση για αυτή τη διάταξη ήταν αναμφίβολα το γεγονός ότι ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας και της ατέλειας, η διάταξη απέτρεπε επίσης την εξάπλωση ασθενειών και ωφελούσε από πλευράς υγιεινής όσους την τηρούσαν. Όποιοι δεν τηρούσαν τη διαδικασία καθαρισμού που όριζε ο Νόμος υπόκειντο στην ποινή του θανάτου. (Αρ 19:11-20· παράβαλε Δευ 21:22, 23.) Ο Ιωσίας χρησιμοποίησε τα κόκαλα ειδωλολατρών για να κάνει τα θρησκευτικά τους θυσιαστήρια ακατάλληλα για λατρεία και βεβήλωσε τους τάφους τους.—2Βα 23:14-16· 2Χρ 34:4, 5.
Δεδομένης της Βιβλικής άποψης για τα νεκρά σώματα, είναι σαφές ότι δεν εφαρμοζόταν ούτε επιδοκιμαζόταν η εκδήλωση ευλάβειας προς τα σώματα διακεκριμένων υπηρετών του Θεού. Το σώμα του Μωυσή το έθαψε ο ίδιος ο Θεός σε άγνωστη τοποθεσία, πράγμα που επίσης κατέστησε αδύνατο οποιοδήποτε μελλοντικό προσκύνημα στον τάφο του.—Δευ 34:5, 6· παράβαλε Ιου 9.
Οι τοποθεσίες που επιλέγονταν ως χώροι ταφής ποίκιλλαν. Ο ενταφιασμός στο έδαφος—κοινή μέθοδος στη Δύση—μολονότι βεβαίως εφαρμοζόταν, δεν ήταν τόσο δημοφιλής στη Μέση Ανατολή. Η παραμάνα της Ρεβέκκας η Δεββώρα και, αρχικά τουλάχιστον, ο Βασιλιάς Σαούλ και οι γιοι του θάφτηκαν κάτω από μεγάλα δέντρα. (Γε 35:8· 1Χρ 10:12) Φαίνεται όμως ότι, όπως στην περίπτωση του Αβραάμ, προτιμούνταν οι φυσικές ή τεχνητές σπηλιές τις οποίες έσκαβαν στο μαλακό ασβεστόλιθο που είναι τόσο άφθονος στην Παλαιστίνη. Πολλές φορές το ίδιο το άτομο ετοίμαζε τον τάφο του πολύ νωρίτερα. (Γε 50:5· Ησ 22:16· 2Χρ 16:14) Ο χώρος αυτός μπορεί να βρισκόταν κοντά στο σπίτι του, ίσως σε έναν κήπο. (1Σα 25:1· 1Βα 2:34· 2Βα 21:25, 26) Η έκφραση «στην κατοικία του» δεν σημαίνει μέσα στο κτίριο, όπως καταδεικνύεται από τη σύγκριση των εδαφίων 2 Χρονικών 33:20 και 2 Βασιλέων 21:18.
Οι αρχαιολογικές έρευνες μας δίνουν μια ιδέα για το είδος των τάφων που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα. Εκτός από απλοί τάφοι στο χώμα, οι τάφοι στην Παλαιστίνη μπορεί να ήταν κρύπτες ή θάλαμοι λαξευμένοι στο βράχο, πολλές φορές σε λοφοπλαγιές. Φαίνεται ότι προτιμούνταν τα υψώματα. (Ιη 24:33· 2Βα 23:16· 2Χρ 32:33· Ησ 22:16) Ο θάλαμος μπορεί να προοριζόταν για την ταφή ενός μόνο ατόμου και το σώμα να τοποθετούνταν σε όρυγμα στο δάπεδο. Ή μπορεί να ήταν διαρρυθμισμένος για τον ενταφιασμό πολλών ατόμων, με μακρόστενες εγκοπές—αρκετά μεγάλες ώστε να χωράει η καθεμιά ένα σώμα—λαξευμένες στους πλαϊνούς τοίχους του θαλάμου και σε ορθή γωνία με αυτούς. Το στενό άνοιγμα μέσα από το οποίο έβαζαν το σώμα καλυπτόταν στη συνέχεια με πέτρα κομμένη στις ανάλογες διαστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις λάξευαν στους πίσω και στους πλαϊνούς τοίχους μια κόγχη όμοια με πάγκο, μια εσοχή (Μαρ 16:5), ή μπορεί να κατασκεύαζαν διπλή σειρά από τέτοιες εσοχές, αυξάνοντας έτσι τη χωρητικότητα του τάφου. Τα μνήματα μπορεί μάλιστα να αποτελούνταν από πολλαπλούς θαλάμους, αν και μεταξύ των Ιουδαίων ο πιο συνηθισμένος τύπος φαίνεται ότι ήταν το μονοθάλαμο μνήμα. Εκεί βέβαια όπου το σώμα κειτόταν εκτεθειμένο σε εσοχή, έπρεπε να σφραγίζουν την είσοδο ώστε να αποτρέπουν τις επιθέσεις άγριων ζώων. Έτσι λοιπόν, έκλειναν την κύρια είσοδο του θαλάμου με μια μεγάλη πέτρα, που μερικές φορές άνοιγε σαν πόρτα, και σε κάποιες περιπτώσεις με μια κυκλική πέτρα την οποία τοποθετούσαν σε αύλακα και κυλούσαν μπροστά από την είσοδο. Τέτοιες κυκλικές πέτρες μπορεί να ζύγιζαν έναν τόνο ή περισσότερο.—Ματ 27:60· Μαρ 16:3, 4.
Οι αρχαίοι Ιουδαϊκοί τάφοι χαρακτηρίζονται από απλότητα. Επομένως, παρουσίαζαν μεγάλη αντίθεση με τα ειδωλολατρικά μνήματα, τα οποία έφεραν πολλές φορές τοιχογραφίες και άλλου είδους διακόσμηση. Μολονότι ο Ιακώβ έστησε μια στήλη πάνω από τον τάφο της Ραχήλ, αποτελούμενη ίσως από μία και μοναδική πέτρα (Γε 35:20), φαίνεται ότι αυτή έδειχνε απλώς πού βρισκόταν ο τάφος της, δεν ήταν μνημείο. (1Σα 10:2) Στο εδάφιο 2 Βασιλέων 23:17 γίνεται επίσης λόγος για «ταφόπετρα» που προσδιόριζε κάποιο σημείο ταφής. Ο Ιησούς αναφέρθηκε σε μνήματα «που δεν φαίνονται, ώστε οι άνθρωποι περπατούν πάνω τους χωρίς να το ξέρουν». (Λου 11:44) Επειδή οι νεκροί συνδέονταν με την τελετουργική ακαθαρσία, οι Ιουδαίοι είχαν το έθιμο να ασβεστώνουν τους τάφους ώστε να γίνεται αντιληπτή η ύπαρξή τους από τους περαστικούς. (Ματ 23:27) Αυτό το ασβέστωμα λέγεται ότι γινόταν μία φορά το χρόνο, πριν από το Πάσχα. Τα μνήματα κοντά στην Ιερουσαλήμ ασβεστώνονταν έναν μήνα πριν από το Πάσχα ώστε να μη γίνει κάποιος ακάθαρτος αυτή την ειδική περίοδο λατρείας αγγίζοντας κατά λάθος έναν τάφο. (Το Μισνά, Σεκαλίμ 1:1) Ο Ιησούς χρησιμοποίησε αυτό το έθιμο ως βάση για μια παραβολή αναφορικά με τους γραμματείς και τους Φαρισαίους οι οποίοι εξωτερικά φαίνονταν δίκαιοι αλλά μέσα ήταν «γεμάτοι υποκρισία και ανομία».—Ματ 23:27, 28.
Μετά το θάνατο του ατόμου, έπλεναν κατά κανόνα το σώμα (Πρ 9:37) και το έχριαν με αρωματικά έλαια και μύρα, πράξη που, αν θεωρηθεί υποτυπώδης μορφή ταρίχευσης, δεν ήταν του είδους που εφάρμοζαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. (Παράβαλε Μαρ 14:3-8· Ιωα 12:3, 7.) Κατόπιν τύλιγαν το σώμα με ύφασμα, συνήθως λινό. (Ματ 27:59· Ιωα 11:44) Σύμφωνα με το έθιμο, πρόσθεταν στους επιδέσμους μυρωδικά, παραδείγματος χάρη σμύρνα και αλόη (Ιωα 19:39, 40), ή μπορεί να έβαζαν το σώμα σε έλαια και μύρο, όπως έγινε με το σώμα του Βασιλιά Ασά. (2Χρ 16:14) Η μεγάλη «επικήδεια καύση» που αναφέρεται σε σχέση με αυτή την τελευταία περίπτωση ήταν προφανώς καύση τέτοιων μυρωδικών, η οποία ανέδιδε αρωματικό θυμίαμα. Το κεφάλι μπορεί να το κάλυπταν με ξεχωριστό πανί.—Ιωα 20:7.
Οι γυναίκες που πήγαν στο μνήμα του Ιησού την τρίτη ημέρα για να αλείψουν το σώμα του με μυρωδικά ίσως ενήργησαν έτσι επειδή ο Ιησούς είχε θαφτεί βιαστικά, άρα ίσως είχαν σκοπό να επιμεληθούν το σώμα του καλύτερα ώστε να διατηρηθεί περισσότερο.—Μαρ 16:1· Λου 23:55, 56.
Το σώμα πιθανότατα μεταφερόταν στον τόπο ταφής πάνω σε νεκροκρέβατο—ενδεχομένως ένα ψάθινο φορείο που χρησιμοποιούνταν στις κηδείες—ίσως δε να συνοδευόταν από αρκετά μεγάλη πομπή στην οποία μπορεί να περιλαμβάνονταν μουσικοί που έπαιζαν πένθιμους σκοπούς. (Λου 7:12-14· Ματ 9:23) Στον τόπο της ταφής, και ενώ οι παριστάμενοι έκλαιγαν, μπορεί να λέγονταν και κάποιες εκφράσεις για τον εκλιπόντα.—2Σα 3:31-34· 2Χρ 35:23-25.
Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν κοιμητήρια, καθώς ο αριθμός των νεκρών πολλαπλασιαζόταν. Αυτά βρίσκονταν συνήθως έξω από τα τείχη των πόλεων. Οι βασιλιάδες του Ιούδα, όμως, θάβονταν «στην Πόλη του Δαβίδ», ενώ οι βασιλιάδες του Ισραήλ θάβονταν στην πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου. (1Σα 25:1· 1Βα 22:37· 2Χρ 9:31· 24:15, 16) Στο βιβλίο Η Βιβλική Ιστορία Ανασκάπτεται ([Digging Up Biblical History] 1931, Τόμ. 2, σ. 186), ο Τζ. Γκ. Ντάνκαν γράφει: «Οι Εβραίοι, μολονότι κάποιες φορές έθαβαν τους νεκρούς μέσα από τα τείχη των πόλεων, λάξευαν κατά κανόνα τα μνήματά τους στους βράχους μιας λοφοπλαγιάς κοντά στην πόλη τους. Η παρουσία μνημάτων λαξευμένων στους βράχους κάποιας λοφοπλαγιάς αποτελεί ως επί το πλείστον βέβαιη ένδειξη ότι υπήρχε οικισμός στον απέναντι ή στον κοντινό λόφο και, αντιθέτως, η απουσία κάθε ταφικής ένδειξης κοντά σε μια τοποθεσία αποτελεί βέβαιη απόδειξη ότι αυτή η τοποθεσία δεν είχε κατοικηθεί». Οι απότομες πλαγιές γύρω από την Ιερουσαλήμ βρίθουν από τάφους. (Παράβαλε Ησ 22:16.) “Το νεκροταφείο των γιων του λαού” (“ο τόπος ταφής του κοινού λαού”, RS) που βρισκόταν στην Κοιλάδα Κιδρόν πιστεύεται ότι ήταν νεκροταφείο για τη φτωχότερη τάξη. (Ιερ 26:23· 2Βα 23:6) Μνημονεύεται επίσης “ο αγρός του αγγειοπλάστη” για την ταφή ξένων.—Ματ 27:7· βλέπε ΑΚΕΛΔΑΜΑ.
Η αποτέφρωση, την οποία μεταγενέστερα εφάρμοζαν ευρέως οι Βαβυλώνιοι, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, ήταν κάτι σπάνιο μεταξύ των Ιουδαίων. Τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του κάηκαν, αλλά τα κόκαλά τους θάφτηκαν.—1Σα 31:8-13· υπόψη επίσης Αμ 6:9, 10.
Η λέξη κέβερ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου είναι η συνήθης λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν τόπο ταφής, τάφο ή νεκροταφείο. (Γε 23:4, 7-9· Ιερ 8:1· 26:23) Η συγγενική λέξη κεβουράχ μπορεί παρομοίως να αναφέρεται απλώς σε έναν τάφο στο χώμα ή σε ένα μνήμα λαξευμένο σε βράχο. (Γε 35:20· 1Σα 10:2) Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιούνται συνήθως το ουσιαστικό τάφος (Ματ 28:1) και το ρήμα θάπτω. (Ματ 8:21, 22) Εμφανίζονται επίσης οι λέξεις μνῆμα (Λου 23:53) και μνημεῖον. (Λου 23:55) Εφόσον αυτές οι λέξεις του εβραϊκού και του ελληνικού κειμένου προσδιορίζουν μεμονωμένους τάφους ή τόπους ταφής, χρησιμοποιούνται συχνά στον πληθυντικό αναφερόμενες σε πολλούς τέτοιους τάφους. Επομένως, διακρίνονται από τη λέξη σιε’όλ του εβραϊκού κειμένου και την αντίστοιχη λέξη ᾅδης του ελληνικού, οι οποίες προσδιορίζουν τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται πάντοτε στον ενικό. Ως εκ τούτου, πολλές σύγχρονες μεταφράσεις δεν ακολουθούν την τακτική της Μετάφρασης Βασιλέως Ιακώβου, στην οποία οι λέξεις σιε’όλ και ᾅδης αποδίδονται κατά περίπτωση «κόλαση» (“hell”), «τάφος» και «λάκκος», αλλά απλώς τις μεταγράφουν.—Βλέπε ΑΔΗΣ· ΜΝΗΜΑ· ΣΙΕΟΛ.
Εντούτοις, εφόσον η είσοδος στον Σιεόλ παρουσιάζεται σαν να πραγματοποιείται μέσω της εναπόθεσης σε μεμονωμένο τάφο ή τόπο ταφής, οι λέξεις που δηλώνουν αυτούς τους χώρους ενταφιασμού χρησιμοποιούνται ως παράλληλοι, αλλά όχι ισοδύναμοι, όροι με τον Σιεόλ.—Ιωβ 17:1, 13-16· 21:13, 32, 33· Ψλ 88:3-12.
Στο εδάφιο Ρωμαίους 3:13 ο απόστολος Παύλος παραθέτει από το εδάφιο Ψαλμός 5:9, παρομοιάζοντας το λάρυγγα των πονηρών και δόλιων ανθρώπων με “ανοιγμένο τάφο”. Όπως ένας ανοιγμένος τάφος γεμίζει με νεκρούς και φθορά, έτσι και ο λάρυγγάς τους ανοίγει για να πει λόγια θανατηφόρα και φθοροποιά.—Παράβαλε Ματ 15:18-20.
Ενώ ο τάφος παρομοιάζεται με λάκκο από τον οποίο ο άνθρωπος επιθυμεί δικαιολογημένα να ελευθερωθεί, ο Ιώβ στρέφει την προσοχή στην απελπισία όσων υποφέρουν και, μη έχοντας σαφή ελπίδα ή κατανόηση των σκοπών του Δημιουργού τους, επιζητούν το θάνατο και «αγάλλονται επειδή βρίσκουν τάφο». (Ιωβ 3:21, 22) Αυτή η στάση είναι εντελώς αντίθετη με τη στάση των ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην υπηρεσία του Δημιουργού τους και εγκολπώθηκαν με πεποίθηση την υπόσχεση της ανάστασης.—Ψλ 16:9-11· Πρ 24:15· Φλπ 1:21-26· 2Τι 4:6-8· Εβρ 11:17-19.
Οι Τάφοι των Βασιλιάδων ή του Δαβίδ. Την Πεντηκοστή, ο Πέτρος είπε: «[Ο Δαβίδ] και πέθανε και θάφτηκε και το μνήμα του είναι ανάμεσά μας μέχρι αυτή την ημέρα». (Πρ 2:29) Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι ο τάφος του Βασιλιά Δαβίδ εξακολουθούσε να υπάρχει το έτος 33 Κ.Χ.
Το εδάφιο 1 Βασιλέων 2:10 μας λέει ότι ο Δαβίδ θάφτηκε «στην Πόλη του Δαβίδ», η οποία προφανώς αποτέλεσε τον εθιμικό τόπο ταφής των μεταγενέστερων βασιλιάδων του Ιούδα. Δώδεκα από τους 20 βασιλιάδες μετά τον Δαβίδ δηλώνεται σαφώς ότι θάφτηκαν στην Πόλη του Δαβίδ, μολονότι δεν εναποτέθηκαν όλοι «στους τάφους των βασιλιάδων»—για τον Ιωράμ, τον Ιωάς και τον Άχαζ λέγεται συγκεκριμένα ότι δεν θάφτηκαν εκεί. (2Χρ 21:16, 20· 24:24, 25· 28:27) “Οι τάφοι των βασιλιάδων”, αντί να είναι ένα κοινό μνήμα με πολλούς θαλάμους, ήταν πιθανώς μια ορισμένη περιοχή μέσα στην Πόλη του Δαβίδ όπου βρίσκονταν τα μνήματα των βασιλιάδων. Ο Βασιλιάς Ασά θάφτηκε σε “μεγαλοπρεπή τάφο, τον οποίο είχε σκάψει για τον εαυτό του στην Πόλη του Δαβίδ” (2Χρ 16:14), ενώ για τον Εζεκία αναφέρεται ότι θάφτηκε «στον ανήφορο που οδηγούσε στους τάφους των γιων του Δαβίδ». (2Χρ 32:33) Ο λεπρός Βασιλιάς Οζίας θάφτηκε «με τους προπάτορές του, αλλά στον αγρό ταφής που ανήκε στους βασιλιάδες, γιατί είπαν: “Είναι λεπρός”». Αυτό αφήνει μάλλον να εννοηθεί ότι τοποθέτησαν το πτώμα του μέσα στο έδαφος και όχι σε μνήμα λαξευμένο σε βράχο.—2Χρ 26:23.
Όσο για τους άλλους βασιλιάδες του Ιούδα, ο Μανασσής και ο Αμών προφανώς θάφτηκαν αλλού, «στον κήπο του Οζά». (2Βα 21:18, 23, 26) Η δήλωση ότι ο γιος του Αμών, ο πιστός Βασιλιάς Ιωσίας, θάφτηκε «στο νεκροταφείο των προπατόρων του» μπορεί να σημαίνει ότι θάφτηκε είτε στα βασιλικά μνήματα της Πόλης του Δαβίδ είτε στους τάφους του Μανασσή και του Αμών. (2Χρ 35:23, 24) Τρεις βασιλιάδες πέθαναν στην εξορία: ο Ιωάχαζ (στην Αίγυπτο), ο Ιωαχίν και ο Σεδεκίας (στη Βαβυλώνα). (2Βα 23:34· 25:7, 27-30) Στον Ιωακείμ έγινε «ταφή γαϊδουριού», καθώς το σώμα του έμεινε «πεταμένο στη ζέστη την ημέρα και στην παγωνιά τη νύχτα», σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιερεμία.—Ιερ 22:18, 19· 36:30.
Ο δίκαιος Αρχιερέας Ιωδαέ είχε την τιμή να θαφτεί «στην Πόλη του Δαβίδ μαζί με τους βασιλιάδες», το μόνο άτομο εκτός βασιλικής γραμμής για το οποίο αναφέρεται ότι του έγινε αυτή η διάκριση.—2Χρ 24:15, 16.
Η τοποθεσία αυτών των βασιλικών τάφων δεν είναι εξακριβωμένη. Με βάση την αναφορά του εδαφίου Νεεμίας 3:16 στους «Τάφους του Δαβίδ» και τη μνεία που γίνεται στο εδάφιο 2 Χρονικών 32:33 για τον «ανήφορο που οδηγούσε στους τάφους των γιων του Δαβίδ», ορισμένοι πιστεύουν ότι οι τάφοι αυτοί ενδέχεται να βρίσκονταν στο νοτιοανατολικό λόφο της πόλης, κοντά στην Κοιλάδα Κιδρόν. Σε αυτή την περιοχή έχουν ανακαλυφτεί πολλά ευρήματα που δίνουν την εντύπωση αρχαίων μνημάτων λαξευμένων σε βράχο, οι είσοδοι των οποίων έχουν τη μορφή σκαμμένων ορθογώνιων φρεατίων. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει επακριβής προσδιορισμός, δεδομένου ότι κάθε απόπειρα προσδιορισμού περιπλέκεται, όχι μόνο επειδή η πόλη καταστράφηκε το έτος 70 Κ.Χ. και ξανά το 135 Κ.Χ., αλλά και επειδή οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το νότιο τμήμα της ως λατομείο. Γι’ αυτό, τα προαναφερόμενα μνήματα είναι σε πολύ κακή κατάσταση.
Το μαυσωλείο της Βασίλισσας Ελένης της Αδιαβηνής, στα Β της σημερινής πόλης της Ιερουσαλήμ, φέρει την παροδηγητική ονομασία «Τάφοι των Βασιλιάδων». Στην πραγματικότητα, χτίστηκε τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. και δεν πρέπει να συγχέεται με τους βασιλικούς τάφους που αναφέρονται στη Βιβλική αφήγηση.
«Τα Πτώματα των Βασιλιάδων Τους». Στα εδάφια Ιεζεκιήλ 43:7-9 ο Ιεχωβά καταδίκασε τον οίκο του Ισραήλ και τους βασιλιάδες τους επειδή είχαν μολύνει το άγιο όνομά του με «την πορνεία τους και με τα πτώματα των βασιλιάδων τους κατά το θάνατό τους», και είπε: «Τώρα ας απομακρύνουν την πορνεία τους και τα πτώματα των βασιλιάδων τους από εμένα, και εγώ θα κατοικώ ανάμεσά τους στον αιώνα». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, αυτό υποδηλώνει ότι οι Ιουδαίοι ήταν ένοχοι για το ότι έφτιαξαν τους τάφους κάποιων βασιλιάδων κοντά στην περιοχή του ναού. Στο εδάφιο 7, περίπου 20 εβραϊκά χειρόγραφα και εκδόσεις, καθώς και τα Ταργκούμ, περιέχουν τη φράση «κατά το θάνατό τους», ενώ αντίθετα το Μασοριτικό κείμενο λέει «στους υψηλούς τους τόπους», η δε Μετάφραση των Εβδομήκοντα λέει ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Ακόμη και αν η φράση «κατά το θάνατό τους» είναι η σωστή εκδοχή εδώ, δεν φαίνεται να μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτήν ότι κάποιοι από τους βασιλιάδες του Ιούδα θάφτηκαν κοντά στην περιοχή του ναού. Εφόσον το νεκρό σώμα ενός ατόμου ήταν ακάθαρτο σύμφωνα με το Νόμο, το να θαφτεί κάποιος κοντά στο ναό θα συνιστούσε απροκάλυπτη προσβολή του Θεού, και μια τέτοια κατάφωρη και χονδροειδής παραβίαση της αγιότητας του ναού ούτε καν υπονοείται στις ιστορίες των βασιλιάδων. Οι βασιλιάδες που δεν θάφτηκαν στους «τάφους των βασιλιάδων» ή «των γιων του Δαβίδ» είναι απίθανο να θάφτηκαν σε επιφανέστερο χώρο, όπως ήταν η περιοχή κοντά στο ναό, αλλά τουναντίον, πρέπει να θάφτηκαν σε λιγότερο σπουδαίο και τιμητικό σημείο.
Μια προσεκτικότερη εξέταση των εδαφίων Ιεζεκιήλ 43:7-9 αποκαλύπτει ότι εδώ γίνεται λόγος για την ειδωλολατρία και ότι, όπως η «πορνεία» είναι κατά κύριο λόγο μεταφορική, έτσι και «τα πτώματα των βασιλιάδων τους» αντιπροσωπεύουν τα νεκρά είδωλα που είχαν λατρέψει ο οίκος του Ισραήλ και οι ηγεμόνες του. Ανάλογα, στο εδάφιο Λευιτικό 26:30 ο Ιεχωβά προειδοποίησε τους Ισραηλίτες ότι η ανυπακοή τους θα τον έκανε “να αφανίσει τους ιερούς υψηλούς τόπους τους και να κόψει τις στήλες του θυμιάματός τους και να βάλει τα πτώματά τους πάνω στα πτώματα των κοπρωδών ειδώλων τους”. (Παράβαλε Ιερ 16:18· Ιεζ 6:4-6.) Το υπόμνημα δείχνει ότι τέτοια είδωλα είχαν φερθεί μέσα στην περιοχή του ναού. (Ιεζ 8:5-17) Ας σημειωθεί επίσης ότι μερικοί από αυτούς τους ειδωλολατρικούς θεούς προσδιορίζονταν ως βασιλιάδες, καθώς η λέξη που σημαίνει «βασιλιάς» περιλαμβάνεται στα ονόματα Μολόχ (1Βα 11:7), Μελχώμ (1Βα 11:5) και Μαλχάμ (Ιερ 49:1). Σχετικά με τους ειδωλολατρικούς θεούς του βόρειου βασιλείου, ο προφήτης Αμώς (5:26) έγραψε: «Και θα κουβαλήσετε τον Σακκούθ, το βασιλιά σας, και τον Καϊβάν, τις εικόνες σας, το άστρο του θεού σας, που φτιάξατε για τον εαυτό σας». Όπως φαίνεται, λοιπόν, βαραίνει περισσότερο η άποψη ότι το εδάφιο αποτελεί καταδίκη της ειδωλολατρίας παρά η εκδοχή ότι αναφέρεται σε βεβήλωση της αφιερωμένης περιοχής μέσω ακατάλληλης ταφής κατά γράμμα ηγεμόνων.