ΚΗΔΑΡ
(Κηδάρ) [από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι σκοτεινός»].
1. Ένας από τους 12 γιους του Ισμαήλ.—Γε 25:13-15· 1Χρ 1:29-31.
2. Αραβική φυλή που καταγόταν από τον Κηδάρ, γιο του Ισμαήλ, και συγκαταλεγόταν στους «γιους της Ανατολής». Η χώρα τους ονομάζεται επίσης Κηδάρ. (Ιερ 2:10· 49:28, 29) Οι Κηδάριοι, νομαδικός και ποιμενικός λαός με κοπάδια από πρόβατα, κατσίκια και καμήλες (Ησ 60:7· Ιερ 49:28, 29), κατοικούσαν προφανώς στη Συροαραβική Έρημο Α της Παλαιστίνης, στο βορειοδυτικό τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου. Η φράση «οι οικισμοί στους οποίους κατοικεί ο Κηδάρ» (Ησ 42:11), αν και μπορεί να αναφέρεται σε προσωρινούς καταυλισμούς, από την άλλη μεριά ίσως αφήνει να εννοηθεί ότι ορισμένοι Κηδάριοι είχαν κατά κάποιον τρόπο μόνιμους οικισμούς. Ίσως λόγω της εξέχουσας θέσης που κατείχε ο Κηδάρ μεταξύ των αραβικών φυλών, το όνομα αυτό κατέληξε αργότερα να προσδιορίζει τις φυλές της ερήμου γενικά. Στα Ταργκούμ και στη ραβινική γραμματεία, η ίδια η Αραβία αποκαλείται μερικές φορές Κηδάρ.
Η Σουλαμίτισσα του Άσματος Ασμάτων παρομοίασε τη μελαμψή όψη της με «τις σκηνές του Κηδάρ» (Ασμ 1:5, 6· παράβαλε Ψλ 120:5), οι οποίες ίσως κατασκευάζονταν από μαύρες τρίχες κατσικιών, όπως και οι σκηνές πολλών σημερινών Βεδουίνων. Η προφητεία του Ιεζεκιήλ αναφέρει ότι «οι αρχηγοί της Κηδάρ» και οι Άραβες ήταν έμποροι αρσενικών αρνιών, κριαριών και τράγων για λογαριασμό της εμπορικής πόλης της Τύρου.—Ιεζ 27:21.
Την εποχή της ασσυριακής κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή, ο προφήτης Ησαΐας προείπε ότι η δόξα της Κηδάρ θα παρήκμαζε αιφνίδια, καθώς οι κραταιοί τοξότες της θα λιγόστευαν και θα απέμενε μόνο ένα υπόλοιπο από αυτούς. (Ησ 21:16, 17) Οι Κηδάριοι είναι προφανώς οι Κιντρί ή Καντρί των ασσυριακών κειμένων τα οποία περιγράφουν διάφορες πολεμικές εκστρατείες. Ο Ασσύριος Βασιλιάς Ασσουρμπανιπάλ τούς αναφέρει μαζί με τους Αριμπί (Άραβες) και τους Νεβαϊώθ (παράβαλε Ησ 60:7) στην εξιστόρηση μιας εκστρατείας και καυχιέται για τα γαϊδούρια, τις καμήλες και τα πρόβατα που πήρε από αυτούς ως λάφυρα.
Σε μεταγενέστερη περίοδο, ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, πάταξε την Κηδάρ. (Ιερ 49:28, 29) Η κατάκτηση της βόρειας Αραβίας από αυτόν το μονάρχη αναφέρεται από τον Βαβυλώνιο ιστορικό Βηρωσσό, τα λόγια του οποίου παραθέτει ο Ιώσηπος.—Κατ’ Απίωνος, Α΄, 129, 133 (19).
Μια ασημένια κούπα (θεωρείται ότι είναι του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ.) που βρέθηκε στο Τελλ ελ-Μασχούτα της Αιγύπτου φέρει την αραμαϊκή επιγραφή: «Καϊνού μπαρ [γιος του] Γκεσέμ [Γησέμ], βασιλιάς της Κηδάρ». Ο συγκεκριμένος Γησέμ πιθανόν να είναι «ο Γησέμ ο Άραβας» που εναντιωνόταν στο έργο της ανοικοδόμησης του τείχους της Ιερουσαλήμ την εποχή του Νεεμία.—Νε 2:19· 6:1, 2, 6.
Τα ασσυριακά κείμενα δείχνουν ότι στο ιερό του Βασιλιά Αζαΐλ της Κηδάρ υπήρχαν ομοιώματα των εξής ψεύτικων θεοτήτων: Αταρσαμάιν (οι Ασσύριοι την ταύτιζαν με την Ιστάρ Ντιλμπάτ), Ντάι, Ναχάι, Ρουλντάιου, Αταρκουρούμα και Αμπιριλού. Ένα χρυσό άστρο στολισμένο με πολύτιμες πέτρες ήταν το σύμβολο της θεάς Αταρσαμάιν. Σύμφωνα με το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Ταανίτ 5β), ο λαός της Κηδάρ λάτρευε επίσης το νερό.