ΙΩΝΑΘΑΝ
(Ιωνάθαν) [Ο Ιεχωβά Έχει Δώσει].
Ελληνική απόδοση δύο εβραϊκών ονομάτων, του ονόματος Γιωναθάν και του αναπτυγμένου τύπου Γεχωναθάν.—Βλέπε ΙΕΧΩΝΑΘΑΝ.
1. Λευίτης ο οποίος υπηρέτησε ως ιερέας σε σχέση με ψευδή λατρεία στο σπίτι του Μιχαία στον Εφραΐμ, και αργότερα στους Δανίτες. Η αφήγηση στο βιβλίο των Κριτών, κεφάλαια 17 και 18, αναφέρεται επανειλημμένα σε έναν νεαρό Λευίτη ο οποίος στο εδάφιο Κριτές 18:30 αποκαλείται «Ιωνάθαν, ο γιος του Γηρσώμ, γιου του Μωυσή». Το ότι νωρίτερα λέγεται πως ήταν «από την οικογένεια του Ιούδα» μπορεί απλώς να παραπέμπει στο γεγονός ότι κατοικούσε στη Βηθλεέμ, στην περιοχή του Ιούδα.—Κρ 17:7.
Ο περιπλανώμενος Ιωνάθαν κατέληξε στο σπίτι του Μιχαία, στα βουνά του Εφραΐμ. Ο Μιχαίας είχε στήσει μια γλυπτή εικόνα στο σπίτι του. Ο Ιωνάθαν συμφώνησε να υπηρετεί ως ιερέας για εκείνο το σπιτικό παρ’ όλο που δεν ανήκε στην οικογένεια του Ααρών και παρά το ότι χρησιμοποιούνταν μια εικόνα στη λατρεία. Αργότερα, πέντε Δανίτες οι οποίοι αναζητούσαν τόπο για να εγκατασταθεί ένα τμήμα της φυλής τους συνάντησαν τον Ιωνάθαν. Του ζήτησαν να ρωτήσει τον Θεό αν θα είχαν επιτυχία, και εκείνος τους έδωσε μια ευνοϊκή απόκριση στο όνομα του Ιεχωβά.
Όταν ο κύριος όγκος αυτού του τμήματος αποτελούμενος από 600 Δανίτες, συν τις οικογένειές τους και τα ζώα τους, πέρασαν από το σπίτι του Μιχαία καθ’ οδόν προς το βορρά, πήραν τα λατρευτικά αντικείμενα περιλαμβανομένης και της γλυπτής εικόνας. Έπεισαν επίσης τον ιδιοτελή Ιωνάθαν να τους ακολουθήσει και να γίνει ιερέας τους, αντί να είναι ιερέας μιας οικογένειας μόνο. (Κρ 17:7–18:21) Ο Ιωνάθαν «και οι γιοι του έγιναν ιερείς για τη φυλή των Δανιτών μέχρι την ημέρα που ο τόπος οδηγήθηκε σε εξορία». (Κρ 18:30) Μερικοί σχολιαστές το συνδέουν αυτό με κάποια κατάκτηση εκείνης της περιοχής—όπως την κατάκτηση από τον Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄—ή όλων των βόρειων φυλών το 740 Π.Κ.Χ. (2Βα 15:29· 17:6) Ωστόσο, εφόσον συγγραφέας των Κριτών ήταν προφανώς ο Σαμουήλ, πρέπει να εννοείται κάποιο προγενέστερο γεγονός. Το εδάφιο Κριτές 18:31 αναφέρει ότι οι Δανίτες διατήρησαν στη θέση της τη γλυπτή εικόνα που είχαν στήσει «όλες τις ημέρες που ο οίκος του αληθινού Θεού παρέμενε στη Σηλώ». Αυτό υποδεικνύει το χρονικό πλαίσιο του προηγούμενου εδαφίου και ενισχύει την άποψη ότι τα μέλη της οικογένειας του Ιωνάθαν υπηρέτησαν ως ιερείς ώσπου οι Φιλισταίοι έπιασαν την Κιβωτό. Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι το εδάφιο 30 θα έπρεπε να λέει: “μέχρι την ημέρα που η κιβωτός οδηγήθηκε σε εξορία”. (1Σα 4:11, 22) Αλλά το παραπάνω συμπέρασμα σχετικά με το διάστημα κατά το οποίο τα μέλη της οικογένειας του Ιωνάθαν υπηρέτησαν ως ιερείς μπορεί να είναι σωστό χωρίς καν αλλαγή της απόδοσης, διότι το εδάφιο 30 μπορεί να εκφράζει την άποψη ότι, κατά μία έννοια, ο τόπος οδηγήθηκε σε εξορία όταν πιάστηκε η Κιβωτός.
2. Ο μεγαλύτερος και πιο αγαπημένος γιος του Βενιαμίτη Βασιλιά Σαούλ, προφανώς από την Αχινοάμ, την κόρη του Αχιμάας. (1Σα 14:49, 50) Ο Ιωνάθαν είναι κυρίως γνωστός για την ανιδιοτελή φιλία του και την υποστήριξή του προς τον Δαβίδ ως τον προσδιορισμένο βασιλιά του Ιεχωβά.
Ο Ιωνάθαν μνημονεύεται πρώτη φορά στα αρχικά χρόνια της βασιλείας του Σαούλ ως γενναίος διοικητής χιλίων πολεμιστών. (1Σα 13:2) Άρα, τότε θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 20 χρονών, οπότε, όταν πέθανε γύρω στο 1078 Π.Κ.Χ., θα πρέπει τουλάχιστον να πλησίαζε τα 60. (Αρ 1:3) Ο Δαβίδ ήταν 30 χρονών όταν πέθανε ο Ιωνάθαν. (1Σα 31:2· 2Σα 5:4) Επομένως, κατά το διάστημα της φιλίας τους ο Ιωνάθαν προφανώς ήταν περίπου 30 χρόνια μεγαλύτερος από τον Δαβίδ. Το γεγονός ότι ο Ιωνάθαν ήταν ενήλικος νέος όταν ο Σαούλ έγινε βασιλιάς ίσως παρέχει κάποια εξήγηση για την ιδιοσυγκρασία του και τη νοοτροπία του. Στα χρόνια της διάπλασής του μπορεί κάλλιστα να είχε επηρεαστεί από τον πατέρα του, ο οποίος μέχρι τον καιρό που εκλέχθηκε βασιλιάς εκδήλωνε μετριοφροσύνη, υπακοή και σεβασμό για τον Ιεχωβά και τις διευθετήσεις του.—1Σα 9:7, 21, 26· 10:21, 22.
Η πρώτη πληροφορία που αναφέρεται για τον Ιωνάθαν είναι ότι οδήγησε θαρραλέα και επιτυχημένα χίλιους πενιχρά οπλισμένους άντρες εναντίον της φρουράς των Φιλισταίων στη Γααβά. Σε απάντηση, ο εχθρός συνάχθηκε στη Μιχμάς. Κρυφά, ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος του άφησαν τον Σαούλ και τους άντρες του και πλησίασαν στην προφυλακή του εχθρού. Με αυτή την πράξη και μόνο ο Ιωνάθαν επέδειξε τη γενναιότητά του, την ικανότητά του να εμπνέει εμπιστοσύνη στους άλλους, αλλά και το ότι αναγνώριζε την καθοδηγία του Ιεχωβά, εφόσον βάσισε τις ενέργειές του σε ένα σημείο από τον Θεό. Οι δύο τολμηροί πολεμιστές πάταξαν περίπου 20 Φιλισταίους, κάτι που οδήγησε σε γενικευμένη μάχη η οποία έληξε με νίκη του Ισραήλ. (1Σα 13:3–14:23) Ενώ η μάχη ήταν σε εξέλιξη, ο Σαούλ απερίσκεπτα καταράστηκε με όρκο όποιον θα έτρωγε προτού τελειώσει η μάχη. Ο Ιωνάθαν δεν το γνώριζε αυτό και έφαγε λίγο άγριο μέλι. Αργότερα, όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον Σαούλ, ο Ιωνάθαν δεν προσπάθησε να αποφύγει το θάνατο για το ότι είχε φάει από το μέλι. Ωστόσο, τον απολύτρωσε ο λαός, που αναγνώρισε ότι ο Θεός ήταν μαζί του εκείνη την ημέρα.—1Σα 14:24-45.
Αυτά τα ανδραγαθήματα αποδεικνύουν σαφέστατα ότι ο Ιωνάθαν ήταν θαρραλέος, ικανός και ανδρείος πολεμιστής. Τόσο αυτός όσο και ο Σαούλ δίκαια περιγράφηκαν “ταχύτεροι από τους αετούς και κραταιότεροι από τα λιοντάρια”. (2Σα 1:23) Ο Ιωνάθαν ήταν επιδέξιος τοξότης. (2Σα 1:22· 1Σα 20:20) Οι αρρενωπές του ιδιότητες ίσως ήταν ο λόγος που τον αγαπούσε τόσο πολύ ο Σαούλ. Είναι προφανές ότι ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. (1Σα 20:2) Ωστόσο, αυτό δεν επισκίασε το ζήλο του Ιωνάθαν για τον Θεό και την οσιότητά του στο φίλο του τον Δαβίδ.
Ο Δαβίδ φέρθηκε στην αυλή του βασιλιά για να παίζει μουσική στον Σαούλ, επειδή το πνεύμα του Ιεχωβά είχε φύγει από το βασιλιά και τη θέση του είχε πάρει ένα κακό πνεύμα—κάτι που ο Ιωνάθαν ίσως είχε παρατηρήσει. Παρότι νέος, ο Δαβίδ ήταν «γενναίος και κραταιός, άντρας πολεμιστής», και ο Σαούλ «τον αγάπησε πάρα πολύ και αυτός έγινε οπλοφόρος του».—1Σα 16:14-23.
Η ιδιαίτερη φιλία που συνέδεε τον Ιωνάθαν με τον Δαβίδ άρχισε λίγο μετά τη θανάτωση του Γολιάθ από τον Δαβίδ. Αυτή η άφοβη πράξη υπέρ του λαού του Ιεχωβά πρέπει να συγκίνησε βαθιά τον Ιωνάθαν. Όταν άκουσε τον Δαβίδ να αφηγείται αυτή του την πράξη, «η ψυχή του Ιωνάθαν συνδέθηκε με την ψυχή του Δαβίδ, και ο Ιωνάθαν τον αγάπησε όπως την ίδια του την ψυχή». (1Σα 18:1) Οι δύο θαρραλέοι πολεμιστές και αφοσιωμένοι υπηρέτες του Θεού «σύναψαν διαθήκη» φιλίας. Ο Ιωνάθαν διέκρινε ότι ο Δαβίδ είχε το πνεύμα του Θεού. (1Σα 18:3) Δεν τον έβλεπε με ζήλια ως αντίπαλο, όπως ο Σαούλ. Αντίθετα, ο σεβασμός που έτρεφε για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο Θεός τα ζητήματα αποτελούσε θαυμάσιο παράδειγμα για το νεότερο φίλο του. Δεν συμμορφώθηκε με την επιθυμία του Σαούλ ο οποίος ζήτησε το θάνατο του Δαβίδ, αλλά απεναντίας προειδοποίησε τον Δαβίδ και προσπάθησε να παίξει μεσολαβητικό ρόλο. Όταν ο Δαβίδ αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή, ο Ιωνάθαν συναντήθηκε μαζί του και σύναψε διαθήκη σύμφωνα με την οποία ο Δαβίδ θα προστάτευε τον ίδιο και το σπιτικό του.—1Σα 19:1–20:17.
Ο Ιωνάθαν μίλησε ξανά στον Σαούλ για τον Δαβίδ, αλλά αυτό παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή, γιατί σε μια έκρηξη οργής ο Σαούλ έριξε ένα δόρυ στον ίδιο του το γιο. Ο Ιωνάθαν και ο Δαβίδ συναντήθηκαν, όπως είχαν συνεννοηθεί, σε έναν αγρό όπου πήγε ο γιος του βασιλιά με το πρόσχημα ότι θα εξασκούνταν στην τοξοβολία. (1Σα 20:24-40) Οι δύο φίλοι ανανέωσαν το δεσμό αγάπης που τους ένωνε και «άρχισαν να φιλούν ο ένας τον άλλον και να κλαίνε ο ένας για τον άλλον», όπως αναφέρεται ότι έκαναν και άλλοι άντρες και όπως κάνουν και σήμερα σε μερικές χώρες. (1Σα 20:41· Γε 29:13· 45:15· Πρ 20:37) Αργότερα ο Ιωνάθαν κατάφερε να έρθει για τελευταία φορά σε επαφή με τον Δαβίδ στη Χορές και ενίσχυσε «το χέρι του σε σχέση με τον Θεό». Κατόπιν ανανέωσαν τη διαθήκη τους.—1Σα 23:16-18.
Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη στην Αγία Γραφή ότι ο Ιωνάθαν συμμετείχε με τον πατέρα του στις εξορμήσεις εκείνου εναντίον του Δαβίδ. Αλλά στη μάχη εναντίον των εχθρών του Θεού, των Φιλισταίων, ο Ιωνάθαν πολέμησε μέχρι θανάτου και πέθανε την ίδια ημέρα με δύο αδελφούς του και τον πατέρα του. Οι Φιλισταίοι κρέμασαν τα πτώματά τους στα τείχη της Βαιθ-σαν. Ωστόσο, γενναίοι άντρες από την Ιαβείς-γαλαάδ τους πήραν και τους έθαψαν στην Ιαβείς. Αργότερα, ο Δαβίδ μετέφερε τα κόκαλα του Σαούλ και του Ιωνάθαν στη Ζηλά. (1Σα 31:1-13· 2Σα 21:12-14· 1Χρ 10:1-12) Ο Δαβίδ θρήνησε γοερά το θάνατο του στενού του φίλου Ιωνάθαν, και μάλιστα έψαλε για τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν μια θρηνωδία με τίτλο «Το Τόξο». (2Σα 1:17-27) Ο Βασιλιάς Δαβίδ εκδήλωσε ιδιαίτερη καλοσύνη στον ανάπηρο γιο του Ιωνάθαν, τον Μεφιβοσθέ, ο οποίος ήταν πέντε χρονών όταν πέθανε ο πατέρας του. Αυτός τελικά απέκτησε μόνιμη θέση στο τραπέζι του βασιλιά. (2Σα 4:4· 9:10-13) Η γενεαλογική γραμμή του Ιωνάθαν συνεχίστηκε επί αρκετές γενιές.—1Χρ 8:33-40.
3. Γιος του Αρχιερέα Αβιάθαρ. Υπηρέτησε ως αγγελιοφόρος όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ στη διάρκεια της εξέγερσης του Αβεσσαλώμ, αλλά καθώς φαίνεται, αργότερα συμπαρατάχθηκε με τον στασιαστή Αδωνία. Ο πατέρας του Ιωνάθαν, ο Αβιάθαρ, μετακινούνταν μαζί με τον Δαβίδ τον καιρό που εκείνος, ο μελλοντικός βασιλιάς, ήταν καταζητούμενος από τον Σαούλ. Αργότερα έγινε αρχιερέας. Όταν εκδηλώθηκε ο σφετερισμός του θρόνου από τον Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ έστειλε τον Αβιάθαρ και τον Σαδώκ πίσω στην πρωτεύουσα ως πληροφοριοδότες. Αυτή είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται στη Βιβλική αφήγηση ο γιος του Αβιάθαρ, ο ιερέας Ιωνάθαν. Αυτός και ο Αχιμάας, ο γιος του Σαδώκ, θα μετέφεραν στον Δαβίδ σημαντικά μηνύματα από τους πατέρες τους και από τον Χουσαΐ. (2Σα 15:27-29, 36) Οι δύο αγγελιοφόροι ήταν αδύνατον να μπουν στην πόλη χωρίς να τους αναγνωρίσουν, γι’ αυτό και περίμεναν σε μια πηγή, ή πηγάδι, που ονομαζόταν Εν-ρογήλ, κοντά στην πόλη. Όταν φάνηκε ότι ο Αβεσσαλώμ αποδέχτηκε τη συμβουλή του Χουσαΐ, ειδοποιήθηκαν οι δύο αγγελιοφόροι που περίμεναν, ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας. Αυτοί έσπευσαν να μεταφέρουν τα νέα στο βασιλιά. Τους εντόπισαν, όμως, και τους καταδίωξαν, και παραλίγο να τους συλλάβουν. Με τη βοήθεια μιας γυναίκας, κρύφτηκαν σε ένα πηγάδι μέχρι να διαφύγουν τον κίνδυνο και κατόπιν πήγαν στον Δαβίδ και τον ειδοποίησαν να περάσει στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη.—2Σα 17:15-22.
Στις τελευταίες ημέρες του Δαβίδ, ο γιος του ο Αδωνίας συνωμότησε επιδιώκοντας να γίνει βασιλιάς αντί του Σολομώντα, και ο Αβιάθαρ τάχθηκε υπέρ του Αδωνία. Επηρεασμένος ίσως από το παράδειγμα του πατέρα του, ο Ιωνάθαν προσχώρησε προφανώς στην παράταξη του Αδωνία. Ο Ιωνάθαν ήταν αυτός που έφερε στο συμποσιάζοντα σφετεριστή τη συνταρακτική είδηση ότι ο Δαβίδ είχε ανατρέψει τη συνωμοσία κάνοντας βασιλιά τον Σολομώντα. Η Αγία Γραφή δεν λέει τίποτα περισσότερο για τον Ιωνάθαν. Μπορεί να εκτοπίστηκε και αυτός μαζί με τον πατέρα του, αλλά ούτως ή άλλως το αξίωμα του αρχιερέα δεν παρέμεινε στην οικογένειά του.—1Βα 1:41-43· 2:26, 27.
4. Ανιψιός του Βασιλιά Δαβίδ ο οποίος πάταξε έναν γίγαντα που ενέπαιζε τον Ισραήλ στη Γαθ. (2Σα 21:20, 21· 1Χρ 20:6, 7) Ο εν λόγω Ιωνάθαν αναφέρεται ως γιος του Σιμεά ή Σιμεΐ, αδελφού του Βασιλιά Δαβίδ. Εφόσον στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 13:3 μνημονεύεται κάποιος Ιωναδάβ ως γιος του Σιμεάχ, του αδελφού του Δαβίδ, μερικοί σχολιαστές πιστεύουν ότι εννοείται το ίδιο πρόσωπο.—Βλέπε ΙΩΝΑΔΑΒ Αρ. 1.
5. Ένας από τους κραταιούς άντρες των στρατιωτικών δυνάμεων του Δαβίδ. Ήταν γιος του Σαγή του Αραρίτη.—2Σα 23:8, 32· 1Χρ 11:26, 34.
6. Γιος του Οζία, υπεύθυνος για τους θησαυρούς του Βασιλιά Δαβίδ «στους αγρούς, στις πόλεις και στα χωριά και στους πύργους», οι οποίοι θησαυροί αναφέρονται ξέχωρα από τους θησαυρούς του βασιλιά στην Ιερουσαλήμ. (1Χρ 27:25) Ο Ιωνάθαν μνημονεύεται μετά τον βασιλικό θησαυροφύλακα Αζμαβέθ και πριν από εκείνους που ήταν διορισμένοι να επιμελούνται συγκεκριμένα πράγματα όπως τα αμπέλια ή οι ελαιώνες.—1Χρ 27:25-28.
7. «Άνθρωπος που διέθετε κατανόηση», γραμματέας και σύμβουλος του Βασιλιά Δαβίδ. (1Χρ 27:32) Στο Μασοριτικό κείμενο, η σχέση του Ιωνάθαν με τον Δαβίδ προσδιορίζεται από την εβραϊκή λέξη ντωδ, η οποία γενικά σημαίνει «θείος». Αλλά με βάση δύο Βιβλικές αναφορές σε έναν ανιψιό του Δαβίδ ονόματι Ιωνάθαν, είναι πιθανό να χρησιμοποιείται εδώ η λέξη με την ευρύτερη έννοια του «συγγενή», και στην προκειμένη περίπτωση, με την έννοια του «γιου του αδελφού» ή «ανιψιού». (Ro· AS, υποσ.· ΜΝΚ) Ως εκ τούτου θα ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 4.
8. Ένας από τους στρατιωτικούς αρχηγούς οι οποίοι ήταν στους αγρούς όταν ο Ναβουχοδονόσορ κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. Ήταν γιος του Καρηά και αδελφός του Ιωανάν. Μετά το διορισμό του Γεδαλία ως υπεύθυνου για το λαό που είχε απομείνει στη χώρα, ο Ιωνάθαν και οι υπόλοιποι στρατιωτικοί ηγέτες από τους αγρούς πήγαν στον Γεδαλία και έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι θα ήταν ασφαλείς. (Ιερ 40:7-10) Προφανώς, ο Ιωνάθαν ήταν επίσης ανάμεσα σε εκείνους που έδωσαν στον Γεδαλία την προειδοποίηση ότι υπήρχε κίνδυνος να δολοφονηθεί, μια προειδοποίηση που εκείνος επέλεξε να αγνοήσει.—Ιερ 40:13-16.
9. Ένας από τους δύο γιους του Ιαδά και απόγονος του Ιούδα μέσω του Εσρών και του Ιεραμεήλ. Ο αδελφός του ο Ιεθέρ πέθανε άτεκνος, αλλά ο Ιωνάθαν είχε δύο γιους, τον Φαλέθ και τον Ζαζά.—1Χρ 2:3, 25, 26, 28, 32, 33.
10. Ισραηλίτης από την οικογένεια του Αδίν, ο γιος του οποίου, ονόματι Αβδέ, επέστρεψε μαζί με τον Έσδρα από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 8:1, 6.
11. Γιος του Ασαήλ ο οποίος ίσως αντέδρασε στην πρόταση του Έσδρα σύμφωνα με την οποία οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι έπρεπε να αποβάλουν τις αλλοεθνείς συζύγους τους. Ωστόσο, υπάρχει η άποψη ότι η αντίδραση αφορούσε, όχι την εισήγηση του Έσδρα, αλλά τη διαδικασία που υιοθετήθηκε για την εφαρμογή της.—Εσδ 10:15, υποσ.
12. Γιος του Ιεχωδαέ και εγγονός του Αρχιερέα Ελιασίβ. (Νε 12:10, 11) Πιστεύεται ότι, στην πραγματικότητα, το εδάφιο 11 θα έπρεπε να λέει «Ιωανάν» αντί «Ιωνάθαν», εφόσον τα εδάφια Νεεμίας 12:22, 23 αναφέρονται στον Ιωανάν ως “γιο του Ελιασίβ” και εφόσον η λέξη «γιος» μπορεί να σημαίνει «εγγονός».—Βλέπε ΙΩΑΝΑΝ Αρ. 7.
13. Ιερέας ο οποίος ήταν κεφαλή του πατρικού οίκου του Μαλλουχί στις ημέρες του Αρχιερέα Ιεχωακείμ.—Νε 12:12, 14.
14. Γιος του Σεμαΐα από την οικογένεια του Ασάφ και πατέρας του Ζαχαρία, ενός σαλπιγκτή ιερέα ο οποίος συμμετείχε στην πομπή που βάδισε πάνω στο ανοικοδομημένο τείχος της Ιερουσαλήμ.—Νε 12:31, 35, 36.