ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΡΟΥΧΩΝ
Άτομο το οποίο στους Βιβλικούς χρόνους έπλενε χρησιμοποιημένα ρούχα, καθώς επίσης κατεργαζόταν καινούρια υφάσματα υποβάλλοντάς τα σε λεύκανση, συρρίκνωση και αφαίρεση των λιπαρών ουσιών, στα πλαίσια της προετοιμασίας για τη βαφή. Στην εβραϊκή ο όρος προέρχεται προφανώς από μια ρίζα που σημαίνει «ποδοπατώ», δηλαδή πλένω κάτι πατώντας το με τα πόδια ώστε να μαλακώσει η βρωμιά. (Μαλ 3:2· βλέπε ΛΟΥΤΡΟ, ΛΟΥΣΙΜΟ.) Η λέξη γναφεύς του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται «καθαριστής ρούχων», είναι συγγενική με τη λέξη γνάφος (το φυτό δίψακος ο γναφευτικός [Dipsacus fullonum] ή αγκαθόχτενο· χτένι για το ξάσιμο του μαλλιού) και αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κατεργάζεται καινούρια υφάσματα ή πλένει και τρίβει λερωμένα ενδύματα.
Οι καθαριστές ρούχων στους αρχαίους καιρούς ίσως είχαν τη δυνατότητα να ασπρίζουν τα ρούχα σε μεγάλο βαθμό με καθάρισμα και λεύκανση. Εντούτοις, περιγράφοντας την απαράμιλλη λευκότητα των ενδυμάτων του Ιησού κατά τη σκηνή της μεταμόρφωσης, ο Μάρκος λέει: «Τα εξωτερικά του ενδύματα έγιναν λαμπερά, πολύ πιο λευκά από όσο θα μπορούσε να τα λευκάνει οποιοσδήποτε καθαριστής ρούχων στη γη».—Μαρ 9:3.
Άλκαλι. Στην εβραϊκή, η λέξη που αποδίδεται άλκαλι είναι νέθερ, ένα ανθρακικό άλας του νατρίου το οποίο ονομάζεται επίσης νάτρο. Αποκαλείται «ορυκτό άλκαλι» για να διακρίνεται από το «φυτικό άλκαλι». Το νάτρο αποτελεί τη φυσική μορφή του χημικού και εμπορικού προϊόντος που είναι γνωστό ως σόδα. Στο εδάφιο Παροιμίες 25:20 γίνεται νύξη για τις φυσαλίδες που δημιουργούνται όταν αυτό το άλκαλι αναμειγνύεται με ασθενές οξύ. Μολονότι σε ορισμένες μεταφράσεις ονομάζεται «νίτρο», δεν πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονο νίτρο, το οποίο μπορεί να είναι είτε νιτρικό κάλιο είτε νιτρικό νάτριο.
Από μόνο του ή ως συστατικό σαπουνιού, το συγκεκριμένο άλκαλι είναι πολύ αποτελεσματικό καθαριστικό. Αυτό το στοιχείο προσθέτει βαρύτητα στα λόγια του Ιεχωβά σχετικά με το βάθος της αμαρτωλότητας του Ισραήλ: «Ακόμη και αν πλενόσουν με άλκαλι και έπαιρνες για τον εαυτό σου μεγάλες ποσότητες αλισίβας, το σφάλμα σου θα ήταν κηλίδα ενώπιόν μου».—Ιερ 2:22.
Ο αρχαίος κόσμος προμηθευόταν αυτό το άλκαλι από διάφορες πηγές—από λίμνες ή ιζηματογενή πετρώματα στη Συρία, στην Ινδία, στην Αίγυπτο και στις νοτιοανατολικές ακτές της Νεκράς Θαλάσσης. Είναι γνωστό ότι οι Αιγύπτιοι και άλλοι δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο ως απορρυπαντικό, αλλά υποκαθιστούσαν με αυτό τη μαγιά στην αρτοποιία, το πρόσθεταν στο κρέας για να μαλακώσει κατά το βράσιμο, το αναμείγνυαν με ξίδι για να θεραπεύουν τον πονόδοντο και το χρησιμοποιούσαν στην ταρίχευση.
Αλισίβα. Η εβραϊκή λέξη μπορίθ, που μεταφράζεται «αλισίβα» (σε μερικές μεταφράσεις, «σαπούνι»), αναφέρεται σε ένα φυτικό άλκαλι σε αντιδιαστολή με το νέθερ, το αποκαλούμενο ορυκτό άλκαλι. Η διάκριση δεν γινόταν με βάση τη χημική σύνθεση, αλλά τη διαφορετική πηγή από την οποία το προμηθεύονταν. Στο εδάφιο Ιερεμίας 2:22 εμφανίζονται και οι δύο λέξεις στο ίδιο εδάφιο. Από χημική άποψη, η αλισίβα των Βιβλικών χρόνων ήταν ανθρακικό νάτριο ή ανθρακικό κάλιο, ανάλογα με το αν η βλάστηση από την οποία είχε ληφθεί η τέφρα είχε αναπτυχθεί κοντά στη θάλασσα, δηλαδή σε αλμυρό έδαφος, ή στην ενδοχώρα. Τα χημικά στοιχεία που περιείχε η τέφρα διαχωρίζονταν από αυτήν με εκχύλιση ή διήθηση με νερό. Αυτή η αλισίβα ήταν διαφορετική από τη σύγχρονη χημική ουσία που αποκαλείται «αλισίβα», το εξαιρετικά καυστικό υδροξείδιο του καλίου. Η αλισίβα του αρχαίου καθαριστή ρούχων χρησιμοποιούνταν, όχι μόνο στο καθάρισμα των ρούχων (Μαλ 3:2), αλλά επίσης στην αναγωγή μετάλλων όπως ο μόλυβδος και το ασήμι.—Ησ 1:25.
Ποτάσα. Η εβραϊκή λέξη μπορ μεταφράζεται «ποτάσα» (ΜΝΚ), «σαπούνι» (Yg) και «αλισίβα» (AT, ΜΠΚ), στο εδάφιο Ιώβ 9:30. Εκεί αναφέρεται ότι τη χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό των χεριών. Αυτό το καθαριστικό θεωρείται ότι ήταν είτε ανθρακικό κάλιο είτε ανθρακικό νάτριο. Κατ’ αρχάς, εκχύλιζαν την τέφρα των ξύλων και κατόπιν πύκνωναν το διάλυμα βράζοντάς το μέσα σε χύτρες.
Βλέπε επίσης ΑΓΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΡΟΥΧΩΝ.